ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΩΡΙΟΥ ΛΥΡΑΣ-ΣΟΥΦΛΙΟΥ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ 1966
Σε απόσταση 15 χιλιόμετρα νοτίως του Σουφλίου και πάνω στο δημόσιο δρόμο Αλεξανδρουπόλεως – συνόρων βρίσκεται το χωριό Λύρα που αποτελεί ξέχωρη κοινότητα. Παλαιά λέγονταν «Ελκιντζή» που σημαίνει «Υπήνεμον». Εδώ πριν από το 1922 ήταν εγκατεστημένες οικογένειες Τούρκων. Μετά όμως την Μικρασιατικήν καταστροφήν και την ανταλλαγήν των πληθυσμών ήλθαν και εγκατεστάθησαν πρόσφυγες από τα χωριά Μαυροπήγαδον, Κιουπλί, Δοκάρι, και Μοναστηράκι της Ανατολικής Θράκης. Το έδαφος του χωριού είναι ημιορεινόν και οι κάτοικοι ασχολούνται με την γεωργία. Τα κυριώτερα από τα γεωργικά προϊόντα τους είναι: Το σιτάρι, το βαμβάκι, τα καλαμπόκια, λίγα όσπρια και μηδική. Πολλοί από τους σημερινούς κατοίκους του χωριού γεννήθηκαν και έζησαν αρκετά χρόνια στα χωριά της Ανατολικής Θράκης. Αυτοί με την εδώ εγκατάστασίν τους μετέφεραν τα ήθη και έθιμα του τόπου γεννήσεών των. Απ’ αυτά μερικά έχουν λησμονηθή και μερικά παραμένουν όπως είχαν τότε.
Οίκος:
Τα περισσότερα σπίτια ήταν κτισμένα από πλινθιά και πέτρες, ήταν μονόροφα με δύο δωμάτια και ένα σαλόνι. Τόσον τα δωμάτια όσον και το σαλόνι είχαν από κάτω χώμα. Τα δωμάτια ήταν αρκετά μεγάλα και είχαν από ένα μεγάλο τζάκι. Το τζάκι αυτό χρησίμευε δια θέρμανση το χειμώνα, καθώς και δια το ψήσιμο του φαγητού. Επειδή όμως όλοι οι κάτοικοι είχαν μεγάλα ζώα γι’ αυτό είχαν κτισμένα δίπλα στα σπίτια τους και σταύλο «αχούρι». Όσοι είχαν πρόβατα η γίδια είχαν και μαντρί «σαγιά» κοντά στο σπίτι τους δια το χειμώνα, και μακρυά από το χωριό δια το καλοκαίρι. Επίσης κάθε σπίτι είχε την αποθήκη του ξεχωριστή δια ζωοτροφές, και το φούρνο δια να ψήνουν το ψωμί.
Έπιπλα:
Τα κυριώτερα έπιπλα του σπιτιού ήταν: Ένα σεντούκι ξύλινον, μια πρόχειρη ντουλάπα ή μουσάνδρα που βάζαν τα διάφορα ρούχα και ιδίως τα παπλώματα, τα στρώματα, τις κουβέρτες και τα μαξιλάρια. Ένας καναπές, μερικά μικρά χαμηλά ξύλινα καθίσματα, ένας σουφράς (τραπέζι φαγητού) και κανένα άλλο τραπέζι. Κρεββάτι δεν είχαν και κοιμόντουσαν όλοι μαζί κάτω στρώνοντας μια ψάθα.
Σκεύη:
Τα κυριώτερα σκεύη τους ήταν: Κατσαρόλες διάφορες δια φαγητό, καζάνια μικρά ή μπακίρες, καζάνι μεγάλο για να βάφουν ρούχα ή γνέματα, μερικά πιάτα, κουτάλια, πηρούνια, μαχαίρια, καρδάρες δια γάλα, ντουρβάνες δια να βγάζουν το βούτυρον, τσουκάλες δια τουρσί, δια γάλα, πήλινες κατσαρόλες δια φαγητό, ξύλινες κουτάλες, στάμνες, ταψιά διάφορα και άλλα.
Τροφές:
Το πρωί συνήθως έτρωγαν γάλα από τα ζώα τους με αλάτι και μέσα βάζανε βουκιές ψωμί δια να γίνεται μαλακό ή τραχανά ο οποίος ήτο δύο ειδών, ο ένας γινόταν με γάλα, αλεύρι και αυγά και γέλονταν γαλακτοτραχανάς, ο άλλος γίνονταν από κολοκύθι αλεύρι και πιπέρια καυτερά, ήταν νηστήσιμος και λέγονταν απλώς τραχανάς.
Το μεσημέρι ως επί το πλείστον δεν μαγείρευαν διότι πήγαιναν στις δουλειές «στα χωράφια» και ως εκ τούτου έτρωγαν ξηρά τροφή δηλαδή τυρί, ελιές, αυγά, ψάρια παστά, σκόρδα κλπ. Κάθε βράδυ όμως ήταν απαραίτητο το ζεστό φαγητό, φασόλια, φακές, ρεβύθια, κουκιά, διάφορα χορταρικά κάπου-κάπου κοτόπουλο και αρκετές φορές τυρόπιττες. Κρέας έτρωγαν οι περισσότεροι μόνον τις εορτές των Χριστουγέννων, το Πάσχα και του Αγίου Γεωργίου.
Ενδυμασίες:
Οι άνδρες φορούσαν, σαλβάρια, μιντάνια, βράκες, ζουνάρι στη μέση πουκάμισα υφαμένα, γούνες δια το χειμώνα, φέσι με σαρίκι στο κεφάλι κάλτσες πλεκτές βαμβακερές δια το καλοκαίρι και μάλλινες με ποδοπάνια το χειμώνα. Τέτοιες φορεσιές είχαν δύο μια γιορτινή και μια καθημερινή. Για παπούτσια οι περισσότεροι φορούσαν τσαρούχια, οι γυναίκες φορούσαν καφτάνια· το καλοκαίρι και μπιντένια το χειμώνα, πουκάμισα υφαντά, ποδιές, ζουνάρια, κοντογούνια δια το χειμώνα, μαντήλες στο κεφάλι.
