Ο Αρραβών και ο Γάμος, αποτελούν ασφαλώς τα σημαντικότερα ορόσημα του ανθρώπου κατά το βραχύ διάστημα του βίου, του πρόσκαιρου τούτου κόσμου. Και για την πραγματοποίησι του ιδανικού αυτού, δικαιολογείται κάθε θυσία!
Σαν ένα μικρό παράδειγμα ας θυμηθούμε τα παθήματα του Ιακώβ για την κατάκτησι των δύο γυναικών του: της Λείας και της Ραχήλ, καθώς τα περιγράφει η Αγ. Γραφή.
Ο θεσμός του γάμου είναι πανάρχαιος, ευλογημένος απ' τον ίδιο τον Θεό και νομοθετημένος απ' την ανθρώπινη κοινωνία. Γι' αυτό, απόλυτα σεβαστός και ακατάλυτος.
Στην τελετή του Αρραβώνα και του Γάμου, παρατηρούνται τα πιο περίεργα έθιμα, και τα όποια παρουσιάζουν μεγάλο θρησκευτικό, επιστημονικό και λαογραφικό ενδιαφέρον.
Στην τελετή του Αρραβώνα και του Γάμου, παρατηρούνται τα πιο περίεργα έθιμα, και τα όποια παρουσιάζουν μεγάλο θρησκευτικό, επιστημονικό και λαογραφικό ενδιαφέρον.
Θα αποτελούσε μεγάλη επιτυχία να γυρισθή σχετικό φίλμ, και να γραφή ειδικό για το θέμα τούτο σύγγραμμα, πού να περιλάβη όλα τα σχετικά με το γάμο έθιμα, των λαών, όλων των περιοχών και των κλιμάτων, από των απολίτιστων αγρίων μέχρι των συγχρόνων πολιτισμένων ανθρώπων κάθε φυλής, εθνικότητος και δόγματος.
Όμως πρόθεσις ιδική μας δεν είναι αυτή, παρά μόνο να περιγράψουμε τον τρόπο πού γινόταν ο αρραβών και ο γάμος στο Σουφλί προ 100–200 ετών.
Για τον σκοπό αυτό, ζητήσαμε πληροφορίες από τη μητέρα μας και από άλλους συγγενείς και γνωστές γρηές, καθώς κι' αυτές τα είχαν δή και ακούσει από τις δικές των μάνες και γιαγιάδες.
Και για να γίνουν πιο παραστατικά και ζωντανά, τα διατυπώσαμε σε «σκετς» δυνάμενα να αναπαρασταθούν από σκηνής, οποτεδήποτε, φυσικά με το γλωσσικό ιδίωμα και τις στολές της εποχής εκείνης.
Η διαπραγμάτευσι του κειμένου των σκετς, έγινε με τη συνεργασία των: γαμβρού μου και της αδελφής μου, Ιωάννου και Παναγιώτας Μέρμηγκα, και α φ ι ε ρ ο ύ τ α ι: Στην ιερή μνήμη του μονάκριβου παιδιού των Βασιλάκη Ι. Μέρμηγκα, πού πετάει ανάλαφρα στους αιθέρες, Αγγελούδι Θεϊκό.
«Ο αρραβώνας» (Λαογραφικό σκέτς)
Η σκηνή παριστάνει ένα μεγάλο δωμάτιο. Ως έπιπλα είναι: Σ' ένα τοίχο είναι η «μουσάντρα» (=πρόχειρη ντουλάπα), πού σκεπάζεται με ύφασμα σουρωμένο, χρωματιστό με διάφορα σχέδια: κλαδάκια, άνθη, καραβάκια κλπ., και περασμένο σε σπάγγο ή σύρμα. Μέσα στη «μουσάντρα» φυλάγονται τα στρώματα, παπλώματα, καθώς και μπόγοι με «μισάλες» (=τετράγωνα υφαντά πανιά), κι' εντός διπλωμένα τα ρουχικά των σπιτιανών.
Το τζάκι σκεπάζεται ως τη μέση με ένα όμορφο «τζακοπάνι». Ένας καναπές (=το σ-ντ'-ρ'(ι)) καμωμένος από δυό τρίποδα, και πάνω δυο τάβλες, αλλά καλυμμένο με ωραία εγχώρια υφαντά. Στο πάτωμα μιά ψάθα, 2–3 μαξιλάρια. Στα πλάγια του τζακιού από 1–2 «σκαμνάκια», ύψους 10–15 πόντους. Στα ράφια, πήλινες πιατέλλες, κανάτες, πιατικά. Στη Β.Α. γωνιά, εικονοστάσι με κανδήλα κρεμαστή. Στον ένα τοίχο, δύο μικρά παράθυρα, πού μισοανοίγουν, ανεβοκατεβαίνοντας.
Π ρ ό σ ω π α τ ο υ έ ρ γ ο υ:
1) Γιάννης, πατέρας. 2) «Χρυσού», γυναίκα του. 3) Παιδιά των: Τριάδα 17 ετών, Λεμονιά 14, Ελένη 11, Σταμάτης 8, Χρήστος 3.
4) Δήμητρα, αδελφή του Γιάννη (ετών 45), με τον άντρα της, το Βασίλη (50 ετών). Είναι προξενητάδες.
5) Γιώργης, 30 ετών, γυιός των και η γυναίκα του Αθανασία 25 ετών, με το μικρό στην αγκαλιά, το Βασίλη. Άλλοτε το αφίνει κάτω να κοιμηθή, άλλοτε το ξαναπαίρνει. Τα άλλα παιδιά του Βασίλη και της Δήμητρας, Βάγια, Παναγιώτου, Αρχόντου, Στρατής, Αγοραστές και Νιραντζιά, έμειναν στο σπίτι των.
Ε ν δ υ μ α σ ί α: (Όρα τι φορούσαν οι άνδρες και οι γυναίκες, τόμος 33ος, σελ. 256).
Ανοίγει η αυλαία:
(Χρύσω και Δήμητρα κάθονται αντικρυστά, πάνω σε μαξιλάρια, στις πλευρές του τζακιού και κουβεντιάζουν).
(Δήμητρα) = Δ μ ή τ ρ ο υ: Θαν τουν Πασκάλ(η), δε θα βρήτι πθινά! Είνι πηδί μάλαμα. Δυνατός, ατσάλ(ι). Δουλυφτάρς. Κουσούρ(ι), κανένα. Γισκιουμένους νταής, λέβιντας (θαν κυπαρίσ(ι). Άρισι του κουρίτσ(ι) σας κι του χαλιεύ(ει). Θα σιουμπήσου τ'(η) φουτιά, θ' ανακατώσου τσ στάχτ'(η) μι του μασιά, για να μπιτίσ'(η) δλειά, κι να φέρουμι του βράδ'(υ) κι τα σ(η)μάδια κι τα στουλίδια, να τα κιράσουμι. θα τιριάσουν θαν τα πιρδίκια. Τέτοιου κισμέτ'(ι), μη τ' αφίντιν.
