ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΟΤΡΩΝΙΑΣ – ΣΟΥΦΛΙΟΥ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΠΑΥΛΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Πάνω στα τελευταία υψώματα της Ροδόπης, 28 χλμ. Β.Δ. του Σουφλίου προς την Ελληνοβουλγαρικήν μεθόριο, σε μια πλαγιά, που περιτριγυρίζεται από βράχους και δασωμένα βουνά, που τρέχουν γάργαρα νερά και το ποτάμι ανάμεσα κυλά από φαράγγια, βρίσκεται το ιστορικό Ελληνικώτατο χωριό Κοτρωνιά. Δεν θα γράψουμε την ιστορία του. Θα μας απασχολήση ο λαογραφικός του θησαυρός, θα ζήσουμε τις ευτυχισμένες του ημέρες με τα όμορφα ήθη και έθιμα, με τα πανηγύρια και τις γιορτές, μα θα γευθούμε και τις πίκρες που προσφέρουν οι λυπηρές ημέρες. Πάντα η λαογραφία είναι γερά δεμένη με την ιστορία του κάθε τόπου, πολλές δε φορές η λαογραφία είναι η ίδια η ιστορία του. Οι παλαιοί κάτοικοί του 24 οικογένειες περίπου προερχόμενοι από την περιφέρεια της Βιζύης και δη από το χωριό Σουργάς – Ανατολικής Θράκης, εγκαταστάθηκαν στην Κοτρωνιά μετά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1922. Μέχρι το 1922, το χωριό κατοικείτο από Τούρκικες και Βουλγάρικες οικογένειες που απαριθμούσαν περίπου 350. Οι Τούρκοι όμως με τους Βουλγάρους είχαν συνεχώς μαλώματα και γκρίνιες. Γι’ αυτό ο σταθμός της χωροφυλακής εγκατεστάθη ευθύς εξ αρχής, πριν ακόμη έρθουν οι Έλληνες στο χωριό. Η χειροτέρα και απάνθρωπη πράξι των Τούρκων είναι που μάζεψαν 20 με 22 Βουλγάρους τους έκλεισαν σ’ ένα καφενείο τους κλειδώσανε και τους κάψαν ζωντανούς. Αυτό βεβαίως ήταν μεγάλο πλήγμα για τους Βουλγάρους γι’ αυτό ζήτησαν βοήθεια από άλλους Βουλγάρους, οι οποίοι κατοικούσαν στη σημερινή Βουλγαρία. Αυτοί κατέβαιναν πότε-πότε στα ελληνικά χωριά για λεηλασία και αρπαγή. Αυτούς τους ωνόμαζαν «Κομητατζήδες». Γι’ αυτό λοιπόν οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν πρώτοι το χωριό και να φύγουν για την Τουρκία. Με τον ερχομό όμως των ελλήνων οι βούλγαροι ήρχισαν να εγκαταλείπουν το χωριό και να φεύγουν για την Βουλγαρία. Μέχρι το 1926 έφυγαν όλοι, εκτός μια οικογένειας, η οποία παραμένει ακόμη στο χωριό. Οι Έλληνες, όσα χρόνια κάθησαν με τους Βούλγαρους, περνούσαν και ζούσαν καλά και ουδέποτε η αστυνομία ησχολήθη μ’ αυτούς. Ασχολίες τους ήταν και είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία και υλοτομία. Με την φιλοπονία τους γρήγορα κατόρθωσαν να ξαναφτιάξουν το νοικοκυριό τους. Ο προπολεμικός επισκέπτης του χωριού έμενε κατάπληκτος από τα φιλόξενα αισθήματα, την καλοσύνη και ευγένεια των κατοίκων που διατηρούσαν το ξεχωριστό γλωσσικό ιδίωμα της γενέτειρας του Βιζυηνού. Μετά την φυγή των Βουλγάρων ζούσαν πολύ ήσυχα και ειρηνικά σαν μια οικογένεια. Ο καθαρός αέρας του πεύκου, το καλό νερό και γενικά το υγιεινό κλίμα, έχουν ασκήσει ευεργετική επίδραση στην υγεία