Εργασίες γυναικών:
Όλες σχεδόν οι γυναίκες εκτός από το νοικοκυριό τους εργάζονταν και στα χωράφια βοηθώντας τους άνδρες. Όταν έμεναν στο σπίτι την ημέρα, φρόντιζαν δια την καθαριότητα του σπιτιού, να πήξουν το γάλα τυρί, να βγάλουν το βούτυρο, να ζυμώσουν, να πλύνουν τα ρούχα, να μαγειρέψουν, να υφάνουν, να κεντήσουν κ.α. Τα βράδυα είχαν άλλες εργασίες, λανάριζαν μαλλιά, έγνεθαν βαμβάκι ή μαλλί, έπλεκαν κάλτσες, φανέλλες κ.α.
Έθιμα αρραβώνος:
Όταν το παλληκάρι ερχόταν σε ηλικία οι γονείς του, έστελναν προξενητάδες στο σπίτι μιας κοπέλας. Με την πρώτην φοράν και την δεύτερη η απάντησις ήταν αρνητική και πάντοτε την τρίτη ή τέταρτη φορά έπερναν οι προξενητάδες μια θετική απάντηση από τους γονείς της κοπέλας δηλ. το ναι ή το όχι. Όλες αυτές τις ημέρες που πηγαινοέρχονταν οι προξενητάδες στο σπίτι του κοριτσιού τους δέχονταν με ένα παράξενο θα έλεγε κανείς τρόπο. Τους δεχόταν μέσα μεν, πλην όμως δεν τους προσέφεραν κάθισμα να καθήσουν και αναγκάζονταν να καθήσουν κάτω στο χώμα δίπλα στο τζάκι. Εκτός τούτου ούτε τους προσέφεραν τίποτε για κέρσμα. Μετά από πολύ συζήτηση, εάν μεν οι γονείς του κοριτσιού δέχονταν το προξενιό τότε φώναζαν την κοπέλλα και τους κερνούσε ρακί. Οι γονείς του κοριτσιού προφασιζόμενοι ότι η νύφη δεν έχει έτοιμα όλα τα προικιά της ζητούσαν από τους προξενητάδες ένα ωρισμένο χρηματικό ποσό δια συμπλήρωση της προίκας «Μπαμπά-χακί» αν δεχόταν οι προξενητάδες να τα δώσουν καλώς, αν όχι το προξενιό χαλούσε. Έπειτα οι προξενητάδες άφηναν στην κοπέλλα μια μανδήλα για σημάδι, η δε κοπέλλα έδινε εις αυτούς από μια πετσέτα, και ένα μανδήλι δια το γαμβρό. Το σημάδι αυτό δηλ. το μανδήλι το έβαζαν οι προξενητάδες μέσα σε ένα πανέρι και το πήγαιναν στο σπίτι του παιδιού. Εκεί χόρευαν το σημάδι, έτρωγαν, επίναν, γλεντούσαν και το πρωί όλοι μαζί ξαναπήγαιναν στο σπίτι του κοριτσιού, μαζί τους ήταν και ο γαμβρός και έφερναν στο κορίτσι, πολλά δώρα. Τα δώρα αυτά τα έδινε ο γαμβρός στη νύφη, η δε νύφη μανδήλωνε το γαμβρό και κάνοντας να τον φιλήσει στο χέρι δεχόταν ένα χαστούκι απ’ αυτόν. Το γλέντι συνεχίζονταν ενώ ο κόσμος πηγαινοέρχονταν έβλεπε τα σημάδια και τ’ ασήμωνε. Ύστερα από μια εβδομάδα γίνονταν οι επίσημοι αρραβώνες. Πήγαιναν στο σπίτι της νύφης ο γαμβρός με τους γονείς του και το σόϊ του μαζί τους είχαν μπογάτσες, χόρευαν με τα όργανα. Εκείνη την ημέρα έβαζαν και την νύφη να τραγουδήση «κέρνα μας νύφη κέρνα μας να μας καλοκερνάς, και από το πολύ το κέρασμα τρεμούλισε το χέρι της, το ποτηράκι γκρέμισε στ’ αφέντη της το γόνα. Θα σε πουλήσω νύφη μου γιατί γκρέμισες το ποτήρι. Μη με πουλάς αφέντη μου και με παζαρεύεις…» Μετά το φαγοπότι έπαιρναν την νύφη και πήγαιναν στην πλατεία του χωριού. Πηγαίνοντας τ’ αδέρφια της νύφης την σταματούσαν ενώ ο γαμβρός και οι άλλοι συμπέθεροι την ασήμωναν συνεχώς προκειμένου να τους συντροφεύση μέχρι την πλατεία του χωριού. Όταν ο γαμβρός και οι δικοί του γυρνούσαν στο σπίτι τους εκεί συνέχιζαν πάλι το γλέντι. Το βράδυ της ίδιας ημέρας πήγαινε η αδερφή του γαμβρού με τον γαμβρόν πάλι στο σπίτι της νύφης και με έναν από τους προξενητάδες. Εκεί έτρωγαν, έπιναν και αργά ο προξενητής και η αδερφή του γαμβρού έφευγαν, ενώ ο γαμβρός κοιμόταν στο σπίτι της νύφης, χωριστά βεβαίως, για να φύγη την άλλη μέρα το πρωί. Έτσι τελείωνε ο αρραβώνας και από τότε μπορούσε ελεύθερα να πηγαίνει ο γαμβρός στο σπίτι της νύφης την ημέρα, τη νύχτα πήγαινε αλλά δεν τον άφηναν να μείνει εκεί.
Έθιμα γάμου.
