ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ - ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ -
Παπασταματίου-Μπαμπαλίτης Χρήστος δάσκαλος


online επισκέπτες

Λέξεις τινές ιδιωματισμών Σουφλίου

με αρχαΐζουσαν σημασίαν και άλλαι διάφοροι
Εις το βιβλίο του Σταμ. Ψάλτη «Στατιστικά στοιχεία της Θράκης», (1911), ευρισκόμενον εις την βιβλιοθήκην Γ’ Σχολ. Σουφλίου, αναφέρονται σχετικώς τα εξής: «Εις το Σουφλίον, ομιλούνται και πολλαί αρχαΐζουσαι λέξεις, ή δε στολή των γυναικών, ομοιάζει με την τοιαύτην των γυναικών τη Ηπείρου».
Βεβαίως οι λέξεις αυτές είναι κατάλοιπα της καλής εποχής της ακμής της Βυζ. Αυτοκρατορίας, η δε παραφθορά των, οφείλεται εις την πλήρη παρακμήν της Ελληνικής Παιδείας, κατά τα έτη της δουλείας.
απκάζου = απεικάζω (= συμπεραίνω, καταλαβαίνω)
προυβουδώ = προευοδώ = (στέλνω κάποιον, κάπου)
‘μουλουγώ = ομολογώ = (διηγούμαι, λέγω αληθινά)
‘ψλώνου = υψηλώνω = (ψηλώνω)
χαμπλώνου = χαμηλώνω = (χαμηλώνω)
ακσαίνου = αυξάνω = (μεγαλώνω). φρ. «Ω! Πόσου άκσινσις ρε!»
θεύγου = φεύγω (φρ. Θεύγα, ρε, ‘που του μπιλιά_ (=μπελιά)
έρθουμι = έρχομαι. (φρ. Έρθουμι που τ’ δλειά)
πιπκώνουμη = πίπτω κάτω και γίνομαι κουβάρι
πιπκώνου = γκρεμίζω έναν άλλο, αναποδογυρίζω
πααίνου = πηγαίνω φρ. «Πάει αυτή» = χάθηκε για πάντα
συντυχαίνου = συναντώ κάποιον (=συντυγχάνω)
αρέζου = αρέσω = (μου αρέσει ένα πράγμα)
τιτοιώνου = τοιούτον τι πράττω = κάνω ένα έργο, μαστορεύω
γκουλιαφίζου = κολαφίζω = κτυπώ, λερώνω φρ. Εις αναστρεφόμενον με παρέα κοριτσιών. «Αρέειζ, γλιέπου, να γκουλαφίζιση μι τα κουρτσούδια» = Σου αρέσει, βλέπω, να τα λες με τα κοπελούδια.
Υπάρχουν βέβαια, και πολλά άλλα ρήματα στη Σουφλιώτικη ιδιωματική διάλεκτο, μα είναι αρκετά τα παραπάνω, σαν παράδειγμα. Παρακάτω θα αναφέρω και μερικές άλλες λέξεις, και χάριν πρωτοτυπίας, αλλά, και δια το ποσόν διαστρέφει την Εθνική γλώσσα, ο αγράμματος λαός!
Σαρακουστή = Τεσσαρακοστή (Χριστουγέννων – Πάσχα).
Αϊξιάρς = των αγίων Ταξιαρχών (8 Νοεμβρίου). Μου φαίνεται ότι η λέξις «αϊξιάρς», ουδαμώς αποδίδει την πραγματικήν εορτήν, αλλά αδύνατον να το πετύχη και καλύτερα η απαίδευτη γλώσσα του λαού (1).
φτσί =  βυτίον, βαρέλι.
γκουντούλσι = κατρακύλισε, ρ. γκουτελώ.
ματσούδ’(ι) γατάκι
τς’ έντσαν άλλ’(οι) = τους έντυσαν τους άλλους.
μοίρα = μερίς φαγητού. Φρ. «Διέτι ρέ! Γω δυο μοίρις έχου στου πνάκι μ’» = (δυο τεμάχια κρέας).
«Γλιέπου ότι, τς ούλνους μπαμπάτσκις μοίρις ούλου διαλέγς».
πιρόν’(ι) = περόνη, πηρούνι φαγητού. Φρ. Μι του πιρόν’(ι) τα βγάνε’(ει) τα γραμματάσ(ι).
λαβίδα = λαβίς φαγητού, κουτάλι ή άλλως: χλιάρ’(ι), χλιαρούδ’(ι).