Χ ρ ύ σ ο υ: Καλά μουρή Μούτιου· κι μείς τουν αρέζουμι τουν Πασκάλ'(η) για γαμπρόν, άμα θυγατέρα μας Ντιάντιου (= Τριάδω), χαλιεύει κι 5 ντούμπλις. Θα δε μ' φέρουν, λέει, πέντι ντούμπλις, όπους παν κι τ' Θανάσου, αντά κιράσ(η)κι, δεν τουν θέλου, κόσμους να χαλάσ'(η). Γω πάλι τς λέου: Μη κάμς έτσ'(ι) καλό μ'. Μη συνουρίζυση μι τ'(η) θα νόσου. Έλα κύτταξι του τυχηρό σ'. Αμ' αυτή, πάλι τα δδια. Τς πέντι ντούμπλις κι τα φλουριά. Άντι λιέου, φέρτι τις να τς κλείσουμι του στόμα.
Δ μ ή τ ρ ο υ: Κούζου μ' Χρύσου. Όσου για τς ντούμπλις χίτσ(ι) κι μη σ-κλ(ι)ντίζιστιν. θα βρούν του δίχους άλλου. Δαν(ει)κές θα πάρουν, σιού θα τς φέρουμιν. Άντι, δά! μι του καλό· να μας καϊτιράτιν. Έτσ'(ι) να ξιαδιάζουμιν κι απ' τ'(η) αυτήν τ' δλειά. (Σηκώνεται). Του βραδάκ'(ι) κι όλας, θα φέρουμιν τα σ(η)μάδια, για να μη προυφτάσουν ντουσ(ι)μανέοι, κι βάλουν τίπουτα τσ(ι)τίσματα κι μιζαβιρλ'-κια. Πουλλά τα έτ'(η). (Φεύγει χαρούμενη, ενώ συγχρόνως κουνάει το χέρι της με το σημείον του αποχαιρετισμού).
Χ ρ ύ σ ο υ: (Την ακολουθεί ως τη θύρα, λέγοντας): Ώρα σ' καλή Μούτιου. Άϊντι κι Θα σας καϊτιρούμι· μι του καλό. Πρώτα ου Θιός. (Την παρακολουθεί λίγο με το βλέμμα, υστέρα μπαίνει στη -σκηνή και φωνάζει: Τριάδου! Ώ, Τριάδου!... Που 'ση μουρή Ντιάντιου,ου!...
Τ ρ ι ά δ ω: (Μπαίνει στη σκηνή ντυμένη με τα καθημερινά της και λέγει): Τ' είνι κι σύ! τι φανάειζς έτσ'(ι);
Χ ρ ύ σ ο υ: Άκσι μουρή Ντιάντιου. Του βράδ'(υ) θα ν' δρθ'(η) κάκου σ' μι του Νταή σ', να σ' φέρουν τα σ(η)μάδια κι τς πέντι τς ντούμπλις 'πού τουν Πασκάλ'(η). Άκσις; Γίσιασι αγλήγσυρα τουν ούντά, σήκουσι του τσιόλ'(ι) κι του χράμ'(ι), φουκάλει καλά, στρώσι του σιντ'ρ(ι), βόλι την ψάιθα την κηνούρια, γίσιασι τ' λάμπα κι του καντλούδ'(ι), βάλι τα καλαμπούκια να βράζουν. Γω, θα πάνου στουν τσιουσ(ι)μέ για νιρό, κι άμα θα ν' αρθου, θα φκιάσου χαλβάν, θα ψήσου τς παλτάκις, θα βγάλου κρασί, θα 'τοιμάσου μιζέδις, φαισσύλια μι του ρίζ'(ι), τυρί, λουκάν(ι)κα, κι παστ-ρ-μάν. Θα κάψου κι κάνα κι)δών'(ι). Πστεύου νάρθ'(η) κι η Νιάτσιου. Άκσις;
Ν τ ι ά ν τ ι ο υ: Καλά μαλή μ'. (Σιγυρίζει και μονολογεί χαρούμενη). Θα βάλου του σαμαλατζέϊνιου του καφτάν'(ι), κ'ι τα παγούνια μ' κι τα κουντούρια μ' τα κιντ(η)μένα, κι του πκάμσου μ' μι τα ψαλίδια!!...
Σταμάτς, Χριστούς και Λάμπης, φίλοι των (όλοι μαζί): Μπούλιου Ντιάντιου, δώσι μας ψουμί,ι,ι,ι,!
Ν τ ι ά ν τ ι ο υ: Τώρα βρέ, Πέτι μ' τι χαλιεύτιν;
Σ τ α μ ά τ ς: Μένα δώσι μ' ψουμί κι μπιμπιρίτσα.
Χ ρ ί σ τ ο υ ς: Κι μένα ψουμί μι λίϊδα.
Λ ά μ π η ς: Κι μένα, ψουμί βριμένου κι πασπαλσμένου μι ζάχαρ'(η). Κι ύστρα, κουσ(ι)μιρί.
Ν τ ι ά ν τ ι ο υ: Καλά, βρέ γκραντίλδις, μη αδιάζιστιν τόσου πουλύ. (Κι' ενώ τους ετοιμάζει τα φαγητά των, τους τα δίνει, λέγοντας): Να, πάρτι του ψουμί σας κι να πάτι στ' στράτα να φάτιν. Μι τς αρατίκδις σας.
Λ ε μ ο ν ι ά και Ε λ έ ν η: (Έρχονται στη σκηνή αγκαλιασμένες και φορούν φουστάνια σουρωτά και ντουλαμά).
Τί μι φανάειζς μπούλιου; ήρθα. Ήμαν στν' Αηδόνου κι κύτταζα του γκζάν'(ι), τς.
Τ ρ ι ά δ ω: Αγλήγουρα, λέου. Βάλι του γκζάν'(ι) στην παρστιά, κι πάνι να φουκαλίεισς, του χαϊάτ'(ι), του κιλάρ'(ι), του σαϊβάν'(ι), κι τ'ν αμπουρά ως του ντβάρ'(ι), τς κάκους, τς Βαρσάμους. Βγάλι, κι νιρό 'που του πηγάδ'(ι) κι πλήνι κι τα πνάκια.
Χ ρ ύ σ ο υ: (Μπαινοβγαίνει συνεχώς, παίρνοντας κάτι, άλλοτε από τη «Μουσάντρα», άλλοτε από το ράφι, και σιγομιλά μόνη, ή με την Τριάδα): Κι έτσ'(ι), πουγάλια — πουγάλια 'τοιμάσ(η)καν ούλα. Αμ' κι πήρι να νυχτών'(ει). Τα φασούλια, βράζουν. Τ'(η) μπουλγκουρόπτα τν' έβαλα στ'(η) γάστρα να ψέντη.
Έλα τώρα, φέρι ν' αραιδειάσουμι τα σ(η)μάδια, κι ύστιρα ν' αλλάξουμι κι να καϊτιρούμι τς φίλ'(οι). (Τοποθετούν κάτίο το «σ(υ)νί (=ρηχό ταψί), και μέσα σ' αυτό βάζουν με τη σειρά τα διάφορα δωρα).
