Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

 

Free WebSites Counters
Μοναδικοί επισκέπτες
Visit Counter  

 

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Στις δεκαετίες 1950 και του 1960, στο χωριό μας, εκτός των άλλων, ανθούσε και η κτηνοτροφία. Κάθε σπίτι εκτός από το «ζευγάρι» των ζώων για τις βασικές γεωργικές εργασίες, θα είχε το γουρουνάκι του, βουβάλια, βοοειδή, κατσίκες, και μοσχαράκια για πάχυνση και ενίσχυση του εισοδήματός του. Υπήρχε και χοιροτροφία με 2-3 κοπάδια, σε οικογενειακό επίπεδο, αλλά και αρκετά κοπάδια με αιγοπρόβατα που έβοσκαν στα πολλά και καταπράσινα λιβάδια του χωριού.

Κάθε τρεις και μία, οι μεσίτες ζώων, οι τζιαμπάζ(σ)ηδες, παζάρευαν και συμφωνούσαν την αγοραπωλησία των βοοειδών κυρίως, με τα οποία οι μεγαλέμποροι γέμιζαν μεγάλα ψυγεία με σφάγια και τροφοδοτούσαν τα μεγάλα αστικά κέντρα με αρίστης ποιότητας κρέας. Ο γεωργός, σαν ενθύμιο θα έφερνε στο σπίτι την ουρά του ζώου για φαγητό και ίσως και κανένα κομμάτι από το συκώτι, αν ήταν δεινός διαπραγματευτής

Θυμάμαι την αυλή του σπιτιού μας με τα εφτά βουβάλια που είχαμε, χώρια τα βοοειδή μας.

Για τα βουβάλια προσλαμβάνονταν βοσκοί, οι βαλάρηδες ή μαντατζήδες, και για τα κατσίκια οι κατσκάρδις, όλοι με δημόσια συμφωνία ή μειοδοτικό διαγωνισμό, αν υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι, ετήσιας διάρκειας που άρχιζε και έληγε τον Άη Δημήτρη.

Και για τα μεν βουβάλια η όλη διαδικασία γινόταν εδώ στο στο σταυρό, στο σπίτι του «βαλου-μπουγά», ενώ για τα κατσίκια στη βαθόστρατα, αρχής γενομένης από την πλατεία του χωριού.

Προνομιακή θέση είχαμε εμείς οι μαθητές, που από την αυλή του σχολείου, εν είδει κερκίδας, παρακολουθούσαμε την όλη διαδικασία, κάτω στη βαθόστρατα.

Γέμιζε ο τόπος από τα κατσίκια, ενώ οι υποψήφιοι «κατσικαραίοι ή κατσκάρδις» κάθονταν σε μια μεριά τα στράτας, παζαρεύοντας με τους ενδιαφερόμενους το τίμημα της εργασίας τους, που συνήθως ήταν ένα χρηματικό ποσό ή ποσότητα γεωργικών προϊόντων, και απαραίτητα το ημερήσιο φαγητό του βοσκού, το οποίο ήταν ένα σουμούν ψουμί, ένα κλειδουπίνακου τυρί και ό,τι καλούδι του προσέθεταν από την καλή τους την καρδιά οι οικοδέσποινες.

Θυμάμαι τους βουβαλάρηδες, και ιδίως τον πάππο το Μαύρο, που έρχονταν με τον τροβά του, μία μέρα για κάθε ζώο, εκ περιτροπής, και μια η θεία μου η Άννα και με τη σειρά της η μάνα μου

του τον γέμιζαν απλόχερα με ό,τι το καλύτερο, τσορμπατζούδες γαρ…

Έτσι λοιπόν ξεκινούσε η νέα «βουκολική» χρονιά, εκτός απροόπτου, γιατί υπήρξαν και φορές ασυμφωνιών με αποτέλεσμα μια γενική αναστάτωση στην αρμονία του χωριού.

Και ξαναγέμιζαν οι πλαγιές και τα τσαΐρια με τα αιγοπρόβατα, ενώ στο κουρί και στο γκιολ, θα κυριαρχούσε το χαρακτηριστικό νιααακ, νιααακ των βουβαλιών. Μελαγχόλησα. Καλημέρα σας.