ΕΡΩΤΑΣ-ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ-ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ
Τσακμάκη Μεταξία δασκάλα 1966

 

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

 


Free WebSites Counters
Visit Counter 

online
επισκέπτες
 

Free WebSites Counters
Μοναδικοί επισκέπτες
Visit Counter  


ΕΡΩΤΑΣ – ΑΡΑΒΩΝΑΣ – ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ
Μεταξίας Τσακμάκη Διδασκαλίσσης


Συλλέκτης πληροφοριών
Μεταξία Τσακμάκη Διδ/σα του Β’ Δημοτικού σχολείου Σουφλίου
Πληροφοριοδότες
1) Δημήτριος Σεϊτανίδης ετών 74 (Συνταξιούχος Διδάσκαλος)
2) Χρυσώ Τσακμάκη ετών 80 (Οικιακά)
3) Πασχάλης Τσακίρης ετών 76 (Συνταξιούχος Δημόσιος υπάλληλος)
4) Γεώργιος Καψαλίδης ετών 78 (Συνταξιούχος Δημόσιος υπάλληλος)
5) Δημήτριος Μπράτσας ετών 92 (Γεωργός)
6) Ιωάννης Γιαβαχτιάς ετών 88 (Γεωργός)
7) Σταμάτα Γιαβαχτσιά ετών 85 (Οικιακά)
Οι ανωτέρω μας έδωσαν πληροφορίες της εποχής των, αλλά και της εποχής που ζούσαν οι γονείς και οι παππούδες τους. Έτσι τα όσα γράψαμε γινόταν πριν 150 χρόνια περίπου.
1ον ΕΡΩΤΑΣ
Έρωτας αγνός, τίμιος, πλατωνικός, υπήρχε μόνον. Γιατί οι νέοι και οι νέες της εποχής εκείνης ζούσαν πολύ περιορισμένα. Ιδιαίτερα οι νέες δεν έβγαιναν ποτέ μόνες. Οι νέοι κυκλοφορούσαν μόνοι βέβαια, αλλά δεν είχαν το δικαίωμα να χαιρετίσουν έστω, τις νέες που αγαπούσαν. Μόνον τις Κυριακές και τα «σνόρατα» (= Αποκρηές – Πάσχα – Χριστούγεννα κπλ.), θα πήγαιναν στους χορούς που γίνονταν στις πλατείες (Γιλαδαρά – Γιλαδαρούδα – Κούτσουρου – Μσουχώρι – Σαρμπνάρι) και εκεί θα βλέπονταν. Και στο χορό ακόμα όμως δεν θα μιλούσαν ποτέ, έστω και αν υπήρχεν αίσθημα μεταξύ τους. Όταν μια νέα έσερνε το χορό δεν τολμούσε κανένα παλληκάρι να πιαστή απ’ αυτήν αν δεν ήταν συγγενής της. Αν κανένας τολμούσε να κάνη ένα τέτοιο διάβημα θα το πλήρωνε πολύ ακριβά. Αν οι ερωτευμένοι γίνονταν αντιληπτοί, δεν αποκλείονταν στον επόμενο χορό να ακούσουν και το τραγούδι τους. Γι’ αυτό όταν δύο νέοι αγαπιόνταν θα έπρεπε ο νέος να στείλη προξενήτρα στους γονείς της κοπέλας. Αυτή ήταν γυναίκα παντρεμένη. Έπαιρνε χτένια και μτάρια (για να μην καταλάβουν οι γείτονες) τον σκοπόν της επισκέψεώς της, και πήγαινε στο σπίτι της νύφης.
Εκεί γινόταν η συμφωνία (ο λόγος) με τον πατέρα της νέας. Συζητούσαν δε και για το (Μπαμπά-χακί) = (Δίκαιο του μπαμπά). Καθοριζόταν σε λίρες Τουρκίας γιατί αυτό ήταν το νόμισμα. Αυτό θα το έδινε ο γαμπρός στο πεθερό μετά το γάμο. Αν συμφωνούσαν σε όλα τότε η προξενήτρα πήγαινε στο σπίτι του νέου, για να μεταβιβάση στους γονείς του το αποτέλεσμα. Μετά από λίγες ημέρες η προξενήτρα με τον άντρα της πήγαιναν την Κυριακή το βράδυ η γιορτή και έφερναν τα σμάδια (βέρα ασημένια, μαντήλι και βασιλικό). Η νύφη τους έδινε βέρα και μαντήλι για τον γαμπρό, πετσέτα για τον πεθερό, γιασμά (μαντήλα) για την πεθερά, μαντήλι και γιασμά για τους προξενητάδες. Μετά η νύφη, τους κερνούσε ρακί (ούζο) αυτοί δε εύχονταν (άϊντι να ζησουν). Έτσι  γινόταν το κρυφό, (τα τελειώματα). Τον κρυφό αυτό αρραβώνα ο κόσμος τον μάθαινε από τα δώρα που έβλεπε στη νύφη – στο γαμπρό και στην προξενήτρα, την επόμενη ημέρα. Από την ημέρα αυτή ο νέος και η νέα ήταν πλέον σιβασμένοι (αρραβωνιασμένοι). Το κορίτσι ήταν η γιακλή (αρραβωνιαστικιά) και ο νέος ήταν ο γιακλής (αρραβωνιαστικός). Τα αδέρφια της νύφης τον γαμπρό τον φώναζαν μπασιάκου (= γαμπρέ) εκείνος δε μπαλντζις (κουνιάδος). Μετά τρεις ή έξι μήνες ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση γινόταν οι επίσημες πλέον αρραώνες. Στο διάστημα αυτό ο νέος ουδέποτε μιλούσε με τη νέα, ούτε και πήγαινε στο σπίτι της.
2ον ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ
Ένα Σάββατο βράδυ η παραμονή γιορτής οι προξενητάδες πήγαιναν στη νύφη τα επίσημα σμάδια (δώρα). Η προξενήτρα είχε πάνω στο κεφάλι της του σνι (= ξύλινος στρογγυλός δίσκος) ο οποίος στηριζόταν σε στρογγυλή βάση. Τα δώρα αυτά ήταν: Μαγλίκα-δυστιμέλι (μαντήλι μεταξωτό) πκάμσου-καφτάνι-φουστάνι (είδος φουρό) τσιαράπια (κάλτσες) – κουντούρια (παπούτσια) μια μπουρλιά (κορδέλλα στην οποίαν ήταν ραμμένα μια ντούμπλα (χρυσό νόμισμα δυόμιση λιρών) και πολλά φλουριά. Αυτό θα το κρεμούσε η νύφη στο λαιμό της όταν στολιζόταν να βγη έξω. Μια κλούρα (ψωμί) και ένα πιάτι με βρασμένο ρυζι. Η νύφη χαιρετούσε τρεις φορές με κλίση του σώματος (είδος μετάνοιας) και έπαιρνε δώρα. Κατόπιν έστρωναν το τραπέζι με τα καλύτερα φαγητά και παλαιό κρασί. Τότε ο πατέρας της νύφης έκοβε σταυρωτά την κουλούρα στο κεφάλι του. Μετά την έκοβαν σε φέτες έβαζαν και μια κουταλιά από ρύζι και μοίραζαν σ’ όλους. Αυτοί δε έτρωγαν και εύχονταν: Να μας ζήσουν. Μετά το φαγητό άρχιζαν τα τραγούδια και ο χορός. Αυτά ήταν τα στουλίδια (αρραβώνας)
1) Ψες προυψές (επιτραπέζιο)


- Ψες προυψές είπα να έρθου
μ’ έπιασε ψιλή βροχή
- Ας ηρχόσουνα καϋμένε
κι ας βριχόσουνα πολύ.
Είχα ρούχα να σ’ αλλάξου
πάπλουμα να κοιμηθής
κι κουρμί για να αγκαλιάσης

ώσπου να του βαρεθής
Στρώσει στρώμα κουκουλέϊνιο
πάπλουμα μεταξουτό
για να πέσουν να πλαγιάσου
και να γλυκοκοιμηθώ
Κι κουρμί για ν’ αγκαλιάσου
ώσπου να του βαρεθού


2. Άγουρους που τη Φραγκιά (χορός σταυρωτός)


Άγουρος που την Φραγκιά
κόρ’ απ’ την Ανατουλή
ήρθαν κι ανταμώθηκαν
πέρα που τον πότα μου
Κόρη τουν παρακαλεί
πέρασει μένα γόρι μου
πέρα που τουν πόταμου
Να πάρ’ του γκιουρντάνι μου
Δε του θέλου κόρη μου
δεν του καταδέχουμι
πάλι τουν παρακαλεί
πέραν που τουν πόταμου
Θα σου δώκω φίλημα
Φίλημα κι’ αγκάλιασμα
Σαν αητός την άρπαξει
πέρα την απέρασει
Δος μου κόρη μ’ του φίλημα
δος μου κι τ’ αγκάλιασμα
Βάστα – Βάστ’ γόρι μου
να φανούν τα σπίτια μας
κι τα κιραμίδια τους
Πάλιν τουν παρακαλεί
πέρασει μένα γόρι μου
πέρα που τουν πόταμου
να παρ του ζουνάρι μου
Δεν του θέλου κόρη μου
δεν του καταδέχουμι
Πάλι τουν παρακαλεί
πέρασει μέναγόρι μου
να παρ’ του καφτάνι μου
Δεν του θέλου κόρη μου
Δεν του καταδέχουμι
Πάλιν τουν παρακαλεί
Πέρασει μένα γόρι μου
Δος μου κόρημ του φίλημα
δός μου κι τ’ αγκάλιασμα
να φανή κι μάνα μου
Φάνηκι κι μάνα της
Πάλι την παρακαλεί
Δός μου το τ’ αγκάλιασμα
Έβγα – έβγα μάνα μου
μ’ ένα πνάκι πίτυρα

 


 

3. Ψες ήταν βραδυά για ναρθω (επιτραπέζιο)


Ψες ήταν βραδυά για να ρθου
μ’ έπιασε ψιλή βρουχή
του θεό παρακαλούσα
για να σ’ εύρου μοναχή

Κι ουδι μοναχή σε βρήκα
κι’ ουδι μι τη μάνα σου
μι λουλούδια στουλισμένη
μι τις φιλινάδις σου.


