Εισαγωγικόν σημείωμα: Καθώς αναφέρουμε και στον 33ο τόμο των Θρακικών, σελ. 200, 201 κ.έ., γύρω από το Σουφλί, συναντούμε αρκετούς αρχαιολογικούς χώρους, χρονολογούμενους στην Αρχαία εποχή, τη Ρωμαϊκή, αλλά και τη Βυζαντινή, ένας δε τέτοιος είναι και «Παληόκαστρο». Είχα την περιέργεια να το επισκεφθώ. Για να πάμε στο Παληόκαστρο, πρέπει να προχωρήσουμε με κάποιο μεταφορικό μέσο, 4 χιλ. στο Δημόσιο δρόμο προς το Διδυμότειχο. Μετά αφήνουμε το δρόμο αυτό, και ακολουθώντας τον παληό δημόσιο δρόμο προς τα Δυτικά, βαδίζουμε άλλο ένα χιλιόμετρο παράλληλα με το ρέμα, το λεγόμενο «τρανό ρέμα», ως ότου βρισκόμαστε στη ρίζα ενός δασωμένου λόφου με υψόμετρο πάνω από 1.000 μ. Κοιτάζοντας προς την κορυφή, διακρίνουμε τον ελικοειδή δρόμο που ανεβαίνει προοδευτικά από τη Βόρεια πλαγιά, προς το πίσω μέρος του λόφου και στην κορυφή. Στο πιο ψηλό σημείο διακρίνουμε επίσης, ορισμένα κτίσματα, που κάνουν την κορφή απροσπέλαστη. Αλλά και ο δρομίσκος, σε πολλά μέρη, είναι στηριγμένος, με τοιχάκια τούβλινα, κάτι μακρόστενα, λεπτά ως τρεις πόντους πάχος, καλοψημένα τουβλάκια, που βλέπουμε συχνά στα βυζαντινά κτίσματα. Και πραγματικά, όλες οι παραδόσεις ανάγουν τα κτίσματα του Παλαιοκάστρου στη Βυζαντινή εποχή.
Παίρνοντας λοιπόν το δρομάκι αυτό, και συνεχώς ανηφορίζοντας, φθάναμε στην κορυφή.
Εκεί, γύρω-γύρω μεν αντικρύζουμε μερικά κτίσματα. Βυζαντινής τεχνοτροπίας, με τις πλαγιές απ’ όλα τα μέρη απλησίαστες, στο μέσο δε, ένα απλόχωρο χωράφι, σπαρμένο στάρι. Όταν πήγαμε εμείς, κατά τα τέλη Αυγούστου 1960, ήταν θερισμένο και μπορέσαμε να διακρίνουμε πλήθος από σπασμένα κεραμιδάκια, από πιθάρια και τις οίδε τι άλλα αντικείμενα. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι, ότι ναι μεν, ως τα παληότερα χρόνια σώζονταν αρκετά κτίσματα χρήσιμα για στρατιωτικούς σκοπούς, ως προωρίζετο κατά την εποχή του Ιουστινιανού, όμως, καθώς ήταν ο λόφος έρμαιο του καθενός τσομπάνη και γεωργού, χρησιμοποιήθηκε σαν ποιμνιοστάσιο ή σαν καταφύγιο αντάρτικων ομάδων στον καιρό της τουρκοκρατίας, τελικά όμως ισοπεδώθηκε για να γίνη χωράφι, δεν γνωρίζω τίνος Σουφλιώτη-γεωργού.
Όλος ο λόφος αυτός είναι γύρω-γύρω απομονωμένος από βαθύτατες απότομες χαράδρες, που ακούεται να τρέχη αργά-αργά, καθαρό σαν κρύσταλλο, νερό. Έτσι, το «κάστρο» μπορούσε να εκπληρώνη το σκοπό για τον οποίο κτίσθηκε, αφού ήτο αδύνατο να κυριευθεί από τον εχθρό.
