ΤΟΠΙΚΗ ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ
Δημοδιδασκαλλίσης ΧΡΥΣΗΣ ΤΣΑΛΙΚΗ 1966



online επισκέπτες


Γι’ αραδιαστήτι στου χουρό, να διω την κόρη π’ αγαπώ,
Πως σιώτει, πως λυγίζητι. Σαν βέργα βιργουλίζιτι,
Σαν θάλασσα τρουντίζητι, σαν κύμα κυματίζητι,
Τα μάτια της ποιος τ’ άγραψει; Παπάς κι Διάκους τ’ άγραψει
Ζγουράφους τα ζουγράφισει.
Με τι καμάρι τραγουδούσαν οι νιοι και οι νιές, πισμένοι χέρι-χέρι… Τι λαχτάρες και τι πόθους κρύβουν οι απλοί αυτοί στίχοι βγαλμένοι απ’ το μεθύσι της νειότης. Χορός-αλυσσίδα, που έσερνε ο κορυφαίος ή η κορυφαία του Σουφλιώτικου χορού και πίσω ακολουθούσαν μπουκέτα από λουλούδια με τις φανταχτερές φορεσιές τους. Τα δε χρυσαφικά τους (ντούμπλες, φλουριά, πεντόλιρα, μαχμουντιέδες), με τις φανταχτερές πέτρες, πούταν πλεγμένα, άστραφταν στον ήλιο σαν δροστολαλίδες με λογιών-λογιών χρώματα που στόλιζαν τα ανθρώπινα αυτά λουλούδια. Στο γύρισμα του χορού σκιρτούσε η καρδιά του νιου και ξόμπλιαζε (διάλεγε) την κόρη που θα είχε σύντροφο στη ζωή του. Στο χορό η ναι διάλεγε το ταίρι της, που, στροβιλίζοντας με το μαντήλι στο χέρι, έδειχνε τη σβελτωσύνη του και την αρχοντιά του. Παίρνοντς ως βάση την γραφικότητα, που παρουσίαζε ο χορός με τις γραφικές φορεσιές που φορούσαν τότε οι νιες και οι νιοι, αξίζει ν’ ασχοληθούμε κάπως ευρύτερα και να περιγράψουμε όσο μπορούμε καλύτερα, πως ήταν η φορεσιά του νιου, της νιας, του γέρου και της γριας. Πως ντυνόταν το χειμώνα, πως το καλοκαίρι, πως τις γιορτές, πως τις καθημερινές και πως τις εργάσιμες ημέρες.
Είδη ενδυμασιών: Και πρώτα, ας κάνουμε αρχή απ’ τη βεργολιγερή Σουφλιώτισσα. Όταν ξημέρωνε κανένα Σνιόρατου (μεγάλη γιορτή), η Σουφλιώτισσα έπαιρνε από το Γίκου (σημερινή εντοιχισμένη ντουλάπα) το μπουχτσιά της (μπόγος), όπου είχε διπλωμένα τα γιορτινά της ρούχα και τα στολίδια της. Τον άνοιγε προσεχτικά και άρχιζε το ντύσιμο. Πρώτα-πρώτα, φορούσε ένα άσπρο μακρύ πουκάμισο, αν ήταν νέα, με μανίκια. Αυτό ήταν καμωμένο με βαμβακερή κλωστή και μετάξι στριμμένο. Ήταν ιδιόχειρο, υφαμένο στον αργαλειό, που ήταν απαραίτητος σε κάθε σπίτι και ήταν σύμβολο της καλής νοικοκυράς, γιατί εκεί θα υφαίνετο ολόκληρη η προίκα των κοριτσιών του σπιτιού. Οι γριές φορούσαν πουκάμισα γιράνια (μπλε). Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το μισοφούστανο (το σημερινό φουρώ). Αυτό ήταν σουφρωτό και χρωματιστό, μακρύ μέχρι τη γάμπα και τελείωνε σ’ ένα φαρμπαλά με ωραία δαντέλλα στην άκρη, ήταν δε καμωμένο, ως επί το πλείστον, από το ίδιο ύφασμα με το καφτάνι.
