ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΙΟΥ ΣΙΔΗΡΩ ΣΟΥΦΛΙΟΥ
Θεόδωρου Φυλλαρίδη (Διδάσκαλου)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Απαραίτητος προϋπόθεση διά την συλλογήν λαογραφικής ύλης βεβαίως κατά πρώτον είναι η ύπαρξις, εις τον τόπον όπου θα γίνει αυτή, ενός λαού γηγενούς με κοινάς λαϊκάς παραδόσεις, ίδια ήθη και έθιμα του οποίου η καταγωγή να χάνεται στο παρελθόν. Τότε και η προς συλλογή ύλη είναι πλούσια και τρόπος και τα μέσα θα βοηθήσουν καλύτερον τον συλλέκτην. Υπάρχουν όμως τόποι και χωριά, ελάχιστα όπου δεν υφίσταται καμιά από τας προϋποθέσεις αυτάς. Και η ιστορία του τόπου αυτού είναι πρόσφατη και οι κάτοικοι προέρχονται από διαφορετικά μέρη με ιδιαίτερα ήθη και έθιμα. Υπάρχει βέβαια και στους τόπους αυτούς μια ζωή με στοιχεία τα οποία δανείστηκαν από τον τόπον, από τον οποίον κατάγονται, ως είναι η καλλιέργεια της γης, η ποιμενική ζωή, η αμφίεσις, οι συνήθειες στις διάφορες γιορτές και περιστάσεις, κατά την γέννησιν, τον γάμον κτλ. Αλλά είναι δύσκολον εις τον λαογράφον να συλλέξη την ύλην διότι οι παραδόσεις αυτές δεν παρουσιάζουν κάποιαν ομοιογένειαν.
Προκειμένου, επί του θέματος, η συλλογή αυτή να πραγματοποιηθή εις το χωριόν Σιδηρώ όπου εκτός των δυσκολιών αι οποίαι ανεφέρθησαν είναι και το ότι οι κάτοικοι είναι όλοι νέοι και ως εκ τούτου καθίσταται δυσκολώτερα αυτή επειδή δεν υπάρχουν πληροφοριοδόται. Ως εκ τούτου θεώρησα καλόν και συμφερότερον, και θα παρακαλέσω τον κ. Επιθεωρητήν όπως με συγχωρήση δια την πρωτοτυπίαν μου αυτήν, ν’ αναφερθώ εις την δημιουργίαν του χωριού αυτού με τον τίτλον: «Η γέννησις ενός χωριού». Η όλη εργασία θα πλαισιωθή και με διάφορες γραφικές παραστάσεις και σκίτσα.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ:
Βορειοδυτικώς της πόλεως Σουφλίου και εις απόστασιν 25 χιλιομέτρων ευρίσκεται ένα μικρό χωριό Πομάκων η «Ντιμίριαν» (Σιδηρώ). Ο δρόμος ο οποίος οδηγεί εις αυτό διασχίζει το πυκνό δάσος και σε μερικά μέρη είναι τόσο δύσβατος, που μόνο Πομάκοι με τα μουλάρια μπορούν να τον διαβούν. Το όλον μήκος του δρόμου που περνά μέσα από το δάσος φθάνει τα 10 χιλιόμετρα. Φθάνοντας στους πρόποδες του βουνού του «Αντά-Τεπέ» το δάσος αραιώνει και σχηματίζεται ένα μέρος ανοιχτό κάπου-κάπου ξεφυτρώνουν αραιά τα σπίτια των Πομάκων με τις από χόρτο στέγες τους. Στο κέντρο του τόπου αυτού τα σπίτια είναι λίγο πυκνότερα και ανάμεσά τους ξεπροβάλει η κορυφή ενός μιναρέ του τζαμιού. Δίπλα από το υποτυπώδες αυτό χωριό υπάρχει μια τοποθεσία γυμνή από δέντρα, αποτελούμενη από εκτάσεις χέρσων ζωραφιών η «Ντουμπράβα». Από πληροφορίες παλαιών Τούρκων κατοίκων τα χωράφια αυτά ήσαν κτήματα παλαιών Τούρκων τσιφλικάδων που κατοικούσαν σ’ αυτό το χωριό μπροστά από πολλά χρόνια. Πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξιν θεμελίων από παλαιά κτίσματα. Το μέρος αυτό, «η Ντουμπράβα» έμελλε να γίνει ο τόπος όπου θα εδημιουργείτο ένα νέο ελληνικό χωριό.
