ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΟΥΦΛΙΟΥ
Θεοφανούδη Άννα διδασκάλισσα

online επισκέπτες

             

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΟΥΦΛΙΟΥ
Άννας Θεοφανούδη (Διδασκαλίσσης)

Η λαογραφία καθρεφτίζει την ψυχή του λαού μας, τις λαχτάρες, τις ελπίδες, τους πόθους, τις νοσταλγίες και τα όνειρά του, τα ιδανικά του, που κρύβονται μέσα στις παραδόσεις και θρύλους του, μέσα στα ήθη και έθιμά του, από τα οποία μπορεί κανείς να προδικάση και το μέλλον του.
Η αληθινή κατανόηση της αξίας της λαογραφίας, ώθησε τον σεβαστό μας επιθεωρητή στην προσπάθεια της πραγματοποίησης στην περιφέρειά μας, μιας λαογραφικής συλλογής, μέσα στην οποία καθρεφτίζεται το παρελθόν της φυλής μας, παρελθόν εκατοντάδων ετών, παρελθόν με τη γλώσσα – τη λατρεία – την τέχνη – τα έθιμα, τον χαρακτήρα του λαού μας, που πρέπει να κρατήσουμε ζωντανό σαν άγρυπνη συνείδηση μέσα στην ψυχή των νέων μας, σα χρέος κι ευθύνη όλων μας.
Λιθάρι στο έργο αυτό που οραματίσθηκε ο προϊστάμενός μας, είναι και η δική μου μελέτη γύρω από τα θέματα: 

Α. Γέννησις

Όπως από τα πολύ παλιά χρόνια η απόκτηση παιδιού και μάλιστα πολλών παιδιών θεωρούνταν σαν ευλογία των θεών, έτσι και στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Σουφλί, η απόκτηση παιδιού θεωρούνταν και θεωρείται σαν εύνοια του Θεού, σαν θείο χάρισμα.
Γι’ αυτό, κάθε γυναίκα που δεν έφερνε παιδί στον κόσμο, στα πρώτα χρόνια της παντρειάς της, για να μην θεωρηθεί σαν αμαρτωλή, που δεν απολαμβάνει την εύνοια και συμπάθεια του Θεού, κατάφευγε σε κάθε μέσον για να μπορέσει να φέρη παιδί στον κόσμο.
Τα γιατροσόφια που μεταχειρίζονταν και που πολλά απ’ αυτά δεν απείχαν και πολύ από την επιστημονική τους αξία, ήταν πάμπολλα.
Η στείρα γυναίκα έβραζε γάλα, έκαιγε μικρές κουκουνίτσες (κάτασπρες λαμπερές πετρίτσες) και αφού κατά διαστήματα τις έρριχνε μέσα στο γάλα που το τοποθετούσε σε ειδικό δοχείο, το «καθίκι», καθόταν επάνω με κουκουλωμένα (πολύ σκεπασμένα) τα πόδια της με κουβέρτες και περίμενε τη γιατρειά της με τις θεραπευτικές ιδιότητες του αχνού που έβγαινε από το δοχείο αυτό.
Άλλες πάλι, έβαζαν στον αναφαλό τους (ομφαλό) παιδολόγο με τσουκάλι. Ήταν δε ο παιδολόγος, βαμβακερό πανί σε σχήμα σφαίρας, που στη μια του άκρη είχε οινόπνευμα. Τοποθετούσαν στον αναφαλό το πανί αυτό με το οινόπνευμα προς τα επάνω, το άναβαν κι απάνω τοποθετούσαν το τσουκάλι που σαν πελώρια βεντούζα μάζευε τους μυς της κοιλιάς.
Επίσης, τα τριψίματα έφερναν καλό αποτέλεσμα. Είχαν δε και την πρόληψη ότι αν μια στείρα γυναίκα καθήση στο ζεστό (ετοιμόγεννο) υστερο (πλακούντα) μιας πρωτιάρας (πρωτότοκης) γυναίκας θ’ αποκτούσε οπωσδήποτε παιδί.
Β. Εγκυμοσύνη «αγκαστριά»
Με την εμφάνιση του χαρμόσυνου γεγονότος, παρουσιάζονταν και ο κίνδυνος της πρόωρης γεννήσεως του αναμενόμενου παιδιού. Για τον λόγον αυτό οι έμπειρες γυναίκες την συμβούλευαν την αγκαστρωμένη (έγκυο) να φορέση στον κόρφο της τον λεγόμενο «κρατήρα» (κόκκινο αυγό του Πάσχα που το φύλαγαν στο εικόνισμα) ως την ημέρα της κανονικής γέννησης του παιδιού.
Το γεγονός του παιδιού δεν το «απείκαζαν» (=καταλάβαιναν), αλλά μόλις το ένοιωθε η μάννα να σκιρτά μέσα της, δεν πήγαινε σε κηδεία για να μη γένη το παιδί κίτρινο. Την ημέρα δε της εορτής του Συμεών και του Αγ. Στυλιανού, δεν έκαναν καμιά δουλειά μα προπαντώς δεν έπιαναν φονικά αντικείμενα (μαχαίρια κλπ).