ΚΑΦΤΑΝΙ:
Αυτό το φορούσε πάνω απ’ το μισοφόρι (μισοφούστανο) κ’ ήταν χρωματισμό, μεταξωτό ή μάλλινο σουπανιασμένο (φοδραρισμένο). Το ύφασμα με το οποίον ήταν καμωμένο, είχε διάφορα ονόματα (σαμαλατζέϊνιο, ατζαλέϊνιο, βελουδένιο, που αγοράζονταν απ’ τα υφασματοπωλεία και τα φορούσαν κυρίως οι πιο πλούσιες). Το καφτάνι ήταν ιδιότροπα ραμένο, σαν μαντώ. Ανοιχτό μπροστά και κάτω από τη μέση στα πλάγια, για να δείχνη γεμάτη μια γυναίκα, είχε τις λεγόμενες γάζες. Αυτές ήτανε γωνιακά στρογγυλοποιημένα κομμάτια, που στο ράψιμο προεξείχαν από το καφτάνι. Το μάκρος του έφτανε ψηλότερα από το πουκάμισο, ίσια με το μισοφούστανο, που είχε το ίδιο χρώμα με το καφτάνι. Πολλές φορές οι γυναίκες σκουμπώνονταν (σήκωναν τις δύο άκρες του καφτανιού προς τα πλάγια και τις σκάλωναν πίσω στη ζώνη τους, ώστε να φαίνεται και το σουπάνι του καφτανιού, μα και το μισοφούστανο, που όπως είπαμε, έπρεπε νάναι καμωμένο απ’ το ίδιο ύφασμα). Πάνω απ’ το καφτάνι έζωνε τη μέση της με το ζουνάρι ή με τη ζούνα.
ΖΟΥΝΑ:
Λεγότανε μια πόρπη ασημένια ή χάλκινη, που είχε πλάτος 4-5 πόντους κι ήταν σκαλιστή και στολισμένη πολλές φορές με διάφορα πετραδάκια. Ήταν φκιαγμένη σε δυο κομμάτια, που μπροστά κλείνανε, έτσι που να μη φαίνεται το χώρισμα και σκάλωνε με ένα ειδικό καρφί, το:
Τσιαμπί λεγόμενον, πούταν δεμένο με μια κλωστή ή με μια αλυσσιδίτσα, που εδένετο σε ιδιαίτερο κρίκο, ειδικά καμωμένο. Στα δυο αυτά κομμάτια ερράβετο μια ζώνη από ύφασμα, πλάτους όσο και η πόρπη και μπορούσε να μεγαλώνη ή να μικραίνει, ανάλογα με τη μέση που τη φορούσε, γιατί έπρεπε να σφίγγη αρκετά τη μέση της.
ΖΟΥΝΑΡΙ:
Στις γιορτές όμως, που η στολή τους ήτανε πιο φανταχτερή, φορούσε το ζουνάρι, που ήταν κι αυτό μια πόρπη ασημένια ή χάλκινη, που είχε πλάτος έως 10πόντους, επίσης σε δυο κομμάτια, που ήταν κεντημένη με τον δικέφαλο αετό και στολισμένη όλο με χρωματιστά πετραδάκια, η δε ζώνη του καμωμένη με ύφασμα, στο οποίο όμως περνούσε και ιδιαίτερα πλακάκια, καμωμένα απ’ το ίδιο μέταλλο της πόρπης. Και το ζουνάρι αυτό σκάλωνε μπροστά, όπως και η ζώνη με το ιδιαίτερο τσαμπί.
ΠΟΔΙΑ:
Αυτή μπορούμε να τη χωρούμε σε δύο είδη: 1ον) Την ποδιά που φορούσαν οι νέες, κι ήταν καμωμένη συνήθως απ’ το ίδιος ύφασμα που ήταν και το καφτάνι, που την σκάλωναν στη ζούνα, γιατί ήταν χωρίς κορδίνια, με δαντέλλες στην άκρη και ως επί το πλείστον υφαντή στον αργαλειό, από τις ίδιες τις κοπελλιές, και 2ον) η ποδιά Σπαργάτσι, την οποίαν φορούσαν οι ηλικιωμένες και που ήταν κεντημένη στον αργαλειό με διάφορα ωραιότατα σχέδια, που έφεραν και διάφορα ονόματα: Θυμιατή, χαλέϊνιο, κλαδάκια κλπ. Εδώ πρέπει να σημειωθή πως, για να κεντηθή μια τέτοια ποδιά (σοαργάτσι) στον αργαλειό, χρειάζονταν δυο και τρεις μήνες. Σήμερα σπαργάτσια δεν υπάρχουν πια, ή και να υπάρχουν, σπανίζουν, είναι δε πανάκριβα, διότι αγοράζονται ως κειμήλια.