Χ ρ ύ σ ο υ: Ένα, του παγούν' (ι), δυό, του φλουρούδ'(ι), τρία, του ουχτώ μιταλλικού, τέσσιρα, του γρουσούδ'(ι), πέντι, του είκουσαρούδ'ηι). Πέντι ούλα—ούλα,α,α! Τώρα: Τσιαράπια για του γαμπρό ασπρα, τισιαράπια για τουν πιθιρό μαύρα, διστιμέλ'(ι) για την πυθιρά, τρία,— του μαντίλ'(ι), του δαχλίδ'(ι), (το μαντίλι και το δαχτυλίδι είναι μαζί, δηλ. το δαχτυλίδι είναι περασμένο και δεμένο σε κόμπο της μιας άκρης) κι μιά κρίνα του γαμπρό, εξ. Τα ούλα τς, εντικα. Καλός αριθμός! Τα στουλίδια τδλλα θα γενούν αργότιρα. Πάν-τι-τα, μέσα κι άϊντι ν' αλλάξουμι, να μη δεν προφτάσουμιν.
Γ ι ά ν ς: (Μπαίνει στη σκηνή, αγναντεύει από την πόρτα στο κελάρι). Ήρθα, αίμα πουλλές πάστρις γλιέπου. Τί τρέχ'(ει);
Χ ρ ύ σ ο υ: Μ' άντι βρε, άργιαισις! Αγλήγουρα, έλα ν' αλλάξς. Θα ναρθ'ουν τσίλς -μι τ'(η) Μπούλιους τ'(η) Μούτιου να φέρουν τα σ(η)μάδια 'πού τουν Πασκάλ'(η). Έλα σιαδώ. Βγάλι τα τσαρούχια σ' βάλι τα κουντούρια σ', κι του σιαλβάρ' σ', κι του ντουλαμά σ', κι τ'(η) σιαρβέτα ο μι τα κράσια. Φάναξι κι τουν αφιντάκ'(η) του μπουμπά σ', να βάλ'(η) του καλό του πουτούρ'(ι), κι τιουτιούν'(ι) για την κρίνα κι νιφέν. Τα γκζάνια ναρθουν ιδώ στουν κ α λ ό τ ο υ ν ο υ ν τ ά, κι ν' αραδιαστούν να κάτσουν.
Έλα σύ Λιμουνιά να σ' γισιάσου τα καφτανούδια σ', τα γιουρτάσια. Πανί φέρικι του γκζάν'(ι). Έλα Λινούδ'(ι) να ο γισιάσου την καραβάνα σ'. Α! κάτσι, ίκεί. Σύ Σταμάτ'(η), βά!λι καλά του βρακί κι του ντουλαμά σ' κι του φέσ'(ι) κι κάτσι ίκεί. Έλα κι σύ Χρυστούδ'(ι) (τον χαϊδεύει). Όχ, το γκζάνι μ' του καλό... Αμ τι καλό βρακούδ'(ι), γιράνιου! κι του φισούδ'(ι)κι (καλπάκα. Κάτσι κι σύ πλούδι μ' καλό!
Χ ρ ή σ τ ο υ ς: Γω πείνασα, α, α, α!
Χ ρ ύ σ ο υ: Σσσούς. Λούφαξι, δεν 'νι ώρα για φαΐ.
Γ ι ά ν ν η ς και Π α π ο ύ ς. (Μπαίνουν στη σκηνή και κάθονται) .
Τ ρ ι ά δ ω: (Τοποθετεί τη λάμπα στο καρφί του τοίχου και το καντήλι στο τζάκι).
Γ ι ά ν ν η ς: Τριάδου μουρή, φέρι του chνί μι τα chμάδια, να τα διώ κι γω!
Τ ρ ι ά δ ο υ: (Τα φέρνει αμέσως). Να! μπουμπά.
Γ ι ά ν ν η ς: (Τα βλέπει, χωρίς να τα ανακατεύη). Α! καλά ντέ! Πουλί καλά. Βόλτα τώρα ίκεί στ'ν άκρα!
Τ ρ ι ά δ ω: Ναί, μπουμπά. (Έν τω μεταξύ έξω ακούγονται κρότοι, γαυγίηματα σκυλιών, βήματα).
Σ τ α μ ά τ ς: Σώπατι γιά! Ρόπσυτους ακούγιτη.
Γ ι ά ν ν η ς (Σηκώνεται). Θάιματ(η) έρθουντι! Του φέγγου αγλήγουρα. ('Αρπάίζει το κανδήλι και βγαίνει γρήγορα εξω). Ω, καλώς τς φίλ' (οι)! Καλούς ώρσιτι! Έλατι! Πιράστιν μέσα.
Δ ή μ η τ ρ α: Καλή 'σπέρα σααας! (Έχει στο κεφάλι το ταψί με τα δώρα. Ύστερα το αποθέτει, λέγοντας): μι γειά σας, μι χαρά σας! Να ζήσουν!
Β α σ ί λ η ς: (Χαιρέτα διά χειραψίας). Άϊντι! να μάς ζήσουν. Καλουρίζικ'(οι). (Κατόπιν αρχίζουν ό λ ο ι τις χειραψίες, με την ευχή): Να μας ζήσουν!
Γι ώ ρ γ η ς: Να ζήσουν, να γηράσουν, κι ασπρουν γκάτζιου ν' αγουράσουν! (Όλοι εκσπούν σε γέλια).
Α θ α ν α σ ί α: (Κρατά το μωρό στην αγκαλιά, σπαργανωμένο και εύχεται): Να ζήστι Τριάδου. Κι σεις κάκου Μοντιου κι νταη Γιάνν'(η). Θιός να δώσ'(η), να διήτι κι σι ούλα τα πηδιά σας, τέτοιϊς χάρις!
Δ ή μ η τ ρ α — Γ ι ά ν ν η ς: Φχαριστοιύμι. θιός να βώσ'(η).
Χ ρ ύ σ ω: Φέρτι κι ταλλου του chνί. Κουντά—κουντά, νάντα. (Τα φέρνουν). Άϊντι, τώρα. Ούλ'(οι) να κάτσ-τοι λόϊρα—λόϊρα! Σύ Τριάδου, στου πουδάρ'(ι). (Πλησιάζουν τα προσκέφαλα και κάθονται. Ή Αθανασία, αφίνει το μωρό στον καναπέ, και κάθεται, ενώ, από καιρό σε καιρό, πηγαίνει και το επιβλέπει).
Δ ή μ η τ ρ α: Έλα κουντά, Τριάδου! (Λύνει το δαχτυλίδι από το μανδήλι, και το δίνει στην Τριάδα, λέγοντας): Πάνι, κουντά στην Παναΐα, κάμι του σταυρό σ', τρεις φουρές, κι βάλτου στου δάχλου σ'. Είνι απού τοί) γιακλή σ', τουν Πασκάλ'(η).