4. Στο σπίτι του γαμπρού (επιτραπέζιο)


Άσπρα μου περιστέρια
κι έμορφα πουλιά
στουν τόπου που θα πάτη
κι θα γυρίσητη
να γράψου ένα γράμμα
της μάγισσας κουρίτσι
της μάγισσας παιδί
μαγεύει τα καράβια
κι δεν αρμινάν
μεγεύει κι τις στράτεις
στα φτερούγια σας
να πάτη την μάνα μου χειριτίσματα
Να μην της πήτει χάθηκα
αλλά ραβώνιασα
πήρα τ’ ν’ Αρμινουπούλα  δικαουχτώ χρουνή 
κι δεν κουρνιαχτάν,
ξεκίνησα να πάγου
χιόνια κι βρουχές
στουν γυρισμό γυρίζου
πάλι ξαστριγιές.


5. Ν’ οὔλις βιργούλις εἴντεις δῶ


Ν’ ούλις βιργούλις ειντεις δω
δική μ’ βιργούλα δε ντ’ ιδώ
παγαίν στη βρύση για νιρό
πάγω και γω να πια νερό
να της θουλώσου του νιρό
να της τσακίσου το σταμνί

να πάη στη μάνατς αδειανή
Πούνει κουρή μου του σταμνί
Μάνα μου στραβουπάτησα
κι’ έπισα κι του τσάκισα
Δεν εινι στραβουπάτημα
Μόν ειν’ αγορουφίλημα.


6. Ν’ όξου στου Φιγγαράκι (Συρτός)
Ν’ οξου στου Φιγγαρά… Βάϊ αμάν αμάν
Ν’ οξου στου Φιγγαράκι στην αστρουφιγγιά (δίς)
Κάθιτ’ ένα κουράσιου κι’ μοιρουλουγεί
Κάθιτ’ ένα κουρά… Βάϊ αμάν αμάν
κάθιτ’ ένα κουράσιου κι’ μοιρολογεί (δίς)
Τί κλαίς, τί κλαίς κουράσιουμ κί μιρουλουγείς
Καλόν έχου στα ξένα στα παντά ξινα
κι’ ουδί γραφή μου στέλνει, ουδί μουρουλουγιά
κι ουδί γραφή μου στέλνει μαύρα γράμματα
αν θέλ’ς κόρη μ’ παντρέψου θέλεις καρτηρείς
Κι’ αν θέλς τα μαύρα βάλει κι έλα να με βρής
Πήρα τ’ ν’ Αρμινουπούλα τσ’ μάγισσας κουρτίς
μαγεύει τις θάλάσσις κι δεν έρχουμι
Σαν τα κινήσουν νάρθου χιόνια κι βροχές
κι αν τα γυρίσου πίσου ούλου ξαστηριές.

            Την Κυριακή στο σπίτι της νύφης και του γαμπρού κρεμούσαν τα δώρα του αρραβώνος σε σχοινιά. Πήγαιναν ο κόσμος τα έβλεπαν και γινόταν το σχετικό κουτσουμπουλιό. Μετά τους κερνούσε η νύφη ζαχαρωτά και ρακί (ούζο) και αυτοί εύχονταν: Να ζήστη. Να ζήστη.
Την επόμενη μοίραζαν τα δώρα στους συγγενείς και στους προξενητάδες. Ο γαμπρός θα έπρεπε να πάη στη νύφη την άλλη Κυριακή συνοδευμένος από συγγενείς της νύφης και από ένα φίλο του. Μετά την Κυριακή και γιαορτή πήγαινε μόνος του. Ποτέ όμως δεν έβλεπε την μνηστή μόνη ούτε και συζητούσε μαζί της. Η νύφη δεν είχε δικαίωμα να επισκεφθή ποτέ το σπίτι του γαμπρού έστω και σε ώρες λύπης ή χαράς. Έξω να βγουν μαζί δεν επιτρεπόταν. Μονάχα στα νυχτέρια και στους χορούς συναντούσε ο ένας τον άλλον, αλλά και εκεί η νύφη θα έπρεπε πάντα να συνοδεύεται από συγγενείς της.
Καλύτερη νύφη ήταν εκείνη που έγνεθε και ύφαινε μόνη της τα προικιά της στον αργαλειό (η μεταξωτά ή μάλλινα ή βαμβακερά). Για να ετοιμάση όμως τα προικιά και τα δώρα που θα έδινε στους συγγενείς χρειαζόταν πολλά χρόνια. Γι’ αυτό ο αρραβώνας διαρκούσε από τρία μέχρι έξη χρόνια, το τελευταίο δε εφαρμόζετο από τους περισσότερους.
Τα κορίτσια αρραβωνιάζονταν από 14-20 χρονών και τα αγόρια από 18-21.
Αν έμεναν περισσότερο τα μεν κορίτσια τα αποκαλούσαν μπαμπού, τα αγόρια παππούδες. Μετά δυο-τρεις μήνες από τον αρραβώνα η πεθερά για να γνωρίση την νύφη της, έπαιρνε μερικές συγγενείς της και γειτόνισσες και πήγαιναν μια Κυριακή απόγευμα σπίτι της, (πήγαιναν να κεράσουν την νύφη). Η κάθε μια έβαζε σε μια πετσέτα ένα σμίλι (κουλούρι μαλακό) έβαζε πάνω σ’ αυτό ένα τσεντάζι (τούρκικος παράς, το 1/20 της λίρας) η δέ πεθερά έβαζε φλουράκι καθώς και φρούτα της εποχής.
Μόλις έφθαναν στο σπίτι της νύφης κάθονταν όλες με την αράδα και η πεθερά πρώτη. Η νύφη ήταν υποχρεωμένη να περάση καμαρωτά-καμαρωτά μπροστά από την κάθε μια να τις χαιρετίση και φιλώντας το χέρι τους να πάρη τα κεράσματα. Πίσω η αδελφή της κρατούσε ένα πανέρι και τοποθετούσε τα δώρα. Τις κερνούσε ζαχαρούδες (καραμέλλες) συζητούσαν και κατόπιν φιλούσε και πάλιν το χέρι τους και έφευγαν. Αυτό γινόταν μια-δυό φορές το χρόνο ιδίως στα σνόρατα (Χριστούγεννα – Αποκρηές κλπ.)
Τα χρήματα αυτά που μάζευε η νύφη τα χρησιμοποιούσε για να πάρη νήμα – μαντήλια κλπ., ώστε να περισσεύη τα προικιά της. Στο διάστημα που ήταν κορίτσι αρραβωνιασμένο, έπρεπε να ετοιμάση όλη την προίκα του που αποτελείτο από τα κάτωθι είδη:
1. Πουκαμίσα. Αυτά ήταν 30-40. Μεταξωτά, βαμβακερά είχαν δε και διάφορες ονομασίες (Μεταξωτά –κλουσμένα κυναρούδια- γηράνια βαμμένο με σκούρο).
2. Καφτάνια. Ήταν το επάνω φόρεμα. Έπρεπε δε να έχη 20-30. Μάλλινα σκέτα βαμβακερά, μαλλοβάμβακα. Έπρεπε δε να και ισάριθμες μπεντέτες που θα φορούσε σε μεγάλη ηλικία. Το κάθε καφτάνι επίσης έπρεπε να συνοδεύεται από το ίδιο φουστάνι (είδος σημερινού φουρού) γιατί το καφτάνι γύριζε από κάτω και το σκάλωνε αριστερά δεξιά στη ζώνη της και φαινόταν. Πίσω δε το καφτάνι θα έκαμνε ένα είδος τρίγωνα και θα φαινόταν και το σουπάνι (δηλαδή η φόδρα του πολύ κι αυτή έπρεπε να είναι ανάλογα με το καφτάνι).
3. Ποδιά. Κι αυτή έπρεπε να είναι από το ίδιο ύφασμα με το καφτάνι και του φουστάνι. Την στήριζε δε κι αυτήν μπροστά κάτω από το ζουνάρι. Οι μπιντένες (είδος καφτάνι κι αυτό) έπρεπε να έχουν ιδιαίτερες ποδιές τα λεγόμενα σπαργάτσια που κεντούσε η κάθε κοπέλλα στον αργαλειό. Για να κεντίση ένα σπαργάτσι χρειαζόταν 2-3 μήνες γιατί κεντούσε σχήματα. Σήμερα τέτοια σπαργάτσια δεν υπάρχουν γιατί τα αγόρασαν ωρισμένοι πλούσιοι για κειμήλια.
4. Πατσέτες φαγητού και προσώπου. Είχε 2-3 δωδεκάδες πετσέτες φαγητού, 6-12 προσώπου και πάρα πολλές που θα δώριζε την ημέρα του γάμου.
5. Ψουμουμέσαλες. Ειδικά υφάσματα 10-12 μέτρα το καθένα για να σκεπάζουν το ψωμί όταν το πήγαιναν στο φούρνο.
6. Μισάλες. Υφάσματα τετραγωνικά που θα τύλιγαν την προίκα για να την μεταφέρουν στο σπίτι του γαμπρού.
7. Γιούκος. Ειδικό ύφασμα για να σκεπάζη τα στρώματα και τα παπλώματα γιατί τότε δεν υπήρχαν ντουλάπες.
8. Παπλώματα. Υφάσματα για 5-6 στρώματα και άλλα τόσα τσόλια (παπλώματα).
9. Κάλτσες. Πολλά ζευγάρια που θα έπλεκε μόνη της.
Εκτός από αυτά έπρεπε να έχη πουκάμισα για την πεθερά-πεθερό και στενούς συγγενείς που θα δώριζε στο γάμο.