ΚΟΝΤΟΓΟΥΝΙ:
Πάνω απ’ το καφτάνι το χειμώνα, φορούσαν το κοντογούνι καμωμένο με τσόχα ή βελούδο, γύρω-γύρω, με γούνα μαύρη και εσωτερικά επίσης επενδυμένο με γούνα, ανοιχτό μπροστά και με μανίκια. Οι περασμένες ηλικίας γυναίκες φορούσαν δερμάτινη γούνα από δέρμα αρνιού ή κατσικιού, χωρίς μανίκια, και εσωτερικά επενδυμένη επίσης με γούνα άσπρη. Έντυσε το σώμα της. Ήλθε η σειρά στο κεφάλι, που το περιποιόταν ξεχωριστά, γιατί το στόλιζαν πραγματικά.
ΔΙΣΤΥΜΕΛΙ:
Ήταν ένα κάλυμμα της κεφαλής, βαμβακερό ή μεταξωτό για το καλοκαίρι και μάλλινο για το χειμώνα. Οι γριές φορούσαν το μαύρο τσιμπέρι. Πολλές φορές και οι νέες φορούσαν άσπρο διστυμέλι, που λεγόταν και τσιβρές κι ήταν γύρω με πούλιες κίτρινες, που άστραφταν στην αναλαμπή του ήλιου.
ΜΑΓΛΙΚΑ:
Πάνω απ’ το τετράγωνο χρωματιστό διστυμέλι (μαντήλα) έμπαινε ένα μαυροκόκκινο τετράγωνο διπλωμένο διαγωνίως και γυριστό, σε πλάτος 5-6 εκ., που λεγόταν μαγλίκα. Στις δυό απέναντι γωνιές είχε φράντζα χρωματιστή. Η μαγλίκα αυτή διπλωμένη στενά, γύριζε γύρω-γύρω από το κεφάλι. Οι δυό άκρες από τη φράντζα αφήνονταν λίγο ελεύθερες, ενώ το χρωματιστό διστυμέλι της άπλωνε ωραία στα πλάγια, όταν οι δύο άκρες του έμπαιναν στα πλάγια, ελαφρά μέσα στη μαγλίκα. Σε λίγο, πάνω απ’ αυτό το ωραίο σύμπλεγμα, αριστερά και δεξιά, άρχιζε να τοποθετή τα στολίδια της εποχής. Καρφίτσες τριμτές, (ήτανε πουλιά διάφορα, που λέγονταν παγώνια, και κατασκευασμένα έτσι ώστε να τρέμουν όταν η νέα περπατούσε). Άλλες σκέτες και άλλες γύρω με φλουράκια. Πολλές μάλιστα, και έλασμα, όπου τρέμανε επιδεικτικά, ανάλογα με το χορό που χόρευαν. Των πλουσίων τα στολίδια, αυτά ήσαν ως επί το πλείστον χρυσά. Μετά το κεφάλι άρχιζε να στολίζη τα αυτιά και το λαιμό της (τη Λιμαρά της όπως λέγανε τότε). Στ’ αυτιά φορούσε σκουλαρήκια ασημένια ή χρυσά και στο λαιμό πρώτα πρώτα θα φορούσε το Γκιουρντάνι. Ήταν δε αυτό μια χρυσή καδένα ή και απλώς βελούδινο πανί πάνω στα οποία ράβανε σειρές Φλουριά – έπειτα Ντούμπλες και πολλές φορές πεντόλιρα. Κι επειδή το πουκάμισο στο στήθος ήταν ανοιχτό το σκάλωνε με μια ολόχρυση καρφίτσα ή και ασημένια (που συνηθίζονταν πολύ τότε) και στους νεώτερους χρόνους χρησιμοποιούσαν και ειδικές γυναικείες γραβάτες από βελούδο σε διάφορα χτυπητά χρώματα. Δε χόρταινε να καθρεπτίζεται. Που όμως; Στο τζάμι του παραθύρου ως επί το πλείστον ή στον κουβά με το νερό και αργότερα φυσικά και στον καθρέφτη. Πίσω απ’ το κεφάλι της έπλεκε τα μαλλιά της