Τ ρ ι ά δ α: Καλά! ('Εκτελεί, σύμφωνα με τις υποδείξεις, κι' όλων τα βλέματα είναι στραμμένα σ' αυτήν).
Δ ή μ η τ ρ α: Βάλι κι τ' ραμάιθα μι τς πέντι ντούμπλις! Ταχυά απ' είνι Κυριακή, θα πας .στ'ν 'Ικκλισιά να σί διούν, να σκάσουΛ' ντουσμανέοι, Βάλι τώρα κι του ζνάρ'(ι). 'Απού τώρα κι μπρος δε θά του βγάλς χίτσ'(ι) καμμιά φρα. Για ν' απκάζουν κόσμους απ' οδσι κιρασμέν'(η), για παντριμέν'(η)! Τα παγούνια θα τ' αχτιν στου σιουντούκ'(ι) σας, ως τα στιφανάματα !
Γ ι ά ν ς: Για να διώ κι γω τα παγούνια! Τούτου έχ'(ει) ένα τρανό φλουρί κι τέσσιρα γρουσούδια. Τα ούλα τς πέντι. Τούτου πάλι, έχ'(ει) ένα Κουσταντινάτου κι τέσσιρα φλουρούδια! Α! μασιαλλά!
Χ ρ ύ σ ω: Έλα κουζούμ Μούτιου! Να! πάρι συ τα θκά μας τα σ(η)μάδια, κι βόλτα στον δίσκου σας, κι φέρι τα 'θκά σας, να τα βάλου στου δίσκου μας. (Τούτο και γίνεται).
Δ ή μ η τ ρ α: Γω, του παγούν'(ι) .σας, θα του -βόλου στ'(η) μαγλίκα μ', για να του γλιέπουν, κι να μι ρουτουν ποιός κιράσκι. Κι γω θά του σ(η)κώνου ψλά τρεις φουρές, κι θα φανάζου: «Κιράσκι Τριάδου μας, κι πηρι τουν Πασκάλ'(η), τ' Κιροψ,άρ'(η) του γυιό!
Γ ι ά ν ν η ς: Πόψι, Θμήκαμι κι μιείς τα νειάτα μας!
Π α π π ο ύ ς: 'Έτσ'(ι) είνι πηδιά μ' αυτός ψεύτ(ι)κους ντιουνγιας. Ουλ'(οι) πιρνούν μι τν' αράδα αυτές τς χάρις, άμα κι τς λύπις, απ' εχ'(ει) παντρειά. Ουμοιάζ'(ει) μι του τσκάλ'(ι). Ψλά-ψλά, είνι του μέλ'(ι)! Άμα χαμπλά, είνι τά... φαρμάκια!
Β α σ ί λ η ς: 'Αφιντάκ'(η) Γιάνν'(η): Έχς, καλό τυουτιούν'ίι); Δόσι για την κρίνα σ' να τλύξουμιν κάνα τσιγάρου, κι τ' νταμπακέρις να ρουφήξουμιν λίγουν νιφέν!
Γ ι ά ν ν η ς: Να ρέ πηδιά μ', πάρτι. Μιτά χαρας. (Όλοι οι άνδρες: άλλος στρίβει τσιγάρο, και οίλλος ρουφάει ταιμπάκο). (Και άλλοι εκθειάζουν τον καπνό, κι' άλλοι, τον ταμπάκο).
Χ ρ ύ σ ω: Στάστι τώρα, να στρώσουμιν για -φαΐ. Έλα Τριόιδου. Στρώσι τ' (η) ,μισάλα. Φέρι του τσκάλ'(ι) μι τα κουκυυνίτσια 'πού τουν πυρουμάχου. Φέρι, τα πνάκια, τα χλιάρια, του σουμούν'(ι), του μαχαίρ'(ι), τ'(η) χλιάρα 'που τ'(η) χλιαρουμάλαθα, την πίττα, V (η) μπα-τέ-ρα μι του μπρούσ(ι)κου του κρασί, κι ό,τ'(ι) άλλου χράζιτη. Άϊντι, ξέρς σό!
(Η Τριάδα πηγαινοέρχεται χαρούμενη).
Γ ι ά ν ν η ς: (Αρχίζει να κόβη το ψωμί), θα του κάψου μι τουν τσια-κ'μ' -ούλου, κι άμα δε φτάσ'(η), κι δλλου. θέλου να χουρτάστι.
Χ ρ ύ σ ο υ : (Αδειάζει το φαγητό): Φασόλια !μι μπουλγκουρ'(ι). Κι πατλατζιανούδια 'που του ξύδ'(ι) και ντουμάτις 'που τν αρμύρα. Κόβει και την πίττα, και τελευταία τη «μπακλαβού»).
Γ ι ώ ρ γ η ς: Άμα! κάκου Χρύσου! μπόλ(ι)κα φαϊά μας Ίίχτιν πόψι. Θα την πατώσουμι στα γιρά. Αμ κι για τέτοιου κισμέτ'(ι) αξίζ'(ει). Τουν αρατίκη μ' τουν Πασκάλ'(η), δεν έπριπι να τουν κατσιουρντίστιν!
Χ ρ ύ σ ω: ΝαΙ γιά! — ναί! γιά! Έτσ'(ι) είνι κι όλα. ΜΙ του δίκηου σας να φατιν κι να χουρτάστιν. Ότ'(ι) μπόρσαμιν εφκιασαμιν.
Γ ι ά ν ν η ς : Άϊντι, τώρα. Κάμτιν του Σταυρό σας, ουλ'(οι) κι τρωτιν. (Το φαγητό είναι στις γαβάθες, και τρώνε ανά 2—θ προσκεκλημένοι.-— Ή Χρύσω, έχει στην αγκαλιά της το κοιριτσάκι και το ταΐζει).
Δ ή μ η τ ρ α: 'Απ' λέτιν κόσιαξα πουλί, άμα τν έβγαλα πέρα τ'(η) δλειά. Του σπίτ'(ι) τ' άφνα ντάρμα - ντουμάν'(ι). Τα ζάκατα αλάν - ντουφάν'(ι), μούτλακ τουν καντ'ρτσα τουν Πασκάλ'(η), γιά!
Γ ι ά ν ν η ς: Κι γω άμα, μια μπούλιου εχου. Βάλτι για τήρ πίττα στ (η) μέσ'(η)! Άϊ, να του τσούξουμι κι καμπόσου. Άντι! να μας ζήσουν. (Παίρνει απ' τη μπακίρα με τη μσούρα και πίνει, με χαρακτηριστική ηδονή, λέγοντας: Έ! μασιαλά! Πουθι πιρνάει, δρόμουν ανσίγ'(ει). (Όλοι επαναλαμβάνουν: «να μας ζήσουν», ενώ ο ένας, αφού πιή όσο θέλιει, παραδίδει τη «μσούρα» στον επόμενο).