Ο γάμος άρχιζε από την Τετάρτη. Το βράδυ της Τετάρτης ανάπιαναν το προζύμι δια να φτιάξουν το πρωτόψωμο. Την Πέμπτην το πρωί ζύμωναν το πρωτόψωμο στο σπίτι της νύφης. Όταν φούσκωνε το ζυμάρι έκαιαν το φούρνο για να ρίξουν το πρωτόψωμο αφού προηγουμένως το έπλαθαν καίοντας το φούρνο τραγουδούσαν οι κοπέλλες το «ψήσε φούρνο το ψωμί – ψήσε τις μπουγάτσες» κλπ. Την Παρασκευή το πρωί έβγαζαν έξω από το σινί (τραπέζι) με την μπογάτσα «πρωτόψωμο». Επάνω στο πρωτόψωμο έμπηγαν τρία καλάμια και ένα κόκκινο μανδήλι στήριζαν πάνω σ’ αυτά, μέσα στο μανδήλι έβαζαν το δακτυλίδι του γαμβρού, εν συνεχεία τα παιδιά φώναζαν «ελάτε στο πρωτόψωμο». Στο άκουσμα της φωνής πλάκωνε ο κόσμος στην αυλή και όποιος προλάβαινε πρώτος άρπαζε το πρωτόψωμο και το έκανε κομμάτια. Κρατούσε ένα κομμάτι δια τη νύφη και τα υπόλοιπα τα έτρωγαν για καλό τους δήθεν. Την Παρασκευή το βράδυ στο σπίτι του γαμβρού έψηναν μέσα στην σίτα στο τζάκι παπάδες (καλαμπόκια). Αφού τα έψηναν τα περνούσαν σε δύο αρμαθιές. Κατόπιν περνούσαν τις σταφίδες σ’ άλλες δύο αρμαθιές. Έπειτα έπαιρναν ένα μεγάλο άσπρο μανδήλι. Στο κέντρο αυτού έραβαν ένα άλλο κόκκινο μανδήλι και επάνω στα δύο μανδήλια έβαζαν τις τέσσερις αρμαθιές με τους παπάδες και τις σταφίδες. Μετά έπαιρναν ένα κοντάρι και επάνω στην κορυφή αυτού έμπηγαν ένα μήλο ή ένα λεμόνι και έδεναν λίγο βασιλικό με κόκκινη κλωστή. Στο ίδιο κοντάρι έδεναν και το μαντήλι με τις τέσσερις αρμαθιές τους παπάδες και τις σταφίδες. Αυτό ήταν το λεγόμενον φλάμπουρο και το κρατούσε χορεύοντας ο νουνός και οι λοιποί που έπαιρναν το χορό με την σειρά τους. Το Σαββατόβραδο στο σπίτι του γαμβρού ετοίμαζαν τα φαγητά δια την επόμενη ημέρα. Επίσης το Σαββατόβραδο ο νουνός αφού αγόραζε την κνα με την οποίαν θα έβαφαν τα νύχια της νύφης, πήγαινε πρώτα στο σπίτι του γαμβρού, έβαζαν μέσα σε ένα ταψί την κνα και την χόρευαν, ενώ οι ευρισκόμενοι εκεί την ασήμωναν. Κατόπιν πήγαιναν την κνα και στο σπίτι της νύφης, αφού την χόρευαν και εκεί και την ασήμωναν κατόπιν ο νουνός και η νουνά έβαφαν μ’ αυτήν τα νύχια της νύφης. Την Κυριακή το πρωί στο σπίτι της νύφης οι κοπέλλες ετοίμαζαν την νύφη με τραγούδια συγκινητικά χωρισμού μάνας και θυγατέρας «σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα θα χωρίσουνε μάνα και θυγατέρα, η μάνα ήταν πέρδικα και η κόρη περιστέρα κλπ.». Στο σπίτι του γαμβρού πάλι πηγαίνει ο κουρέας δια να ξυρίσει το γαμβρό προηγουμένως έφτιαχναν μέσα στο δωμάτιο μια κληματσούδα (ένα στρογγυλό στεφάνι από κληματόβεργα). Την κληματσούδα την έβαζαν επάνω σε μια καρέκλα όπου καθόταν ο γαμβρός δια να τον ξυρίση ο μπαρμπέρης (κουρέας). Ενώ τα κορίτσια τραγουδούσαν «μπαρμπέρη τα ξυράφια σου καλά να τ’ ακουνίσης να μην τον κόψουν τον γαμβρό να μην το ματοκυλίσης». Αφού ξυρίζονταν ο γαμβρός οι καλεσμένοι περνούσαν ένας-ένας με τη σειρά τους και κτένιζαν τον γαμβρό και ύστερα τον στεφάνωναν στο κεφάλι με βασιλικό βουτηγμένον μέσα σ’ αλμύρα. Μετά έδιναν το χερί τους στο γαμβρό και τους το φιλούσε ενώ αυτοί τον ασήμωναν. Κατόπιν έβγαινε έξω ο γαμβρός για να ετοιμαστούν για να πάνε στην νύφη να την πάρουν. Βγαίνοντας έξω ο γαμβρός τον κτυπούσε όποιος προλάβαινε από πίσω. Κατόπιν με αμαξάκια και με όργανα πήγαιναν να πάρουν την νύφη. Όταν έφθαναν στο σπίτι της νύφης οι λοιποί με τον γαμβρό έμεναν έξω, ενώ ο νουνός και η νούνα έμπαιναν στο σπίτι της νύφης αφού προηγουμένως δώριζαν στην πόρτα τα κορίτσια που την κρατούσαν κλειστή. Μετά έβγαινε έξω ενώ ακούγονταν συνέχεια τα όργανα και τα τραγούδια του χωρισμού. Κατόπιν την έπιανε ο αδερφός της από το χέρι και αφού έκαναν ένα δύο γύρους στο χορό την ανέβαζαν στο αμάξι και ξεκινούσαν δια την εκκλησία όλοι μαζί. Στο δρόμο σταματά το αμάξι για να δωρήση η νύφη τον αδερφό της και να κατεβή αυτός από το αμάξι για να γυρίσει πίσω στο σπίτι. Συνεχίζοντας