και μακροβιότητα των κατοίκων του. Αποτέλεσμα τούτων ήταν η μακροζωΐα και ελάχιστοι θάνατοι. Από το 1926 μέχρι το 1946 απεβίωσαν μόνον 7 άτομα και ως επί το πλείστον λόγω γήρατος. Την εποχή του εμφυλίου οι κάτοικοί του αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν και να εγκατασταθούν στο Σουφλί. Αυτός ο πόλεμος ήταν η αιτία διαλύσεως και καταστροφής του χωριού. Από τις 24 οικογένειες έμειναν και επέστρεψαν στο χωριό μόνον 16. Οι άλλες σκορπίστηκαν στην Θράκη και Μακεδονία. Ως το 1954 το χωριό ήταν εγκαταλελειμμένο. Απ’ τη χρονιά αυτή αρχίζει μια νέα εποχή για το χωριό. Η στοργική φροντίδα του κράτους, που εκδηλώθηκε με την εκτέλεση του κυβερνητικού προγράμματος επανεποικισμού των παραμεθορίων περιοχών, έδωσε νέα όψη στο χωριό. Χτίζονται ωραία σπίτια, ανοίγονται δρόμοι, επανέρχονται μερικές απ’ τις παλιές οικογένειες, πραγματοποιείται η εγκατάσταση νέων οικογενειών ακτημόνων από τα χωριά της περιοχής Διδυμοτείχου – Ορεστιάδος, γίνεται διανομή κτημάτων, χορήγηση ζώων και εργαλείων, χορήγηση επιδομάτων και με νέο σφρίγος αρχίζει η νέα ζωή του χωριού. Σύμφωνα με την απογραφή του 1961 η Κοτρωνιά είχε 460 κατοίκους. Η κακή έξις της μεταναστεύσεως κατέστησε το χωριό αραιοκατοικημένο. Σήμερα μόλις απαριθμεί 200 κατοίκους. Και τώρα ας μας μιλήση αυτή η ίδια η ζωή τους, η ίδια η ψυχή του χωριού.
Κοινωνική οργάνωση του χωριού.
Η Κοτρωνιά υπάγεται διοικητικώς στην κοινότητα Δαδιάς. Γι’ αυτό, στο χωριό υπήρχαν μόνον οι Αζάδες (σύμβουλοι). Το δε πρόεδρο της κοινότητος τον έλεγαν Γκοτζιαμπάση. Εκλέγονταν «δια βοής» κι αντιπροσώπευαν το χωριό. Εφρόντιζαν για τα έργα του χωριού για την είσπραξη των φόρων, για παπά, δάσκαλο και έβαζαν με συνεργασία του χωριού δραγάτη (αγροφύλακα), αγελαδάρη και τσαγκαδάρη (γίδια που μένουν στο χώριο για το γάλα). Τους φόρους του Δημοσίου μάζευε ο Ταξιντάρης (εισπράκτορας). Χαρακτηριστική ήταν η φράση, που την θυμούνται ακόμα οι γέροντες. «Να δίνεις τον παρά να παίρνης το πόσουλα (απόδειξη)». Η σφιχτοδεμένη αυτή ζωή δεν εκδηλώνονταν μόνον στις εξωτερικές δουλειές, αλλά και στις δουλειές ακόμα του σπιτιού. Τους βλέπουμε να συνεργάζονται, είτε πρόκειται για ξεσπείρωμα καλαμποκιού, είτε για πλέξιμο κι οποιαδήποτε άλλη δουλειά, που απαιτεί πολλά χέρια. Τις τελείωναν όλες με τα περίφημα νυχτέρια τα ευχάριστα και αλησμόνητα. Το πνεύμα της φιλοξενίας πάλι ήταν πολύ ανεπτυγμένο ανάμεσά τους. Ίσως γιατί πολλοί απ’ αυτούς ξενητεύονταν κι εγνώριζαν τις πίκρες και τα φαρμάκια της ξενητιάς. Όταν ξεκινάει κάποιος για τα ξένα, κάνει το σταυρό του. Αυτοί που τον ξεπροβοδούσαν μετά τον χωρισμό και το «ώρα καλή να πας καλά» σπάζουν κλαδιά και τα βάζουν στην πόρτα του σπιτιού. Εκείνη την ημέρα δεν σπάζουν κλαδιά και τα βάζουν στην πόρτα του σπιτιού. Εκείνη την ημέρα δεν σκουπίζουν το σπίτι. Οι γυναίκες