3ον ΕΘΙΜΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Όταν πια όλα ήταν έτοιμα οι δύο οικογένειες ώριζαν την ημέρα της χαράς (γάμου). Άρχιζε ένα μεγάλο πανηγύρι τότε και στα δύο σπίτια, και διαρκούσε από την Κυριακή προ του γάμου και τελείωνε μετά δεκαπέντε ημέρες. Την Κυριακή το βράδυ οι γονείς του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης να σπάσουν ψουμί. (Αυτό ήταν μια γλυκειά κουλούρα με σουσάμι από πάνω). Ήταν η επίσημη ειδοποίηση ότι την άλλη Κυριακή θα γίνη ο γάμος.
Την κουλούρα αυτή, ένα μπουκάλι ούζο και ζαχαρωτά τα τοποθετούσαν σ’ ένα σιδηρουσύνι (μεγάλος δίσκος) και τα πήγαιναν στη νύφη. Εκεί τους περίμεναν η νύφη με τους συγγενείς της, μόλις δε έφταναν πήγαινε ο πεθερός μπροστά στο εικονοστάσι έκανε τρεις μετάνοιες και μετά έσπαζε τη κουλούρα σταυρωτά στο κεφάλι του, και την παρέδιδε στη νύφη. Μετά έστρωναν τραπέζι και μοίραζαν σ’ όλους από ένα κομμάτι από την κουλούρα, για να ευχηθούν την καλή ώρα. Όταν έφευγαν τους έδιναν το δίσκο με ένα κομμάτι κουλούρα και ένα μπουκάλι ούζο. Την Δευτέρα ένας νέος συγγενής και φίλος του γαμπρού με την γυναίκα του θα πήγαινε κουλούρα στον νουνό (κουμπάρο), για να τον ειδοποιήσουν ότι την Κυριακή θα γίνη η χαρά. Αυτός συνήθως είναι ο νουνός του γαμπρού. Από την Δευτέρα άρχιζε το δίπλωμα της προίκας από τις φιλενάδες της νύφης ώστε να αραδιαστή σε σχοινιά που δενόταν σταυροειδώς στην σάλα ή στο κελλάρι. Την Πέμπτη τα αράδιαζαν και την Παρασκευή πήγαινε ο κόσμος τα έβλεπε, κερνιόταν και εύχονταν να ζήσουν – να ζήσουν. Έστρωναν μια ψάθα κάτω και πάνω έβαζαν μσάλες. Τοποθετούσαν μσούρις (χωμάτινες σουπερίτσες) με μπουλγκούρι (σπασμένο σιτάρι) βρασμένο και φασούλια. Το μπουλγκούρι το έτρωγαν με τα χέρια και τα φασούλια με τα χλιάρια (ξύλινα κουτάλια). Οι ευχές έπαιρναν και έδιναν. Να ζήστη – να σας ζήσουν. Ηυχαριστούμει – ηυχαριστούμει και στη σας τέτοιες χάρεις.
Μετά έφευγαν οι ξένοι και έμεναν μόνο οι στενοί συγγενείς και οι φίλες της νύφης. Μάζευαν τα ρούχα από τα σκοινιά και τα έκαναν 12-15 μποχτσαλίκια. Δηλαδή τα έβαζαν μέσα σε μσάλις (άσπρα πανιά).
Το απόγευμα έρχονταν ο γαμρπός με τους συγγενείς και φίλους και τα λαλήματα (όργανα μουσικής Γκάϊντα), έφερναν δε την στολή της νύφης που θα φορούσε την Κυριακή. Στην αυλή της νύφης έστηναν τον χορό ή στο κελλάρι ή στη σάλα και αφού τους κερνούσαν ούζο και κρασί έπαιρναν οι γυναίκες από ένα μποχτσιά καθώς και την φορεσιά του γαμπρού και με χορούς και τραγούδια τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Χόρευαν και κει και έφευγαν στα σπίτια τους. Το Σάββατο φιλενάδες της νύφης και συγγενείς του γαμπρού θ’ αράδιαζαν τα προικιά στα σκοινιά που δένονταν στο σπίτι του γαμπρού.
Καφτάνια – φουστάνια – ποδιές κλπ., όλα με την σειρά. Ιδίως την Κυριακή του γάμου θα περνούσαν όλα τα κορίτσια για να την δουν. Έκαναν και κρυφό κουτσουμπολιό για το προικιό της νύφης και την νοικοκυρωσύνη της.
Το Σάββατο επίσης ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των οικογενειών θα σφαζόταν 1-4 αρνιά ή και μοσχάρι.
Το απόγευμα δε τα όργανα με τους φίλους του γαμπρού θα συνώδευαν το γαμπρό στο μπαρμπέρ (κουρέα). Ο κουρέας ευρίσκετο σε μια γωνιά του καφενείου, δεν είχε δηλαδή άλλο κατάστημα. Εκεί λοιπόν έπαιζαν τα όργανα και ξύριζαν τον γαμπρό καθώς και τους αρατίδκις (τους φίλους του). Επέστρεφαν πάλι στο σπίτι και έτρωγαν.
Το βράδυ γίνονταν οι Γύκνες. Μαζεύονταν στο σπίτι του γαμπρού φίλοι και συγγενείς και με τα λαλήματα πήγαιναν στη νύφη όπου γίνονταν το γλέντι. Εκεί ετοίμαζαν μια μσούρα μέσα στην οποία έβαζαν μια σκόνη γύκνα και ένα αναμμένο κερί στη μέση. Άρχιζε ο χορός και η νύφη με το πιάτο χόρευε πρώτη. Μετά το έπαιρναν οι φίλες της με την σειρά και χόρευαν όλες σέρνοντας (ήταν πρώτη) το χορό. Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τις πρωϊνές ώρες με χορούς και τραγούδια. Τα κεράσματα και οι ευχές ήσαν άφθονα. Τα κορίτσια διέλυαν γύκνα σε νερό και μ’ αυτό έβαφαν κόκκινα τα νύχια τους γιατί άλλα καλλυντικά δεν γνώριζαν. Χαρακτηριστικά τραγούδια που χόρευαν το βράδυ αυτό ήταν και τα παρακάτω:
7. Ψες αργά ν’αργούτσικα


Ιψές αργά ν’ τ’αργούτσικα
ιψές αργά του βράδυ
αν σε μαλών για με κουρί’ μ
πές με να μην διαβαίνω
που τ’ ν’ άμπουρά σου διάβηκα
κι απούν την αυλαή σου
Γλέπου της πόρτας ανοιχτή
κι της φουτιάς να καίη
Ακούου τ’ μάννας μάλουνι
κι ανάφιρνει κι’ μένα

Διάβιν’ αγόριμ’ διάβινει
πώς ήσαν μαθημένους
Αγάπη θέλει φρόνησι
θέλει ταπεινουσύνη
θέλει ματάκια χαμηλά
να χαμπηλοκυτάζουν.


8. Δω στουν απάν του μαχαλά (χορός πηδηχτός)
Δω στουν απάν’ του μαχαλά Κάπα – Λάμδα – Δέλτα – Ξι
στουν άλλουν παρακάτου για Κάπα και για Λάμδα


Νίκι’ αγαπούσα μια μικρή
ν’ αξίνη να την πάρου
Κι’ αυτ’ αξίνει και πλάτεινει
κι’ άλλουν καλόν ιήρει
κι μένα μι ξιαπάργιασει
σαν καλαμιά στουν κάμπου
Όποιους τα κάψει κόβιτει
κι’ όποιους τα φάει πηθαίνει
Κι’ όποιους του προυτουμύρισει  

Βάνου φωτιά στην καλαμιά
κι καίει η κάμπους ούλους
κι καίγουνται οι λεμονιές
που κάνουν τα λιμόνια
Κάμνουν λιμόνια πράσινα
τα φύλλα σιρματέϊνα  
αγάπη δέν κιρδαίνει
Ν’ εγώ ας του κόψου κι’ ας κουπώ
του φάγου και ας πιθάνου.


9. Σαββάτου βράδυ για Ρινοπούλα μου
Σαββάτου βράδυ για Ρινοπούλα μου
μι διώχνουν οι γονείς μου
Από το σπίτι μου κι’ από τη γειτονιά μου
Μέρους δεν ηυρα χουριό να ξενυχτήσω
Βρίσω ένα δενδρί στον κάμπου Κυπαρίσιο
κείνο μου μιλεί κείνο μου μιλάει
Ξένιμ’ ξέζεψει, ξένιμ’ τί δέν ξιζέφεις
Νά κι ρίζα μου κί δέσι ν’ τ’ άλογού σου
Να κι κλώνους μου κι σκάλουσ’ τ’ άρματά σου
Να κι’ ίσκιους μου κι πέσει κοιμήσου
Κι αύριον του πρου του νοίκι σου γηρεύω
Ακούστι θιέ κι γη μη του φδιχτήσει
Ως κι’ ένα δενδρί του νοίκι μου γυρεύει
Βρέ αχάριστη τι νοίκι σου γυρεύου
Μια σταλιά νιρό στην ρίζα μου να χύσης.