το δρόμο δια την εκκλησία τραγουδούσαν «παίρνουμε τη νύφη μας κουτσουλιές στα σπίτια σας κλπ.». Φθάνουν στην εκκλησία. Η νύφη στέκει επάνω στο αμάξι. Της δίνει η νούνα ένα μήλο και εκείνη το ρίχνει ψηλά. Τρέχουν τα παιδιά και όποιο προλάβει το παίρνει. Κατόπιν έρχεται ο πεθερός στο αμάξι και τον δώριζε η νύφη. Ύστερα δώριζε την πεθερά και εν συνεχεία όλο το σόϊ του γαμβρού μαζί με τον νούνο και την νούνα. Μετά πιάνει ο πεθερός το χέρι της νύφης και την κατεβάζει από το αμάξι, την κάνει τρεις γύρους έξω από την εκκλησία, και δίνουν κατόπιν στην αγκαλιά της ένα μικρό παιδί, προσκυνάει τρείς φορές μ’ αυτό στην πόρτα της εκκλησίας και μετά μπαίνουν μέσα όλοι μαζί δια το μυστήριον του γάμου. Μετά από το μυστήριον του γάμου περνούν οι συγγενείς και οι λοιποί καλεσμένοι και χαιρετούν την νύφη και τον γαμβρό. Αφού χαιρετίσουν κτυπούν παλαμάκια κάνουν τρεις στροφές μπροστά στους νεόνυμφους και λένε: «πέντε αγόρια μια εβδοκιά να λευκαίνει τα πανιά». Πηγαίνοντας στο σπίτι του γαμβρού μετά τη στέψη ποδαρόδρομο όλοι τραγουδούν: «περπάτα νύφημ περπάτα πως περπατούσες πρώτα και η πεθερά και πεθερός σε καρτερούν στην πόρτα». Αφού φτάσουν στο σπίτι του γαμβρού η πεθερά παίρνει λίγο βούτυρο με τα τρία δάκτυλά της και αλείφει την πόρτα, ύστερα μπαίνει μέσα η νύφη με το δεξί πόδι πατώντας επάνω σ’ ένα υνί και προσκέφαλο που τοποθετούσαν στο δρόμο της. Έμπαιναν και οι λοιποί και άρχιζε το γλέντι το οποίον συνέχιζαν μέχρι αργά την νύχτα. Την Δευτέρα μερικοί συγγενείς του γαμβρού με τις γυναίκες τους πηγαίνουν γλυκίσματα στο νέο ανδρόγυνο και συνεχίζεται πάλι το γλέντι. Την Τετάρτη μερικές κοπέλλες παίρνουν την νύφη και πηγαίνουν στην βρύση.
Έθιμα κατά την γέννησιν:
Μόλις η μητέρα νοιώσει στα σπλάχνα την νέα ύπαρξι, το παιδί της, αρχίζει να υφαίνει τα μωρουδιακά (τα απαραίτητα του μωρού). Όταν τελειώση το πανί και πέση η βέργα που στήριζε την άκρη του πανιού, την παίρνουν, την δίνουν σ’ ένα παιδάκι του οποίου δένουν τα μάτια. Αφού γυρίση το παιδάκι τρεις φορές, λύνει τα μάτια του και αν τον πρώτο άνθρωπο που θα δη είναι άνδρας η έγκυος θα κάνη αγόρι, αν είναι γυναίκα, θα κάνη κορίτσι. Μόλις θα γεννηθή το παιδί, η μαμή το κάνει μπάνιο σ’ αλμυρό νερό, το φασκιώνει και του βάζει μια χάντρα ειδική για το βάσκαμα, μια άλλη χάντρα, ένα νόμισμα και μια σκελίδα σκόρδου. Τα ίδια βάζουν και στην λεχώνα δια το βάσκαμα. Αμέσως μετά η μαμή παίρνει ένα μπουκάλι νερό και ένα δεματάκι βασιλικό τα πηγαίνει στην εκκλησία, τα αγιάζει ο παπάς και τα επιστρέφει. Οι συγγενείς της λεχώνας μαγειρεύουν διάφορα φαγητά ενώ συγχρόνως στέλνουν μικρά κοριτσάκια να καλέσουν και άλλες γυναίκες. Δηλ. κάνουν ένα τραπέζι στις άλλες μητέρες δια χάρι της Παναγιάς. Αφού κερασθούν οι γυναίκες, εν συνεχεία τρώνε και φεύγουν. Πριν φύγουν παίρνουν με το βασιλικό λίγο αγιασμό και τον ρίχνουν στην λεχώνα και το παιδί, αφήνουν δε και μια κλωστή από τα ρούχα τους δια βάσκαμα. Το παιδί πριν το θηλάση η μάνα του καλούν μια άλλη μητέρα να το θηλάση πρώτα εκείνη. Πρέπει δηλ. να φάη πρωτόγαλο από ξένη μητέρα. Η λεχώνα μένει στο κρεβάττι ξαπλωμένη τρεις ημέρες. Όταν περάσουν 40 ημέρες από την γέννα παίρνει το μωρό της η μητέρα και πηγαίνει στην εκκλησία δια να σαραντίση.
ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ
1. Όταν τρώνε δεν απλώνουν τα πόδια δια να μη γίνουν μπαταχτσήδες.
2. Όταν κοιμάται κανείς δεν πρέπει να είναι το κεφάλι του προς τη δύσι, διότι τους νεκρούς τοποθετούμε έτσι.
3. Όταν δανείζουν ψωμί το βράδυ το δαγκάνουν, δια να μη φύγη το μπερεκέτι από το σπίτι τους.
4. Όταν υπάρχη στο σπίτι λεχώνα δεν πρέπει να μένη ποτέ μόνη της, αν για τον α ή β λόγο δεν μπορεί κανείς να την συντροφεύσει παίρνει δια συντροφιά ένα σίδηρο.
5. Όταν συναντηθούν δύο νύφες που παντρεύτηκαν την ίδια μέρα δίνουν κάτι η μία στην άλλη.