Για το «Παληόκαστρο», λοιπόν, αυτό, ο γερο-Λεωνίδας Νταλαντώλας – (παρατσούκλι) -, μου διηγήθηκε σε παλιά Σουφλιώτικη γλώσσα, σε συγχρονισμένη όμως απόδοση από τον γράφοντα, τα εξής:
«Όταν ήμουνα 9-10 χρονών παιδί, άκουσα τους παπούδες να διηγούνται τις παρακάτω ιστορίες: Ήταν τότε πολλά κάστρα, κι ένα απ’ τα πιο ξακουστά και το ‘Παληόκαστρο’. Αυτό δυσκολεύτηκα πολύ να το κυριέψουν οι Τούρκοι. Απ’ την Κωνσταντινούπολη ήρθαν στα Ύψαλα. Εκεί έκτισαν τζαμί, όπου ο χότζας των έψαλλε: Αλιάμιπ – σαλιάμ = Ευλογητός ο Θεός! Και επειδή κατακτούσαν τα χωριά το ένα μετά το άλλο, πολλοί Έλληνες άφηκαν τις πατρίδες των κι ήρθαν στο ‘Γκιαούρ-Αντά’ έναντι των Φερρών και έκτισαν 3 χωριά. Αλλά λεπτομέρειες περί αυτού θα αναφέρουμε σε ειδικό κεφάλαιο παρακάτω.
Εφρόντιζαν όμως, μέσα στο εξαιρετικά δασωμένο τούτο μέρος, να είναι τελείως άγνωστοι. Έτσι με τον καιρό, μη ερχόμενοι σε επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους, έγιναν άγριοι. Εδόθη δε διαταγή σ’ ένα Τουρκικό τμήμα να τους συλλάβουν, κι όσο κι αν προσπάθησαν να τους δέσουν, και ανέφεραν στους στρατηγούς των ότι ‘δεν δένονται’. Κι έτσι τους άφησαν ελεύτερους.
Λοιπόν, από το ‘Γκιαούρ-Αντά’, τμήματα Τουρκικού στρατού πήραν το δρόμο προς το Βορρά, κατά μήκος των οχθών του Έβρου και έφθασαν ως το ‘Παληόκαστρο’. Και στην εποχή αυτή, στην κορυφή του λόφου, ήταν ολόκληρο χωριό, ενώ παλιότερα, ήταν φρούριο, από κείνα που είχε οργανώσει ο Ιουστινιανός, με σημαντική στρατιωτική φρουρά, για να εμποδίση την εισβολή των από τα Δυτικά εχθρών της Αυτοκρατορίας, και δη των Βουλγάρων, οι οποίοι πολύ συχνά ερήμωναν τα χωριά που ήταν κοντά στα σύνορα.
Οι Τούρκοι, περικύκλωσαν το ‘Παληόκαστρο’, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπόρεσαν να το κυριέψουν, κι έτσι επροχώρησαν προς το Διδυμότειχο, το οποίον και κυρίεψαν.
Ξαναγύρισαν όμως, και προσεπάθησαν και πάλιν να το καταλάβουν. Να σημειωθεί ότι στο Παληόκαστρο είχαν καταφύγει και πολλοί άλλοι Έλληνες της περιοχής, επίσημοι, αλλά και κληρικοί, και μάλιστα και ένας Επίσκοπος. Κάθε προσπάθειά των λοιπόν, πάει και πάλι στα χαμένα. Για το λόγον αυτό, έβαλαν σ’ εφαρμογή διάφορα σατανικά σχέδια, και μάλιστα τη δωροδοκία. Και να πως: Κάτω από το Παληόκαστρο, συγκεκριμένα 50-100 μ. Ανατολικά της σιδηροδρομικής γραμμής, ήταν χτισμένο ένα μικρό εξωκκλήσι τιμώμενο με το όνομα του Αγ. Γεωργίου. Την κανδήλα της εκκλησούλας κατέβαινεν ο κανδηλανάπτης του φρουρίου από μυστική δίοδο, και την άναβε κάθε μέρα.
Αυτόν, λοιπόν, παραφύλαξαν και τον έπιασαν οι Τούρκοι, και του υποσχέθηκαν να του δώσουν όσα χρήματα ήθελε, αρκεί να τους έλεγε με ποιο τρόπο θα κυρίευαν το φρούριο.