10. Αφέντης μου κάνει χαρά (Σταυρωτός)


Αφέντης μου κάνει χαρά
Μπασιραμαντίκ – μπασιραμαντίκ
Χαρά κι πανηγύρι
Σύριτζα βαρυαντυμένη
Γιάννη Τσάρη Γκαχουμένη

Κάλισαν ιννιά χουριά
κι δεκαπέντι κάστρα
κι’ κάλισαν κι’ μένανε
πού μ’ έχει μάναμ’ ένα νε


11. Γιάνν’ς του χουρό μουρ Λιμουνιά (Σταυρωτά)


Γιάνν’ς του χουρό μούρ Λιμουνιά
Γιάνν’ς του χουρό τούν έσυρνει
Λιμουνιά τούν καμαρών’ει
Λιμουνιά μου καραγκιόζα

Σφάξιμ’ μπαμπάμ’ μούρ Λιμουνιά
Σφάξιμ’ μπαμπάμ’ κι σκότουσιμ’
Πάλι του Γιάνν’ θα πάρου
Λιμουνιά μου καραγκιόζα


4ον ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Την Κυριακή το πρωί ο γαμπρός φορούσε το γαμπριάτικο κουστούμι, δώρο του πεθερού (σαρίκα – πκάμσου – γιλέκου – σαλταμάρκα – βρακί – κάλτσες – παπούτσια). Αφού τον κάπνιζαν με καλά λουλούδια, πήγαινε στην εκκλησία.
Μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας, ο παππάς διάβαζε τη σχετική ευχή και μετά πήγαινε στο σπίτι, όπου τον περίμεναν φίλοι, συγγενείς και όργανα, για να παν να πάρουν τη νύφη (οι γάμοι γινόταν μετά τη θεία λειτουργία).
Τ’ αδέρφια και 2-3 φίλοι του γαμπρού, ήταν πάνω σε άλογα και πήγαιναν μπροστά. Πίσω τα όργανα – ο γαμπρός με τους φίλους και συγγενείς. Η όλη πομπή πήγαινε πρώτα στο σπίτι του κουμπάρου. Ο Νούνος (κουμπάρος) ήταν έτοιμος. Είχε ετοιμάσει όμως και το Μπαργιάκι. Αυτό ήταν ένα ψηλό καλάμι και πάνω είχε ένα σταυρό. Επάνω στο σταυρό είχαν μήλο ή ρόϊδο. Το στόλιζαν ακόμα με πατλάκες (ψημένα ξηρά καλαμπόκια) που τις περνούσαν σε κλωστές. Ένα μεγάλο μαντήλι κόκκινο και άσπρο, με κρόσια και μπομπόνια γυαλιστερά κίτρινα, κρέμονταν από το σταυρό. Το μπαργιάκι το έπαιρνε ένας νέος και προηγείτο της όλης πομπής. Αφού παρελάμβαναν και τον κουμπάρο, κατευθύνοντο στο σπίτι της νύφης και πάλι, με χορούς – τραγούδια και λαλήματα (όργανα μουσικής).
Οι καβαλάρηδες άρχιζαν το τρέξιμο ποιος θα φτάση πρώτος ν’ αναγγείλη τον ερχομό του γαμπρού, να πάρη δώρο από τη νύφη, μα και να πάρη το άσπρο μαντήλι, που ήταν σκαλωμένο στο πιο ψηλό κλωνάρι της μουριάς. Αυτός που το έπαιρνε ήταν παλληκαράς και τ’ άλογό του άξιο. Στο μεταξύ έφτανε και η πομπή με το γαμπρό.
5. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
Η νύφη, από το πρωί ετοιμάζονταν. Οι φίλες της της φορούσαν τη στολή που την Παρασκευή της έφερε ο γαμπρός. (Καφτάνι – ατλαζένιο ή μεταξωτό – πουκάμισο – ποδιά – κάλτσες – παπούτσια – μαγλίκια – πέπλο πυκνό για να μην φαίνονται τα χαρακτηριστικά της – τέλια και κορδέλλες μπροστά και πίσω, καθώς και ντούμπλα (χρυσό νόμισμα) με τα φλουριά. Καθόταν πάνω σε άσπρο μαξιλάρι, που το είχαν τοποθετημένο σε μικρό κάθισμα, στη γωνιά του δωματίου. Στο μεταξύ οι φιλενάδες της έστηναν χορό και περίμεναν το συμπεθεριό. Σπάζαν δε πάνω στο κεφάλι, κυττάζοντας προς το εικόνισμα. Ένα από τα τραγούδια είναι:
12. Λεν έχου πουλί που φύλαγει


Λέν έχου πουλί πού φύλαγει
χειμών’(α) κι’ καλοκαίρι
του τάϊζα τη ζάχαρι
του πότιζα του μόσχου
κι’ απού τούν μόσχου τούν πουλύ
κι’ απού τη μυρουδιά του

ξισκανδαλίσκει του κλουνί
κι’ φεύγει του πουλάκι
κι’ πήρα τήν ιξόβιργα
πήγα να του γυρίσου
Γύρσει πίσου πουλάκι μου
κι’ έλα ανά τη μένα


Κι όταν φαίνονταν το συμπεθεριό τραγουδούσαν:
13.       Ισείς κινούργοι φίλοι
κινούργιοι συμπηθέροι
κουντουκαϊτέριστι
να χειριτής η νύφη
τη μάνα, του μπαμπά της
τ’ αδέρφια, τα ξαδέρφια
κι’ τους καλούς γειτόνους.
Έφταναν οι συμπέθεροι             φωνάζοντας έ-ε-ε-ε-ε-ε, ήχου – χου- ου. Τους καλωσώριζαν και οι μεν γυναίκες έμπαιναν μέσα, χαιρετούσαν τη ν’υφη, της έδιναν χρήματα και έλεγαν την ευχή: (Να ζήστη, να γηράστη κι’ ένα γκάτζιου άσπρου να αγοράστη (άσπρο γαϊδούρι). Τώρα πια ήρθε η στιγμή που η νύφη θα αποχαιρετήση τους δικούς της· γονείς, αδέρφια, συγγενείς. Ο αποχαιρετισμός γινόταν στο κατώφλι του σπιτιού. Έμπαιναν στην αράδα όλοι και η νύφη έκανε τρεις φορές σχήμα (είδος μετάνοιας), φιλούσε το χέρι, και αυτοί της έδιναν χρήματα. Οι φιλενάδες της δε τραγουδούσαν:


14. Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα ξεχωρίζεται
μάνα και θυγατέρα
Μάνα μ’ μαλίμ το χέρι σου
δός μου κι την ευχή σου
και πες πως δε μ’ ανάθρεψες

πώς δε μ’ είχες παιδί σου.

Περπάτα νύφ περπάτησε
πώς περπατούσε πρώτα
κι η πεθερά σε καρτερεί
στης εκκλησιάς την πόρτα.


            Όταν τελείωνε ο αποχαιρετισμός, θα έπαιρναν τη νύφη δυό κορίτσια του κουμπάρου και θα καθόταν μαζί στο αμάξι που το οδηγούσαν βόδια ή αγελάδες. Το αμάξι ήταν σκεπασμένο με ψάθα, πάνω στην οποία έρριχναν δύο ωραίες τσέργες (κουβέρτες υφαντές). Το είχαν δε στολίσει με πολλά λοιλούδια της εποχής. (Ιδίως χρυσάνθεμα, γιατί οι γάμοι γινόταν φθινόπωρο και χειμώνα, ως επί το πλείστον, που δεν είχαν γεωργικές δουλειές). Σχηματιζόταν η πομπή, το μπαργιάκι – οι καβαλάρηδες – τα όργανα – η νύφη, ο γαμπρός με τους συγγενείς και φίλους. Τότε οι φιλενάδες της νύφης τραγουδούσαν.

15.       Την πήραν(ε) τη νύφη μας
σιαπού την προβουδίσαν
στη βρύση για κρύου νερό
Να μην αργήσης κι να ρθης
Καλέ ας αργήσω κι ας δέ ρθω
την πέρδικα ήρθα για να διω
την πέρδικα κι’ τούν αητό.

6. ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
Την ώρα που ξεκινούσαν για την εκκλησσία, η μητέρα της νύφης την έρραινε με ρύζι ή βαμβακόσπορο, σημάδι ευτυχούς δρόμου για τη νέα της ζωή. (Αργότερα καταργήθηκε το αμάξι και η νύφη πήγαινε πεζή και σε όλη τη διαδρομή έπαιζαν τα όργανα – τραγουδούσαν οι νέοι και οι νέες και χόρευαν συγχρόνως). Όταν έφθαναν στην εκκλησία έτρεχαν όλα τα παληκάρια κοντά στη νύφη, έβγαζαν τις σιαρβέτες (ύφασμα μαύρο υφαντό αρκετά μακρύ) από το κεφάλι, τις άνοιγαν και τις έβαζαν γύρω από τη νύφη για να μην φαίνεται, μέχρι να μπη στην εκκλησία, ενώ συγχρόνως ερριχαν πυροβολισμούς και φώναζαν έ-ε-ε-ε.
7. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ
Μετά τη στέψη, η νύφη παραδινόταν από τον παπά στον γαμπρό για να την οδηγήση στο σπίτι του, όπου τους περίμεναν οι γονείς του για να τους υποδεχθούν. Επιστρέφοντας, ο χορός και τα τραγούδια, οι πυροβολισμοί και τα χου – χού – χού – ε –ε –ε – ε αντηχούσαν σ’ όλη τη συνοικία. Όταν έφτανε η πομπή στην αυλή του γαμπρού, τότε οι φιλενάδες της νύφης τραγουδούσαν:

  1. Έβγα – έβγα Μάϊκου (μητέρα)