Γ. Τοκετός

Όταν έρχονταν οι μέρες που η γκαστρωμένη θα κόντευε να γεννήση και όταν άρχιζε να κοιλοπονά, η μαμή (πρακτική κείνα τα χρόνια), έρριχνε πάνω στην υποψήφια μόνο τη «ζώνη της παναγίας», την οποία έφερνε σε κάθε τέτοια περίπτωση. Άλλες φορές πάλι έβαζαν σ’ ένα ποτήρι νερό το «χέρι της παναγίας» και το μονόκερο (σταυρός με φίλντισι, που έφερναν από την Ιερουσαλήμ). Αν στο νερό σχηματιζόταν φουσκαλίδες, τότε η γυναίκα ελευθερωνόταν. Της έρριχαν δε και το νερό του ποτηριού επάνω της, να τρέξη (να γεννηθή) το παιδί, όπως τρέχει το νερό. Μόλις γεννούσε η γυναίκα, έπαιρναν «τάκλουθου» (=ύστερο), τόκοβαν κομμάτια-κομμάτια και το παράχωναν βαθειά. Αν το παιδί γεννιόταν με πάνα (προσωπίδα) πίστευαν πως το παιδί αυτό θα ήταν πολύ τυχερό. Αμέσως έβαζαν τη λεχώνα να πλαγιάσει, την κάπνιζαν με θυμίαμα και αφού έκοβαν τον αναφαλό (ομφαλό) του παιδιού και του έβαναν επάνω καφέ, του έκαναν το πρώτο μπάνιο. Κατά την ώρα του μπάνιου έρριχναν χρήματα στο νερό. Αυτό ήταν το πρώτο δώρο της μαμής. Ύστερα το αλάτιζαν με πολύ ψιλό αλάτι ως ότου γίνει άσπρο, έδεναν το κεφάλι του μ’ ένα πολιγάδια (σπάργανα) και του έδιναν επί τρεις ημέρες γάλα από τη «βζάχτρα» (ξένη μωρομάνα), γιατί το γάλα της μάνας ήταν «κουλιάστρα» (ήταν πολύ πηχτό).
Αργότερα, στο μπάνιο, έβαζαν κι ένα ποτήρι κρασί ή ένα σπασμένο αυγό. Μετά το πέσιμο του ομφαλού, τοποθετούσαν στην ουλή της κοιλιάς ένα κομμάτι «σιγκούν(ι)» (= μάλλινο χοντρό ύφασμα) βουτυγμένο στο ρακί (=ούζο) και πασπαλισμένο με θυμίαμα, ώστε να κολλήση για να μη παίρνει αέρα το Εβραιούδ’(ι) (= το αβάπτιστο).

