ΑΝΕΚΔΟΤΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ-ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΣΟΥΦΛΙΟΥ - Παπασταματίου-Μπαμπαλίτης Χρήστος δάσκαλος

 

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

 


Free WebSites Counters
Visit Counter 

users online  

Free WebSites Counters
Μοναδικοί επισκέπτες
Visit Counter  



Α’ «ΑΝΕΚΔΟΤΑ» ΤΟΥ ΛΑΟΥ


Από αρχαιοτάτων χρόνων, ως τώρα, από το στόμα του αγράμματου λαού, λεγόταν και λέγονται, διάφορες διηγήσεις, σαν μύθοι, σαν παραμύθια, μα και σαν γεγονότα πραγματικά. Και είναι βεβαίως τόσο αληθοφανείς, εκ πρώτης όψεως, ώστε να είναι πιστευτές από το λαό, αλλά να εντυπωσιάζουν ακόμη και τους μορφωμένους. Σαν παράδειγμα φέρνω τους μύθους της αρχαιότητος, από τους οποίους οι Αρχαίοι Έλληνες πεζογράφοι και ποιηταί ενεπνεύσηθαν και έγραψαν τα αθάνατα εκείνα θεατρικά έργα.
Έτσι εύκολα, νομίζω ότι μπορούμε να τα θεωρήσουμε όλα αυτά, σαν απλά στην αρχή γεγονότα, που περνώντας από τη σκέψη ευφάνταστων ανθρώπων, μεγαλοποιήθηκαν και με τις διάφορες εκάστοτε προθήκες, πήραν τη μορφή που τα ακούμε και τα διαβάζουμε σήμερα.
Πολλά και διάφορα ανέκδοτα του λαού αναφέρουν όλοι οι διακεκριμένοι Έλληνες λαογράφοι, από διάφορες περιοχές της πατρίδος μας.
Εμείς παραθέτουμε μερικά, πολύ φτωχά βέβαια, στον 33ο τόμο των «Θρακικών», και τώρα τα παρακάτω, από το Σουφλί.
1. Τρεις χρυσές συμβουλές:
Κάποτε ἕνας πατέρας πάντρεψε τὸ γυιό του, καὶ στὴν παρατήρηση, γιατί δεν τοῦ δίνει καὶ χρήματα, τοῦ εἶπε: Σοῦ δίνω τρεῖς, συμβουλές, ποὺ ἂν τὶς φυλάξης, θὰ ἔχουν ἀξία χρυσοῦ.
«Μιὰ φορὰ κι’ ἕναν καιρό, διηγεῖται ὁ πατέρας, ἕνας ἄνθρωπος πανδρεύθηκε και πῆρε μιὰ ὡραία γυναῖκα μὲ τὴν ὁποία ζοῦσαν πολὺ καλά. Ἐπειδή ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος, ἐσχετίζετο μὲ ὅλους τοὺς προκρίτους τοῦ χωριοῦ, ἀλλά καὶ ἐπισήμους ξένους. Ἔτσι, ἐγνωρίσθηκε καὶ μὲ τὸν Ἀστυνόμο, καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἔκανε καὶ τραπέζι στὸ σπίτι. Τὰ χρόνια ὅμως περνούσαν καὶ παιδιὰ δὲν ἀπέκτησαν. Ἔτσι ἀναγκάσθηκαν νὰ υἱοθετήσουν ἕνα ξένο.