πηγαίνουν στα εξωκλήσια κι ανάβουν τα κανδήλια, για να βοηθήσουν τον ξενητεμένο. Όταν ξαναγυρίζει κάποιος από τα ξένα, εκείνος που θα τον πρωτοδή τρέχει στο σπίτι να πάρη «συγχαρίκια» (1). Η οικογένεια παρουσίαζε τέτοια ενότητα, που αποτελούσε ένα δυναμικό κύτταρο του αδιάσπαστου σώματος της κοινωνίας του χωριού. Η γιαγιά αποκαλούνταν «μανίτσα», «τσατσά» (2), η θεία «κάκου» ή «κακούλα» (3), ο αδελφός «καρντάσης» (4), ο εξάδελφος «κουσιουρής» (5), ο πεθερός από τη νύφη «αφέντης» (6). Τα παιδιά σέβονταν τους γονείς και οι γονείς αγαπούσαν τα παιδιά, μα πιο πολύ το τελευταίο. Η γέννηση κοριτσιού δεν είναι και τόσο αρεστή. Τα κορίτσια τα παντρεύουν από τα 14-20 χρόνια και παλαιότερα δεν λάβαιναν υπ’ όψη τους τη θέληση του κοριτσιού. Η νύφη σέβονταν υπερβολικά τα πεθερικά της. Αποκαλείται στο όνομα του άνδρα της. Τα παιδιά, αν τύχη να πεθάνη ο πατέρας, αποκαλούνται στο όνομα της μητέρας ή της γιαγιάς. Η άτεκνη γυναίκα βρίσκεται στο χωριό σε μειονεκτική θέση. Γι’ αυτό υπάρχει η συνήθεια η γυναίκα, που δεν γεννάει, να παίρνει τα λεχωνιάτικα μιας άλλης να τα πλύνη, ελπίζοντας πως έτσι θα κάμη παιδί. Η έγκυος πρέπει να τρώγη κάθε τι που βλέπει και της αρέσει «για να μην το ρίξη». Αυτές είναι και ήταν εν περιλήψει οι σπουδιαότερες συνήθειες των παλαιών κατοίκων του χωριου.
Ο γάμος στο χωριό Κοτρωνιά: Κάθε χώρα, κάθε λαός, κάθε τόπος χωριστά χαίρεται, καθώς είναι γνωστό, με τον δικό του τρόπο, με τις δικές του συνήθειες. Έτσι λυπάται σε κάθε συμφορά και δυστυχία με τον δικό του τρόπο. Ο τρόπος όμως αυτός και οι συνήθειες εξαρτώνται αναπόσπαστα από τις διάφορες βιολογικές συνθήκες των ανθρώπων, που η μοίρα τους έταξε να ζουν σ’ αυτήν η εκείνη τη γωνιά της γης. Το γεγονός, που θα προσπαθήσω να περιγράψω, είναι τόσο γνωστό και συνηθισμένο σ’ όλους γενικά τους ανθρώπους. Παρουσιάζει όμως άπειρες διαφορές και πρωτοτυπίες, όταν γιορτάζεται από ανθρώπους με διάφορες συνθήκες διαβιώσεως. Διαφορετικές είναι οι συνήθειες, που ακολουθούν στον εορτασμό του γάμου στο χωριό, διαφορετικές στην πόλη, διαφορετικές στο νησί και διαφορετικές στο βουνό. Άλλες συνήθειες έχουν για το ίδιο γεγονός οι Θράκες, άλλες οι Πελοποννήσιοι, άλλες οι Ηπειρώτες και άλλες οι Θεσσαλοί. Όταν επρόκειτο να γίνη γάμος καλούσαν όχι μόνον τους ολίγους κατοίκους του χωριού, αλλά και τους κατοίκους των γύρω χωριών. Από την Παρασκευή ακόμη καλούσαν για το γάμο της Κυριακής. Στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονταν κορίτσια, τα οποία έκαναν τα προσκλητήρια. Αυτά ήταν τότε: Σ’ ένα χαρτάκι έβαζαν μαστίχη, γαρύφαλα και «τέλια» από τη νύφη. Στο σπίτι της νύφης άρχιζε από την Τετάρτη. Μαζευόταν οι φιλενάδες της, έστρωναν την προίκα της νύφης. Όταν έφθαναν στο σπίτι της κορίτσια από το σόϊ της νύφης καθόταν επάνω στην προίκα και δεν σηκωνόταν αν