ΥΔΡΟΜΥΛΟΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ
Το Σουφλί ήταν μεγάλη και ξακουστή πόλη, καθώς αναφέρουμε λεπτομερώς στον 33ο τόμο των Θρακικών, και που λέει και το τραγούδι: «Κι του Σουφλί τρανό χουριό, τρανό κι πηνιμένου». Κι έπρεπε να έχη πολλούς υδόμυλους για να κάνουν το ψωμί τους οι γεροί και δυνατοί Σουφλιώτες, κι οι αντρειωμένες Σουφλιώτισσες. Κι είχαν πράγματι πολλούς, και ρεμματόμυλους και Μαρτσόμυλους.
Οι ρεμματόμυλοι, βρισκόταν κατά μήκος του ρυακιού που τρέχει ακατάπαυστα και σήμερα ακόμη φυσικά, και που λέγεται «Κιόϊ-ντερέ» (=του χωριού το ρέμμα).
Και για να έχω μια κάποια ιδέα περί της λειτουργίας των υδρόμυλων και δη ποίων και πόσοι μύλοι λειτουργούσαν τότε στα παλιά χρόνια, διάλεξα ως συνομιλητή μου το θείο μου εκ μητρός πάπο Χρ. Πατρώνα ετών 82 (14.4.1961), ο οποίος μου είπεν ότι, από τον κάτω ρουν του Κιόϊ-ντερέ, προς τα άνω λειτουργούσαν οι εξής μύλοι: 1) του Ι. Τόλκα, ερείπια ούτινος σώζονται ως τα σήμερα, 2) του Καλαϊτζή, 3) του Γκουτζέλλα, 4) του Βασιλικού, 5) του Γκούντλη, πατρός του Χριστοφ. Γκουντλή, ξυλουργού, 6) των αδελφών Γκαμπζάλλα και 7) του Χρ. Μόκουτζια, στην τοποθεσία Ρουσβάν(ι)-Κουσίνια. Μύλοι ήσαν ακόμη και στο Μαγγάζι του Μαρθάρη, και στο Τρανό-Ρέμμα του Αλτιναλμάζη. Οι μύλοι αυτοί ήσαν κτισμένοι κλιμακηδόν, ο ένας ύπερθεν του άλλου σε απόσταση μερικών 100δων μέτρων. Ο μηχανισμός των ήταν απλούστατος. Το κυριώτερο τμήμα ήτο ο μεγάλος κάθετος κινητήριος τροχός ολόσωμος, με συνεχόμενους ξύλινους βεβαίως κουβάδες, που καθώς γέμιζαν με νερό, ανάγκαζαν τον τεράστιο τροχό σε κυκλική κίνηση. Ο τροχός πάλι αυτός τη βοήθεια οδοντωτών άλλων τροχών, μετέδιδε γρήγορη κίνηση στις πέτρες, που βρίσκονταν στο στεγασμένο τμήμα του μύλου, όπου ήσαν αποθηκευμένα τα σιτηρά και όπου έμεναν και οι μυλωνάδες. Λεπτομέρειες, για την ονοματολογία και τη λειτουργία, γράφουμε στο επόμενο κεφάλαιο Υδρόμυλοι Λαβάρων. Υδρόμυλος εν λειτουργία είδε και ο υποφαινόμενος α) στο χωριό Γαλαρινό Χαλκιδικής το 1930 ότε ήμην μαθητής στην Ιερατική Σχολή Αγίας Αναστασίας, αλλά και στο χωριό Λύρα Σουφλίου, ότε ηργαζόμην ως δημοδιδάσκαλος (1934-1936) και ήτο μυλωνάς κάποιος Σουφλιώτης Πασχάλης Μουτρίκας με το γέρο πατέρα του. Όμως, και οι δύο αυτοί μύλοι κυλινδρομύλων. Λόγω συναγωνισμού, τα σιτηρά τα παραλάμβαναν οι μυλωνάδες από τα σπίτια των πελατών και με άλογα τα μετέφεραν ως τους μύλους των. Κάπως δηλ., σαν και τώρα, που οι κυλινδρόμυλοι παραλαμβάνουν και παραδίδουν κατ’ οίκον τα άλευρα των γεωργών, με τα τεράστια φορτηγά των αυτοκίνητα, όπου έχουν και πλάστιγγα ζυγίσεώς των. Όμως, όταν χιόνιζε, τότε ήταν μεγάλη τυραννία. Ηναγκάζοντο αυτοί που ήθελαν να αλέσουν, να πάρουν στη ράχι το σακκί, να ανοίξουν δρόμο μέσα στα χιόνια, για να φθάσουν ως τους μύλους 4-5 χιλμ. μακρυά.
