Ο ΤΡΥΓΟΣ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΟΥΦΛΙ
Παπασταματίου-Μπαμπαλίτης Χρήστος δάσκαλος


online επισκέπτες

Ο ΤΡΥΓΟΣ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΟΥΦΛΙ

Κατά τα παλιά χρόνια, ήτοι από 50ετίας και πιο μπροστά, τα κυριώτερα προϊόντα του Σουφλίου ήσαν τα κουκούλια και τα σταφύλια.
Μάλλον δεν πρέπει να είναι βέβαιον, ότι προτού ξαναρχίση η καλλιέργεια των κουκουλιών, καθώς γράφουμε σε άλλο κεφάλαιο των «Λαογραφικών» μας, στον 33ο τόμο των «Θρακικών», κυριώτερα απασχόληση των Σουφλιωτών, ήταν η αμπελουργία, σε πρωτόγονη όμως κατάσταση, καθώς την είχαν διδάξει οι θεοποιηθέντες αρχαίοι πρόγονοι Βάκχος και Διόνυσος. Απόδειξις ότι, όλοι οι πέριξ του Σουφλίου λόφοι ήταν κατάσπαρτοι από αμπελώνες. Όμως η επακολουθήσασα εκδίωξις των Σουφλιωτών από τους καταλαβόντας την Θράκην Βουλγάρους (1914-1918), είχεν ως αποτέλεσμα όλοι οι αμπελώνες αυτοί να καταστραφούν και έκτοτε να εγκαταλειφθούν οριστικώς, από τους μη επιστρέψαντες ιδιοκτήτες των, και έτσι σήμερα, φαίνονται οι τόποι, σαν δασώδεις εκτάσεις με τα κλήματα εις αγρίαν ήδη κατάστασιν, για να θυμίζουν ότι από δω πέρασαν οι Βούλγαροι!
Ευτυχώς δε ότι, κατά τα τελευταία τούτα χρόνια, μετά την παρακμή των κουκουλιών, ένεκα των χαμηλών τιμών πωλήσεώς των, λόγω της εφευρέσεως της τεχνικής μετάξης, οι κάτοικοι του Σουφλίου, επεδόθηκαν πάλι στην εντατική καλλιέργεια των αμπελιών και εν μέρει οπωροφώρων δένδρων, βεβαίως με την χορήγησιν μακροπρόθεσμων δανείων από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.
Έτσι πολλά από τα εγκαταλελειμμένα κτήματα των πέριξ λόφων ξανακαλλιεργήθηκαν με αμπελώνες. Αλλά και σοβαρές εκτάσεις προς τη Β.Δ)κή  πεδιάδα «Κίοϊντερε» (Τρανό Ρέμμα), έχουν καλυφθή ήδη επίσης με αμπελώνες που αποδίδουν εκατοντάδες χιλιάδες κιλά θαυμάσια επιτραπέζια σταφύλια των ποικιλιών «Ροζακί Θράκης» και «χαφούζ - Αλή» για εξαγωγή στο εξωτερικό, αφού οι ποικιλίες αυτές ωριμάζουν αργά, διάστημα κατά το οποίο έχουν καταναλωθή τάλλα σταφύλια, κι η τιμή τους είναι αρκετά συμφέρουσα. Δεν συμβαίνει όμως τούτο για τα σταφύλια των ορεινών εκτάσεων, που υπερωριμάζουν, κι είναι αναγκασμένοι οι καλλιεργηταί να τα πουλούν στην εξευτελιστική τιμή της 1-2 δραχμές κατά κιλόν. Προ 70 ετών τα σταφύλια ετιμώντο δύο «μεταλίκια» η οκά.