Εκείνος, αφού πήρε τα χρήματα, τους είπεν ότι θα μπορούσαν να κυριέψουν εύκολα το φρουριο μόνο κατά την εορτή του Αγίου Γεωργίου, κατά την οποία πήγαιναν σύσσωμοι όλοι οι Χριστιανοί του φρουρίου για να πανηγυρίσουν στο εκκλησάκι.
Εκείνοι όμως, υποπτευόμενοι την παρουσία των εχθρών, δεν πήγαιναν όλοι μαζί, αλλ’ έστελναν μονάχα μερικούς κατά τη γιορτή του παρεκκλησίου. Αν και επί τρία χρόνια συνεχώς καιροφυλακτούσαν οι Τούρκοι, δεν βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να κυριέψουν το φρούριο.
Την τέταρτη χρονιά, νομίζοντας οι Παληοκαστρίτες ότι λύθηκε οριστικά η πολιορκία των, κι ότι οι εχθροί είχαν φύγει, αποφάσισαν να γιορτάσουν όλοι μαζί. Έτσι, σε πομπή λιτανείας, επήγαν μικροί-μεγάλοι στο παρεκκλήσι, να προσκυνήσουν.
Τότε οι καιροφυλακτούντες πάντοτε εχθροί, και τους πανηγυρίζοντες αιχμαλώτησαν και το φρούριο εύκολα κυρίεψαν, διότι οι πύλες ήσαν ανοικτές και αφύλακτες. Μερικοί δε έλεγαν πως ο κανδηλανάπτης ωδήγησε τους εχθρούς, από μυστική είσοδο, από τους πρόποδες στην κορυφή. Και οι αιχμαλωτισθέντες τιμωρήθηκαν σκληρά.
Όταν όμως, ύστερα από λίγον καιρό, έγινε γνωστή η προδοτική ενέργεια του κανδηλανάπτη, οι πατριώτες του παληοκαστρίτες τον τιμώρησαν όπως του άξιζε. Μάζεψαν χρυσά νομίσματα, τα έλυωσαν, και στη ρευστή μάζα του χρυσού την έριξαν στο στόμα του προδότου, έτσι για να χορτάση χρυσάφι ο φιλάργυρος και άπατρις εκείνος άνθρωπος.
Με τον καιρό, όλοι οι κάτοικοι του παληόκαστρου έφυγαν για να κατοικήσουν σε άλλα χωριά, και δη στο Σουφλί, το δε Κάστρο με το χρόνο ερειπώθηκε.
Πολλοί είναι εκείνοι που λένε ότι υπήρχε μυστικό τούνελ (γαλαρία), συνδέον το Παληόκαστρο με την τοποθεσία ‘Μυγδαλιά’ και εκείθεν με τη ‘Γκίρμπινα’, βουνοκορφή έξωθι του χωριού Δαδιά. Επίσης, ως διεπίστωσε και ο γράφων στη νότια πλευρά, υπάρχει μικρό σπήλαιο με σταλακτίτες. Καλό δε είναι, να ερευνηθή τούτο, αφού διευρηνθή η είσοδός του. Άκουσα μάλιστα να λένε, ότι δήθεν, από το σπήλαιο αυτό περνάει υπόγειο ποτάμι με κρυστάλλινο νερό.
Επ’ ευκαιρία επίσης αναφέρω ότι, κατά τη θεμελίωση της νέας γέφυρας Τρανού ρέμματος (1962) εστάθη απαραίτητο να λειτουργούν συγχρόνως 5 μηχανικές υδραντλίες. Και βέβαια, με την αποπεράτωση των θεμελίων, το νερό αυτό χάθηκε. Και λέγαμε τότε: Γιατί άραγε δεν έγινε φροντίδα από μέρους των αρμοδίων της Νομομηχανικής υπηρεσίας ή του Δήμου Σουφλίου να στερεωθή μια σωλήνα, ώστε να υπάρχη κάτω στη γέφυρα, για τους καλοκαιρινούς μήνες, άφθονο κρυστάλλινο νερό, για να πίνουν οι άνθρωποι και τα ζώα;»
Άλλες πληροφορίες: Ο ίδιος συνομιλητής μου, μου έδωκεν ακόμη και τις εξής πληροφορίες:
1. Ο παληός δημόσιος δρόμος προς Διδυμότειχο, έγινεν από τους Ρώσους κατά την προέλασή των στη θράκη στα 1878. Πράγματι, σημάδια φαινόταν από το πηγάδι ‘τρανού ρέμματος’ πριν καλυφθή από το νέο δημόσιο δρόμο, και ωδηγούσε κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και της δεξιάς όχθης του Έβρου, μέχρι Μάνδρας. Σε μερικά σημεία μάλιστα, και σήμερα φαίνεται καθαρά ότι η όχθη του Έβρου είναι στερεωμένη με λιθότοιχον, βέβαια, για να μην παθαίνη καθίζηση ο δρόμος και κυρίως η σιδηροδρομική γραμμή, πράγμα που με κάνει να συμπεραίνω ότι, μάλλον η στερέωση αυτή, έγινεν από τη Γαλλική Εταιρεία Σιδηροδρόμων, που κατασκεύασε τη γραμμή.