Γ ι ά ν ν η ς: Απ' λέτιν... Σήμιρα του σαμιτοάχλαϊ, πήγα άμπελοι) μι του γκατζιόλ'(ι), να -φέρου καμπόσα κούτσουρα. Γυρνώντας, κει στου ρέμμα κουντά, τι τούρθι κι ασγκίνιψι γκάτζιους. Χίρσι ν' αγγαρίζ'(ει), χίρσι να κλουτσάει, γιήμσι τα ουρτάλκια λάσπις, Γω τουν τραβώ 'που του καπίρσ'ίι) για μπρός, κείνους για πίσου! Πώς κάμειν πλάι δαρνουν κουσιόρις στ'(η) φράχτ'(η), πιπκώνουντη μαζί μι του γκατζιόλ'(ι). Λίγου έλειψι να μι τσιατσιανίσουν! Καλά π' δε μ' οβγαλαν τα Διάκατα! Ύστρα, τα φόρτουσα 'πού μέτα, κι ήρθα.
Β α σ ί λ η ς: Μπρέ - μπρέ - μπρε, φυλαξι Θιγός! Τέτοιου γκατζισλ'(ι), τι του κρατας ρε νταή - Γιάνν'(η); Κατεβαστού στα παγκύρια χι πούλστου. Πάρι ενα άλλου, γιαδάνκου, ενα μ-λάϊμ-κου, ενα γήμερου χαϊβάν' (ι).
Ό λ ο ι: Ναι γιά, ναι γιά!...
Χ ρ ύ σ ω: Πάρι πηδί μ' Ντιάντιου μέσα τς μσούρις, κι φέρι του χαλβά, κι τα καλαμπούκια, κι τς πατλάκις κι τα κιδώνια! Στρώσι ίκει στουν κισέ κι του τσιόλ'(ι), να κοιμθουν τα γκζάνια! Συ βρέ Σταμάτ'(η), πάρι τ'(η) φλάδα σ', να διαδάεισς! θάματ'(η) ζόρ'(ι) σ' όρτι, άμα ετσ'(ι) θα γινς κι καλό πηδί! Κύτταξι καλά! Γροομ,ματ(ι)κός να γένς!
Δ ή μ η τ ρ α: Να χουρατέψουμιν τώρα κι για τα στουλίδια. Ποιό σύνουρου έχουμιν μπρουστά μας;
Ό λ ο ι: Του Χριστού!...
Δ ή μ η τ ρ α: Έμ' τότι, του Χριστού του κέρασμα κι τα στουλίδια. Μούπι συμπέθιρους κι η συμπιθιρά, θα πάρουν κι τσ άλλνους τς συγγινείς κι τς γιτών'(·οι), κι θά νάρθουν να την κιράσουν τ' Ντιάντιου. Πουστόλς, του πιντόλιρου, έτοιμου τώχ'(ει). Κι Καλούδο του -μιτζίτ'(ι), κι μεις γι αλλ'(οι), ουλ'(οι), τα γρουσούδια κι τα .σ(ι)μίτια (=chμίτια). (Όλοι κάτι γλύφουν. Ή Χρύσω, κόβιει κιδώνι με το κοφτερό κλειδί της ζώνης της και μοιράζει σ' δλους).
Β α σ ί λ η ς: Ταχυά την Κυριακή, ύστρα 'που τν Ικκλησιά, Γιώργης να πάρ'(η) τουν Πασκάλ'(η), κι να τουν φέρ'ηη) ιδώ, να τουν δγήτι. Άμα κι να σας μάθ'(η). Άκσις ρέ;
Γι ώ ρ γ η ς: Αυτό είνι θκή μ' δλειά. Έ! Ντιάντιου; Ταχυά, θα τουν φέρου του γιακλή σ'! Θα ν' άρθουμιν μαζί μι τουν κινούριου τουν ξάδιρφοημ'! Άμα νάχτιν έτοιμα την πίττα κι του γκβέτσ'(ι).
Τ ρ ι ά δ α: Καλά! Άς είνι!
Α θ α ν α σ ί α: Κι γω, ταχνά του κιντί, Θα πάρου τ' Ντιάντιου κι θα πάμιν στου Μσουχώρ'(ι), στον χουρό, για να χουφέψουμιν, κι Πασκάλς ναρθ'(η) μι ης αλλνους τς αρατίκδις τ', να κάτσουν λόϊρα - λόϊρα, κι να μάς γλιέπουν! Άμα, Τριάδου να μή αντρέπισιν! Άκσις;
Τ ρ ι ά δ α: Α! Αντρέπουμι μπάκ, πουλύ. Φουβούμη κι να μη πηδικλουθώ, πού τν αντρουπή μ'.
Δ ή μ η τ ρ α: Τώρα να πούμιν ,κι για τα στουλίδια. Μούπι συμπιθίρα Καλούδα, τα ατουλίδια θα τα φέρ'(η) παντριμέν'(η) θυγατέρα τς Λονλούδσυ, τσιάκ την Πασκαλιά! Κι να τ'() φλέψτιν κι κείναν γκβέτσ'(ι) κι πίττα! Μούπι κι τι θα νάχουν: Φουρισιά για τ'(η) Ντιάντιου: πκάμσου κλουσμένου για μπουχασέϊνιου, κιντ(η)μένου 'π 'κάτου μι ταρακλή, μιταξέϊνισυ καφτάν'(ι), πουιδιά λαχουρέϊνια, κι κουντσύρια γυαλέϊνια, κι μια ραμάθα φλουρούδια κι δυο καρφίτσις!
Χ ρ ύ σ ο υ: Να σ' πω τι θα νάχουμιν κι μείς: Πκάμσου του γαμπρό, βρακί, ντουλαμάν, αρουλόϊ, φέσ'(ι) μι φούντα, αλ(υ)σίδα ασ(η)μέϊνια, τσιράπια, ζνάρ'(ι) φλουκουτό, κουντούρια. Πκάμσα την πιθιρά κι τουν πιθιρό, τα κουρίτσι .τς διστιμέλια, τα πηδιά τς μαντήλια, κι τς συγγινεϊς οδλνους πιτσέτις. Κι θα τ' αραδιάσουμιν κι μείς κι κείν'(οι), να τα γλιέπουν τα κουρίτσια!
Γ ι ά ν ν η ς: Άϊντι, ρέ πηδιά, να πιούμιν πάλι μι του γκουμπούζ'(ι) 'πού του μουσκάτου, του μπρούσ(ι)κου! ΚΙ να πητι τς σνμπιιθέρ'(οι), γω θα τς έχου τ' θυγατέρα μ', ένα πιντόλιρου, εναν μπαχτσιά στου Ντιρισμάκ'(ι)μι 80 μούρες, κι δώδιικα μισάλις προίκα.
Γ ι ώ ρ γ η ς: Άϊντι. Άφσιτι τα τώρα 'φτά, κι' δς πσύμι κι κάναν γκιβρέτ(ι)κουν χαβάν, κι να πααίνουμιν.