Δεν συμφέρει δ’ επίσης και η οινοποίησή των, για το λόγο ότι, ούτ έχουν όλοι τα κατάλληλα μέσα, αλλ’ ούτε θα μπορούσε να πουληθή τόσο κρασί, αφού παραδόξως όλοι οι μερακλήδες προτιμούν τη ρετσίνα και τη μπύρα, κι όχι το αγνό κρασάκι που κάνει γερό κορμό παληκαρίσιο και μάγουλα ρόδινα. Και θα επαναλάβω κι εδώ, το ότι οι παλιοί Σουφλιώτες, μη έχοντας που να διαθέσουν το άφθονο κρασί, των, το χρησιμοποιούσαν για το φτιάσιμο λάσπης για το πλινθοκτίσιμο, αντί νερού, και το λεγόμενο από τους «Καρακατσέληδες» (=επάνω μαχαλίτες) στους «καμπιώτες». «Κάτστιν ρε ντούζ(ι)κα, να μην απουλύκουμιν τα κρασιά μας κι σας πνίξουμιν». Το οποίο σημαίνει ότι το πρόβλημα της πωλήσεως του κρασιού, ήταν και τότε εξ ίσου μεγάλο. Δεν θα ξεχάσουμε και το ότι, τότε, πολλές χρονιές ερχόταν έμποροι από Τη Γαλλία και μάζευαν τα κρασιά για να τα κάμουν σαμπάνια και τα χρυσοπουλήσουν. Πόσο καλό θα ήταν, θέτω υπ’ όψιν των αρμοδίων, να γινόταν το Σουφλί καθώς έγινε προσφάτως το κρατικό εργοστάσιο μετάξης, κι ένα εργοστάσιο οινοποιήσεως των σταφυλιών! Θα βοηθούσε αφάνταστα την πρόοδο της πόλεως και την οικονομική ανάπτυξή της. Αλλά και μια που το φέρνει ο λόγος, κι ένα εργοστάσιο, μεγάλο κάπου στον Νομό Έβρου, παστεριώσεως και επεξεργασίας του γάλακτος όλων ανεξαιρέτως των κτηνοτρόφων, όμως κατά τα πρότυπα των μεγάλων τοιούτων εργοστασίων των προηγούμενων Κρατών της Δ. Ευρώπης και δη της Αμερικής. Και τονίζουμε, επ’ ευκαιρία, με όλη τη δύναμη της ψυχής μας και της πατριωτικής καρδιάς, ότι, εάν το Κράτος προσέξη καθώς πρέπει εδώ, τους γεωργικούς τομείς-μεταξουργία, αμπελουργία και κτηνοτροφία, καθώς ο Νομός Έβρου είναι και σιτοβολώνας, θα γίνη σωστός παράδεισος, και το καύχημα της Ελλάδος.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΩΣ ΕΓΙΝΕΤΟ Ο «ΤΡΥΓΟΣ»

Πριν αρχίση «ο τρύγος» έβγαινε εγκαίρως η Δημοπρασία της «Δεκάτης», από την Τουρκική Οικονομική Εφορεία, και την αγόραζε σε πλειοδοτικό διαγωνισμό, όποιος ήθελε κι είχε χρήματα, πάντως γνωστός πλούσιος έμπορος ένας ή 2-3 συνέταιροι. Αυτοί καθώριζαν και τις μέρες για τα φαγώσιμα σταφύλια της οικογενείας, δύο φορές την εβδομάδα, Πέμπτη και Κυριακή, με 1-2 καλαθάκια «γέμισε». Όμως τα έγραφαν για λογαριασμό του καθενός, και τα υπολόγιζαν στη γενική ποσότητα του αμπελιού.
