|
|||
Βιώματα απ το αγροτικό σπιτικό μας………. Όταν ήμαν γκζαν(ι) η μαμά μου, για να κάνει δουλειές, μ έβαζε μέσα σε μια καλαθήνα που ήταν δεμένη στου ντρεκ στου κελάρ, για να μη μπορώ να βγω κι έκαμνε τις δουλειές της. Στου παλιό σπίτι που γεννήθηκα, άλειφε με λάσπ του πάτουμα στου κελάρ (με λάσπ και κουπρά) για να μην ξεφτάει και πατούμε στο χώμα , άλειφε όξου τα πιζούλια με ασβέστ, ζύμουνι ψουμί κι πιταλιές τάβαζε στην πνακουτή κι τάψηνι στον ξυλόφουρνου, πάϊνι να ταϊσ(ι) τα μουσχάρια γιαρμά, τα ξιάρ(ι)ζι, άνοιγε τις κότις να γκαζγκαλίσουν στ γειτουνιά, τάϊζι κουρκούτ του γκτζούν, έπλυνε τα ρούχα στην κουπάνα με θυλόσταχτ(ι) απ του βαρέλ που μάζευαν νερό όταν έβρεχε, τα άπλωνε στο τέλ(ι) λουλακιασμένα, μαγείρευε, έπλεκε (μέστια, φανέλις, μπλούζις), έραβε (τα πανταλόνια του μπαμπά μ από μάλτα) κ.λ.π. Θμούμι την μαμά μου κι τον μπαμπά μου μι τ σιάπκα κι του μαντήλ στου λάκρου που πάϊναν στου χωράφ (σε διάφορα χουραφούδια σε διάφορες τοποθεσίες που είχαμι τότε π.χ. Στ πατσιά τ κουρή, Μοίρις, Τρανό ρέμα, Καράτεπε, Διαβόλ, Σόσσα, Μισιλίμ, Κουρνουφουλιά, στ Αραμπατζή του πηγάδ, κ.ά (ονομασίες που θυμάμαι απ τον πατέρα μου) και μ έπαιρναν και μένα μαζί τους στ αμάξ(ι). Όταν φτάναμε στου χουράφ, ξέζευε, έστρωναν μια τσιργούδα κάτω απ τα αμάξ(ι) που είχε ίσκιου κι μ άφ(η)ναν να παίξου όσο ήμουν μούτσκ(ι). Έπαιζα με τα τιζέκια, με τα χουρτάρια, με τς μαρμαγκαλέοι, με τζιουμάκις, μι τς μυρμηγκουφουλιές, κυνηγούσα τς νταβανέοι απ τς γιλάδις, κριμαντζουλίζουμαν στα δέντρα, με φυλλουρές κι άμα ήμασταν κουντά στα γκιόλια μι τς νιρουκιφαλάδις μι ζιαπκέοι μι σάζια κ.ά. Πήγαινα στις βατσνιές κι έτρωγα βατσνόμπλα, τσάπουρνα, μούρα, κ.ά. Όταν όργωνε ο μπαμπάς μου με την παπάρα και μετά έβαζε να σβαρνίς μ ανέβαζε στ σβάρνα κι ήταν το καλύτερό μου. Στο διάλειμμα που έκαναν οι γονείς μου απ τη δλειά, έπιναν νερό απ του γιατίκ(ι) άνοιγε ο μπαμπάς μου τουν τουρβά, έβγαζι του κλειδουπνάκ κι τρώγαμε τυρί (που τόκουβε με το ματά) μι ψουμί κι ελιές ή κισίκ(ι). Θμούμι πολλές φορές που μας έπιανε βροχή. Τότε ανεβαίναμε πάνω στ αμάξ(ι) κι σκεπάζουμασταν με τον μουσιαμά κι άμα είχε μπουμπουνσταριά εγώ έτρεμα στην αγκαλιά της μαμάς μου. Όταν θέριζαν ( με διρπάνια και παλαμαρά), μετά έκαμναν αλών(ι) στον κάμπου , έβαζαν με το δικράν τα δεμάτια με το στιάρ(ι) κάτω, κι από πάνω με το ζευγάρι (έβαζε στις αγελάδις φύμοτρο για να μη τρων στιάρ) μι τ ντουκάν - ανέβαινα και γω πάνω κι γυρνούσαμι γύρω γύρω στ αλών μέχρι να γίνει άχυρου. Μετά από χρόνια ήρθε κουμπίνα και το μάζευε απ το χωράφι και ήρθε κι η πατόζα κι τα αλώνιζε και ξεκουράστηκαν μ αυτή τη δουλειά. Όσο μεγαλώναμε συμμετείχαμε κι εμείς στις δουλειές του αγροτικού σπιτικού μας, και σταδιακά όλο και παραπάνω. Όταν ήταν