Η ΚΤΙΣΙΣ:
Το 1957-58 κατόπιν κυβερνητικών αποφάσεων διάφορες παραμεθόριες περιοχές της Θράκες έπρεπε να διανεμηθούν σε διάφορους ακτήμονας των γύρω χωριών προς αποσυμφόρησιν των κατοίκων που παρουσιαζόταν στα χωριά αυτά αφ’ ενός και την εκμετάλλευσιν όλων αυτών των εδαφών αφ’ ετέρου. Μια από τις περιοχές αυτές ήταν και η «Ντουμπράβα» του Σιδηρού. Προτού γίνη η τελική εγκατάστασις των κατοίκων εις την εν λόγω περιοχήν έπρεπε να διανοιχθή κατάλληλος δρόμος φια την εύκολον μεταφοράν όλων των υλικών που θα χρειαζόταν δια την οικοδόμησιν των οικιών αλλά και αργότερα θα συνεδέετο το χωριό με την κοντινή πόλη. Προς τούτο ειδικά συνεργεία της Υ.Ε.Β. διά μέσου του πυκνού δάσους κατώρθωσαν να διανοίξουν δρόμον που συνέδεε την περιοχήν με την πόλιν του Σουφλίου. Επελέγησαν αργότερον τα χωριά, οι Κοινότητες των οποίων κοινοποίησαν εις τους κατοίκους διαταγήν της Νομαρχίας Έβρου σύμφωνα με την οποίαν όσοι από τους κατοίκους ήθελαν μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση ότι επιθυμούν να μεταβούν οικογενειακώς εις την εν λόγω περιοχήν.
Τρεις ήσαν οι κοινότητες στις οποίες υπεβλήθησαν αιτήσεις δια τον σκοπόν αυτόν. Η Κοινότητα Μάνης Διδυμοτείχου, η Κοινότητα Κορωπής Διδυμοτείχου και ο Δήμος Σουφλίου. Τοιουτρόπως μέχρι τέλους του θέρους του 1959 είχον επιλεγή οι οικογένειες που θ’ αποτελούσαν τους κατοίκους του νεοϊδρυθησομένου χωριού. Από τη Μάνη είχον επιλογή 40 οικογένειες, από την Καρωτή 50 και από το Σουφλί 20.
Το Νομαρχιακό Ταμείο είχε καταβάλει σε κάθε οικογένεια το ποσόν των 55 χιλιάδων δραχμών δια την κατασκευήν κατοικιών, σταύλων, αποθηκών, και αφοδευτηρίων. Όλες οι οικίες σχεδόν, εκτός μερικών, είχον το ίδιο σχέδιο. Η κατοικία αποτελείται από ένα διάδρομο εκατέρωθεν του οποίου υπάρχει ανά ένα δωμάτιο. Όπισθεν της οικίας κατεσκευάσθη και ο σταύλος δια τα ζώα μετ’ αποθήκης και εις κατάλληλον δε θέσιν και το αφοδευτήριο. Όλες δε οι κατοικίες οικοδομήθησαν σε οικόπεδα τα οποία διανεμήθησαν κατόπιν κληρώσεως εις τους ενδιαφερομένους. Κατενεμήθησαν δε κατά τοιούτον τρόπον ώστε αργότερα το χωριό παρουσίαζε σχέδιο πόλεως. Την άνοιξη δε του 1960 η έρημη και άγρια περιοχή της «Ντουμπράβας» είχε μετατραπή σ’ ένα όμορφο καινούργιο χωριό.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ: 1. Μετακόμισις:
Από τας αρχάς του χειμώνος του 1959 ακόμη άρχισαν μερικές οικογένειες να μετακομίζουν από το παλαιό τους χωριό και να εγκαθίστανται εις το καινούργιο. Οι οικογενειάρχαι, νέοι που οι περισσότεροι μόλις είχον απολυθή από τον στρατό, με τα μέλη της οικογένειάς τους που αποτελείτο από την σύζυγο και τα 3 ή 4 μικρά παιδιά επιβιβαζόταν σε αυτοκίνητα και μετέβαινον εις τον καινούργιο τους τόπο. Ο καλός και νεοανοιχθείς δρόμος έδιδε εις αυτούς το συναίσθημα της σιγουριάς αν και κατ’ αρχάς αισθανόταν μια απογοήτευσιν όταν έβλεπαν να οδηγούνται μέσα σε δάση από πανύψηλα δέντρα. Οι περισσότεροι δε αισθανόταν δέος και πάθαιναν ίλιγγο, όταν διάβαιναν μια γέφυρα κάτω από την οποία έχασκε μια βαθειά χαράδρα. (Η γέφυρα αυτή ήταν το μόνο κομμάτι του δρόμου το οποίο ετόλμησε ν’ αντισταθή και να μείνη ανέπαφο διατηρώντας την παλαιά του αίγλη, εις τα σύγχρονα μέσα οδοποϊίας. Είναι κατασκευασμένη από μεγάλους λίθους σε σχήμα καμάρας, της οποίας το υψηλότερο σημείο από τη χαράδρα είναι 25 μέτρα, το δε μήκος της 50. Κατά πληροφορίες δε έχει ζωήν 600 ετών πράγμα το οποίον επιβεβαιώνουν και οι σταλακτίτες που έχουν σχηματισθή στην κάμαρα με μήκος 10 πόντων). Τον Μάϊο του 1960, όλες οι οικογένειες του χωριού είχαν εγκατασταθή στα σπίτια τους.