6. Όταν πρόκειται να βάλουν κλώσσα, φροντίζουν ώστε την κλώσσα να τη βάλη να καθήση στ’ αυγά μια γυναίκα που να μην πολυβγαίνει από το σπίτι της, δια να καθήση και η κλώσσα στ’ αυγά της.
7. Το ψωμί που φουρνίζεται πρώτο του κάνουν σημάδι και το τρώνε τελευταίο. Δεν το δίνουν δανεικό ποτέ και δεν το τρώνε στην ύπαιθρο, αλλά πάντα μέσα στο σπίτι.
8. Όταν το πρώτο αρνί ενός κοπαδιού γεννηθή μαύρο τότε θα έχουμε βαρυχειμωνιά.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
1. Όταν δύο άτομα ταιριάζουν σ’ όλες τις συνήθειες, τότε λένε: «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι».
2. Όταν θέλουν να πουν ότι το παιδί μοιάζει στους γονείς του, λένε: «το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέση».
3. Όταν θέλουν να πουν για κάποιον ότι δεν έχει, λένε: «στον κατσίβελο προζύμι τι ζητάει».
4. Όταν ζητούν από κάποιον κάτι και δεν τώχει δηλ., από ένα πτωχό, λένε: «απ’ του διακουνιάρ’ του πιάτου πας να φας».
5. Όταν χρωστά κάποιος πτωχός και δεν έχει να δώση, λένε: «πιάσ’ τουν ξυπόλτου και πάρ’ τα τσαρούχιατ».
6. Όταν ένα άτομο δεν έχει σχέσι με μια υπόθεση, λένε: «σ’ αυτό τον αργαλειό πανί δεν έχω».
7. Όταν θέλουν να πουν δια την αλληλοβοήθεια, λένε: «κοιτάξέ με μ’ ένα μάτι να σε δω με δυό».
8. Όταν θέλουν να πουν ότι κάνει εκείνο βρίσκει, λένε: «όπως έτρωσες έτσι θα κοιμηθείς».
9. Όταν μια είναι ακάθαρτη και θέλει να παραστήση την καθαρή, λένε: «παστρική Θουδώρα παλιουτσάρχου μέσ’ την πίττα».
10. Όταν στέλνουν κάποιο σε μια δουλειά και τον περιμένουν να γυρίσει γρήγορα με καλή είδηση, λένε: «γκατζιόλ’ να πας άλογου να γυρίσεις».
ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
1. Όλη μέρα φούρτου, φούρτου και του βράδυ πίσω στην πόρτα, τι είναι; (η σκούπα).
2. Άσπρους κάμπους μαύρα βόδια, τι είναι; (χαρτί και γράμματα).
3. Νταής μου κουντουθόδουρος παλούκια φουρτουμένους, τι είναι; (σκαντζόχοιρος).
4. Δυό καρτάλια τρώγουντι, τι είναι; (χειρόμυλος)
5. Χίλια μίλια δέματα, χίλια κουμπουδέματα, χίλια να πης δεν θα του βρης, τι είναι; (μανιτάρια)
6. Στραβό ρέμα ντούζκου νιρό, τι είναι; (ουράνιον τόξο)
7. Είναι άσπρου σαν τυρί κι τυρί δεν είναι, είναι πουντικιού ουρά κι πουντίκ δεν είναι, τι είναι; (το ρεπάνι)
8. Γαμπρός βαζ’ τη νύφ’ κι κλαίει, τι είναι; (το κλειδί με την κλειδαριά)
9. Πιο είναι εκείνο το φαί που ούτε ψημένο ούτε βρασμένο τρώγεται; (το ξύλο)
10. Το δένω τρέχει, το λύνω στέκει, τι είναι; (το παπούτσι)
11. Άσπρα μαύρα πρόβατα ξλένιος τσιουμπανάκος, τι είναι; (το αμπέλι)
12. Πιο είναι εκείνο το πράγμα που οι πλούσιοι το μαζεύουν και οι πτωχοί το πετούν, (η βλέννα)
13. Γύρου-γύρου απ’ του πηγάδ’ νιράϊδις χουρεύουν, τι είναι; (η κάλτσα με τις θυλές)
14. Πέντε κεφαλιές, τέσσερις αναπνοές, χέρια πόδια είκοσι, και δακτύλους εκατό, τι είναι; (ο νεκρός με τους τέσσερες που τον κουβαλούν)
15. Νταήζ μ’ κουντουθόδουρος με τα σαράντα ζνάρια, τι είναι; (η ντουρβάνα που βγάζουν το βούτυρο).
ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
1) Τραγούδι Αρραβώνος Τραπεζιού
Δυο συμπιθέρ’ μάλουναν πώς να συμπιθιριάσουν,
κι τώρα που συμπιθέριασαν κάθουντι τρων κι πίνουν.
Η νύφη που τους κέρναγε βέργιουσι του χειράκι – τσ’
κι του πουτήρι γκρέμισε κι έγινε κουμμάτια.
Ουδέ σι πέτρα βάρισε ουδέ στη γης ακούμπησε,
στ’ αφέντ’ του γόνα βάρισε, στ’ αφέντ’ του γόν’ ακούμπησε.
Κι’ αφέντης την κάκιουσε κι θέλ’ να την πουλήση.
Μη με πουλείς αφέντη μου και μη με παζαρεύης,
θα γίνου γης να με πατής γιουφύρι να διαβαίνης,
θα γίνου και αργυρός μπαχτσιάς λουλούδια να φυτεύης,
να πέφτουν τ’ άνθη στην πουδιά σ’ και γύρου στο κιφάλι σ’.
2) Χορός
Εκεί μάνα στο σπίτι μας και στην κληματαριά μας,
εκεί που καθόμουνα και έραβα τα προικιά μου,
εκεί περάσαν τρεις αετοί και τρεις καλολεβέντες.
Ένας με μήλο με βαρεί, γι’ άλλος με πορτοκάλι
ο τρίτος ο μικρότερος με ρίχνει δακτυλίδι.