σαπλαντώ = μαχαιρώνω. Φρ. «Τουν σαλάτσαν τουν άθρουπου ρε!».
Ντιρλικώνου = τρώγω υπερβολικά. Φρ. «Ντιρλίκουσι, να χουρτάεισς».
Αψ(υ)χώ = λυπούμαι, συμπονώ. Φρ. «Άμα άθρουπους! Χίτσ(ι) δεν αψ(υ)χάει!».
κλουνάρια = κλωνιά μουριάς. Τα κλωνιά αυτά τα μαζεύανε όλοι οι Σουφλιώτες κατά την εκτροφή των κουκουλιών (Μάιος – Ιούνιος), και τα κάνανε δεμάτια. Ήσαν δε τα κλωνιά ολόισα, γιατί προέρχονταν από κλαδευμένες μουριές. Τα τοποθετούσαν αρχικώς στην αυλή για να ξεραθούν, στον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Και το φθινόπωρο, τα βάζανε στο κελάρι, για τη θερμάστρα και το φούρνο. Ενθυμούμαι ότι πρωταρχικό μου καθήκον ως διευθυντού Σχολείου ήτο, να συστήσω εις όλους τους μαθητάς, να φέρουν από ένα δεμάτι «κλωνάρια», στην αποθήκη του Σχολείου, για το χειμώνα. Όσα κλωνάρια περίσσευαν, τα πουλούσαν στα φουρνάδικα για καύσιμα για καύσιμη ύλη. Όμως, ήδη οι φούρνοι άρχισαν να γίνωνται ηλεκτροκίνητοι. Με τα κλωνάρια οι μάνες κι οι μπαμπάδες, δέρνανε τα κακά παιδιά. Μα κι’ οι δάσκαλοι!
γκουλιόκουτου = γυμνός, γκάλιαβους, γκουλιαβούδια.
σκίσματα = κομματάκια αποξηραμένων καρπών, (βερύκοκκα, απίδια, δαμάσκηνα, κράνια, τσάπουρνα, κλπ). Τα τρώγανε το χειμώνα τα παιδιά, και τα τάραζε η δυσεντερία, κι η διάρροια, διότι ώσπου να ξεραθούν όπως ήταν μέσα σε ταψιά πάνω στα κεραμύδια, διαβιούσαν σ’ αυτά εκατομμύρια μυίγες.
σκρόφα = γουρούνα με γουρουνόπουλα, και κατ’ επέκταση η χοντροκομμένη, και κάθε κακιά γυναίκα.
ντιουβανές = ο ελαφρόμυαλος και ντιουντιουβάνς.
σατσιάκ’(ι) = το εξέχον μέρος της στέγης, 0,50 – 0,80 μ.
Σατσιάκα φαρδυά είχαν κυρίως τα μαγαζιά της αγοράς, του παλιού βέβαια καιρού, για να μη βρέχωνται οι βιτρίνες, αλλά και να καταφεύγουν και οι πελάτες εν ώρα βροχής. Παρά ταύτα, υπάρχουν και σήμερα μερικά.
αστριχιά (2) = Το σχηματιζόμενο επί του εδάφους άνοιγμα μεταξύ ενός ή δύο σατσιακιών, δύο συνεχόμενων σπιτιών.
Τούτο, δυνατόν να είναι πλάτους 1-11/2  μ. και μήκους όσο οι οικοδομές.
Χωρεί δηλ. να περάση ελεύθερα ένας και δύο άνθρωποι. Τέτοιες δαιδαλώδεις αστριχιές, ήσαν και είναι πολλές σε διάφορα μέρη του Σουφλίου.
μπιτιούνκα και μπιντιβίδκα = ολόκληρα, απαράλλακτα. Φρ. Αυτό τούγκζαν’(ι), μιντιούνκους, μπαμπάς τ’ «Αυτό του κουρτσούδ’(ι), μπιντιβίδκ’(η), μάνα τ’».
τιτίκ’(ι) = το έσχατον σημείον, το κατακόρυφον.
Φρ. «Τούν ίφιρα στού τιτίκ’(ι)» = (τον έφερα στο αδιέξοδο).
άρα-μάρα τς = Έτσι ας είναι. Συγχωρείστε τον.
μπουμπλιάτσκα = έντομο κολεόπτερο, στακτοκόκκινο, που άμα το πιάσης μυρίζει άσχημα.
αλάν’(ι) ντουφάν’(ι) = άνω – κάτω. Φρ. Τάκαμις αλάνι(ι) – ντουφάν’(ι).
μπάϊα = αρκετά. Φρ. «Μπάϊα καρύδις μας έφιρις, μασ’(ι)-αλλά».