Μιὰ μέρα, προσκάλεσε στὸ σπίτι του τὸ φίλο του Ἀστυνομικό νὰ τοῦ κάμη τραπέζι, καὶ γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήση, ἔσφαξε ἕνα ἀρνί, παραδόξως δέ, τὸ κεφάλι τοῦ ζώου τὸ ἔθαψε πίσω ἀπὸ τὴ σκάλα. Ἀκόμη δὲ προσεποιεῖτο τὸν κατηφῆ, καὶ σὲ παρατήρηση τῆς γυναίκας του, γιατί ἦτο στενοχωρημένος, τῆς ἀπεκάλυψεν ὑπὸ ἐχεμύθειαν, ὅτι ἔκαμεν ἕνα ἔγκλημα. Ὅτι ἐσκότωσε, δῆθεν, ἕναν ἄνθρωπο ποὺ τὸν προσέβαλε, καὶ τὸ μὲν σῶμά του, τὸ ἔριξε στὸ ποτάμι, τὸ δὲ κεφάλι του, τὸ ἔκρυψε πίσω ἀπὸ τὶς σκάλες τοῦ σπιτιοῦ.
Κατὰ τὰ ἄλλα περιποιήθηκαν τὸν φίλο Ἀστυνομικὸ καθὼς ἔπρεπε μὲ τὸ ψητὸ τὸ ἀρνί, μὰ τὸ κρασὶ εἶχε τελειώσει, κι’ ἐπειδὴ θεώρησε γι’ αὐτὸ ὑπαίτια τὴ γυναῖκά του ποὺ δὲν φρόντισε ν’ αγοράση ὅσο χρειαζόταν τῆς ἔδωκεν ἕνα χαστούκι, πηγαίνοντας ἀμέσως στὸ διπλανὸ μπακάλη ν’αγοράση κι’ ἄλλο. Βρῆκε ὅμως τὴν εὐκαιρία κι αὐτὴ νὰ τὸν ἐκδικηθῆ, Στὴν σύντομη αὐτὴ ἀπουσία του, ἀπεκάλυψε τὸ μυστικὸ ποὺ τῆς εἶπε ὁ ἄντρας της, ποὺ ὅταν γύρισε τὸ φαγοπότι συνεχίσθηκε, καὶ ἔληξε πολὺ εὐχάριστα.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἀστυνομικός, ὡς εἶχε ὑποχρέωση ἄλλως τε, κατήγγειλε τὸ δραματικό γεγονός, καὶ σὲ λίγο ὁ δῆθεν δολοφόνος, σύζηγος, μὲ χειροπέδες ὡδηγήθηκε στὴν ἀγχόνη. Ὅμως, δὲν εὑρίσκετο κανεὶς νὰ σύρη τὸ κάθισμα, διότι ὅλοι οἱ χωριανοὶ τὸν ἤξευραν ὡς τὸν καλύτερο ἄνθρωπο, καὶ δὲν παρεδέχοντο μὲ κανένα τρόπο ὅτι ἐγκλημάτισε. Στὴν  ἀμηχανία αὐτή, βρέθηκε πρόθυμος τότε ὁ υἱοθετηθεὶς γυιός του νὰ ἐκτελέσῃ τὸ θετὸ πατέρα του. Κατάπληκτος τότε ὁ τίμιος τῷ ὄντι οἰκογενειάρχης, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀποκαλύψη τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ὁπότε καὶ τὸ γεγονός αὐτὸ ἔμεινε παροιμιῶδες.
Καὶ τελείωσε τὴν παραπάνω διήγηση ὁ πατέρας, δίνοντας στὸ γυιό του τὶς τρεῖς ὅπως τοῦ εἷπε χρυσὲς συμβουλές:
α) Ἀστυνομικὸ φίλο μὴν κάνης.
β) Μυστικό στὴ γυναῖκα σου μὴν ἀποκαλύψης.
γ) Υἱοθετημένο παιδί μὴν πάρης».