Πέτατου κόρημ πέτατου είσαι μικρή ακόμα
δεν είσαι για αρραβώνα.
Δεν του πετώ μαννούλα μου
αυτή είναι η αρραβώνα μου
αυτή κι παντριά μου
3) Χορός
Σ’ αυτό τα’ αλώνι το πλατύ τρανός χουρός που γίνητε
όλες αγάπες είν’ εδ’ω, δικιά μ’ αγάπη δεν είναι δω
πήγε στη βρύση για νιρό, για να πουτίση βασιλικό.
Βασιλικός θελ’ πότισμα, θελ’ και κορφολόγυσμα,
τα ντάλια φτάνουν στου θιό και τα κουρφουλογίσματα στουν ουρανό.
4) Τραγούδι Τραπεζιού
Από μικρός ουρφάνιψα απού μάνα, απού πατέρα,
τ’ αδέλφια μου μι στοίχισαν σε μια χήρα Βουλγάρα.
Δώδεκα χρόνια έκανα, στα μάτια δεν την είδα,
στα μάτια στα ματόφυλλα στα καγκελοφρυδάκια.
Μια Κυριακή ένα πρωί κουντά του μισημέρι
κειν’ έρχουντ’ απ’ του λουτρό κι νιός απ’ του μπαρμπέρη.
Πως ήρθαν κι ανταμώθηκαν σ’ ένα στενό δρομάκι.
Δώσ’ μου κυρά μ’ του δίκιου μ’ δόσ’ μ’ τη δούληψή μου,
Μένα μάνα μ’ με καρτερεί να πάω να με παντρέψη.
Αν θελς παιδί μου παντρειά, αν θελς αρραβώνα
δώδεκα σκλάβες έχου γω όποια αρέσης πάρε,
αν θελς την άσπρη την παχειά, αν θελς την μαυρομάτα
αν θελς την καστανογάλαζη π’ είναι φλουριά γεμάτη.
Σήκω Βουλγάρα στρώσε με να πέσω να πλαγιάσω,
λαλούν τ’ αρνίθια τρεις φουρές κι τα παγώνια πέντε
λαλάει κι χήνα στου γυαλό τρεις ώρες πριν να φέξη.
5) Τραγούδι Τραπεζιού
Πάνε συ κόρη μ’ στη βρύση για κρύο νιρό
δεν παένω γω στη βρύση δεν παένω για νιρό.
Είναι Τούρκοι που διαβαίνουν κι Γενίτσαροι.
Έχουν Μάνα μ’ κι έναν ξένον, έναν ουρφανό
μεσ’ τα σίδηρα βαλμένου μέσ’ στα μπουκαϊά.
Δώσε συ μάνα μ’ χίλια γρόσια κι γω τα κατό
για να βγάλουμη τούν ξένου αυτόν τουν ορφανό.
Θέλης μάνα μ’ γυιό τουν κάνεις, θέλης παραγιό
θέλης και γαμπρό τούν κάνεις στις θυγατέρες σου.
θέλης την τρανή του δίνης θέλς τη μισιακιά
θέλης την μικρή του δίνης που είναι πιο καλή.
6) Τραγούδι Τραπεζιού
Που ήσαν μελαχρινούλα μου, που ήσαν αυτήν την ώρα
σκουτεινιάσανε τα βουνά κι μάυρισε η χώρα.
Όταν θαρθής στου σπίτι μου μην κρύψης τον καϋμό σου
κι τη μανούλα μ’ ρώτησε που είναι κυράμ’ ο γιό σου
κι κείνη θα σ’ απουκριθή με πικραμένα χείλια.
«Μέσα είναι στην κάμαρα και λέγει πως πεθαίνει».
Δεξιά μεριά είν’ η κάμαρα και αριστερά του στρώμα.
Έλα μελαχρινούλα μ’ και φίλαμε στο στόμα.
Όταν θα ρθούνε οι παπάδες και αρχίσουν να διαβάζουν
βγάλε φωνή και φώναξε τριανταφυλιένια αγάπη.
Όταν θα με σηκώσουνε τέσσαρα παλληκάρια
τότε κόρη μου να δέρνεσαι με πέτρες με λιθάρια.
Όταν θα με περάσουνε από την γειτονιά σου,
έβγα στο μπαλκόνι σου και τράβα τα μαλλιά σου,
Και αν σε ρωτήση η μάνα σου τι τραβάς τα μαλλιά σου
το ταίρι μου απέθανε τράβα και συ τα δικά σου.
Όταν θα με ζυγώσουνε στης εκκλησιάς την πόρτα
βγάλε φωνή και φώναζε ο ουρανός να πέση.
Όταν θα με βάλουνε στης γης το μαύρο χώμα
τότε μελαχρινούλα μου να γίνης μαυροφόρα.
Όταν θα μου μοιράσουνε τα κόλυβά μου φάτα
τότε μελαχρινούλα μου άλλον νέον αγάπα.
7) Χορός (Βλάχα)
Βλάχα πλένει πέρα στο ρέμα κι άλλη βλάχα τη ρωτάει
τ’ έχεις βλάχα μ’ πικραμένη και χαμηλομπαρμπουλωμένη;
Έχω άντρα πρώτον κλέπτη κι αδερφό πρώτο χαϊδούτη.
Παν και πάτησαν τον ήλιο και του φεγγαριού το φέξι
πήραν άστρα, πήραν γρόσια, πήραν και φλουριά κάμποσα.
8) Χορός (αποκριάτικο)
Απόψι είν’ αποκριές, δέρνουν οι άντρες τις νιές,
μένα κλωνί βασιλικό, μένα κομμάτι μπάλσαμο.
Βρήκα την πόρτα κλειστή μ’ έρριξε θιός και μπήκα,
βρήκα την κότα στο μπακίρι κι την πίττα στο πλαστήρι.
Που να πάω να την εύρω να την φέρου ένα γύρου.