«Επ’ ευκαιρία, αναφέρω επίσης, ότι ένα άλλο γεροντάκι μου είχεν ειπεί ότι ενεθυμείτο τους Ρώσους, που ένα τμήμα του ιππικού των εστρατοπέδεψε σε ένα κτίριο παληό, όπου η τ. Ηλεκτρική Σουφλίου, και ότι έκτοτε οι Τούρκοι συμπεριφέροντο καλύτερα στους ραγιάδες».
2. Ότι στα υψώματα, Βόρεια και Δυτικά του Σουφλίου, υπήρχαν και άλλοι Έλληνικοί οικισμοί, οι οποίοι χάριν ασφαλείας από τους Τούρκους και Βουλγάρους κομητατζήδες, συνεπτύχθησαν στο Σουφλί.
3. Στα παληότερα χρόνια, η αγορά Σουφλίου ήταν στη σημερινή Πλατεία μεσοχωρίου, όπου εγίνετο και η εβδομαδιαία αγορά, αλλά και στην πλατεία του σχολείου «Κούτσουρο», με λογής-λογής μαγαζιά: Μπακάλικα, μπιζουριάνικα κ.λ.π.
4. Τα σπίτια εκτίζονται χαμηλά, χωρίς παράθυρα, με μεγάλα «σατσιάκια» ώστε να μη μπορούν να πλησιάσουν έφιπποι κυρίως εχθροί, εξ αυτών που ήρπαζαν τις Ελληνοπούλες. Οι εξώθυρες, πολύ στερεές, και αμπαρωμένες.
5. Ένα από τα πιο χεροδύναμα παλληκάρια του παληού Σουφλίου, (1850-1870), ήτο κάποιος Βράνης ονομαζόμενος –θείος του πάππου του γράφοντος- ο οποίος, σε πολλές περιπτώσεις, προστατεύοντας συμπατριώτας του Σουφλιώτες, νικούσε με τη μεγαλύτερη ευκολία και δύο και πέντε ακόμη Τούρκους, κι είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των, αν και κατά βάθος ήταν ένας αθώος, και αγαθής ψυχής άνθρωπος, όμως ήρωας αληθινός.
6. Ο πρώτος σιδηροδρομικός συρμός πέρασε από το Σουφλί κατά το 1870, και την ημέρα εκείνη έγινε αληθινός πανζουρλισμός! Όλοι οι Σουφλιώτες κατέβηκαν σύσσωμοι κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, και με έξαλλο ενθουσιασμό εκραύγαζαν: «Κόchιατι ρε, να δγήτι ένα μαύρου πράμα απ’ φσάει, πάφ-πούφ, κι τραβάει πίσου, τ’ σιδηρέϊνια αμάξια», και ακολουθούσαν τρέχοντας ως την «τρανή-πέτρα», δυο χιλιόμετρα έξω από την πόλη.
Και πάλιν, επ’ ευκαιρία αναφέρω ότι: παρόμοιον έξαλλον ενθουσιασμόν εξεδήλωσαν οι Σουφλιώτες και κατά το 1925, όταν έγινεν η πανηγυρική πρώτη ηλεκτροδότησις του Σουφλίου. Τη νύχτα εκείνη, κανείς Σουφλιώτης δεν κοιμήθηκε. Όλοι διέσχιζαν τους δρόμους, ιδίως της αγοράς, με αλαλαγμούς χαράς και αγαλλίασης.