Χορός 1ος — Τέριασα μάλι μ' τέριασα (δυνατά)
τέριασα συμπεθέριασα (σιγανά)
— Σήκου, κουρή μ' να φέρς νιρό, (δυνατά)
— δε μπουρώ μάλι μ' δε μπουρώ (σιγανά)
Σήκου κουρή μ' να φουκαλίεισς, (δυνατά)
— δε μπουρώ μάλη μ' δε μπουρώ, (σιγανά)
— Σήκου κουρή μ' να πλύνς τ' αγγειά, (δυνατά)
— δε μπουρώ μάλη μ' δε μπουρώ, (σιγανά)
— Σήκου .κουρή μ' ήρθι γιακλή σ', (δυνατά)
— όπαλα, μάλη μ', όπαλα! (δυνατά...)
... Ί, ι, ι, ίχου, ίι, ίχου.
Χορός 2ος — Δώ στουν άπαν του μαχαλά,
— κάπα — λάμδα — δέλτα — ξί
— στουν αλλουν παραπόνου
— για κάπα χι για λάμδα,
— νη κι αγαπούσα μια μικρή
κάπα, λάμδα — δέλτα, ξί.
ν' αξίνβ να την πάρου
για κάπα κι για λάμδα,
κι αυτ' άξινι κι πλάτυνι
κάπα, λάμίδα — δέλτα, ξί.
Κι άλλουν καλόν ιπήρι
για κάπα κι για λάμδα,
κι μένα μι ξιαπάργιασι
κάπα, λάμδα — δέλτα, ξί.
θαν καλαμιά στουν κάμπου
για κάπα κι για λάμδα,
δίνουν φουτιά στην καλαμιά
κάπα, λάμδα — δέλτα, ξί.
Γ ι ά ν ν η ς: Κάτστιν τώρα καμπόσου να ξιαποστάσσιιμιν. Χρύσου! Τί θα μας δώης τώρα;
Χ ρ ύ σ ο υ: Καμπόσις πιπιτίκις, βρασμένου γλυκό μπάλκαμπα κουλουκύθ'(ι) κι καφέν. Μούτιου, βάλι κι στουν κόρφους λίγις πιπιτίκις κι πατλάκις κι για τα γκζάνια!
(Ή Χρύσω προσφέρει όλα αυτά, κι η Δήμητρα βάζει στον κόρφο, τις πιπιτίκις. Στο διάστημα αυτό πού όλοι τσιμπολογάνε, ένας, ο πιο καλλίφωνος, λέγει το τραπεζικό τραγούδι, «Τρεις αρχοντάδις». Πίνοντας τον καφέ, εύχονται με τη σειρά για το καινούριο ζευγάρι).
Β α σ ί λ η ς: Άντί, τώρα! Τοιμαστητιν ούλ'(οι). Πέρασι ώρα! Θέβγουμιν!
Χ ρ ύ σ ω: Έ! κι σεις! Κάτσ-τιν ντέ. Κομα γλήγουρα είνι!
Βασίλης: νΟχ'(ι), δχ'(ι) μπούλιου! νΑλλ'(η) φουρά θα ναρθουμιν πάλι στου νύχτέριου, να τα πουμιν καλύτιρα!
Χ ρ ύ σ ο υ: Έ! ας είνι! όπους θέλτιν δά!
(ΚαΙ όλοι φεύγουν καληνυχτίζοντας και με την ευχή: «Να μας ζήσουν — να ζήσουν»).
ΛΕΞΕΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑΝ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Α ρ ρ α β ώ ν α= Στο Σουφλί λεγόταν «κέρασμα», σε μερικά χωριά και σήμερα ακόμη, «σέβασμα».
Φ ρ ά σ ι ς = Σιβάσκι χρύσου μας! Έμαθτιν.
Μ ο υ σ ά ν τ ρ α = είδος χωνευτής ντουλάπας,
μ π ο υ χ τ ι ά δ ι ς = δέματα, μπόγοι με ρουχισμόν. μ ι σ ά λ α = υφαντό βαμβακερό τετράγωνο, χρησιμοποιούμενο ως τραπεζομάνδηλο, και δι' άλλας χρήσεις.
σ-ντ-ρ'(ι) = καναπές πρόχειρος, πρωτόγονος.
π σ κ έ φ α λ α = προσκέφαλα, μαξιλάρια.
Τ σ ί λ ς = Βασίλης.
Τ σ ί λ ι ν α = Βασίλαινα.
Ν τ ι ά ν τ ι ο υ = Τριάδω.
π θ ι ν ά = πουθενά.
κ ο υ σ ο ύ ρ'(ι) = ελάττωμα.
γ ι σ (ι)κ ι ο υ μ έ ν ο υ ς = σεβαστός.
χ α λ ι ε ύ'(ει) = ζητάει, γυρεύει.
σ ι ο υ μ π ώ = αναδαυλίζω.
μ π ι τ ί σ'(η) = τελειώση.
κ ι σ μ έ τ'(ι) = τυχερό, τύχη.
σ υ ν ο υ ρ ί ζ ι σ η = παραβάλλεσαι.
ν τ ο ύ μ π λ ι ς = νόμισμα χρυσούν, τουρκικό αξίας δύο λιρών χρυσών.
κ ο ύ ζ ο υ μ' = καλή μου, (λέξις Τουρκ.)
σ-κλ-ν τ ί ζ ο υ μ η = στενοχωρούμαι.
σ(η)μ ά δ ι α = δώρα αρραβώνος.
ν τ ο υ ch μ α ν α ί ο ι = εχθροί.
σ ι ο ύ = όμως, βεβαίως.
τ σ(ι)τ ί σ μ α τ α = εμπόδια.
μ ι ζ α β ι ρ λ ί κ ι α = κατηγορίες.
φ α ν ά ε ι ζ ς = φωνάζεις (αναγραμματισμός, όρα Γραμ)κή ιδ)σμών. Τόμ. 33ος:, σελ. 224).
ά κ σ ι = άκουσε, (παράλειψις διφθ.).
κ ά κ ο υ σ' = θεία σου.
ν τ α ή ς σ' = Θειος σου.
'π ο ύ τ ο ύ ν = από τον
τ σ ι ο λ'(ι) = πάπλωμα, στρώμα.
χ ρ ά μ'(ι) = κουβέρτα.
φ ο υ κ ά λ σ ι = σκούπισε.
τ σ ι ο υ σ μ έ ς = βρύση.
Θα ν ά ρ θ ο υ = Θε να έλθω, θα ξαναγυρίσω.
π σ τ ε ύ ο υ = πιστεύω.
μ α λ ή μ' — μάνα μου.
σ α μ α λ α τ ζ έ ϊ ν ι ο υ = (Σαν αλατζέϊνιου) = χρωματιστό ύφασμα μέ διάφορα σχέδια.
κ α φ τ ά ν(ι) = (κάτω φθάνει) — είδος φουστανιου σε διάφορες ποιότητες: α) ατλαζέϊνιο, β) βελουδένιο, γ) σαμαλατζένιο, δ) σιαγιακένιο, σαντρατσένιο·.
π κ ά μ σ ο υ μ ι ψ α λ ί δ ι α — υποκάμισο με μπολντουρες σφηνοειδείς, ωσάν ψαλίδια.