έβγα να δης το γυιό σου
που φέρνει μια πιρδίκα
πιρδίκα μυρωμένη
στα κόκκινα ντυμένη
στα γαλάζια ζουσμένη
Στην πόρτα του σπιτιού περίμεναν τα πεθερικά τη και χαιρετούσε πάλι κάνοντας τρεις μετάνοιες. Η πεθερά τους ράντιζε με ρύζι ή βαμβακόσπορο, και ο πεθερός με μια πετσέτα θα οδηγούσε τη νύφη στον οντά (στο υπνοδωμάτιο των νεονύμφων). Εκεί σε μια γωνιά του δωματίου στεκόταν όρθια για να περάσουν οι συγγενείς του γαμπρού και οι φιλενάδες της να τη χαιρετήσουν. Εν τω μεταξύ θάρχιζε η προετοιμασία για το γεύμα πάνω στη σάλα ή στο κελάρι του σπιτιού, στρώνονταν ιδιαίτερα υφάσματα που τα είχε η νύφη υφάνει και κει πάνω τοποθετούσαν το φαγητό με μσούρες (χωματένια βαθιά πιάτα), που αποτελείτο από κρέας μοσχαρίσιο, αρνικό ή και χοιρινό με μπουλγκούρι (σπασμένο σιτάρι) ή λάχανο. Σέρβιραν δε και άφθονο κρασί που πολλές φορές το είχαν φυλαγμένο από πολλά χρόνια. Μετά το φαγοπότι θάρχιζε το γλέντι κι ο χορός που θα εξακολουθούσε ως αργά τη νύχτα. Ο χορός δε, θα γινόταν ή με τα λαλήματα (όργανα) ή με τραγούδια, χωρίς πολλές φορές να λείπη και η γκάϊντα. Εν τω μεταξύ η νύφη, όταν χόρευε το συμπεθεριό, έβγαινει με τα δώρα και δώριζε τους συγγενείς και φίλους του γαμπρού, σκαλώνοντας αυτά τους ώμους τους, ήσαν δε όλοι υποχρεωμένοι να χορέψουν φέροντας τα δώρα στους ώμους τους. Όποιος έσερνε το χορό, πετούσε στους οργανοπαίκτες κέρματα (χρήματα) και εκείνοι φώναζαν τζιάμπα-τζιάμπα απ’ τη χαρά τους, γιατί αυτά ήταν τη νύκτα, με χορό – κέφι και τραγούδια, τόσο χορευτικά όσο κι επιτραπέζια.
17.       Που θα πάτη σεις κουρτσούδια
θα πα να μάσουμι λουλούδια
να τα δώσουμ(η) του μπασιάκουμ’ (γαμπρό)
να τα βάλη στην τσιαλμάτατ (σαρίκι).

18. Παλληκάριαμ’ αντρουμένα (πηδηχτός)


Παλληκάριαμ’ αντρουμένα
τί στέκιστει πικραμένα
ένα τ’ άλλου διαλιγμένα
τα ντουφέκια κουρντισμένα
τα σπαθιά ξεγυμνουμένα

Τούν αφέντη σας τούν πήραν
κι’ τούν παν μακρά στα ξένα
Βόϊβουνταν κι χαζνατάρην
να ουρίζ’ τουν κόσμου ούλουν
να ουρίζ’ κι’ τα πιδιά του


19. Λεν σαραπέντε Κυριακές (συρτός)


Λέν σαραπέντε Κυριακές
κι’ δεκουχτώ βδουμάδες
Λέν δέν είδα του Γιαρέντη μου
να διάβη, να πιράση
Ιψές αργά ντ’ αργούτσικα
Ιψές αργά ν’ τού βράδυ
διαβαίνει κι’ πιρνάει
Μάναμ’ νιρό δεν έχουμει
πόψι κι’ τί θα πιούμι
αρπάζ’ κουρί του μαστραπά
στη βρύση κατιβαίνει

κι βρίσκει του Γιαρέντη της
στη βρύση να κοιμάτη    
Παίρνει νιρό στου στόμα της
για να τούν ξιαγρυπνήση
Κι’ μάνα του προεβάλλει
πού πάν’ π’ τού παραθύρι
Μουρή σκύλα μ’ μουρή ουβρό μ’
τ’ έχεις πού τούν η γυιό μ’
Θάν είνι γυιό σου κανακάρης
κάμει συντούκι απού καρα-
βάντουν κι’ κλείδουσέ τουν.


20. Στης Παναγιάς του μαχαλά (συρτός)


Στης Παναγιάς του μαχαλά
στης Παναγιάς τις μέρες
εκεί κλήμα εφύτρωσε
κλήμα ήταν φυτρουμένο
κλήμα μου ποιος σε φύτιψει
κι ποιός θα σι κλαδέψει
κάνει σταφύλι ραζακί
Κι’ αν μ’ εκάμη κι’ αν μ’ έθριψει
κι’ μούδουσε στα ξένα
ξένες μού πλαίν’ τα ρούχα μου
ξένες τα σκαματίζουν
κι’ τού κρασί βαμμένου
όπιους του κόψει κόβιτει
κι’ όποιους του φάει πιθαίνει
κι’ όπιους τους πρωτουμύρισει
αγάπη δεν κιρδάει
Να τοχει πιη κι μάνα μου
Να μή έχ’(ει) κάνει κι’ μένα
στην τρίτη όμους τη τη φουρά
δεν θέλσει να τα πλύνη
πάρει ξένημ’ τα ρούχα σου
κι’ πάντα στη μάνα σου
τα πλαίνουν μια τα πλαίνουν δυό
τα πλαίνουν τρεις κι πέντε

Αν είχα μάνα κι αδερφή
δεν θάρχουμαν σι σένα.


21. Ήταν πέντι εξ’ νταϊδεις (σταυρωτός)


Ήταν πέντι εξ νταίδεις
Μπρέ, μπρέ, μπρέ,
πέντ’ εξ νταήδεις
βρήκαν ένα κούφιου δέντρου
είχει μέσα κουκουβάγιες

έκατσαν κι τις μοιράσκαν
όλοι πήραν απού δύου
Του Γιαννάκ’ τούν δόσαν μία
Γάνιασει κι’ δεν την πήρει


22. Σουπάσιτει σιγήσιτει (ταπνό)


Σουπάσιτει, σιγήσητει
για βγήτι αφουγκραστίτει
να δήτι τι μας γίνικει
φέτους του καλουκαίρι
Πατήσαν κμέβδεις στα χουριά
κι’ στη μιγάλη τ’ χώρα
πήραν μανάδεις κι’ πιδιά
κι’ πηθηρές κι’ νύφεις
Πήραν τήν κύρ Γιαννάκινα
τήν πρώτ’ τήν τσιουρμπατζέϊσα
Ξυπόλτη τήν πιρπάτησαν
στα χιόνια κι’ στα μπούζια
Πιρπάτα κύρ Γιαννάκινα

στα χιόνια κι’ στά μπούζια
μέρ’ τ’ ασήμνια σί βαραίνουν
μέριμ’ τα μπιλιτζίκια
Κι’ αν σί βαραίνουν τά φλουριά
κι αν σι βαραίνουν τ’ άσπρα
Δε μί βαραίνουν τ’ άσπρα
Μόν’ μί βαραίν’ τ’ αντρούμ’ καϋμός 
κι’ του πιδιούμ η πόνους
Τούν άντρα μου τούν σκότουσαν
μπρουστά στην ομπουρά μου
(πρόσοψη του σπιτιού)
κι’ του πιδίμ του έσφαξαν
πάνου στην αγκαλιά μου.


23. Σαράντα παλληκάρια κι ένας γηραντάκους
Σαράντα παλληκάρια κι ένας γηρουντάκους
έκατσαν κι’ μιτρώνταν ποιος θα πάρ’ τ’ Μαρία
τ’ Μαρία τήν καραγκιόζα κ’ επίσει στού γέρου
κι’ την πέρν’ ου γέρους κι’ την πάει στ’ αμπε΄λια
της έκανει κριβάτι – κριβάτι για να κοιμάτη
κι’ αποκοιμήθηκ’ ου γέρους, σηκώντει Μαρία
πηγαίν’ (ει) στά παλληκάρια
κι’ ξυπνάει ου γέρους κι ρουφάει τη μίξατ’
κι’ σφουγγίζ’ τα γένιατ’
κι ρουτάει τ’ αηδόνια κι’ πιτροχιλιδόνια
μην είδιατη τ’ Μαρία τ’ Μαρία την καραγκιόζα.

24. Η Τσουρτσουλιάνους στην κουπρά (συρτός)


Η τσουρτσουλιάνους στην κουπρά
βγήκει για ν’ αγαπήση
τούν είδιει αλπού κι’ γέλασει
κι’ κότα χαχανίσκει
Τι είδιεις Αλπού κι’ γέλασεις
κί κόττα χαχανίσκεις
Είδια του χάρου κάν’ χαρά
κι’ κάλισει κι μένα

Είχει χιλιάδεις πρόβατα
κι’ δυό χιλιάδεις γύγδια
Είχει κι’ έναν παλιάουγου
κι’ κείνους ψουρισμένους
Τ’ όνα τ’ αυτίτ’ ήταν κουφό
κί τ’ άλλου δέν κυτούσει
Τ’ όνα του πόδτ’ ήταν κουτσό
κι’ τ’ άλλου δέν πατούσει.


25. Κάτου στ’ βατσνιάς τη ρίζα (σταυρωτός)


Κάτου στ’ βατσνιάς τη ρίζα
φωνάζει κι τα πιδιά της
κάθονταν κυρά μας Ανίκα
έβγαινει τη μαμουλίκατς
ξέπλιγει κι τα μαλλιά της 

παντρειά ζητάει καρδιά μου
τούτηνα την αβδουμάδα.