Δ. Λιχώνα (= Λεχώ)

Επί 40 ημέρες «η λιχώνα» δεν έβγαινε έξω από το σπίτι της. Αφού δε έμενε 8 μέρες στο κρεββάτι, σηκωνόταν και άρχιζε μόνη της την περιποίηση του παιδιού. Φορούσε άσπρο τσιμπέρι (μαντήλα) στο κεφάλι, που στη μια του γωνία ήταν δεμένο σε κόμπο ψωμί, σκόρδο και θυμίαμα, τα οποία έβγαζε μετά το σαράντισμα και τάκαιγε στο θυμιατό.
Κάθε μέρα, μόλις βασίλευε (έδυε) ο ήλιος, δεν έπρεπε ούτε να μπη στο δωμάτιό της φως απ’ έξω, ούτε να βγή φώς από το δωμάτιό της. Δεν έπρεπε ποτέ να μείνει στο σκοτάδι και πάντα τη νύχτα έπρεπε ναχη παρέα. Η πόρτα η εξωτερική ήταν μισάνοιχτη για να μπορή να μπη άνθρωπος, διαφορετικά δεν επιτρεπόταν ως το πρωί ν’ ανοίξη για να μπη άνθρωπος. Αν κάποιος επισκέπτης έφευγε αργά το βράδυ και είχε τίποτα μαζί του (εργόχειρο, πιάτο κλπ), το άφηνε για την άλλη μέρα, αφήνοντας συγχρόνως και κλωστές από τα ρούχα του για το κάπνισμα της λεχώνας, και όλα αυτά γίνονταν για να μη χαθή το γάλα της μάνας. Ο βραδυνός επισκέπτης, αφού γύριζε τρεις φορές το χαγιάτι (είδος χωλ – προχώλ) φώναζε απ’ έξω: «βάλτι φουτιάααα!» Αμέσως η λιχώνα, χωρίς να μιλήσει, έβαζε στο θυμιατό φωτιά και θυμιάτιζε. Ο επισκέπτης μετά, έμπαινε στο δωμάτιο, μα η λιχώνα δεν ανταπέδωνε το χαιρετισμό ούτε στο έμπα, ούτε στο έβγα του επισκέπτη. Παράλληλα η λιχώνα δεν έπρεπε ούτε να δη, ούτε να ακούσει για κηδεία. 24 ώρες από τη γέννηση του παιδιού φώναζαν τον παπά και διάβαζε ευχές.
Σ’ ένα μπουκάλι βάζανε νερό μ’ ένα κλωνί βασιλικό ξηρό ή χλωρό, το κρατούσανε μέχρι τις 40 μέρες κι έβαζαν απ’ αυτό στο μπάνιο του παιδιού, έπλεναν το πρόσωπο του παιδιού και έπλενε και η λιχωνα το στήθος της (τις θηλές) πριν από κάθε θήλασμα.