2. Δυὸ ἔξυπνοι κρασοπουλητάδες:
«Πρὶν πολλὰ χρόνια, δυὸ ἔξυπνοι Σουφλιῶτες ‘ἀρκαντασαῖοι’ (=φίλοι), ἀγόρασαν ἕνα βαρέλι κρασὶ συνεταιρικὰ καὶ τὸ ἔβαλαν στὸ κάρρο, νὰ πᾶνε στὴν Ὀρεστιάδα νὰ τὸ πουλήσουν.
Ὅταν εἶχαν βγῆ μιὰ ὥρα ἔξω ἀπὸ τὸ Σουφλί, ὁ ἕνας εἶπε: ‘Ὅλαν ἀντάς(η) (= ρε φίλε μου), ἐγὼ δίψασα, θὰ πιῶ ἕναν μαστραπὰ (=κύπελλο) κρασὶ νὰ ξιδιψάσου. Καὶ λέγοντας αὐτά, γύρισε τὸν ‘κουρνᾶ’ (1) ἀπ’ τὸ βαρέλι, γέμισε τὸ μαστραπὰ καὶ ἔπιασε τὴ μοναδικὴ δραχμὴ ποὺ εἷχε καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄλλο λέγοντας πάλι: Νὰ κι μιὰ δραχμὴ ἅμα, νὰ μὴν ‘ζιουμνιώνς (ζημιώνης)’.
Δὲν θὰ πρέπει νὰ παραλείψουμε νὰ ποῦμε ὅτι, δὲν εἶχαν πάρει ψωμὶ καὶ φαγητό, οὔτε φυσικά καὶ χρήματα, γιατὶ ὑπελόγιζαν, ὡς τὸ μεσημέρι νὰ φθάσουν στὸν προορισμό τους, ὁπότε θὰ πουλοῦσαν τὸ κρασὶ καὶ μὲ τὰ χρήματα αὐτά, θὰ ἔτρωγαν στὸ μαγειρεῖο, ἀλλὰ καὶ θὰ τοὺς ἔμεναν καὶ γιὰ τὰ ἔξοδα τῶν οἰκογενειῶν τους.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και λέει κι ο άλλος με τη σειρά του. ‘Ὅλαν ρὲ ἀντάς(η)· κι γὼ δίψασα. Ἀ πιῶ κι γὼ ἕναν μαστραπὰ κρασί, ἀφοῦ νιρὸ δὲν πήραμε μαζί μας’. Κι’ ἀκόμα κάθιση; τοῦ ἀπαντᾶ ὁ φίλος του. Πράγματι γέμισε τότε κιαυτὸς τὸ μαστραπᾶ, καὶ τὸν κατέβασε λαίμαργα, ἐνῷ εὐθὺς ἔβγαλε τὴ δραχμὴ ποὺ εἶχε πάρει, καὶ τὸν κατέβασε λαίμαργα, ἐνῷ εὐθὺς ἔβγαλε τὴ δραχμὴ ποὺ εἶχε πάρει, καὶ τὴν ἔδωκε πίσω, λέγοντας: ‘Νὰ πάρι κι σὺ τ’ δραχμή, νὰ μὴ ζιουμνιώνς’».
Κι όλο διψούσαν κι όλο έπιναν, κι όλο την δραχμή ο ένας στον άλλο παρέδιδε, μέχρις ότου σκνίπα στο μεθύσι και τραγουδώντας, πανευδαίμονες έφθασαν στον προορισμό τους. Όμως το βαρέλι ήτο τελείως κενό, κι αυτοί με άδεια τα χέρια, εκτός από τη δραχμή, μετά μεγάλης δυσκολίας επέστρεψαν στα ίδια, διηγούμενοι το γεγονός, που έκανε όλους να σκάσουν στα γέλια.
3. Περιήλθε στα χέρια μου ένα πρακτικόν συνεδριάσεως τάχα, της Δημογεροντίας Σουφλίου του 1895, επί τη αιτήσει αυξήσεως των αποδοχών μιας διδασκαλίσσης. Περιέχει τόσα αισχρόλογα, που ντρέπομαι να τα γράψω.