Όταν ωρίμαζαν καλά-καλά όλα τα σταφύλια, κατά διαταγήν του φοροενοικιαστού, ο «τελιάλης» (=κήρυκας) του Δήμου, γυρνώντας όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλεως, φώναζε δυνατά και ορεξάτα: «Την (τάδε) μέρα, ούλ(οι) να πάτι στουν τρύγου». Και μετά από πυρετώδη προετοιμασία κατά την παροιμία «θέρος, τρύγος, πόλεμος», ήταν όλοι έτοιμοι. Όμως σε όλα τα σταυροδρόμια των εισόδων στην πόλη, ήτοι 1) «Αραμπατζή πηγάδ’(ι), 2) Δούλ’(η) πηγάδ’(ι), 3) Καλαϊτζή και 4) Σταθμό», οι γραμματείς των φοροενοικιαστών εγκαθιστούσαν τα «τεφτέρια» τους, και περιμένουν το γυρισμό. Πιο παλιότερα, το μέτρημα των σταφυλιών γινόταν με τον κυβισμό, τη βοήθεια του Γαλλικού μέτρου, που το βύθιζαν στα γεμάτα αμάξια, ή μέσα στα «πουστάβια». Ήταν δε τα «πουστάβια» κάτι μακρόστενα κυλινδρικά βαρέλια, χωρητικότητας 500-600 οκάδων, και τα κάνανε οι «φουτσητζήδες» δηλ. οι βαρελάδες, όπως και «φτσιά» (=βαρέλια). Όμως έτσι γινόταν μεγάλη φασαρία από διαφωνίες των νοικοκυραίων και των γραμματέων, οι οποίοι σχεδόν πάντοτε, εκ συμφέροντος, τάβγαζαν περισσότερα. Γιαυτό, στα 1880, ο μεγαλέμπορος Σταματάκης, εγκατέστησε πρώτος τα μεγάλα «καντάρια» και ζυγιζόταν του λοιπού τα σταφύλια κι όλα τάλλα γεωργικά είδη με ακρίβεια και δικαιοσύνη.
Ένα τέτοιο καντάρι σώζεται ως τα σήμερα, και βρίσκεται σε ερειπώδη κατάσταση, απέναντι από τη σύγχρονη αυτόματη γεφυροπλάστιγγα του Αλβανού, στην πλατεία Τιάκα.
Η αξία του φόρου που ήτο 8% εκπληρώνετο πάντοτε εις χρήμα. Αν χρεωστούσε κανείς και φόρον άλλον δημοσίου ή δημοτικόν, έπρεπε να τον πληρώση, άλλως δεν μπορούσε να τρυγήση και τα σταφύλια κατάσχονταν.
Τα σταφύλια, αν δεν τα πουλούσαν τα έκαναν κρασί, ρακί, και «γυαλί», δηλ. ένα είδος ζελατίνας που έβγαινε από τα τσίπουρα, περασμένα από τη «σφίχτρα». Τη ζελατίνα τη μάζευαν από το καζάνι με ξύλα, και την πουλούσαν ακριβά, μα δεν είναι γνωστό σε τι τη χρησιμοποιούσαν οι έμποροι.
Στ’ αμπέλι κατά το διάστημα του τρύγου, ακουγόταν γέλια και τραγούδια, και κατά την όρεξη των τρυγητάδων επακολουθούσε και χορός, ότι δηλ. γινόταν και στην Ελληνική Αρχαιότητα. Και διαρκούσε ο τρύγος από τις 10-25 Οκτωβρίου δηλ. 10-15 μέρες, διότι όπως είπαμε τα αμπέλια ήσαν πάρα πολλά. Και παρατήρησε ο συνομιλητής μου, ότι παρ’ όλα ταύτα σήμερα, με ολιγότερες εκτάσεις αμπελιών, η παραγωγή σταφυλιών είναι μεγαλυτέρα της τότε. Τούτο διότι η καλλιέργεια γίνεται επιμελέστερα, και κατά το σύστημα «κορδονιών» δηλ., με τα κλήματα απλωμένα πάνω σε 4 σειρές σύρματα, στηριγμένα σε μεγάλους, ψηλούς κέδρινους πασσάλους.
Έτσι η σημερινή ποσότης παραγομένων επιτραπεζίων σταφυλιών, φθάνει τις 400-500.000 κιλά, και άλλα 100.000 κιλά, οινοποιήσιμα.
Τα σταφύλια, μερικώς μεν τα πουλούσαν στους οινέμπορους, γενικώς δε τα έρριχναν στις «μπόμπες» όπως ονόμαζαν τα τεράστια πατητηρία, και μετά το πάτημα μάζευαν το κρασί στα «φτσιά» (= στα βυτία, βαρέλια), ή «φτσούδια» (=βαρελάκια).