7. Η μεγαλύτερη ανάπτυξη και ακμή του Σουφλίου, έγινε μεταξύ των ετών 1890 και 1914, ότε είχε πληθυσμόν 14 χιλ. κατοίκων.
8. Ο μωρεώνας στην «Παληόστρατα» είναι παμπάλαιος, με μουριές ηλικίας άνω των 200-300 ετών, ακόμη από την εποχή του Ιουστινιανού, ότε ανεπτύχθη η σηροτροφία στη Θράκη.
Και ότι η «Παληόστρατα» είναι η παλαιά στράτα –οδός, του Αρχαίου οικισμού του Σουφλίου, τις οίδε με ποιο όνομα.
9. Στο Μεσοχώρι, υπήρχε βρύση με εντειχισμένη μαρμάρινη επιγραφή, επ’ ονόματι ενός Έλληνος, και χρονολογία 1720, με στοιχεία Βυζαντινής γραφής.
10. Η Εκκλησία «Αγ. Αθανασίου» φέρει έτος κτίσεως 1842, ή δε του «Αγ. Γεωργίου» 1853. (Βλέπε λεπτομέρεις σε ειδικό κεφάλαιο, παρακάτω).
11. Τα φερόμενα ως δωρεά οικήματα παρά τον Ιερό Ναό Αγ. Γεωργίου, υπό του Σουφλιώτη Φάκου, εις την πραγματικότητα ήσαν κτήματα, λάφυρα, φυσκά Τουρκικής ιδιοκτησίας, και τα οποία παρεχώρησε για τον Ιερό Ναό, ο Ελληνικής καταγωγής, εκ Διδυμοτείχου Τούρκος Διοικητής – καημακάμης, Τρύφων, υπό το πρόσχημα όμως ότι ανήκουν στο Φάκο.
12. Όταν βλέπουμε στον ουρανό «ψαρότσιφλις», δηλ. τα σύννεφα να παίρνουν σχήματα σαν λέπια ψαριού, είναι σημείον ότι ο καιρός θα χαλάση εξάπαντος. Τούτο μου ανεκοίνωσεν ο 75ετής πάπο-Δημήτρης Μαλουσάρης, ιδιοκτήτης του καφενείου στο «Κιόϊ - ντερέ».
13. Ονομασία του χωριού Κορνοφωληά. Μια Κυριακή του Μαρτίου 1958, όταν είχα πάει στο χωριό, σε σχετική ερώτησή μου για την ονομασία του χωριού των, οι γεροντότεροι μου είπαν τα εξής: Πιο πέρα, 1.500 μ. ΝΑ/κά του χωριού, προς την όχθη του Έβρου, βρίσκονται ακόμη τα θεμέλια σπιτιών από παλαιό χωριό, που ωνομαζόταν «Ντερβέν», δηλ. φρούριο. Είτε όμως, λόγω των καταστροφικών πλημμυρών του Έβρου, είτε για το λόγο που κάποτε σημειώθηκε στο χωριό αυτό μια επιδημική νόσος, οι κάτοικοι που απόμειναν μετώκησαν στη σημερινή θέση του χωριού, με την ονομασία «Ντερβέν’(ι) - Καραμπουρνάρι». Στην πλατεία επίσης του χωριού, υπήρχε ένα πηγάδι, που το νερό του ήταν μεν πόσιμο, αλλά λόγω της σκιάς που έπεφτε απ’ τα γύρω πυκνόφυλλα δένδρα, φαινόταν μαύρο.
Στα δέντρα αυτά, σκαρφάλωναν επίσης κλήματα, κισσός και περιπλοκάδες, και τα κάνανε πιο πυκνά και αδιαπέραστα. Χιλιάδες δε αμέτρητες κουρούνες χτίζανε τις φωληές τους, εξ ου και η μετέπειτα ονομασία του χωριού «Κορνοφωληά» (Κορονών-φωλέα). Αλλά πιο πολλές λεπτομέρειες για το χωριό και το Σχολείο, θα δη ο αναγνώστης στο ειδικό θέμα: «Ιστορία του Σχολείου Κορνοφωληάς» που θ’ ακολουθήση.