σε μια πλεξούδα με τρεις πλέξεις (την Κόσα όπως τη λέγανε) ή τα έπλεκε σε μια φαρδειά κόσα με πολλές πλεξούδες (εάν είχε δικά της μαλλιά ναι εάν όχι χρησιμοποιούσε και ξένα μαλλιά ή απ’ τα δικά της τα οποία συνεκέντρωνε κάθε φορά που λουζόταν και τα χτένιζε). Η κόσα αυτή ήτανε μακρυά κ’ έφθανε ως τη μέση ακριβώς κοντά στο ζουνάρι και στην άκρη της έδενε ένα ωραίο μεταξωτό φιόγκο με μερικά χρυσαφικά (Καρμπόνια λεγόμενα). Στα πόδια της φορούσε κάλτσες χρωματιστές (πολύ παλαιά) χειροποίητες που τις έπλεκε η ίδια ετοιμάζοντας την προίκα της και αργότερα μονόχρωμες, με παντίκια (παντούφλες) ή γοβάκια με χαμηλό τακούνι (για τις γιορτάσιμες στιγμές, αρραβώνες, γάμος) κλπ. Τώρα πια ήταν έτοιμη να φωνάξη τις φιλενάδες της που είχανε κ’ εκείνες την ίδια ετοιμασία για να πάνε στο χορό που γινότανε στην πλατεία της γειτονιάς ή στις μεγάλες πλατείες όπως ήταν η πλατεία Σάρπ – Μπουνάρ ή Σραμπνάρ στον απάνω μαχαλά, στην Καρκατσελιά, ή στην πλατεία Μισοχωρίου ή στην Αγελαδαριά, σήμερα πλατεία Νάνσυ, όπου γινότανε κι ο μεγαλύτερος χορός. Η φορεσιά της ήτανε η ίδια και στις εργάσιμες ημέρες με τη διαφορά ότι ήτανε κατωτέρας ποιότητος τα υφάσματα και χωρίς τα γιορτερά στολίδια. Στο χορό που γινότανε στις πλατείες δε μαζεύονταν μονάχα οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες (σχεδόν όλοι στο χωριό) νέοι – νέες – γέροι – γριές και τα παιδιά ακόμη. Την ίδια ετοιμασία είχανε και οι νέοι στα σπίτια τους αλλά σε λιγώτερη ώρα. Η ανδρική ενδυμασία αποτελείτο: 1ον απ’ το βρακί βαμβακερό για το καλοκαίρι και βαμμένο γαλάζιο (ή όπως λεγότανε Γιρανιό). 2ον το σιαλβάρι ο ίδιος τύπος με το βρακί μόνο που ήτανε καμωμένο από μαλλί (σαγιάκι) για το χειμώνα. Και τα δυό αυτά δένονταν στη μέση με τη βρακουζόνα οι δε σούρες των μαζεύονταν στα πλάγια, πίσω δε άφηνε προς τα κάτω μια μύτη που λέγονταν Τσιουτσιουμίκα. Στη μέση τους τύλιγαν το ζουνάρι που ήταν για μεν τους νέους μεταξωτό και ως επί το πλείστον κόκκινο για δε τους μεγαλύτερους μαύρο μάλλινο. Είχε μάκρος περίπου τρία μέτρα και μαυτό σφίγγανε γερά τη μέση τους. Στις άκρες είχε κρόσσια. Επάνω φορούσαν το άσπρο πουκάμισο με τα μακρυά μανίκια και πάνω από το πουκάμισο το γιλέκο χωρίς μανίκια και χρωματιστό. Γύρω γύρω στο λαιμό είχε μικρά κουμπάκια καμωμένα από σειρήτι καφέ και το λεγόμενον γαϊτάνι καμωμένο από μεταξωτό σειρήτι. Το χειμώνα εκτός απ’ το γιλέκο φορούσανε και το Ντουλαμά από βαμβακερό ύφασμα και με μανίκια.