Το πάτημα, η σύνθλιψις δηλ., γινόταν ως εξής: Ένας ή δύο άνδρες, αφού έβγαζαν παπούτσια, κάλτσες, παντελόνια, ανέβαιναν με σκάλα κι έμπαιναν στην τεράστια «μπόμπα» και επί ώρες τσαλαπατούσαν μέχρις ότου συνθλιβούν όλα τα σταφύλια. Λάβαιναν βέβαια και τις σχετικές προφυλάξεις μη ζαλιστούν από το δημιουργούμενο από τη ζύμωση διοξείδιο.
Στον πάτο του βαρελιού κοντά στον «κουρνά» (=κάνουλα), έβαζαν ένα είδος ακανθίνου θάμνου, ή δεμάτια από τιναγμένες σησαμιές, εις τρόπον ώστε, όταν μεταγγίζετο ο «μούστος», δηλ., το γλεύκος, να μην τρέχουν και σπόροι σταφυλιών.
Στο βαρέλι που ήθελαν να μείνει το κρασί γλυκό, έρριχναν και σινάπι. Το άλλο το άφιναν να βράση φυσικώς, και το έλεγαν «μπρούσκο» (= δηλ. σαν της Μπρούσας, πόλεως της Μ. Ασίας) (3).
Από τον γλυκό «μούστο», οι νοικοκυρές έκαναν το «πικμέζ’(ι) (=πετιμέζι)», τα «ριτσέλια», τη «σταφλαρμιά», τη «μουσταλευριά», σε ποσότητες που να είναι αρκετές για όλη τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά κι ως τα νέα σταφύλια. Λεπτομέρειες κατασκευής των, γράφουμε στο ειδικό κεφάλαιο «Φαγητά και γλυκά του παλαιού Σουφλίου».
Τα «ριτσέλια» ήσαν η πλέον πρόχειρη θρεπτική τροφή κυρίως των παιδιών. Το δε «πικμέζι», αντικατάστατον της ζάχαρης και του μελιού στα διάφορα γλυκίσματα και στο «κατσιαμάκι» (=βραστό καλαμποκίσιο αλεύρι). Το κρασί το πίνανε όλοι, μικροί-μεγάλοι, άνδρες γυναίκες μετά το φαγητό, αλλά κυρίως στα «νυχτέρια» (=σαν τα σημερινά νυκτερινά πάρτυ), στις μεγάλες γιορτές σαν κέρασμα, αλλά και στους αρραβώνες, γάμους κλπ., γιαυτό κάθε Σουφλιώτης άφηνε για οικιακή κατανάλωση 200-300 οκάδες κρασί, γλυκό και μπρούσικο. Και στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπή ν’αναφέρω το εξής περίεργο γεγονός: Καθώς μου ανέφεραν οι μαθηταί μου αλλ’ αντελήφθην και ο ίδιος, προ ολίγων μόλις ετών, ένας ασυνείδητος μπαμπάς, επί πολύ χρονικό διάστημα, έτρεφε το νόθο μωρό του με σχέτο ψωμί και κρασί, κι είχε καταστή, το καυμένο ανώμαλο, απ’ την αναγκαστική αυτή οινοποσία στα δύο μόλις χρόνια της ζωής του! Με τις σύντομες όμως ενέργειες του υποφαινόμενου και παπά της ενορίας, του πάτερ Σπυρίδωνος, το παιδί αυτό εισήχθη σε ορφανοτροφείο των Αθηνών, και εκείθεν υιοθετήθη υπό φιλανθρώπων. Ανάλογη ήτο η παραγωγή και κατανάλωση και του «ρακιού», που έκαναν από απόσταξη των «τσίπουρων» το γνωστό τσίπουρο.
Από το 1920-25, μετά την απελευθέρωση της Θράκης, τη δέκατη του τρύγου και των άλλων γεωργικών ειδών την προεκήρυσσε το ελληνικό δημόσιον δια της οικονομικής εφορείας. Μετά ταύτα οι Δήμοι ή οι Κοινότητες, και τώρα τελευταία πάλι το δημόσιο, δια της καταβολής του 3% επί των πωλουμένων ποσοτήτων σταφυλών και άλλων γεωργικών ειδών, εις τους εμπόρους.