14. Πως χτίσθηκαν τρία χωριά στο «Γκιαούρ - Αντά». Ο κ. Δημοσθ. Μούτλιας, ένας πολύ αξιόπιστος άθρωπος, μου είπε σχετικά τα εξής:
«Άκουσα να λένε οι παππούδες ότι, όταν οι Τούρκοι βάλθηκαν να κυριέψουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από τις Μικρασιατικές ακτές, ήρθαν πρώτα στην Αίνο, όπου κάθισαν 3 χρόνια. Έπειτα πήγαν σ’ ένα άλλο χωριό, και μπαίνοντας στην Εκκλησία την Ελληνική ο χότζας φώναξε: Ίπ – Σαλιάμ. Και από τότε ωνομάσθηκε ‘Ύψαλα’ (17). Μετά, οι Τούρκοι προχώρησαν κατά μήκος των οχθών του Έβρου κι έφθασαν στην Ανδριανούπολη, όπου έμειναν 30 χρόνια. Κατόπιν προχώρησαν στην Κωνσταντινούπολη, την περικύκλωσαν και τη βομβάρδιζαν με ξύλινα κανόνια. Τότε οι Ιταλοί βρήκαν την ευκαιρία να προτείνουν στον Πατριάρχη, να συστήση στους Έλληνες να γίνουν Καθολικοί, και έτσι θα βοηθούσαν με στρατό και στόλο, να λύσουν την πολιορκία οι Τούρκοι. Βέβαια, ο Πατριάρχης, ο αυτοκράτορας και ο λαός, προτίμησαν να χαθή η αυτοκρατορία, παρά να χαθή η Ορθοδοξία.
Κι’ οι Ιταλοί, έδωκαν τότε στους Τούρκους σιδερένια κανόνια, κι’ έτσι έπεσε η Πόλη στα χέρια του.
Ο λαός της Θράκης ύστερα, έτρεχε δώθε κείθε να βρη καταφύγιο, να σωθή. Μια ομάδα χωρικών πήγε στον κάμπο των Φερρών και μέσα στο αδιαπέραστο δάσος, έκανε τρία χωριά, 1) «Άγιος Γεώργιος», 2) Βλάχικα Καλύβια, κι ένα άλλο. Οι άνθρωποι αυτοί όμως, καθώς από φόβο προς τους Τούρκους, δεν έρχονταν σ’ επαφή με τ’ άλλα χωριά, έγιναν σχεδόν άγριοι. Κι όταν οι Τούρκοι διατάχθηκαν να τους πιάσουν, δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο, γιατί αυτοί ξετρύπωναν από το ένα μέρος στο άλλο, μέσα στην άγρια φυλλωσιά της μισοπλημμυρισμένης απ’ τον Έβρο πεδιάδας. Έτσι αναγκάσθηκαν οι Τούρκοι να τους αφήσουν εκεί μέσα ελεύθερους, κι από τότε η περιοχή αυτή φέρει το όνομα ‘Γκιαούρ-Αντάς’, δηλ. Πεδιάδα των Ελλήνων.
Μου φαίνεται πως η ιστοριούλα αυτή, συμφωνεί με τα όσα διεπίστωσα και από άλλους».
15. Από τον κ. Ι. Τερζούδην, ράπτην, πληροφορούμαι α) ότι το Α’ Σχολείο κτίσθηκε στα 1910. Ήταν τότε ο συνομιλής μου 15 ετών, και σα γειτονόπουλο, παρακολουθούσε τακτικά τους εργάτες. Έγινε με δαπάνη της Ελληνικής κοινότητος, με τα έσοδα εράνου μεταξύ των δημοτών (1956).