26. Μάμαν μηλιά στου Γαλατά (του τραπεζιού)


Νάμαν μηλία του Γαλατά
Έρ Γαρουφαλιά στήν Πόλη
Έρ νάμαν κι’ ένα ψηλό δεντρί
μώρ στην άκρα της θαλάσσης.
Αχ νά πότιζα τη ρίζα του
Έρ ν’ αξίνουν οι κουρφάδεις τ’

Άχ νά κάμναν σκάλα ν’ ανηβώ
Έρ στήν πιό ψηλή κουρφίτσα
Έρ νά διώ τήν Πόλη πώς καίγητει
τήν Προύσα πώς ριμάζει
Έρ να διώ τού Τούρκου τ’ άλουγου
Του Γάλλου τού γαλόνι


8. ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Την άλλη μέρα γινόταν (η Δευτέρα). Πολύ πρωί μαζεύονταν στο σπίτι του γαμπρού συγγενείς και φίλοι ντυμένοι καρναβάλια και ο καθένας έφερνε από ένα πιάτο με διάφορα γλυκά για τη νύφη. Έλγαν διάφορες φράσεις, που δεν επιτρέπεται να γράψουμε.
Στο μεταξύ ο πεθερός και η πεθερά πηγαίνουν στο υπνοδωμάτιο των νεονύμφων, να διαπιστώσουν αν η νύφη ήταν παρθένα. Αν πράγματι ήταν τότε έρριχαν στο κρεβάτι χρήματα και γνωστοποιούσαν το σπουδαίο αυτό  γεγονός με ένα πυροβολισμό. Τότε έρχονταν όλοι οι συγγενείς και έρριχαν και αυτοί χρήματα στο κρεββάτι. Η νύφη έπαιρνε μια πετσέτα και μια στάμνα και έρριχνε στον πεθερό της νερά να πλυθή. Κατόπιν άρχιζε και πάλι το γλέντι με όργανα και τραγούδια.

27. Κάτου στ’ Μπαμπαριάς τούν κάμπου (συρτό)


Κάτου στ’ Μπαρμπαριάς
τούν κάμπου
τα ψαρούδια έχουν χάρι
τί να ντύσου τί νά βάνου
πκάμσου δέν είχα νά βάνουν
νταίνου τόνα νταίνου τάλλου
νταίνου τού μπαμπάμ τ’ σιαλβάρ
άντα βγαίνου κι’ αγναντεύου
ου λαγός λαλάει τή λύρα
κι’ αλεπού τό τεμπελέκι
τα μυρμήγκια πανηγύρι
κάλισαν κι μένα νούνου
κάϊκουσια κι’ γω δεν πήγα
κι ή σκαντζόχοιρος ή σγουρούς
κάν’ τ’ χειλώνα μί του μάτι
Έλα βράδυ στού κριβάτι
Να φιλήσης μαύρου μάτι
κι τσιμπουριασμένου λάκρου
(σβέρκος)


 
28. Τι να κάμου έρημους (σταυρωτός)


Τί νά κάμου ερήμους
μί τή γυναίκα πώχου
του Γηνάρ και του Φλιβάρ
μί προυβουδάει στού θέρου
θέριζα ξιθέριζα
ούλου βρουχές κι’ χιόνια
κι’ άν τα του θυμώνιαζα
ούλου κρουσταλλάκια
Κίνησα κι γώ καϋμένους
να πάνου σπίτι
βρίσκου τή νοικουκυρά
πού μαγειρεύει
απλούσα κι γω καϋμένους
σα νοικοκύρης
σκών του σιδηρόφκιαρου
μι χπάει μια στού χέρι
αν τάχου γώ τούς φίλους μου
νά μήν παραπλώνεις
νά τού κουτσιουκάλαθα
νά τού ξηροκόμματου
μέσ’ τήν κουτσιουκάμαρα
νά τού ντουμπουλόγαλου
μέσ’ του κουτσιουμπουλόκαλου
φάει κι’ ντιρλίκουσι σκάσει κι πέσει


29. Κλαίν οι φράκτες για πουλιά (πηδηχτό)


Κλαίν οι φράχτες γιά πουλιά
κι’ οι βάτσνές γι’ αηδόνια
κλαίει κι ένας νιούτσικος (νέος)
γιά μιά βουλγαροπούλα
πώχει τά χίλια πρόβατα

τά πεντακόσια γίδια
σκυλιά να φάν τα πρόβατα
κι’ λύκους τα κατσίκια
άρα κατάρα σδίνου γέμ’
βουλγάρα να μην πάρης.


            30.       Σήκου κυρά νύφ’ μ’ ότ’ έφιξει
πότι θά ζυμώης ιννιά ψουμνιά
κι’ θα φουκαλίσης ιννιά μαντρά
κι’ θά προβουδίσης ιννιά μουσκού
Μέρα νύχτα πιρπατούσα
μι τ’ αστρί μί του φιγγάρι
μί τη ρόκα στού ζουνάρι.

31. Πιθηρά προς πιθηρούδα (συρτός)


Πιθηρά πρός πιθηρούδα
ανιβαίν’ στούν πύργου απάνου
κι’ δέν θέλι να κατέβη
κι’ τής τάζουν του πουκάμισου
πιθηρά απ΄ τη χαρά της
τσ’ ήρθη για να κατουρίση
μέσ’ τη μέσ’ του Μισουχώρι
σκών τα σπίτια σαν καράβια

κι’ δεν θέλι να κατέβη
κι’ της τάζουν τή μισάλα
κι’ δεν θέλ’ νά κατέβ’
κι’ της τάζουν του αταργάτση
ντιμιρτζής απ’ τη χαρά του
πέρ’ του σνίκι στού κιφάλι
του σεπέτι στν’ αμασχάλη.


32. Πιθηρά προς Πιθηρούδα (συρτός)


Πιθηρά πρός πιθηρούδα
βράσει μας φαγί νά φάμη
στού μικρό του καζανούδι
απού παίρν’ πουλύ κι’ λίγου
οπού πάιρν’ πέντι γηλάδια
κι’ τού μπάσι του ντανάδι
έκατσι κι νύφ’ να φάγη
τό ν’ του δόντιτς δεν αρτήθκει
πιθηρά προσπιθηρούδα
βγάλει μας κρασί να πιούμη
στού μικρό του βαριλάκι
πού παίρν’ πουλύ καί λίγου
πού παίρν’ διακόσια μέτρα
Πήρη για να πιή κι η νύφη
τό ν’ του χείλη της δέν βράχκει


33. Αφέντης μας κάνει χαρά (πηδηχτός)


Αφέντης μας κάνει χαρά
μπασιαραμαντίκ-μπασιαραμαντίκ
χαρά κι’ πανηγύρι
σίριτζα βαριά ντυμένη.
Καλισαν κι’ ιννιά χουριά
μπασιαραμαντίκ-μπασιαραμαντίκ
κι’ δικαπέντι κάστρα

σίριτζα βαριά ντυμένη
Γιάννη τσάρι γκαζουμένη
Κί κόλισαν κι’ μένανι
μπασιαραμαντίκ-μπασιαραμαντίκ
πού μ’ έχει μάναμ’ ένανε
σίριτζα βαριά ντυμένη
Γιάννη τσάρι γκαζουμένη.


34. Μέσα στ’ μές στην Ιντιρνέ (Αδριανούπολη)


Μέσα στ’ μές στήν Ιντιρνέ
βάνει κόρη κι’ λούζιτει
κί’ μάνα της τήν επλήνει
ξήντα κουσούδεις τν’ εφκιάνει
ξήντα ρουμπιέδεις τν’ εβάνει
κρύου νιρό τής γύρηψει
κρύου νιρό δέν τούδουσει
τού μαχιράκι τ’ έβγαλει
κι στήν καρδίτσα τς τόβαλει
λιανά κουμμάτια τ’ ν’ έφκιασει
κι’ γιά νιρό τήν έστειλνει
Κανένας δέν την σταύρουσι
τού τσιουμπανάκι τή σταύρουσι
κι’ στού μαντήλτ τήν έμασει
κι’ στ’ μάνα της τήν έστειλει.


 
Ενώ όλοι διασκέδαζαν στο σαλόνι ή στο κελάρι ή στην αυλή, οι πιο γερόντισσες απομόνωναν τον γαμπρό σ’ ένα δωμάτιο και του τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια. Δεν τα γράφουμε, γιατί το περιεχόμενό τους είναι πολύ σόκιν. Αναφέρουμε μόνον ένα μέρος από το παρακάτω τραγούδι:
15.       Αχ! δέ σί ρουτώ γαμπρέ
πώς τά πέρασις ιψές;
σί πίστασι ανήφουρους
σί κούρασι του μινουπάτ;
Ήταν νύφ’(η) μας στρουμπουλή;
ήταν κι’ ζουμιρή
Αχ! δέν σι ρουτώ γαμπρέ
……………………………………………

36. Πούναι δενδρίτσι πράσινου


Πούναι δενδρίτσι πράσινου
μά τούν αλήθιου του Σταυρό
νάχ’ ασημένια ρίζα
κι’ τα φύλλα συρματέϊνια
κι’ κάτου στη ριζίτσα του
καϋμό πούχει καρδίτσα του
Τρείς αγαπητικές μου
κι τρείς είνι δκές μου
Η μια ήταν απ’ τα νησιά
βαστάει πουλύ καλά μυαλά
η άλλη απ’ τα Μαράσια
σαν του Μάη μί τά κιράσια
βρύσεις κρύου νιράκι
στουλισμένου κουριτσάκι
κι’ έσκυψα να πιώ νιρό
κουρτούδα μ’ δέ σι λησμουνώ
νά πιώ κι’ να γιμίσου
κι’ νά μή σ’ αλησμουνήσου
Έχασα του μαντήλι μου
μή λυπιόστι φίλοι μου
τού χρυσουκεντημένου
τ’ αργυροσγουραφιασμένου.
Εμείς θά του κιντήσουμι
κι’ θα του σγουραφίσουμι
η τρίτη η μικρότερη
απ’ όλις η ομορφότερη
ήταν απ’ του Νεοχώρι
πού τήν αγαπούσαν όλοι
Τήν αγάπησα κι εγώ
Νά τήν πάρου δεν μπουρώ
να τη μιλήσου κλαίει
κι’ τ’ μάνα της του λέει
Ρώτησα τ’ γειτόνισσα
που είν’ η κόρη π’ αγαπώ
μέσα είναι κι’ κοιμάται
Αχ! η σκύλα! δε σι λυπάτει;


            Και όταν φούντωνε το γλέντι και όλοι ήταν πια στο κέφι (γιατί το κρασί και οι μεζέδες ήταν άφθονα, έκαναν ένα γύρο σ’ όλο το Σουφλί χορεύοντας με τα όργανα και τα τραγούδια. Οι περισσότεροι, όπως και παραπάνω ανέφερα, ήταν μασκαρεμένοι (ντυμένοι σαν σε καρναβάλι) και προκαλούσαν το γέλιο σε όσους τους συναντούσαν. Πολλοί ανέβαιναν πάνω στα γκατζόλια (γαϊδούρια). Πρώτα πήγαιναν και στον κουμπάρο. Σε κάθε πλατεία που περνούσαν, σταματούσαν, χόρευαν και κερνούσαν όσους συναντούσαν (είχαν μαζί τους μπουκάλια με ούζο στο χορό. Έτσι, διασκεδάζοντες, γύριζαν και πάλι στο σπίτι του γαμπρού, όπου θα εξακολουθούσε το γλέντι ως αργά, με χορό και τραγούδια.