μ π ο ύ λ ι ο υ = αδελφή μεγαλύτερη.
μ π ι μ π ι ρ ί τ σ α = φέτα ψωμιού, πασπαλισμένη με ρίγανη και άλας, ή με ξηρό δυόσμο κλπ. (Βλέπε φαγητά Σουφλίου, εκδοθησάμενον προσεχώς).
λ ί ϊ δ α = λίγδα χοιρινή.
κ ο υ ch μ ι ρ ί = τυρι τριμένο με ψίχα ψωμιού, πιεσμένα σε πανί.
γ κ ρ α ν τ ί λ δ ι ς = θηρία, = εκ του Γαλλικού grand = μέγας, ταραχοποιός.
π α ρ σ τ ι ά = παρ-εστία = θέσις κοντά στο τζάκι, ασφαλής και Θερμή.
χ α ϊ ά τ'(ι) = πρόπυλον οίκίας.
κ ι λ ά ρ'(ι) = αποθήκη του σπιτιού.
σ α ϊ β ά ν'(ι) = υπόστεγο πλάϊ στο σπίτι.
α μ π ο υ ρ ά = στενή λωρίς κατά μήκος του τοίχου του σπιτιού, όριον, διάβασις προς την αυλή.
τ ς = της (=παράλειψις φωνηέντων· ίδε Γραμ)κή Ίδ)σμών, τόμ. 33, σ. 204).
π ν ά κ ι α = πινάκια, πιάτα.
π ο υ γ ά λ ι α = αγάλια, σιγά - σιγά.
μ π ο υ λ γ κ ο υ ρ ό π τ α = πίττα με πληγούρι. (Ίδε: φαγητά Σουφλίου).
πάνω. Για το ψήσιμο από κάτω, έβαζαν το ταψί στην πυροστιά και κάτωθεν κάρβουνα άφθονα.
ψ έ ν τ η = ψήνεται.
κ α ϊ τ ι ρ ο ύ μ ι = περιμένουμε.
ch ν ί, σ(υ)νί = ριχό ταψί, μετάλλινο ή ξύλινο, με ειδικόν κυχλίαχον στο κέντρον, κάτωθεν, ώστε να ισορροπή πάνω στο κεφάλι (διάμ. 0,60 – 0,80).
π α γ ο ύ ν'(ι) = επίχρυσο·, ασημένιο, ή τενεκεδένιο στρογγυλό έλασμα, διαμ. 0,10 – 0,15 μ. Εις το άνω άκρον έφερε τεχνητά άνθη ή Χρωματιστά πτερά, στο κάτω άκρον ουρά μυτερή, διά να εισχωρή στη μαγλίκα και στηρίζεται. Στις τρυπούλες που ήταν γύρω - γύρω, ραβόταν τα φλουριά. Τα παγούνια φυλάσσονταν επιμελώς, και ήσαν σύμβολον αγνότητος.
φ λ ο υ ρ ο ύ δ ι α = χρυσά νομίσματα λεπτότατα, αξίας σήμερα 15 – 60 δρχ., αναλόγως μεγέθους και βάρους.
γ ρ ο υ σ ο ύ δ'(ι)= 20) λεπτό ασημένιο, τουρκικό.
ο υ χ τ ώ μ ι τ α λ λ ι κ ο ύ = νόμισμα δύο γροσιών.
ε ι κ ο υ σ α ρ ο ύ δ'(ι) = χρυσό φλωράκι, αξίας 20 γροσίων.
κ ρ ί ν α = ταμπακέρα.
δ ι σ τ ι μ έ λ'(ι) = μανδήλα χρωματιστή. (Όρα Τόμ. 33ος, σελ. 265).
π ά ν τ ι τ α = πάν-τι-τα = πηγαίνετε τα.
π ά σ τ ρ ι ς = καθαριότητες.
Μ ο ύ τ ι ο υ = Δήμητρα.
Μ ο υ τ ι ό ς = Δημητρός.
σ ι α ρ β έ τ α — υφαντή λωρίδα υφάσματος, φορουμένου κάτω απ' τη σαρίκα.
π ο υ τ ο ύ ρ'(ι) = γιράνιο στενό βρακί.
σ α ρ ί κ α = στενόμακρο ύφασμα, ως 2 μέτρα, τυλιγμένο γύρω στο μέτωπο.
τ ι ο υ τ ι ο ύ ν(ι) = καπνός, (λέξ. τουρκ.)
ν ι φ έ ς = σκόνη, άχνη καπνού, προκαλούσα πταρνισμόν, ή άλλως ταμπάκος.
ζ ν ά ρ'(ι) = ζουνάρι. (Όρα, τι φορούσαν οι Σουφλιωτες. Τόμ. 33ος, σελ. 256).
Σ ο ύ ς = σιωπή.
λ ο ύ φ α ξ ι = σιώπησε.
'ρ ό π ο υ τ ο υ ς = θόρυβος (όρα 33ος τόμ. α 216).
ν ά ν τ α = να είναι τα.
κ ά τ σ-τ σ τ ο ι = καθήσατε.
λ ό ϊ ρ α-λ ό ϊ ρ α = ολόγυρα - ολόγυρα.
ρ α μ ά θ α = ορμάθα
π ά ν υ = πήγαινε.
β ά λ τ ο υ = βάλε το.
δ ά χ λ ο υ = δάχτυλο.
Π α ν α ΐ α = Παναγία.
σ τ ν Ί κ-κ λ η σ ι ά = στην Εκκλησία.
γ ι α κ λ ή ς σ' = αρραβωνιαστικός σου.
α π' ο ύ σ ι = που είσαι.
ν α σ ι δ ι ο ύ ν = να σε ιδούν.
κ ι ρ α σ μ έ ν'(η) = αρραβωνιασμένη.
θ α τ α 'χ τ ι ν = θα τα ίχετε.
σ ι ο υ ν τ ο ύ κ'(ι) = μπαούλο.
θ κ ά μ α ς = δικά μας.
Κ ο υ σ τ α ν τ ι ν ά τ ο υ = χρυσούν νόμισμα με την εικόνα των Αγίων Κων)νου και Ελένης.
Κ ο υ ζ ο ύ μ = καλή μου.
θ κ ά σ α ς = δικά σας.
γ λ ι έ π ο υ ν = βλέπουν.
ρ ο υ τ ο ύ ν = ερωτούν.
ν τ ι ο υ ν γ ι ά ς = ο κόσμος, η ανθρωπότης.
ψ λ ά, χ α μ π λ ά = ψηλά — χαμηλά.
τ σ κ ά λ'(ι) = τσουκάλι.
σ τ ά σ τ ι = σταθητε.
μ ι σ ά λ α = μεγάλο τετράγωνο πανί.
β α μ β α κ ι ρ ό = υφαντό (2X4 μ.).
κ ο υ κ ο υ ν ί τ σ ι α = φασόλια.
π ν ά κ ι α = πινάκια.
χ λ ι ά ρ ι α = κουτάλια.