Ενθυμούμαι, μου είχε πει ο μακαρίτης ήδη συνομιλητής μου, ότι ένας μύλος λειτουργούσε, όταν ήμουν 7-8 χρόνων, στο ρέμμα του επάνω μαχαλά, απέναντι στου Μπαλτζή, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ο μικρός καταρράκτης (δηλ. κατά το 1895-1900). Άλεθε όμως μόνο γιαρμάδες για τα ζώα. Κι ήταν του παπού του Αθ. Τσιακίρη, που κατοικεί στο ίδιο σημείο.
Το δικαίωμα αλεστικών ήσαν 8-10%, ανάλογα με τον επαγγελματικό συναγωνισμό των μυλωνάδων.
Οι μύλοι αυτοί, λειτουργούσαν μόνο το χειμώνα, το πολύ ως τέλη Μαΐου, δηλ., ως την εποχή που στείρευαν τα ποταμάκια, εκτός από τους Μαρτσόμυλους, λειτουργούσαν ακατάπαυστα, χειμώνα-καλοκαίρι, όλο το χρόνο.
Θυμούμαι επίσης, διηγείται ο ίδιος, μια χρονιά που είχε παγώσει η Μαρίτσα (=ο Έβρος), κόπηκε ένας «Μαρτσόμπλους», παρασύρθηκε στο ποτάμι, και 15 μέρες δεν μπορούσε κανείς να πλησιάση εκεί, κι ο καυμένος ο μυλωνάς, κόντεψε να πεθάνη από την πείνα και το κρύο. Φώναζε «βοήθεια». Και τότε, ο «καηκαμάκης» και άλλοι πήγαν να τον σώσουν, πράγμα που έγινε ευτυχώς, αλλά με μέγιστη δυσκολία. Έτσι ζούσαν παιδί μου, οι άνθρωποι εκείνοι!
Πρώτος που έφερε στο Σουφλί μύλο με μηχανή, ήτο κάποιος Αλκιβιάδης, έμπορος. Το μύλο αυτό τον κατάστρεψαν όταν ήλθαν οι Βούλγαροι στα 1914, όπως και τον τεράστιο μύλο του Πρωτόπαπα στο Δεδεαγάτσ’(ι) (=Αλεξανδρούπολη). Στα 1920, το μύλο του Αλκιβιάδη τον αγόρασε ο ψωμάς Δημ. Φούσκας, κι απ’ αυτόν οι σημερινοί εργοσταρχιάρχαι αδελφοί Ν. Γκαργκάνα, που τον εβελτίωσαν εξ ολοκλήρου, και λειτουργεί ήδη με τα πλέον σύγχρονα μηχανήματα, ηλεκτροδοτούμενος από τη ΔΕΗ. Έχουν προστεθή και πτέρυγες με λανάρες και νηματουργεία. Εξ άλλου και ο συνάδελφός μου διδάσκαλος Αχιλλέας Τζιαμτζής μου είπεν ότι, προ 100ετίας, μύλον ιπποκίνητον είχεν ο πάππος του στο σπίτι των, προς άλεσιν ιδικών των σιτηρών και ξένων.
Μου διέφυγεν ανωτέρω ν’ αναφέρω ότι ο μύλος Γκαργκάνα επί Γερμανικής κατοχής 1941-44, ελλείψει καυσίμων, ελειτούργει ως ατμοκίνητος με ένα υπεράξιον εμπειροτέχνην μηχανικόν, τον φίλον μου Απόστολον Τσίτσιον ήδη συνταξιούχον. |