37. Σμυρλιά (ταπνός χουρός)


Νί δώ στού πέ-μουρί Σμυρλιά
Νιδώ στούν πέρα μαχαλά
κι’ εκεί στήν κάτ’ τή γειτουνιά
Κί κεί στήν κα-μουρί Σμυρλιά
κι’ κει στήν κάτ’ τή γειτουνιά
φυτρώνει μιά τριανταφυλλιά
Κι’ απόλκει κλώνους κι’ κλουνιά
κι σκέπασει τη γειτουνιά
Τή γειτουνιά τν’ αρχόντισσα

κι’ τήν αρχοντοπούλισσα
Τ’ ακού τ’ ακούς γειτόνισσα
τ’ ακούς τ’ ακούς μουρί Σμυρλιά
Να πης τή θυγατέρα σου
να μη πλυθή να μη λουστή
Κι’ απ’ τήν πόρτατσς νά μη βγη
να μήν τη δει ο γυιόκας μου
Τριλαίνιτει-λουλαίνιτει
μί μαχαίρι μαχιρώνιτει.


  1. Ήταν ένας γέρους (πηδηχτός)

είχει τρεις κουπέλλες, τρείς αρετές
Κι’ τις τρείς τις στέλνει στού δάσκαλου
κι’ δάσκαλους τίς στέλνει για κρύου νιρό
Γίδρουσι κουπέλλα κι ‘μόρφινει
σάν τήν ειδ’ ου γέρους τήν άρισει
Έλα κουπιλούδα μ’ να παίξουμι
Δεν φοβάσει γέρουμ’ πού τού Θειό,
όσου κρίμα είνι ας τώχου γώ.

39. Ανάθιμα του Βασιλιά (πηδηχτός)


Ανάθιμα του Βασιλιά
Κι’ μύρα ανάθιμά τουν
Μαζώνι κόσμου κι’ παιδιά
κι’ αρχίνησει να κλαίη
όπου κι’ αν πας Γιαρέντη μου
κι’ γώ μαζί σου θα ρθου
Ούλα τα φτουπχοπαίδια
Μαζώνει κι έναν νιούτσικου
τρεις μέρες παντριμμένου
Τήν Κυριακή παντρεύουνταν
Διυτέρα όλη μάρα
κι την Τετάρτη του ταχιά (πρωί)
κουντά να δώσ’ ου ήλιους
Η νιός τη μανατ’ έλιγει
η νιός τη μανατ λέγει
Βγάνει μάναμ’ τα ρούχα μου
ν’ όξου μιρά στήν πόρτα
να μη του νιόσ’ η νύφη σου
κι’ θ’ αρχινήσ’ να κλαίη
Κι’ νύφητς πάλι τ’ ακούει   

Νά σ’ μαγειρεύου να δεπνάς
να στρώνου να κοιμάση
να δίνου κι’ του γρίβουσου
πασάτα κι χουρτάρι
πάσα βραδύ, πάσα ταχύ
πάσα του μεσημέρι
Ικεί π’ θα πάνου γω κουρίμ
κουράσιου δεν πηγαίνει
Δε μαγειρεύουν δε δειπνούν
δε στρώνουν, δεν κοιμούντει
βάνουν του χέρι ψκέφαλου
κι’ του σπαθί για στρώμα
παίρνουν κι’ του τουφέκι τους
δίπλα στην αγκαλιά τους.


  1. Μια καλή νοικοκυρά (συρτός)

Όπιους είνι παλληκάρι
Έτσ’ εινι μάτια μ, μα την Παναγιά
Ντέρτι δε βάνου μέσα στην καρδιά
Όποιους είνι κουριτσάκι
Πιρπατεί – πιρπατεί σαν λουλουδάκι
Έτσ’ είνι μάτια μ’ μα την Παναγιά
ντέρτι δε βάζου μέσα στην καρδιά
Όποιους είνι παντρεμένος  παντριμένους
πιρπατεί – πιρπατεί βασανισμένους
Έτσ’ είνι μάτια μ’ μά την Παναγιά
ντέρτι δέ βάζου μέσα στην καρδιά

42. Κάτου στην Αγιά Βαρβάρα (σταυρωτός)


Κάτου στήν αγιά βαρβάρα
έκανα χρυσή κουμπάρα
κι’ έμαθα του μινουπάτι
πήγινα κι’ κάθε βράδυ
μ’ έπιασαν κι’ μια βραδυά
μεσ’ τα κουμπάρας τ’ ν’ αγκαλιά
Δε μου δόσαν κι πουλλές
πιντακόσεις κι καλές.
Κι’ μού τρίψαν του κιφάλι
σάν του τρύπχιου του τσουκάλι
Δε μου δόσαν μνιά κι δυό
κι μου κάναν τα πλευρά μου
μαλακά σαν τα κοιλιά μου
Κι’ μού κάναν κι τα πόδια
μαλακά σάν τ’ αχταπόδια.


 
43. Φέτους του Καλουκιράκι (πηδηχτός)


Φέτους του καλουκιράκι
φύτιψα ένα ‘μπιλάκι
ούλου λίμουνες αράδα
λιμουνές και κυπαρίσια
Πάει η κλέφτης να τα κλέψη

Κλέφτη μου μή κλέφτς τα μήλα
μην κουρφουλουγάς τα φύλλα
τάχ’ Αγάς μου μετρημένου
ένα τ’ άλλουτς διαλιγμένα
στού τιφτέρτ’ απιρασμένα


44. Παλληκάρια ν’ έσκαφταν (συρτός)


Παλληκάρια ν’ έσκαφταν
μί τ’ ασημουμάχιρα
Ασημοχώρι’(α) έβγαιναν
στήν πουδιά τα του μάζουναν
Κί τού χουματάκι σου
Φέρτου μένα να στουλιστώ
Να στουλιστώ ν’ αρματουθώ
Στού γυαλό να κατιβώ
Στη μηλιά του πήγιναν
Νά μηλιάμ’ του χώμα σου
Νά μηλιάμ’ του χώμα σου  

να μαράνου τρεις οι νιές
τρείς οι νιές η δώδικα
κι’ ως τις δικατέσσιρις


9. ΤΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΙΑ Ή ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ
Την τρίτη το απόγευμα θα στολίζονταν η νύφη με τα πιο ωραία φορέματα και μαζί  με τις φιλενάδες της θα πήγαιναν στον ποταμό Έβρο να πάρη νερό με την λαγήνα της (στάμνα) και να ρίξη χρήματα. Αργότερα δεν πήγαινε στον Έβρο, γιατί ήταν μακρυά. Πήγαινε σε πηγάδι. Το ίδιο το βράδυ έκανε τραπέζι τους νεόνυμφους ένας από τους συγγενείς τους.
Την Παρασκευή οι γονείς της νύφης έστελναν κουφέτα και ούζο ως επίσημη πρόσκληση για τα ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ ή ΕΠΙΣΤΡΟΦΙΑ (επιστροφή των νεονύμφων στο σπίτι της νύφης).
Οι νεόνυμφοι συνοδευτόμενοι και από τους δύο γονείς του γαμπρού, πήγαιναν το βράδυ του Σαββάτου.
Ντυμένοι με το λήν τα καλά τα (τα γιορτινά). Χαρές και γέλοια ακούγονταν σε όλη τη διάρκεια του γεύματος. Αν υπήρχε κανένας συγγενής που να τραγουδά έλεγε διάφορα επιτραπέζια τραγούδια. Ένα απ’ αυτό είναι το παρακάτω.

45. Τρείς αρχοντάδες κάθουντι (επιτραπέζιο)


Τρείς αρχουντάδες κάθουντι
κάθουντι τρών κι πίνουν
έχουν κι ένα σκλαβόπουλο
ισείς μού λέτε σήκου
γιά πιάστε μη σηκώστι μι
κι βάλτει μι να κάτσου
μικρό ‘ταν του καϋμένου
κι’ τούλιγαν τραγούδισει
σκλάβεμ’ πες μας τραγούδια
Ν’ ιγώ σας λέγου δεν μπουρώ 
κι να σας πω τραγούδια
γιά ν’ ακουστώ σ’ ιννιά χουριά
σι δικαπέντι κάστρα

κί βάλτει μι να κάτσου
κί δώστει μι να τη λύρα μου
του νιό μου του πιχνίδι
να σας λαλήσω αγαλινά
για να μ’ ακούσ’ η μάνα σου
να χύν’ τα δάκρυα σα βρουχή
θάν’ σιγανή ψιχάλα.