Β) Ο ίδιος συνομιλητής μου και ο κ. Ι. Λιανόπουλος μου ανεκοίνωσαν ότι, η σιδηροδρομική γραμμή Σουφλίου, έγινε προ 100 ετών περίπου, ήτοι το 1858, που τότε οι γονείς των ήσαν νέοι κι εργαζόταν στην επιχωμάτωση της γραμμής, κουβαλώντας «τιζέκια» από τον κάμπο. Κι’ ότι όταν πέρασε το πρώτο τραίνο προς Αδριανούπολη, (1870) κατέβηκαν όλοι οι Σουφλιώτες, καθώς είπαμε και παραπάνω και τρέχοντας πίσω να το φθάσουν, φωνάζανε: «Κόchιατι ρε, να δγήτι! Ένα μαύρου πράμα χουρίς βώδια, γκβαλάει πίσου τ’ σιδηρέϊνια αμάξια» - κάποιος δε Αναστ. Ζαλίμης, επενόησε κι αυτός ένα τραινάκι και τώβαλε στη γραμμή να τρέχη.
Γ) Ότι οι «καρακατσέληδες» λεγόταν έτσι, γιατί κατάγονταν από βλάχους καρακατσιάνηδες, και έβοσκαν όλοι, πρόβατα.
Δ) Ότι η σημερινή «Πλατεία Νάνου», λεγόταν τότε ‘γελαδαριά’ διότι εδώ μαζευόταν όλα τα γελάδια του Σουφλίου, και τα παραλάβαινε ο γελαδάρης και τα ωδηγούσε στη βοσκή στον κάμπο.
Ε) Οι γέροι διηγούνται ότι, προτού γίνη η σιδηροδρομική γραμμή, ο Έβρος ποταμός έφθανε ως την άκρη της «γελαδαριάς», και όπου οι ψαράδες έδεναν τις «φελούκες» (18) τους, δηλ. τις βάρκες των. Και βέβαια στα χρόνια εκείνα, στην περιοχή αυτή, δεν υπήρχε κανένα σπίτι. Ένας γέρος, προ πολλών ετών, όταν τον είχα ρωτήσει σχετικά μου είπε: Ιγώ θμούμη ότι ιδώ ήτανα «γκιόλια» (=λιμνάζοντα νερά) κι κυνηγούσαμι, του χ(ει)μώνα, ουρντέκια (=αγριόπαπιες).
Στ) Στη «Μούρσα», πριν από πολλά χρόνια ήταν σπίτια πιθανόν καμμιά συνοικία του Σουφλίου, και στη «Μυδαλιά» ήταν ένα παρεκλλήσι. Ένα δε μυστικό τούνελ, ωδηγούσε υπογείως ως το «Παληόκαστρο».
Ζ) Ότι προ πολλών ετών, από διάφορα ευρήματα, διεπιστώθη ότ, νοτίως της Κορνοφωληάς, κοντά στον Έβρο, υπήρχε η Αρχαία Πλωτινούπολις, εκεί δε και η αρχική θέσις της Κορνοφωληάς. Προς τα βορεινά δε μέρη της γέφυρας «Μαγγάζι», υπήρχε κάποτε χωριό με τ’ όνομα «¨αγιος Λουκάς». (Πληροφορίας Παπαγιαννακούδη).
16. Συνοικίες του Σουφλίου. Όλοι γνωρίζουν ότι, αφ’ ότου το Σουφλί, συμπτύχθηκε στα σημεία όπου απλώνεται και σήμερα, αποτελούνται από 4 συνοικίες ή μαχαλάδες. Α) Αποστόλ, β) Μαργαζή, γ) Γενή και δ) Σέχ. Σε ερωτήσεις μου, γιατί ωνομάστηκαν έτσι, μου είπαν οι γερόντοι: Η συνοικία «Αποστόλ» βορ/κά της πόλεως, πήρε το όνομα από τον 4ον πρόγονον του μακαρίτου τώρα καφεπωλείου Ι. Μόκαλη (= Τζιν κουρου). Έτσι μου είχε ειπεί το 1958. Και το όνομά του προήλθε από το όνομα του προγόνων των: Μόσχος = Μόκος = Μόκας = Μόκαλης. Άλλη όμως εκδοχή, ή και πιθανώτερα, λέγει ότι, η συνοικία «Αποστόλ» ωνομάσθη έτσι από εύπορον πρόγονον της οικογένειας των Αποστολούμηδων.
Η Συνοικία Μαργαζή, ΒΔ/κώς της πόλεως, ωνομάσθη από τους νεοαφιχθέντας από το Σουφλί και Γρεβενά Ηπείρου Σουφλιώτας, υπό αρχηγόν των, τον Παπά – Γκίναν, ή Λέκκαν με 15-20 οικογένειες.