Όσες γυναίκες δεν είχαν γάλα, έπιναν γαλατοβότανο, που το έφερναν οι «Χατζήϊνες» (γυναίκες που ευτύχησαν να πάνε στο χατζηλίκι, δηλ. στους άγιους τόπους). Ήταν αυτό κομμάτι ξηρό ψωμί, είδος αντίδωρου, που το έβαζαν σ’ ένα ποτήρι νερό, το έλυωναν και μετά από πολλές προσευχές και μετάνοιες, το έπιναν και τις έρχονταν το γάλα. Σαν καλή τροφή που έφερνε πολύ γάλα θεωρούσαν το ωμό κρεμμύδι.
Την είδηση της γέννησης ενός παιδιού, έπαιρνε ο κόσμος με τη μπουγάτσια (άζυμο ψωμί). Την επομένη της γέννησης μια γνωστή της λιχώνας, έκανε μπουγάτσια, την έκοβε κομματάκια κι ένα κοριτσάκι συγγενικό, 10 χρονών, τη μοίραζε στους συγγενείς και γνωστούς λέγοντας: «Γένσι η κάκου μ’ (θεία μου) κουρτσούδ’(ι) ή πιδούδ’(ι)». Οι γνωστές πήγαιναν να το δουν, με μια μσουρούδα – πήλινο βαθύ πιάτο ρυζόσμου (ριζόσουπα), αν πήγαιναν τις πρώτες μέρες ή με ένα μπουκάλι κρασί αν πήγαιναν αργότερα.
Πλησίαζε η 40η ημέρα. Η λιχώνα λούζονταν κι ετοιμάζονταν, ετοίμαζε και το παιδί που οπωσδήποτε ήταν βαπτισμένο. Με την πεθερά ή τη μάνα η λιχώνα ή εν ανάγκη με καμιά άλλη γνωστή, πήγαινε στην εκκλησία για «σαραντισμό». Μετά το διάβασμα του παπαά πριν να γυρίσει το παιδί στο σπίτι πήγαινε σε τρία σπίτια, όπου το μεταμφίεζαν σε πάπου (γέρο) ή μπάμπου (γριά). Σε τρία σπίτια πήγαινε για να μην κάνη η μάνα επί μια 3ετία άλλο παιδί. Στα σπίτια αυτά το παιδί δέχονταν αλεύρι, βαμβάκι, ζάχαρη, και χρήματα. Το αλεύρι το έβαζαν στο κεφάλι λέγοντας: «Άϊντε να γίνουν άσπρα τα μαλλιά σου σαν τ’ αλεύρι». Το βαμβάκι το έβαζαν στο πηγούνι λέγοντας «Ν’ ασπρίσουν τα γένεια». Τη ζάχαρη στο στόμα «γλυκειά ναν’ η ζωή σ’», τα χρήματα στο χέρι «να γενς πλούσιος». Μετά γύριζαν στο σπίτι.
Το παιδί τελείωσε τον πρώτο κύκλο, η μητέρα από την επομένη είναι ελεύθερη για όλες τις εκδηλώσεις, κοινωνικές – συζυγικές και λοιπές οικογενειακές.