ΣΑΛΤΑΜΑΡΚΑ: και το ΜΙΝΤΑΝΙ:
Ήταν η μεν Σαλταμάρκα η σημερινή καμπαρντίνα αλλά κοντή ως τη μέση, καμωμένη από τσόχα μαύρη ή καφέ και με μανίκια, τη φορούσαν δε κυρίως οι νέοι την άνοιξη ή το φθινόπωρο το δε μιντάνι αντικαθιστούσε τότε το σημερινό παλτό και ήταν καμωμένο από σαγιάκι κιαυτό κοντό ως τη μέση με τη διαφορά ότι ήταν φοδραρισμένο με γούνα μάλλινη. Οι γεροντότεροι πάνω απ’ το γιλέκο, το χειμώνα φορούσαν και το Τζεμιντάνι (ζακέτα μάλλινη) φκιαγμένο από σαγιάκι και πάνω απ’ αυτό φορούσαν το μιντάνι. Όσοι δε ήσαν υποχρεωμένοι να βγαίνουν έξω το χειμώνα για δουλειές (ιδίως οι γεωργοί και οι καρραγωγείς) φορούσαν για να προφυλάσσωνται απ’ το κρύο και απ’ τις βροχές τη Γιαμορλούκα που είχε και κουκούλα κ’ ήταν καμωμένη από τρίχα κατσικίσια (η σημερινή κάπα) κ’ έφθανε ως τον άστραγαλο. Ήταν δε τόσο στερειά φκιαγμένη ώστε να μην τη διαπερνά ούτε η βροχή αλλά και να προφυλάσση τον φέροντα κι από το πιο μεγάλο κρύο. Στο κεφάλι οι μεν νέοι δε φορούσαν τίποτα ή στα πολύ παλιά χρόνια φορούσαν το τούρκικο κάλυμα το Φέσι αργότερα όμως τα αντικατέστησαν με το κασκέτο (καπέλλο). Οι δε γέροι φορούσαν στο κεφάλι ένα ιδιόρυθμο κάλυμμα που λεγόταν Σαρίκα ή Σιαρβέτα ή Τσαλμάτα (ένα στενό μακρύ ύφασμα σαν ζουνάρι που το τύλιγαν στο κεφάλι) ήταν δε αυτή φκιαγμένη από μαύρο βαμβακερό ύφασμα κ’ είχε στις δυό άκρες της τα κρόσσια η μια άκρη της οποίας κρεμόταν πίσω προς τη ράχη η δε άλλη άκρη της σκάλωνε μετά το τύλιγμα στο κεφάλι.
Παραθέτουμε κ’ ένα δίστιχο σχετικό με τη Σιαρβέτα:
Μια Σιαρβέτα μι τα κρόσσια έχει πεντακόσια γρόσια
κ’ ένα άλλο τετράστιχο σχετικό με την Τσαλμάτα
Που θα πάτει σεις κουρτσούδια θα πα να μάσουμει λουλούδια
Να τα δόσουμει του Μπασιάκου να τα βάλη στην Τσαλμάτα
(Σημ.: Μπασιάκος = ο γαμβρός επ’ αδελφή)
Τα πόδια τους είχαν και κείνα το ανάλογο ντύσιμο. Τα τύλιγαν με βαμβακερά ή μάλλινα ποδοπάνια που λεγόταν Μπγιάλια και από δέρμα γουρουνιού που είχε κάθε νοικοκύρης στο σπίτι του για να το σφάξη στις γιορτές των Χριστουγέννων και τα φορούσανε κυρίως στις αγροτικές τους εργασίες και οι τσομπάνηδες. Επίσης φορούσανε τα Γυμίνια, που ήτανε φκιαγμένα από μαλακό δέρμα και τα φορούσανε πατημένα (παπούτσια) και τα κουντούρια, που ήτανε σκληρά δερμάτινα και είχανε στα τακούνια τους καλτσιάδες και μικρά πεταλάκια στις σόλες. Πολύ παλιά φορούσαν και τα καλέβρα, που ήτανε ξύλινα μονοκόμματα πελεκητά από τους ίδιους. Με τα γυμινιά και τα κοντούρια στα πόδια τους, φορούσανε τα καλτσούνια. Αυτά ήτανε είδος γκέτες μάλλινες, άσπρες, ανοιχτές στο πλάι και κούμπωναν με ειδικά τέλινα κουμπιά. Πολλά καλτσούνια ήτανε σαν κάλτσες και τα φορούσαν με τα κουντούρια. Είχανε όμως και οι άνδρες τα στολίδια τους. Οι νέοι, που