2. Κοινωνική ζωή:
Οι νέοι άποικοι του χωριού έπρεπε τώρα μόνοι τους να δώσουν ζωή εις τον νέο τόπο τους. Αλλά σ’ ένα χωριό που καθ’ ένας έχει τα δικά του ήθη και έθιμα είναι δύσκολος η συναναστροφή μεταξύ τους. Και το κυριώτερο, έλειπαν από το χωριό τα μέσα και τα πρόσωπα τα οποία συντελούσαν προς τον σκοπό αυτό. Ούτε Εκκλησία υπήρχε στο νέο χωριό ούτε Σχολείο. Το μέρος εις το οποίο μπορούσαν να συναντηθούν οι κάτοικοι κατά τις ελεύθερές τους ώρες ήταν ένα μικρό καφενεδάκι μακρυά στον τούρκικο μαχαλά. Κι αυτό όμως γέμιζε από τους Τούρκους και Πομάκους οι οποίοι κάθονταν στα χοντροκαμομένα τραπέζια του και συζητούσαν στην ακαταλαβίστικη γλώσσα τους κοιτάζοντας με καχυποψία τους Έλληνες.
Μετά ένα χρόνο στο νέο χωριό ανηγέρθη νέο διδακτήριο και το Σχολείο το οποίο στεγαζόταν στο τουρκικό μετεφέρθη εις το νέο χωριό. Οι περισσότεροι κάτοικοι τώρα έφεραν από τα παλαιά χωριά και τα παιδιά τους τα οποία είχαν εκεί για το λόγο ότι δεν υπήρχε Σχολείο. Το χωριό σιγά-σιγά τώρα άρχισε να παίρνη ζωή. Κατά τις γιορτές και Κυριακές στην αυλή του Σχολείου μαζεύονται όλοι οι κάτοικοι του χωριού και με πρωτοβουλία του διδασκάλου χορεύουν τους ωραίους και γραφικούς χορούς της παλαιάς των πατρίδας. Με διάφορες γιορτές που διοργανώνει το Σχολείο κατά τις εθνικές γιορτές στο νέο χωριό άρχισε να καλλιεργήται και το εθνικόν στοιχείο. Η καθημερινή έπαρσις και υποστολή της σημαίας στο χώρο του Σχολείου αναπτερώνει το εθνικόν συναίσθημα των κατοίκων. Αργότερα με το κτίσιμο και της Εκκλησίας σιγά-σιγά η ζωή του χωριού αρχίζει να παίρνη τον κανονικό ρυθμό ενός συνηθισμένου χωριού.
3. Ήθη και έθιμα:
Επειδή το χωριό είναι ακόμη νέο δεν παρατηρείται εκείνη η κίνηση και γραφικότητα που παρουσιάζεται σε διάφορα παλαιά χωριά κατά τις διάφορες γιορτές όπως είναι το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, οι Αποκριές κ.α. Με την πάροδο του χρόνου οι δύο κοινότητες (δηλ. των Τούρκων και Ελλήνων) ήρχισαν να έρχωνται σε επικοινωνία και οι Έλληνες να υιοθετούν διάφορα έθιμα από την ζωήν των Τούρκων. Έτσι πολλές φορές στην πλατεία του χωριού οι κάτοικοι μαζεύονται και χορεύουν διάφορους χορούς υπό την συνοδεία των τουρκικών οργάνων δηλ. του «ταμπούρλου» και τυμπάνου του «ζουρνά», ζουρνάς = είδος πνευστού οργάνου.