να μαζέψουν του Σάμ(ι), πάϊναμι στουν Καράτεπε (ολόκληρο ταξίδι τότε , 3 ώρες περίπου με τς αγελάδες μας). Έκαμναμι διματούδια τα σάμια και τα κατέβαζαμι στον κάμπου κάτου απ του ανάχουμα και τάκμναμι κατσιούλις να ωριμάσουν. Μετά πάϊναμι κι τσιόλζαμι τς θυμουνιές. Επίσης απ τον Καράτεπε δεν θα ξεχάσω που μας έφερνε ο μπαμπάς μας ζουμπλάκια και τα βάζαμε στην στίχλα χίου και μαλάκωνε. Αυτό που μ άρεσε πιο πολύ και ήταν σαν εκδρομή, ήταν όταν πήγαιναν στου ποτάμ τ Κακαλή να πλύνουν ρούχα (καναβάτσις, τσιόλια, κουβέρτις), κι φορούσαν γκαλέτσια κι τα κουπανούσαν τα ρούχα πάνω στς πέτρις με τς κουπανέοι, εμείς παίζαμε κάτω απ΄τα καβάκια, κι ήμασταν όλη μέρα εκεί. Βέβαια η μεγαλύτερη κάθε χρόνο δουλειά στο αγροτικό σπιτικό μας ήταν τα κουκούλια. Από την ώρα που παίρναμε τα κουτιά μέχρι το ξεκλάδωμα η ζωή στο σπίτι μας άλλαζε. Μας ξυπνούσαν απ τη χαραί να τους βουηθήσουμι και μετά να πάμε στου σχουλειό. Κατέβαζαμι τα δεμάτια απ τα αμάξ(ι) κλάρζαμι , τάιζαμι τα κουκούλια, κι όταν ήταν η ώρα για να κλαδώσουν βάζαμε τα πουρνάρια κι τα κλαδιά. Πηγαίναμε με τς τενεκέδες (από το δοχείο του τυριού που έβαζαν ένα ξύλινο χιρούλ) και βγάζαμε νερό από το πηγάδ τς γειτουνιάς μας και πότζαμι τς αγιλάδις και τα μουσχάρια μας. Επίσης πηγαίναμε με τα γκιούμια και τα γεμίζαμε με νερό αρτεσιανό για να πίνουμε ( στς μπουγάδις κουντά ήταν). Όταν άρμεγε ο μπαμπάς έφερνε το γάλα ζεστό ζεστό και η μητέρα μου κανόνιζε πόσο θα πουλήσουμε πόσο θα κάνει τυρί στη τζαντίλα, πόσο θα κάνει γιαούρτ(ι). Το απόγευμα μοιράζαμε το γάλα με τα μπακιρτσούδια στα σπίτια που τα αγόραζαν. Όταν γεννούσε η αγελάδα και τύχαινε να είναι χειμώνας το μουσχαρούδ τόφερνε ο πατέρας μου μέσα στο δωμάτιο που είχε ζέστα και βλέπαμε το μεγαλείο της φύσης που προσπαθούσε να πατήσει στα πόδια του μέχρι που τα κατάφερνε. Στο πρώτο γάλα της αγελάδας που είχε γεννήσει ( το οποίο ήταν παχύ και κίτρινο), έβαζαν μέσα αυγά το έψηναν και τρώγαμε την λεγόμενη κουλιάστρα. Όταν πάλι μάζευαν τα καλαμπόκια τάφερναν στν αυλή μας που γιόμζι μπασιάκια. Μαζεύουνταν τότε όλ η γειτουνιά και τα καθάρζαν. Πολλές φορές τραϊδούσαν Σουφλιώτκα τραγούδια. Η μάναμ μ έφτιαχνι κούκλα με παρτάλια και για μαλλιά έβαζι απ τα μπασιάκια τς φούντις. Το Φθινόπωρο πηγαίναμε κι τσιόλζαμι τς μυδαλιές κι τς καρυδιές μας. Τρυγούσαμι τ αμπέλια μας, πατούσαμε τα σταφύλια για το κρασί. Τι κρασί ήταν αυτό, αίμα σκέτο! Τρώγαμι μουστουτραχανά, κάναμε πετιμέζι , τσίπουρου! Οι μυρουδιές, τα χρώματα της φύσης, οι ήχοι, το χώμα, η ηρεμία, η οικογενειακή μας συνοχή και αγάπη στο φτωχικό σπιτικό μας, τα ζώα μας, η αγωνία για τη σοδειά, τα συναισθήματα, μας σημάδεψαν για όλη μας τη ζωή. Αυτή τη ζωή θα ήθελα να ζήσω πάλι απ την αρχή!
Φεβρουάριος του 2013 |