Β’ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ – ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ

Ο λαός, προσέχει πάρα πολύ τα διάφορα γεγονότα της καθημερινής ζωής, και τώρα αλλά και πάντοτε, τα δε διδάγματα τα εκφράζει περιληπτικά πολλές φορές και με δυο λόγια, και τα παραδίδει, σαν πολύτιμο θησαυρό, από γενεά σε γενεά. Έτσι δημιουργήθηκε το άπειρο πλήθος των παροιμιών, που χρησιμεύουν σαν οδηγός στις αποφάσεις που πρέπει να παίρνουν εκείνοι που θέλουν να επιτύχουν μετά βεβαιότητος ένα ορθόν αποτέλεσμα.
Μια απλούστατη απόδειξις της χρησιμότητος των παροιμιών, είναι το ότι πολλές απ’ αυτές σώζονται από τα πανάρχαια χρόνια. Όμοια σχεδόν, είναι και τα διάφορα ηθικά αποφθέγματα, αλλά οι παροιμιώδεις φράσεις, που μας ενδιαφέρουν και μας τώρα, και που τις πήραμε σαν θέμα μας.
Θα αναφέρουμε λοιπόν μερικές τέτοιες φράσεις, και θα τις αναλύσουμε συντομώτατα, για ν’ αποδείξουμε το βάθος της σοφίας του λαού. Μάλιστα δε, διαλέγουμε τις πιο ιδιότυπες, και όχι πολύ μακρυνης εποχής, από τους ιδιωματισμούς των, φανερές ότι έχουν γεννηθή στο Σουφλί.
1. «Γείρουσιν’(η), βασιλουσίν’(η)» που ερμηνεύεται αυτολεξεί: η υγεία, είναι βασιλεία. Δηλ. όποιος έχει σταθερή υγεία, είναι ευτυχισμένος σαν βασιληάς.
Και αναφέρεται: Πρώτα σ’ εκείνους που έχουν μεν όλα τα καλά, χρήματα, περιουσία, οικογένεια, αλλά δεν έχουν υγεία και επομένως όλα είναι άχρηστα. Ύστερα, αναφέρεται και σε κείνους που ενώ έχουν άριστη υγεία, διαρκώς μεμψιμοιρούν δήθεν για τα χάλια τους, μια και τα θέλουν όλα εν τάξει. Κι αυτούς τους κατακρίνει ο λαός και τους λέει: «Ε! κύριοι. Η πραγματική ευτυχία έγκειται μόνο στην υγεία. Αλλά και οι Αρχαίοι έλεγαν: Η υγεία μέγα δώρον των Θεών εις τους ανθρώπους».
2. «Θιός κι η ψχήτ’, κι διάβουλους του πιτσίτ’». Που θέλει να πη: Ο Θεός ας κρίνη την ψυχή του, κι ο διάβολος, το πετσί του, το σώμα του. Γνωρίζει ο λαός, ότι την ψυχή του ανθρώπου την κατεξουσιάζει ο Θεός, και της απονέμει το απόλυτον δίκαιον, ενώ το σώμα και δη του αμαρτωλού, το διεκδικεί ο διάβολος, και το υποβάλλει σε φρικώδη βασανιστήρια, εις το ‘πυρ το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις Αγγέλοις (2) αυτού’. 
Ήταν δηλαδή τόσο βαθειά η χριστιανική πίστη στα περασμένα χρόνια, ώστε όταν εμάθαινε ένας Σουφλιώτης, ό,τι ο συνέταιρός του, τον έκλεβε, αλλά δεν ημπορούσε να βεβαιωθεί περί αυτού, τότε τον άφινε στην κρίση του Θεού με τα παραπάνω λόγια. *Ιδε σχετ. και εις 33ον Τόμ. Θρακ.)
3. «Τα’ψεν’(ει) ψάρ’(ι), στα χείλ(η)» = Του ψήνει ψάρι στα χείλη. Η φράση αυτή αποδίδεται συνήθως, στην κακιά εκείνη γυναίκα, που κάνει τόσο μαρτυρική τη ζωή του άνδρα της, ώστε να φλογίζουν τα χείλη του από τη στενοχώρια, και που μπορεί έτσι σ’ αυτά να ψηθή και ψάρι ακόμη! Βέβαια, δεν παέι από του να είναι αυτό μια υπερβολή, μα άμα εμβαθύνει κανείς πιο πολύ, θα καταλάβη γιατί το λέει αυτό ο λαός.
4. «Δεν τρώϊτη νε ψ(η)μένους, νε βρασμένους». Είναι τόσο περίεργη η νοοτροπία ωρισμένων ανθρώπων, σπανίων ευτυχώς, ώστε είναι αδύνατον να συμφωνήσουν και με τον πιο ήρεμο και νουνεχή συνομιλητή των. Συνεχώς αντιρρήσεις, διαρκώς αντιγνωμίες και θορυβώδεις αρνήσεις, και για το πιο απλούστατο ζήτημα. Ε! αυτόν τον άνθρωπο, άνδρα ή γυναίκα, τον καταδικάζει δίκαια ο λαός με την παραπάνω παροιμιώδη φράση: Δεν τρώγεσαι χριστιανέ μου, ούτε ψημένος, ούτε βρασμένος.