9) Τραγούδι Τραπεζιού
Τ’ αμπέλια τα ρουδουσταμνιά βαθειά είναι ριζουμένα,
κάνουν σταφύλι ροζακί και το κρασί μοσχάτο.
Όσες μάνες κι αν το πιουν καμιά παιδί δεν κάνει
Να τόπινε κι μάνα μου κι μένα να μη με κάνει.
Που μέκανε κι μ’ έδωσε στα ξένα.
Ξένες πλένουν τα ρούχα μου, ξένες τα σαπουνίζουν.
Τα πλένουν μια τα πλένουν δυό τις τρείς τα ρίχνουν πίσω.
Βάζω τα δάκρυα μ’ νερό το σάλι μου σαπούνι,
αν πης για ήλιο στέγνωμα φυσώ και τα στεγνώνω.
10) Τραγούδι Τραπεζιού
Τον αφέντη καλά να τον κοιτάζεται
πόσα ντουούνια έκανε πόσες νυφάδες έπερνε.
Εννιά ντουούνια έκανε, εννιά νυφάδες έπερνε.
Όλες αφέντη τον έλεγαν, όλες ραγιάτι τον έκαμναν.
Όλα μικρή νυφούλα του αφέντη δεν τον έλεγε
ρογιάτι δεν τον έκαμνε, την κάκιωσε την πάντρεψε
πολύ μακρά την έδωσε, μακρά-μακρά μέσ’ την Φραγκιά.
11) Χορός
Τούτους έρμος ο χειμώνας ούλου για τι μένα κάνει
πούχου τα παιδιά μ’ στα ξένα λερωμένα σκουριασμένα
τα ντουφέκια κουρντισμένα τα σπαθιά ξεγυμνωμένα.
12) Χορός (αποκριάτικο)
Τώρα το βράδυ το βράδυ, πήρε αέρας και βροχή
τώρα γυναίκες δέρνουνται νταήδες μαχαιρώνονται.
Τη Μάρω δέρνει μάνα της μένα κλωνί βασιλικό
μ’ ένα κομμάτι βάλσαμο.
13) Χορός
Κουτίμ κουτίμ, κοτάκι μου
πως ήθες στο χεράκι μου
νάχα μήλο νάχα ρόϊδο
να τόριχνα μέσ’ στο χορό
να ξεδιπλώσω το χορό
να δω την κόρη π’ αγαπώ.
14) Χορός
Τα μυρμήγκια έχουν χάρες, τα ψαρούδια πανηγύρι
κάλεσαν κι εμένα νούνο για να πάω να στεφανώσω
δυο κορμάκια ν’ανταμώσω
κάκιωσα κι γω δεν πήγα.
15) Χορός (αποκριάτικο)
Πέντε δέκα παπαδιές κι άλλες τόσες καλογρές
βαμβακάκι σκάλιζαν βρε και του βουτάνιζαν.
Μια την άλλη ρουτούσανε αίντε να πάνε στου τσεσμέ
για να τα ξυπλήνουμε. Βρήκαν του νιρό ζιστό
του πουτάμι σιγαλνό.
16) Χορός
Το βλέπεις τ’ άσπρο τ’ άλογο πως πρέπει στην πρασινάδα;
Έτσι έπρεπε κι αγάπη μου κοντά στο παλληκάρι.
Πια κόρη ρεβουνιάζεται και δεν το μετανιώνει,
πια βρύση τρέχει καλό νιρό και κείνο δε θουλώνει.
17) Χορός
Πέντε πέρδικες πετούσαν και για μας τα δυο ρωτούσαν
πια ν’ είναι άσπρη πιάν’ ναι ρούσα, πια γαϊτανοφρυδούσα
Γω είμαι άσπρη, γω είμαι ρούσα και γαϊτανοφρυδούσα.
18) Χορός
Θέλω να βγω στον ουρανό στα σύννεφα να κάτσω
να διώ την πόλη πως καίγεται τα κάστρα πως ρημάζουν
να διω και την αγάπη μου πως στρώνει και πως κοιμάται.
Πρώτα στρώνει βασιλικό κι ύστερα το βελούδι.
19) Χορός
Πια βρύση τρέχει καλό νιρό και κείνου δεν θουλώνει
Λυμπιούδα μου και κείνου δεν θουλώνει ουρτακιούδα μου.
Πια κόρη ρεβουνιάζεται.
Και δεν το μετανιώνει ουρτακίουδα μου
Πια μάνα έχει λυμπιούδα μου
και δεν το καμαρώνει ουρτακιούδα μου.
20) Χορός (πασχαλινός)
Σήμερα Χριστός Ανέστη και ταχιά αληθώς Ανέστη.
Σήμερα όλοι παπάδες ψάλλουν σα δεσποτάδες.
Σήμερα και τα διακάκια ψάλλουν σα χελιδονάκια.
Σήμερα οι παντρεμένες περπατούν διαλογισμένες.
Σήμερα οι ραβουνιασμένες περπατούν σα σαρτισμένες.
Σήμερα τα παλληκάρια περπατούν σα λιοντάρια.
Σήμερα τα κοριτσάκια περπατούν σα λουλουδάκια.
21) Χριστουγεννιάτικο
Χριστούγεννα, Χριστούγεννα πόψε Χριστός γεννιέται,
γεννιέται και βαπτίζεται στον ουρανό κει πάνω
μέλι τρώνε οι άρχοντες και κεριά στους άγιους.
22) Πρωτοχρονιάτικο
Αγιοβασίλης έρχεται από την Καισαρεια.
Βασίλ’ μ’ πόθεν έρχεσαι και που πηγαίνεις;
Από την μάναμ έρχομαι και στο σχολειό παένω.
Αν ήξερες τα γράμματα για πες την άλφα βήτα;
Την άλφα βήτα τ’ ήξερα κι απόλυση βλαστάρι.
Βλαστάρι χρυστουβλάσταρο μαλαματένιες βέργες.
23) Των Φώτων
Σήμερα τα Φώτα και φωτισμός και χαρές μεγάλες στον κύργιο μας.