Αλλά ένα έθιμο στο οποίο λαμβάνουν μέρος σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού είναι το κυνήγι του λύκου. (Η περιοχή αυτή είναι η κατ’ εξοχήν περιοχή της Θράκης στα δάση της οποίας ζουν πολλά άγρια ζώα ιδίως λύκοι). Η συνήθεια αυτή έχει καταντήσει έθιμο γιατί πολύ συχνά οι κάτοικοι επιδίδονται σ’ αυτό για να προφυλάξουν τα ζώα τους από τις επιδρομές των λύκων. Έτυχε να βρεθώ κι εγώ σε μια τέτοια εξόρμηση η οποία λέγεται «παγάνα», παγάνα = παγίδα.
Όλοι οι άρρενες κάτοικοι του χωριού μαζεύονται και υπό την καθοδήγηση ενός πεπειραμένου κυνηγού χωρίζονται σε δύο ομάδες. Διαλέγουν την περιοχή του δάσους όπου έχει κάνει την εμφάνιση αγέλη λύκων και την περισφίγγουν κυκλικώς από όλες τις μεριές. Όλοι δε ανεξαρτήτως κρατούν διάφορα θορυβοποιά όργανα (ειδικά ξύλα, παλιοτενεκέδες κ.α.) και με το σύνθημα του αρχηγού αρχίζουν όλοι να τα κτυπάνε και να προχωρούνε συγχρόνως πρός το κέντρο της περιοχής. Από τους άνδρες δε του κύκλου αυτού μερικοί, οι πιο έμπειροι, φέρουν μαζί τους κυνηγετικά όπλα και παραμονεύουν έτοιμοι να πυροβολήσουν προχωρώντας λίγα βήματα πιο μπροστά, από τους άλλους. Ο κλοιός αυτός ολοένα περισφίγγεται και μικραίνει μέχρι που ο ένας εφάπτεται του άλλου. Όλα δε τα αγρίμια τα οποία έτυχε να βρεθούν μέσα εις την περιοχήν αυτήν μαζεύονται κι’ αυτά προς το κέντρο. Πολλά εξαγριωμένα τολμάνε να διασπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν. Κανείς όμως από τους οπλοφορούντας δεν έχει το δικαίωμα να πυροβολήση, προς αποφυγήν δυστυχημάτων, παρά μόνον όταν πρόκειται περί λύκου. Βλέπεις τότε λαγούς, αλεπούδες, τσακάλια κ.α. να προσπαθούν να διαφύγουν από τα πόδια των ανδρών. Στο τέλος όταν πια όλοι έχουν συναντηθή σ’ ένα ξέφωτο σημείο του δάσους μέσα στον κύκλο δεν βρίσκονται παρά μόνον λύκοι.
Με το νέο δε σύνθημα του αρχηγού πυροβολούν όλοι και τα θηράματα έχουν πέσει νεκρά.
Εν συνεχεία ο πιο μεγάλος λύκος γδέρνεται και το δέρμα του γεμίζεται με χόρτο. Αργότερα δε όταν επιστρέψουν στο χωριό ένας από τους κυνηγούς περιφέρει αυτόν σ’ όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι ακολουθούμενος από κάποιον ο οποίος κρατώντας ένα ταμπούρλο κτυπά αυτό με θόρυβο. Αυτός δε που κρατά τον λύκο σε κάθε στάση με ένα ραβδί κτυπά το παραγεμισμένο τομάρι του λύκου προφέροντας διάφορα ακαταλαβίστικα λόγια για να εξευγενίσουν λένε τα πνεύματα.
Αυτό είναι ένα έθιμο το οποίο με τον πρωτογονισμό και τις απρόοπτες εξελίξεις έχει συνεπάρει όλους τους άρρενες κατοίκους του χωριού, που συχνά επιδίδονται σ’ αυτό.
Εξακολουθεί και μέχρι σήμερον να ισχύη το έθιμο της παγάνας δηλ. το ομαδικό κυνήγι του λύκου. |