σ ο υ μ ο ύ ν'(ι) = ψωμί ολόκληρο.
χ λ ι ά ρ α = κουτάλα ξυλίνη μεγάλη.
χ λ ι α ρ ο ύ δ ι α = κουταλάκια.
χ λ ι α ρ ο υ μ ά λ α θ α = κουταλοθήκη ξυλίνη, μεγάλη με δύο θέσεις.
μ π ά-κ'-ρα — μπακίρα = λέΙβης μεσαίου μεγέθους. Μπακρτσούδ'(ι) = μικρός λέβης.
Κ α ζ ά ν ι = μέγας λέβης.
Μ π ρ ο ύ σ ι κ ο = κρασί υποδείγματος.
Μ π ρ ο ύ σ η ς = Προύσης Μ. Ασίας, κρασί ίχι γλυκό, Αλλά δυνατό Για να -διατηρηθή γλυκό, έβαζαν σινάπι.
τ σ ι α κ'ς = σουγιάς Κολοκοτρωνέϊκος, πού τον είχαν στο ζουνάρι. Οι γυναίκες επίσης, δεμένον με σπάγγο, από τη ζούνα.
Φ α σ ο ύ λ ι α με μ π ο υ λ γ κ ο ύ ρ'(ι),—Π α τ λ α τ ζ ι α ν ο ύ δ ι α κ,λ.π. Όρα: Φαγητά Σουφλίου. Άπαντα θα τα περιγράψωμεν προσεχώς, με πάσαν λεπτομέρειαν.
κ α τ σ ι ο υ ρ ν τ ί σ τ ι ν = μη σας ξεφυγη, μη τον χάσετε.
κ ά μ τ ι ν = κάνετε.
κ ό σ ι α ξ α = έτρεξα.
ν τ ά ρ μ α — ν τ ο υ μ ά ν'(ι) = ανω-κάτω.
ζ ά κ α τ α = πράγματα, αντικείμενα, διάφορα έπιπλα.
α λ ά ν(ι) — ν τ ο υ φ ά ν(ι) = εις αθλίαν κατάστασιν, ανω-κάτω.
μ ο ύ τ λ α κ = όμως, ίσως, κατά πάσαν πιθανότητα.
τ ο υ ν κ α ν-ν τ'ρ-τ σ α = τον επεισα, τον κατάφερα.
π ο ύ θ ι = οπόθεν.
μ σ ο ύ ρ α = κούπα βαθειά, μεσαίου μεγέθους.
σ α μ π ά λ α ϊ= πρωΐ.
τ ο ύ ρ θ ι = του ήλθε.
γ κ α τ ζ ι ό λ(ι) = γαϊδούρι, γενικώς.
γ κ ά τ ζ ι ο υ ς = γάιδαρος.
κ ά μ ε ι ν = κάμνει (αναγραμματισμός).
κ ο υ σ ι ό ρ ι ς = κοφίνια.
π ι π κ ώ ν ο υ ν τ ι = αναποδογυρίζουν.
τ σ ι α τ σ ι α ν ί σ ο υ ν = συνθλίψουν.
λ ι ά κ α τ α = εντόσθια.
π ο ύ λ σ τ ο υ = πώλησέ το.
γ ι α β ά ν κ ο υ = ήσυχο.
μ-λ α ί μ κ ο υ = πειθήνιον, υπάκουο.
χ α ϊ β ά ν'(ι) = ζώο.
κ ι σ έ = γωνία.
τ σ ι ο λ' (ι) = στρώμα, πάπλωμα.
φ λ ά δ α = βιβλίο, φυλλάδα.
χ ο υ ρ α τ έ ψ ο υ μ ι ν = συζητήσουμε.
σ ύ ν ο υ ρ ο υ = όριον, μεγάλη εορτή.
τ ζ ι α μ π ρ ά ν(ι) = σπασμένο σταμνί, ή τσουκάλι που χρησιμοποιείται για το τάισμα και πότισμα ορνίθων.
κ ι ρ ά σ ο υ ν = συνήθεια των παλαιών Σουφλιωτών να προσφέρουν διάφορα δώρα κατά τάς μεγάλας εορτάς: Χριστούγεννα, Πάσχα κλπ., στις νύφες και τα «κουμπαρούδια».
Π ο υ σ τ ό λ ς — Απόστολος.
μ ι τ ζ ί τ'(ι) = νόμιομα τουρκικό αξίας πέντε γροσίων.
σ(η)μ ή τ ι α = είδος κουλουριού φούρνου, μαλακό, γυαλιστερό, χωρίς σουσάμι. Το είχαν περί πολλού!
δ γ ή τ ι = ιδήτε.
θ κ ή μ' = ιδική μου.
γ κ β έ τ σ(ι) = γιοβέτσι.
τ ο υ κ ι ν τ ι = το απόγευμα.
Μ σ ο υ χ ώ ρ'(ι) = Μεσοχώρι. Συνήθεια υπήρχε να χορεύουν κάθε Κυριακή απόγευμα, οι νέοι και αι νέαι στις τρεις πλατείες, κυρίως: «Γελαδαριά», Μσουχώρ'(ι), και Σαρμπ-νάρ'(ι). Σήμερα χορεύουν μόνον κατά την ημέρα των Απόκρεω.
μ π ά κ = όμως.
μ π ο υ χ α σ έ ϊ ν ι ο υ = κόκκινος χασές. Ύφασμα, από χασέ κόκκινο.
τ α ρ α κ λ ή = νήμα τρίκλωνο, με τρία χρώματα.
λ α χ ο υ ρ έ ϊ ν ι ο υ = Ινδικό ύφασμα, από τη Λαχώρη, πόλιν των Ινδιών, μισομάλλινο, λεπτό.
κ ο υ ν τ ο ύ ρ ι α γ υ α λ έ ϊ ν ι α = παπούτσια λουστρίνια, γυαλιστερά.
ν τ ο υ λ α μ ά ν = γελέκο από ύφασμα υφαντό.
α ρ ο υ λ ό ϊ = ωρολόγι.
ζ ν ά ρ' (ι) φ λ ο υ κ ω τ ό = ζωνάρι χνουδωτό πολυτελείας.
μ ο υ σ κ ά τ ο υ = μυρωδάτο, από σταφύλια σχέτα μυρωδάτα.
μ ά λ η μ' = μάνα μου καλή.
α γ γ ε ι ά = αγγεία, πιάτα, σκεύη μαγειρικής.
ό π α λ α = σηκώνομαι πηδηχτά.
ν' α ξ ί ν η = ν' αυξήση, να μεγαλώση.
ξ ι α π ά ρ ι α σ ι= εγκατέλειψε.
π ι π ι τ ί κ ι ς = σπόρια, πασατέμπος.
κ ά τ σ-τ ι ν = καθήσατε.
χ α β ά ς = τραγούδι.
ν η χ ό ς = (ήχος)= τραγούδι.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΑΤΙΟΥ – ΜΠΑΜΠΑΛΙΤΗΣ
|