Αγι’ αφέντη Γιάννη Χρυσόστομε δύνασαι βαπτίσαι Θεόν παιδί;
Δύναμια και σώνω και προθυμώ
για κουντουκαϊτέρα ως του πρωνό.
Για ναγιάσουν βρύσες και τα νερά,
για να κατακάτσουν τα είδωλα.
Να καταπραΰνουν τα ζουζούλια.
24) Κλέφτικο
Σηκώνομαι ένα πρωί τρεις ώρες πριν να φέξη.
Παίρνω και νίβομαι και το σταυρό μου κάνω.
Για δώστε του ντουφέκι μου να το πικρολαλλήσω.
Να κάνω τα βουνά να κλαίν τους κάμπους να μαραίνουν.
Ακούω τουφέκια να βροντούν στα κλέφτικα λημέρια.
Και παίρνω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Ρίχνουν και με βαρέσανε στο δεξιό πλευρό μου.
Παιδιά μ’ και αν πάτε στο χωριό και στην γλυκειά μ’ Πατρίδα
Μην πήτε πως σκοτώθηκα, μην πήτε πως πεθαίνω
μον πήτε πως παντρέφθηκα στης ξενιτιάς τα μέρη
κάνω την πλάκα πεθερά την μαύρη γη γυναίκα
κι αυτά τα λιανοχόρταρα αδέρφια και ξαδέρφια.
25) Τραγούδι Τραπεζιού
Κλάψε με μάνα κλάψε τη νύχτα με φεγγάρι,
και την αυγούλα με δροσιά ως που να βγη ο ήλιος.
Παν τα λάφια στη βοσκή κι όλες οι ελαφίνες,
μόν’ μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει μαζύ με τάλλα,
Πόσκια σε πόσκια περπατεί και τα ζερβά πηγαίνει
κι όπ’ εύρη, γάργαρο νερό θολώνει και το πίνει.
Γερόλαφος τη ρώτησε, γερόλαφος τη λέγει
γιατί λαφίνα μ’ ταπεινή δεν πας μαζύ με τ’ άλλα;
26) Τραγούδι Τραπεζιού
Ποιος είδε τέτοιο θαύμασμα παράξενο μεγάλο
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες.
Η λιάκουρα του Παρνασού και τα Βαρδούσια τα ψηλά
που ήσαν στις καταβόθρες, που ήταν τα χιόνια τα πολλά
και τα βαρειά χαλάζια.
Χιόνια μου να μην λιώσεται ώσπου ν’αρθούν και τ’ άλλα.
27) Τραγούδι Τραπεζιού
Τώρα τα πουλιά τώρα τα χελιδόνια
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν μοιρολογούν και λένε.
Ξύπνα αφέντη μου ξύπνα και μην κοιμάσαι.
Ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο κι άσπρονε λαιμό
ματάκια γρυπνισμένα πούταν από ψες το βράδυ.
28) Τραγούδι Τραπεζιού
Φίλοι καλοσωρίσατε, φίλοι αγαπημένοι.
Βουλγάρα βρε μάνα μου κι μούδωσες στα ξένα;
Ξένοι πλένουν τα ρούχα μου ξένοι τα σαπουνίζουν
τα πλένουν μια τα πλένουν δυο στις τρείς τα ρίχνουν πίσω.
Πάρε ξένε τα ρούχα και σύρε απ’ εκεί πούρθης.
29) Χορός
Όλες οι νιες παντρέφθηκαν και πήραν παλληκάρια
παντρέφθηκα και γω ορφανή και πήρα μαραζιάρη.
Τον μαγειρέυω δεν δειπνή, τον στρώνω δεν κοιμάται.
Κι η νύφη απ’ του βάσανουτσ’ βαρειά αναστενάζει.
Κι η πιθεράτσ’ τη ρώτησε, νύφη μ’ τι αναστενάζης;
Να φας δεν εχς, να πιης, φλωριά για να φορέσης;
Φωτιά να κάψη τα φλουριά σ’ και φλόγα το σπιτάκι σ’.
30) Τραγούδι Τραπεζιού
Θιος πουλύ συννέφιασε βαθειά και μπουμπουνίζει,
τα ρέματα τα κουντινά νιρό θα κατεβάσουν
και του ντουσμάνη τον κακό Θιός θε να τουν κάψη.
Ντουσμάνη μου τι έχεις μι τι μένα;
Και γω ξένος παντάξενος και παραδιωγμένο είμαι.
Βουνά μη πρασινίσετε, πουλιά μην κελαηδήσητε,
μ’ ένα σαν με κραμάσουνε όλα να λυπηθήτε.
31) Τραγούδι Τραπεζιού
Κι μεις να τραγουδήσουμι και τούτην την κουπελούδα
πουν’ καλή και ευγενική στον κόσμο τιμημένη.
Στον κάμπο πάη του διάζουνταν στον ουρανό το τλήγει,
στη μέση στη μέση στη θάλασσα βαλ’ αργαλειό και φαίνει.
Βάζει τα μτάρια ν’ αργυρά το κτένι μαλαματένιο.
και τη σαΐτα πούριχνε ρίχνει μαργαριτάρι.
32) Τραγούδι (Πρωτοχρονιάτικο).
Και τι τραούδι ν’ εύρουμι ας πούμι το παλληκάρι
πούν’ καλό και βγενικό στον κόσμο ζηλεμένο.
Όλη τη μέρα κυνήγαε και κυνηγί δεν βρίσκει.
Το ήλιο το βασίλεμα βίσκει μπερδίκια να βόσκουν
πουλιά να κιθαρίζουν και το ξάρι ν’ έσφιξε και πιάν
μια μπερδίκα.
Δια την παρούσαν έρευναν ειργάσθησαν άπαντες οι διδάσκαλοι του Σχολείου.
Ακριβές αντίγραφον
Εν Λύρα τη 27 Φεβρουαρίου 1966
Ο Δ/ντής του Σχολείου
(Υπογραφή δυσανάγνωστος)
|