5. «Βήκι ψείρα στου γιακά». Η παροιμία αναφέρεται στους νεόπλουτους εκείνους, που δεν αφίνουν ευκαιρία, από του να επιδειχθούν, σε κέντρα, στον περίπατο, και στους χορούς τον παλιό καιρό. Δεν παραλείπουν επίσης από του να παριστάνουν τον έξυπνο, παντού και πάντοτε, «κι όπου δεν τους σπέρνετε, κι εκεί φυτρώνουν».
6. «Ούλ’(οι) γιλούσαν μιτ’ ιμένα, ξικαρδίζουμαν κι εγώ» (= Όλοι γελούσαν, «κορόϊδευαν» μ’ εμένα, έσκαζα και γω στα γέλια).
Η παροιμία λέγεται για τους αφελείς εκείνους, που ενώ όλοι γελούν εις βάρος τους, κατόπιν ειρωνειών, που απευθύνει ο «έξυπνος της παρέας», γελούν κι αυτοί ξεκαρδιστικά κι απονήρευτα, έτσι δε τα γέλια της παρέας αποκτούν μια κεκτημένη ταχύτητα. Τότε ακριβώς σκάει κι η βόμβα της παροιμίας, για να παραλύση από τα γέλια η παρέα, αλλά όχι σπάνια και για να τραυματίση σοβαρά τα αθώα θύματα των «πονηρών».
7. «Θαρρείς κι μπάτρισαν τα καράβια τ’» (= Νομίζεις και βούλιαξαν τα καράβια του). Είναι μερικοί άνθρωποι, που και για την πιο παραμικρή κακοτοπιά, αισθάνονται τόση στενοχώρια, ώστε να περπατούν ή να στέκουν κατηφείς, συλλογισμένοι, καταστενοχωρημένοι και βωβοί, κι έτσι σαν σχόλιο έρχεται στο στόμα των γνωστών τους, η εν λόγω παροιμία που, αν κι έχει λίγη δόση ειρωνείας, λέγεται σαν συμβουλή αποκαταστάσεως.
8. «Άμα ντιβιρτίσ(η) τ’αμάξ(ι), δρόμ’(οι) πουλλοί!» (= Όταν αναποδογυρίση το αμάξι, δρόμοι πολλοί)!
Το γεγονός αυτό, έγινε έκτοτε παροιμιώδες, και αποδίδεται σε κάθε περίπτωση, που από οποιαδήποτε απροσεξία έχει συμβή ένα ανεπανόρθωτο συνήθως κακό.
9. «Άριζι Μάρου του χουρό, βρήκι άντρα γκαϊντατζή». Ανέκαθεν ελέγοντο ευμενέστατα σχόλια, για τις γυναίκες ή για τους άνδρες εκείνους που μετέρχονται χίλια δυό τεχνάσματα μέχρις ότου επιτύχουν αυτό που θέλουν. Φυσικά, χρειάζεται όμως και ανάλογη εξυπνάδα, πονηριά, επιτηδειότητα ή καπατσωσύνη, όπως καλύτερα λέγεται. Οι άνθρωποι αυτοί, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν διαρκώς. Εγώ ατομικώς δεν αποκρύπτω το θαυμασμό μου σ’ αυτούς, και τους καλοτυχίζω, διότι σ’ όλες τις περιπτώσεις πετυχαίνουν θαυμάσια. Και πιο πολύ η Μάρω της παροιμίας μας που επειδή της άρεσε ο χορός, βρήκε άνδρα «γκαϊντατζή» δηλ. να ξεύρη να παίζει «άσκαυλο», ώστε να μπορή να χορεύει κατά βούλησιν και ανεξόδως.
10. «Άντα βρέχ’(η), μαζώνουν νιρό». Δηλαδή όταν σου δίνεται η κατάλληλη ευκαιρία, πρέπει να την εκμεταλλευθής. Μ’ όλα ταύτα, πολλοί είναι που παίρνουν αφρόντιστα το ζήτημα, και μένουν ύστερα «στα κρύα του λουτρού», όπως άλλη παροιμία συμπληρώνει. Ακόμη η παροιμία αναφέρεται για εκείνους, που ενώ η περίσταση τάφερε να παίρνουν πολλά, αυτοί, τα ξοδεύουν ασυλλόγιστα, χωρίς να μαζεύουν τίποτε στην άκρη, κι έτσι όταν σταματήση η βροχή των αγαθών, είναι πια αργά, και μένουν μ’ άδεια τα χέρια. Και τότε τους λένε όλοι ειρωνικά την παροιμία, συμπληρώνοντάς την όμως και μ’αυτήν: «Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα».

1.Κουρνάς = Κάνουλα.
2. Εις τους απεσταλμένους υπ’ αυτού, δι’ αυτούς που ακολουθούν τα κελεύσματά του.