τότε δεν κάπνιζαν, κρατούσαν στα χέρια τους κομπολόγια σαντιφέϊνια, ενώ οι γέροι κεχριμπαρέϊνια ή και μαύρα. Στο γιλέκο τους, ιδίως οι νέοι, είχανε για στολίδι το ρολόγι, που το είχαν ή με κορδόνι καφέ, περασμένο από το λαιμό τους, ή σκαλωμένο με μια αλυσσίδα ασημέϊνια ή χρυσή, την οποίαν σκάλωναν στην αριστερή πάνω τσέπη του γιλεκιού και το ρολόγι το έβαζαν στη δεξιά κάτω τσέπη (το κουγίτζεπη) όπως το έλεγαν, έτσι ώστε η αλησσίδα ολόκληρη να στολίζη το στήθος τους. Στο ζουνάρι τους, στο επάνω μέρος, τοποθετούσαν ένα ολόασπρο (μεταξωτό ή λινό) μαντήλι, που η άκρη του έπεφτε έξω από το ζουνάρι, όπως και οι γέροι, με τη διαφορά πως το μαντήλι θα ήτανε κι αυτό, άσπρο βέβαια, αλλά βαμβακερό. Επίσης, οι γέροι, που δεν κάπνιζαν, είχαν ένα κουτάκι που περιείχε τον λεγόμενον νιφέ (ταμπάκος) κι έβλεπες συχνά να παίρνουν την πρέζα τους και να προσφέρουν και στους φίλους των, για να φταρνιστούν. Εκείνοι όμως που κάπνιζαν, έφεραν μέσα στις πτυχές του ζουναριού τους την κρίνα (ένα κουτί πολλές φορές σκαλισμένο), ή από μέταλλο, που περιείχε τον καπνό κομμένο από τους ίδιους, πρόθυμη να ξαποστάση κάποια ώρα το Σουφλιώτη δουλευτή.
Πολλοί απ’ τους γέρους χρησιμοποιούσαν και τον λεγόμενο λουλά, ή τη μεγάλη πίπα, κυρίως όταν ήσαν συγκεντρωμένοι στις πλατείες για να καμαρώσουν τους λεβέντες ή τις λεβέντισσες που θ χόρευαν. Γιατί οι χοροί τότε χρησίμευαν και για να ξομπλιάση (να διαλέξη) ο νέος ή η νέα τον καλό της. Κι όταν πια ο νέος διάλεγε τη ναι και με χαρές και πανηγύρια την έκανε δική του, τότε μαζί φρόντιζαν και για το νεογέννητο. Είχε ξεχωριστή προίκα και γι’ αυτό, όπως και σήμερα, με τη διαφορά, πως τώρα η μητέρα τα αγοράζει όλα έτοιμα, ενώ τότε τραγουδώντας τα κεντούσε κι αυτά στον αργαλειό, ή τα κεντούσε με το βελόνι. Έφτειανε ωραίες πλουμιστές πάνες, ζώνη για το μωρό, ωραία βελουδέϊνια κεντητή, (που λεγότανε φασκιά). Οι πάνες ήτανε βαμβακερές ή μάλλινες. Ιδιαίτερα δε σκουφάκια βαμβακερά ή μάλλινα, με δαντέλες ή πλεχτά βαμβακερά για το καλοκαίρι και μάλλινα για το χειμώνα, με χρωματιστές φουντίτσες. Πάνω στα σκουφάκια η μάννα, όταν γεννιόταν το παιδί, έβαζε φλουράκια και 2-3 γαρύφαλλα για να μουσκομυρίζη και πολλές φορές και μια σκέλιδα σκόρδο για να μην βασκαίνεται. Μόλις άρχιζε ν’ αρκουδίζη (να μπουσουλάη) του φορούσε πια την καραβάνα (ειδικό φόρεμα σα φουστανάκι) που δενόταν με τη βρακουζόνα, κι αυτό στη μέση, για να κινήται ελεύθερα υφαμένο κι αυτό στον αργαλειό, βαμβακερό ή μάλλινο και βαμμένο γιράνιο (γαλάζιο). Κι όταν πια η ηλικία του το επέτρεπε να φορέση τη γνήσια φορεσιά (το βρακί), γινόταν τότε περήφανος και περήφανη Σουφλιώτισσα.
Εν Σουφλίω, τη 1η Ιανουαρίου 1966
Η διδασκάλισσα Χρυσή Τσαλίκη