δεν έριχνε χρήματα επάνω στα ρούχα ο γαμπρός. Παίρνουν όλην την προίκα την κουβαλούν, την φορτώνουν στα κάρρα και ξεκινούν για το σπίτι του γαμπρού, χωρίς να πάη η νύφη. Το ίδιο βράδυ χορεύουν και γλεντούν με τα όργανα μέχρι το πρωΐ της Κυριακής. Την Κυριακή, αφού ειδοποιηθούν ότι η νύφη είναι έτοιμη, ξεκινά ο γαμπρός με όλο του το σόϊ να παν να πάρουν τη νύφη. Σ’ όλο το δρόμο παίζουν τα όργανα και χορεύουν και γλεντούν με τα όργανα μέχρι το πρωΐ της Κυριακής. Την Κυριακή, αφού ειδοποιηθούν ότι η νύφη είναι έτοιμη, ξεκινά ο γαμπρός με όλο του το σόϊ να παν να πάρουν την νύφη. Σ’ όλο το δρόμο παίζουν τα όργανα και χορεύουν τα παλληκάρια και κοπέλες. Όταν φθάση η συνοδεία στο σπίτι της νύφης, σταματά και αφού κεραστή αρχίζει ο χορός. Ο γαμπρός πηγαίνει πρώτα στον πεθερό και στην πεθερά του κάνει μετάνοια και φιλά το χέρι του. Δέχεται εκ νέου τις ευχές από το σόϊ της νύφης. Κάθονται λίγη ώρα μόνον, ώσπου να δωρίση η νύφη το σόϊ της και να χορέψουν τα δώρα. Μετά παίρνουν την νύφη και ξεκινούν για την εκκλησία, όπου τους περιμένει ο κουμπάρος και κουμπάρα. Αφού τελεσθή το μυστήριο στο τέλος περνούν, μέσα στην εκκλησία, όλοι μπροστά από τον γαμρπό και την νύφη και δίνουν τις ευχές τους. Πρώτοι περνούν οι γονείς του γαμπρού και της νύφης, οι οποίοι κάνουν το μεγαλύτερο δώρο στη νύφη. Όπως είναι όλοι μαζί από την εκκλησία πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί αρχίζει το γλέντι και βαστά μέχρι τα βαθειά μεσάνυχτα. Εκεί η νύφη εκ νέου όλο το σόϊ του γαμπρού και καθ’ ένας υποχρεούται να χορέψη το δώρο του και να φύγη. Την Δευτέρα σαν ξυπνήσουν αργά, μαζεύονται πάλι στο σπίτι του γαμπρού για να κάνουν την Δευτέρα (έτσι τη λένε). Συνήθως μαζεύονται οι συγγενείς και οι γείτονες. Κατ’ αυτήν οι γυναίκες φέρουν την νύφη διάφορα χειροποίητα γλυκά. Αφού συγκεντρωθούν όλοι στρώνουν τραπέζια και κάθονται να φάνε και να πιούν. Αυτήν την ημέρα έδιδαν την ευκαιρία στον ξένο κόσμο. Τρώνε και πίνουν τόσο πολύ που στο τέλος, κατά το απόγευμα που διαλύονται, όλοι είναι μεθυσμένοι. Τα δε όργανα φεύγουν όταν διατάξη ο γαμπρός, διότι αυτός τα πληρώνει. Μαζί με τον κόσμο φεύγουν και οι οργανοπαίκτες, δηλαδή κατά το απόγευμα της δευτέρας. Έτσι λοιπόν τελειώνει ο γάμος και το καινούργιο ζευγάρι προστίθεται στο χωριό σαν μια ξεχωριστή οικογένεια. Η κοινωνική οργάνωσις του χωριού άλλαξε κατά την τελευταίαν δεκαετία καθ’ όσον οι κάτοικοι του χωριού είναι περισσότεροι έποικοι. Ενώ οι συνήθειες και τα έθιμα του γάμου παραμένουν και σήμερα ακόμη. Το έδαφος του χωριού είναι ορεινό και το περισσότερον πετρώδες. Οι ασχολίες των κατοίκων είναι η υλοτομία καυσόξυλων, η κτηνοτροφία και ολίγη γεωργία. Οι περισσότεροι έποικοι έχουν εγκαταλείψει το χωριό καθ’ όσον δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την εδώ ζωή τους.
|