Ε. Βρέφος

Τον πρώτο θηλασμό τον κάνει το παιδί από ξένη «βζάχτρα» κατόπιν η μάνα του το θηλάζει. Ο θηλασμός διαρκεί τις περισσότερες φορές ως τότε που η μάνα ξαναμένη έγκυος, ειδ’ άλλως μέχρι 1,5-2 χρόνων. Ενδιάμεσα τρώγει το παιδί «κάσια» κρέμα με νερό και αλεύρι ή γάλα και αλεύρι και από το φαγητό της ημέρας κατάλληλα πολτοποιημένο με ψίχουλα.
Τις πρώτες μέρες το παιδί κοιμάται δίπλα στη μάνα του ή και πάντα, αν η οικογένεια είναι φτωχή. Η πλούσια οικογένεια έχει ετοιμάσει την κούνια, που είναι ξύλινη σκαλισμένη πολλές φορές μακρυά και στενή, και ενώνεται με κρίκους από τα δύο πόδια (στηρίγματα), ώστε να αιωρείται στον αέρα και να τοποθετείται σε ό,τι ύψος θέλει η μητέρα. Άλλου είδους κούνια είναι η ανεμόκνα (αιώρα), στηρίζεται στο ταβάνι (οροφή) με σχοινιά και στο κάτω μέρος σχηματίζεται το λίκνο του παιδιού μεγάλο και σε ύψος κατά βούλιση. Να παρακάτω κι ένα από τα νανουρίσματα:
«Κοιμάται τ’ μπέη του πιδί, τ’ Καίμακάμ τ’ αγγόνι
από γεννήθη στη Φραγγιά κι’ μεγαλών(ει) στην Πόλη,
Να του δώσ’(ει) Αγάς μπουμπόλια (=καραμέλες) κι’ Καντίνα
(=χανούμισα) ένα μήλου,
Ναναι γύπνουν φουρτουμένου,
Νάνι, του πιδί μου, νάνι, κι όπου του πουνεί να γιάνει.
Νάνι του μουρό μου νάνι, γύπνου αλαφρήν να κάνη».
Πολλές φορές το παιδί διέτρεχε τον κίνδυνο να πέση από την κούνια του. Διέτρεχε όμως κίνδυνο κι από κακό μάτι. Πολλές φορές ματιάζονταν. Η μάνα προλάβαινε το βάσκαμα με το να βάλη στη σαλιέρα ή στο σκούφο του παιδιού, σκόρδο, ψωμί και θυμίαμα, περασμένο σε μια παραμάνα (= ασφάλεια καρφίτσα).
Αν όμως παρ’ όλα αυτά αβασκαίνουνταν από σαββατογεννημένον, έπλεναν το παιδί ανάποδα δηλ. από το σαγόνι προς το μέτωπο, τρείς φορές και το θυμιάτιζαν με «τα καλά λουλούδια» (= των Βαΐων – Μ. Παρασκευής – 14ης Σεπτεμβρίου). Πολλές φορές δεν εύρισκαν θεραπεία, τότε δε φρόντιζαν να βρουν τον άνθρωπο που το μάτιασε, αυτός το έφτυνε τρεις φορές στο πρόσωπο, το θυμιάτιζε τρεις φορές με κλωστές από πάνω του και γινόταν το  παιδί καλά. Η μάνα μόλις καταλάβαινε πως το παιδί θάβγαζε δόντια, τα πρώτα δόντια, έβραζε στιάρ’ (= σιτάρι), το μοίραζε στα παιδιά κι έλεγε «όπου σκάζ’(ει) του στιάρ’(ι), να σκάσουν κι τα δόντια». Εκείνος που πρωτοέβλεπε το πρώτο δόντι, έπαιρνε στο παιδί είδος ρουχισμού.
Μόλις έκανε το πρώτο βήμα, ετοίμαζε η μητέρα μπουγάτσια, την έκοβε κομματάκια, την έδινε σ’ ένα παιδί, το οποίο συνεχώς τρέχοντας τα μοίραζε σε γνωστούς κι αγνώστους. Όσοι έπαιρναν μπουγάτσια εύχονταν «όπως τρέχει το παιδί που μοιράζει τη μπουγάτσια έτσι να τρέχη και το μωρό».
Πολλές φορές αργούσε ένα παιδί να μιλήση. Τότε έπλεναν την καντήλα καθαρά, τη γέμιζαν νερό κι έδιναν στο παιδί να πιή από τρεις μεριές. Η μάνα συγχρόνως εύχονταν: «όπους καθαριζ’ η καντήλα να καθαρίσ’(η) η γλώσσα τ’».
Μέχρι να γίνη το μωρό ενός έτους,  δεν τούκοβαν ούτε μαλλιά ούτε νύχια. Αυτό γινόταν αιτία πολλές φορές να τσουγκρανίζεται άσχημα, στο δε κεφάλι, να παρουσιάζεται το «μαλαθράκ’(ι)» (= η κασίδα), το οποίον εθεράπευαν με επάλειψη λαδιού.
Το μωρό τις πρώτες μετά τη γέννησή του μέρες, αποκτούσε στη γλώσσα του ένα άσπρο επίστρωμα, το οποίον αφαιρούσαν με ένα κομμάτι ύφασμα βουτηγμένο στο μέλι. Αυτή η αρρώστεια λέγονταν «μπλασνιά».
Θανατηφόρα αρρώστεια ήταν το κιτρινάδι (ίκτερος). Προς θεραπείαν αυτού έκαιγαν ένα κλωνάρι βασιλικό και με το κάρβουνο έκαιγαν τον ουρανίσκο του παιδιού.