Όταν  τελείωνε το γεύμα οι γονείς του γαμπρού έφευγαν. Οι νεόνυμφοι όμως έμεναν και έφευγαν το απόγευμα της επόμενης ημέρας. Στις είκοσι δύο ημέρες η πεθερά θα πήγαινε τη νύφη στην εκκλησία. Η νύφη θα χάριζε στην εικόνα της Παναγίας πετσέτα ή πουκάμισο. Η νεόνυμφος επί ένα χρόνο δεν έπρεπε να δη νεκρό ούτε να επισκεφθή λεχώνα για να ζη ευτυχισμένη και χαρούμενη σε όλη τη ζωή της.
Περιγράψαμε με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για τον ΕΡΩΤΑ – ΑΡΡΑΒΩΝΑ – ΓΑΜΟ όπως γινόταν πριν 150 χρόνια περίπου στο Σουφλί. Για την συγκέντρωση των πληροφοριών μου εργάσθηκα αρκετούς μήνες και απασχόλησα επί πολλές ώρες τους πληροφοριοδότας μου. Τα άπειρα ευχαριστώ μου, θα ήταν λίγα για την υπομονή και την πνευματική κούραση που κατέβαλαν οι υπερήλικες αυτοί Σουφλιώτες, ώστε με ακρίβεια να μου παρέχουν τις πληροφορίες που τους ζητούσα. Ιδιαιτέρως τον Σεβαστό μου διδάσκαλο κ. Δημήτριο Σεϊτανίδη για τις πολύτιμες πληροφορίες οι οποίες συνέβαλαν πολύ εις την επιτυχή αποπεράτωση της όλης εργασίας.
Θα ήταν όμως μεγάλη παράλειψη αν δεν ευχαριστούσα και τον Σεβαστό μου κ. Επιθεωρητή, διότι μας υποκίνησε για την συγκέντρωση λαογραφικής ύλης, με την οποίαν ουδείς μέχρι σήμερα ασχολήθηκε.
Μετά από την προσφυγιά του 1914 και τους Παγκόσμιους Πολέμους, ο μοντερνισμός εξαφάνισε κάθε ίχνος απ’ τα παλιά εκείνα και όμορφα ήθη και έθιμα που είχαν οι πρόγονοί μας. Σήμερα δεν έχει μείνει τίποτα που να μας θημίζη τις άδολες εκείνες συγκεντρώσεις τους με τους χορούς και τα αγνά τους τραγούδια βγαλμένα όλα απ’ τη ζωή τους. Που είναι αλήθεια εκείνη η αρχοντιά, η αγαθότης, η καλωσύνη;
Η γκάϊντα, το αγαπημένο τους αυτό λαϊκό όργανο, που ξεσήκωνε νέους και γέρους, κι’ αυτή ακόμα έχει εξαφανισθή.
Παραθέτω ακόμα το ποίημα «ΧΑΡΑ» το οποίο είναι μια σάτυρα γραμμένη από τον κ. Γεώργιο Καψαλίδη δάσκαλο στα χρόνια της σκλαβιάς, γραμμένη με το γλωσσικό ιδίωμα που μεταχειρίζονταν ποτέ οι Σουφλιώτες, με την πεποίθηση πώς κάτι θα προσφέρη κι’ αυτό στη λαογραφία του τόπου μας.
Η ΧΑΡΑ
Άκστει μια τρανή χαρά
απ’ γίνκει προυχτές τ’ ν’ απουκρά
σιακεί χαμπλά στ’ Γιλαδαρά
πίσου που του σπίτι τ’ Αντρά
Κι απχιάνει αυτή Χαρά
απέκ’ απού την τρανή τ’ μουρά
(που ‘νει τώρα αϊλιά ξηρά
κι ανοφιλέ τσ’ βάνου κουπρά
κι’ την τλίγουν μί τφιλουρά (φλοιός της μουριάς)
Κι πάϊνει ως τ’ Λία τν’ αμπουρά.
Θάμαξαν ούλ’ μι τ’ Χαρά
κι είπαν –Τ’ είνι τούτου … Μπράααα….
Ήταν μια μέρα Βρουχιρά
κι ένας αγέρας φσούσει θάν απ’ του βουρρά
Του μαντλούδ’ σκαλουμένου πουρπουλίζονταν
πούταν στν’ αυλή παράλιρα στ’ μουρά
κι’ και τηρούσι π’ Χαρά
Συμπιθέρ’ καμνιά δικαρά
προυσκαλισμέν’ πού τσ’ νύφς τμιρά
κάθουνταν αρά – αρά
ψλά σί μνιά ψάθα φαρδά
κι’ ήταν σκιπασμέν’ μι μνιά γούνα
έμπιτζε πού τσ’ άκρεις μαλλιαρά.
Έκουφταν τζάφτεις έτρουγαν σπόργια
είχαν μπρουστάτς ντουρόκ του παγούρ (γεμάτο)
Για μιζέδις είχαν: Μνιά μσούρα λαχαρμνιά
είχαν αρσιάτα, τυρί λιμπιμπούδια, ιλές, ένα
πνάκ καλπαζάνια γιουμάτ
πού τού ξίδ’ πιπιρούδια
Είχαν κι’ για τσιμλπέτζμα
ένα πνάκ σταφλαρμνιά
Μι τις τσαλμάτεις παπέοι (γέροι)
κατσουφιασμέν’ κείθι μηρά
κάθουνταν σί μνιά καβάκα ξηρά
πούταν πισμένη ικεί στήν κουπρά
γκαζγκαλούσαν του χώμα
κι’ καϊτηρούσαν τ’ χαρά
Ρόπουτους ακούσκει, σώπατι γιά
έρθουντι θάματ’… έρτει χαρά.
Μπάμ – μπούμ… φουνές κακό που μακρά
Έ-εεεε… ήχου χου χου χου
Συμπιθέρ πούστι για…
Νά τα λαλήματα ήρθει χαρά
Να του Μπαργιάκ μ’ ένα ρόϊδου μπαμπάτσκου
πατλάκις, σταπίδις οι μνιά μπλάνα μακρά
κισκιβράκ χουφτωμέν’ καλαμίδα γιρά
κι’ τά γκζάνια (μικρά παιδιά) αλλαγμένα
μί τα τέλια στουλισμένα
γιγίν στήν κουπρά…
Συμπιθέρ – συμπιθέρις αρα – αρά
τ’ νύφ’ γιά να πάρουν να γέν’ χαρά
Να κι’ γαμπρός κί μπράτμους
μί τ’ μαντζίρκ πιπιργιά (κόκκινη πιπιριά καφτερή)
κι ούλα αυτά για τ’ χαρά.
Μί μνιάς σκόντι ούλ’ στού πουδάρ
τα λαλήματα πήραν του «Εϊγκαλιζέρ»
Στέκιτει μουρή νύφ προυσκνάη
Νύφ’ θα φανή… Βήκει απ’ του κιλάρ
Φίδ’ μαύρου μας έχ’ φάει βρε πιδγιά
Κρίμα στα έξουδα κρίμα στ’ χαρά
Νύφ’ ήταν μιο φουβιρά (άσχημη τρομακτική)
ήταν ένας μπάτσαρους μι μνιά μύτ’ σουγλιρά
Θάν ουραχτσίδα παλαμαρά (γεωργικό εργαλείο  που
έχουν γεωργοί όταν θερίζουν)
Γλώσσα θα πης θάν πιγκρανγκρά
Μπέτκου τίποτα (πολύ άσχημο)
θάν κιούπα χουντρά (πολύ μεγάλο πήλινο δοχείο)
Αρκδίσιου πιρπάτιμα αρά – αρά
Σαλάντζι τμέστς θα μισαρά (κουνούσε τη μέση)
Πούθι πιρνούσι μύρζι θα βρουμουκαρά
Πρικνιάρου – βλουγιάρου θάν ξιμέν’ σκιουμγιά
Κρίμα στα έξοδα, κρίμα στ’ χαρά
αυτή χαρά τβήκι αλμυρά.

Εξήγηση των λέξεων
Πρέπει να εξηγήσω πώς τα παλαιά χρόνια, όπως αναφέρω τον σημερινό γάμο τον λέγανε χαρά. Άκουες να λένε: Που θα πάτη μουρή; Στ’ χαρά Τζιμπιλούδας (όνομα).
Γιλαδαρά = Πλατεία Νάνου σήμερα
Αϊλιά – χωρίς αμφοβολία
Αναφιλέ = στα χαμένα
Πουπουλίζονταν = πετούσε δώθε – κείθε
Τζάφτις = κουβέντες
Ντουρούκ = γεμάτο
Μσούρα = πιάτο βαθύ χωμετένιο
Αρσάτια = γλυκίσματα
Πνάκ = πιάτο χωματένιο
Καλπαζάνα = μεγάλο πιάτο χωματένιο
Τσιπλέντζμα = για να περνά η ώρα
Σταφλαρμνιά = σκορδιστό σταφύλι
Τσαλμάτα = σαρίκα ειδικό κάλυμα της κεφαλής
Γκαζγκάλζαν = σκάλιζαν
Ρόπουτους = θόρυβος
Κίσκιβράν = σφικτά
Κζάνια = μικρά παιδιά
Γιγίν = όλοι μαζί τσούρμο
Εϊγκαλιζέρ = Τούρκικο τραγούδι
Σουγλιρά = μυτηρά
Σαλάντζι = κουνούσε
Μισιρά = σημαδιακά (κυρίως άρρωστος που δεν κουνιέται από
το κρεβάτι του).
ΜΕΤΑΞΙΑ ΤΣΑΚΜΑΚΗ
Διδ/σα του Β’ Δημοτικού Σχολείου Σουφλίου, Σουφλί Μάϊος 1966