Τρία αινίγματα  του παλιού καιρού, στο Σουφλί.

1. Άμυαλους, μαλλιά δεν εχ’(ει), κώλουν έχ’(ει), νουρά δεν έχ’(ει).
Είναι ο βάτραχος. Άμυαλος, το αιώνιο θύμα των φειδιών και των πελαργών, αποκαλείται ο βάτραχος από το σοφό πνεύμα του λαού.
Και ότι, οι βάτραχοι είναι δειλότεροι και των λαγών.
Η παράδοση μάλιστα λέει πως όταν δειλοί λαγοί, τα άλλα αιώνια θύματα των κυνηγών και όλων των αρπακτικών ζώων και των αετών, απηλπισμένοι πήγαν να ριχτούν ομαδικά όλοι μαζί τάχα, στάθηκαν στην όχθη και γέλασαν πολύ, όταν είδαν τους βατράχους φοβισμένους να ρίχνωνται μέσα στο νερό. Και μετάνοιωσαν, και γύρισαν πίσω στις φωλιές των.
2. Όπλατα στ’ όπλατα, κι ραφή δεν έχ’(ει). (Όπλατα = μπάλωμα). Έρμην.: Μπάλωμα στο μπάλωμα, και ραφή δεν έχει. Είναι η χελώνα. Το όστρακό της, το θεωρεί ο λαός, σαν μπάλωμα στο μπάλωμα, χωρίς ραφή, καθώς βλέπει τον βάτραχο χωρίς ουρά.
3. Γαϊδούρ’(ι) δεν είμι, σαμάρ’(ι) έχου.
Γραμματέας δεν είμι, πιρπατώ κι γράφου.
(Είναι ο σαλίγκαρος, κοχλίας). Είναι να μη θαυμάζη κανείς με την πνευματική δύναμη του αγράμματου λαού, που δίνει τόσο πετυχημένες παρομοιώσεις!
Κι’ ήρθε η ευκαιρία να εκμυστηρευθώ ότι, τέτοιος θαυμασμός, μ’ έχει συνεπάρει στην ασχολία μου με τη Λαογραφία.
Και τώρα πάλι μερικές λέξεις.
Αντέσσα = αλεύρι άσπρο, φαρίνα προελεύσεως ως Οδυσσού (= αντέσσα). Με το αλεύρι αυτό, κάνανε οι φουρνάρηδες τα σιμίτια, τα κουλούρια, τις σπαθούδις, τις βραχιουνούδις, τις φριντέλις κλπ.
Τσιαρσί = αγορά φρ. «Κιοπέκ τσιαρσί» (= σκυλί της αγοράς). Τη φράσι αυτή τη λέγανε, για τους ανθρώπους, που αντί να πάνε να εργασθούν στα κτήματα, γυρίζουν ασκόπως στην αγορά.
Κουκουνίτσια = φασόλια άσπρα βραστερά.
Σουργκί = περίπτερο λυόμενο. Σουργκιά τέτοια κάνανε, κάθε Σάββατο στο παζάρι, οι ερχόμενοι εκ Διδυμοτείχου υπαίθριοι υποδηματοποιοί, και σκαλώσανε σε ειδικά ξύλα, ειδών – ειδών παντούφλες γυναικείες, και παπούτσια, τουλουμπατζίδικα, γεμενετζίδικα, κουντουρατζίδικα κλπ., ακόμη και τσαρούχια από κατειργασμένο δέρμα έτοιμα, αλλά και εις τεμάχια προς κατασκευήν από τους ίδιους τους αγοραστάς. Μερικά τέτοια σουργκιά θυμούμαι και γω στημένα ως τα 1930-32. Έκτοτε, έλειψαν, εξαφανίσθηκαν άπαξ δια παντός.
Πέτνους = πετεινός. Κλουσαρά = κλώσσα.
Άγουρους = αγόρι παλήκαρος.
Μπασιάκ’(ι) = καρπός καλαμποκιού. Τα μπασάκια τα μαζεύανε τρυφεά με το γάλα τους, πρίν δηλ. σκληρύνουν οι σπόροι των, και τα τρώγανεβρασμένα ή και ψημένα στη θράκα. Και σήμερα ακόμη, όχι μόνο στα χωριά, μα βλέπω ακόμα και εδώ στη Θεσσαλονίκη, να πιυλάνε ψημμένα καλαμπόκια. Από ένα είδος καλαμπόκια (=αραβόσιτος) που τα λένε «τσιαρκέζικα», όταν ξεραθούν καλά, τα εκκοκίζουν, και ψήνοντάς τα σε ειδικά «ντουλάπια» σαν του καφέ, κάνουν τις λευκές «πατλάκες», σαν τις νυφάδες χιονιού, και τις τρώνε πολύ τα παιδιά. Και τέτοιες βλέπω εδώ, γεμάτες σακκούλες μεγάλες από νάϋλον, στα «στέκια» των στραγαλατζήδων.
Μπάτσαρους = ζωγραφιά. Φρ. «Γλιέπου μπατσαρέοι». Καλύτερα, μπάτσαρος, είναι ζωγραφιά όχι καλή, παλιάτσος να πούμε.
Φρ. Τι ζουγραφίειζς (3) ρε: Μπατσαρέοι κι παλιατσέοι. Οι μανάδες, για να μερώσουν τα μωρά τους να μην κλαίνε, τα δείχναν μπατσαρέους. Αλλά και οι αγράμματοι του παλιού καιρού, ευχαριστούντο να βλέπουν τους μπατσαρέους των βιβλίων.
Σημ. Πλήρες λεξιλόγιο με Σουφλιώτικες λέηεις. Βλέπε εις 33ον τόμ. Θρακικών σελ. 192. κ.ε.