ΣΤ. Βάπτισμα

Πριν να σαραντίση το παιδί, βαπτιζόταν. Με κοινή συνεννόηση ωρίζετο η ημέρα της βάπτισης. Νουνός ήταν αυτός που στεφάνωνε το ανδρόγυνο. Η μάνα του παιδιού 3 μέρες πριν γίνει η βάπτιση, έκανε το κάλεσμα δηλ. έστελνε με τη μαμή σε ένα «ισνί» (= δίσκος σερβιρίσματος με δύο χέρια – λαβές) μια ολόκληρη πίττα ψημμένη και μια ολόκληρη «κλούρα» (= φραντζόλα κεντημένη). Πολλές φορές συνοδεύονταν η πίττα και κουλούρα και τα υπόλοιπα επέστρεφε στη μάνα ειδοποιώντας πως δεν κωλύεται από τίποτα, να γίνη η βάπτιση.
Την ημέρα της τελετής η μαμή πήγαινε στην εκκλησία το παιδί. Το όνομα το έβαζε ο νουνός. Ονόματα χρησιμοποιούσαν κατά προτίμηση τα ονόματα των γονέων του πατέρα, ύστερα των γονέων της μάνας και μετά ονόματα τυχόν θανόντων νέων αδερφών των γονέων του παιδιού ή των εορταζόμενων αγίων που την ημέρα εκείνη συνέπιπτε να γεννιόταν το παιδί. Αν η μητέρα γεννούσε πολλά παιδιά, έβαζαν το όνομα Αναστάσιος ή Σταμάτιος, για να κάνη «στάση» να σταματήση την τεκνοποίηση η μανα. Στο μωρό δίνονταν δώρα, είδη ρουχισμού, ελάχιστα, επίσης δε εδωρίζονταν και ο νουνός (= ανάδοχος) από τους γονείς του παιδιού.
Όταν το παιδί γίνονταν ενός χρόνου, ο ανάδοχος «άλλαζε» του κουμπαρούδ’(ι) από τα νύχια ως την κορυφή. Πολλές φορές όταν το παιδί αρρώσταινε και κινδύνευε να πεθάνη πριν να βαπτισθή, το βάπτιζαν στην καντήλα, στον αέρα. Αν τ’ άφηναν να πεθάνη αβάπτιστο, θεωρούνταν για τους γονείς μεγάλη αμαρτία.
Αν το παιδί πέθαινε χωρίς να το νοιώσει η μάνα (από ασφυξία ή από «πλιάτσκουμα» (= πίεση) = απροσεξία), δεν γινόταν η μάνα δεκτή στην εκκλησία και για μια τριετία δεν κοινωνούσε.

Ζ. Το παιδί μετά την συμπλήρωση έτους

Την επέτειο των γενεθλίων του παιδιού, τοποθετούσαν μπροστά του, πράγματα επαγγελματικής φύσεως. Ό,τι αντικείμενο έπαιρνε στα χέρια του, τέτοιου είδους επάγγελμα θ’ ακολουθούσε.
Η καθυστέρηση του βαδίσματος υποχρέωνε τους γονείς να παίρνουν της Παναγίας το πόδι, να το φορέση το παιδί επί 40 ημέρες. Προσευχές και παιδικά τραγούδια δυστυχώς δεν σώζονται. Κάτι που λέγονταν από μάνες στα παιδιά τους όταν τα χαίρονται είναι:
«Τάνα του και τάνα του – ένα το χει η μανα του,
μέσ’ στα τυλιγάδια του – τόδειρι του μάλλουσι
κι όξου του μαντάλλουσι – κι η γιαγιά τ’ του μάζουξι».

Οι πληροφοριοδότες της παραπάνω συλλογής είναι:
1) Θεοφανούδη Βάγια ετών 85
2) Φύλλια (Τσιαμόκουρα) Δήμητρα ετών 90
3) Γκότσικα Μαρία ετών 82
4) Παπατσαρούχα Μαρία ετών 88
5) Άννα Μόκουτζια ετών 84
Όλα όσα μου διηγήθηκαν τάκουσαν από τις μάνες και γιαγιές τους, δηλ. ανάγονται σε ήθη και έθιμα από τα χρόνια 1800 περίπου και δώθε (150 ετών).
ΆΝΝΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΔΗ
Δημδ/σα Β’ Δημ. Σχολείου Σουφλίου


1) Συγχαρίκια = Συγχαρητήρια
2) Μανίτσα – Τσατσά = Γιαγιά
3) Κάκου = Θεία
4) Καρντάσης = Αδερφός
5) Κουσιουρής = Εξάδελφος
6) Αφέντης = Πεθερός
7) Μ’ όλα ταύτα, μου είπεν ο κ. Χρ. Τερζούδης, φαρμακοποιός, μετά 50 χρόνια, και τα σημερινά μέσα θα θεωρούνται απαρχαιωμένα