Και η συνοικία «Σεχ», ΝΑ/κά του Σουφλίου, ωνομάσθη έτσι από τον πλούσιον Σεΐχην Τούρκον, που κατοικούσε στο μέρος αυτό.
17. Πλατείες του Σουφλίου. Φυσικά, μέσα στην αμάθεια που ζούσαν οι πρόγονοί μας Σουφλιώτες, καμμιά προοπτική δεν υπήρχε για τη δημιουργία πλατειών κατά την ανάπτυξη της πόλεως. Παρά ταύτα, μετά το κτίσιμο των σπιτιών, ύστερα από πρόχειρη πολεοδομική διάταξη των ιδιοκτητών με τους μαστόρους – κτίστες, (- οι αρχιτέκτονες ήσαν τελείως άγνωστοι, -) διαμορφώθηκαν ως σήμερα οι εξής πλατείες:
α) Πλατεία αγοράς, τέως Ηρώου, όπου επί τουρκοκρατίας ήτο το συντριβάνι και παραπλεύρως ένας πλάτανος. Το συντριβάνι, καθώς θα πούμε και σ’ άλλο κεφάλαιο, έγινε με έρανο των επαγγελματιών Σουφλίου και διετηρούντο μέσα κοκκινόψαρα. Σήμερα στην πλατεία αγοράς προσετέθη και η Πλατεία, η προ του κτιρίου υποκαταστήματος Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος, η οποία είναι στρωμένη με στερεώτατο συμπαγές σκυροκονίασμα.
β) Πλατεία «Γελαδαρά». Την ωνόμασαν έτσι, γιατί σ’ αυτήν μαζεύανε τις αγελάδες όλου του χωριού, και τις παρελάβαινε ο «γελαδάρης» για να πάη στον κάμπο για τη βοσκή.
Τώρα ονομάζεται «Πλατεία Νάνου», προς τιμήν του δολοφονηθέντος στο σημείο αυτό, κατά την γερμανική κατοχή, εξαίρετου πατριώτη Δημάρχου Σουφλίου Πασχ. Νάνου.
γ) Πλατεία Μεσοχωρίου, όπου μέχρι το 1850 – 70 ήτο το κεντρικώτερο σημείο του Σουφλίου, και όπου γύρω-γύρω ήσαν πολλά και διάφορα καταστήματα και ιδίως κρεοπωλεία.
δ) Πλατεία Σαρμπνάρ’(ι). Η λέξη είναι τουρκική και σημαίνει διασωμένο πηγάδι. Πράγματι, καθώς βεβαιούν όλοι οι γερόντοι, εδώ ήτο προ 100 ετών (1850) ένα πηγάδι πολύ ρηχό, απ’ το οποίο αναβρούσε ωραίο, καθαρό, κρυστάλλινο νερό. Απ’ αυτό, υδρεύονταν όλος ο επάνω μαχαλάς. Όμως και το πηγάδι και όλα τα πέριξ, ήσαν δασωμένα με πυκνόφυλλους διαφόρους θάμνους. Μάλιστα δε, ως το πηγάδι, ωδηγούσε μόνο μια ατραπός, ένα μονοπάτι κατηφορικό, με 2-3 σκαλοπάτια. Η όλη τοποθεσία ήτο μια ρεμματιά, κι όταν υπήρξε η ανάγκη να κτισθή σχολείο (1870), με προσωπική εργασία των κατοίκων η ρεμματιά καλύφθηκε, ισοπεδώθηκε και κτίσθηκε το Παράρτημα της Αστικής Σχολής, και τμήμα μικρό εχρησιμοποιείτο για πλατεία, όπου χόρευαν οι νέοι και νέες κατά τις Κυριακές και γιορτές.
Η πλατεία αυτή σήμερα ονομάζεται «Πλατεία Νίκης».
Ακόμη, στην πλατεία αυτή κάθε χρόνο, κατά την Κυριακή της «Τυρινής», (Τυροφάγου), γίνεται από τις 3-6 μ.μ. ο καθιερωμένος χορός, απ’ όπου παρελαύνουν όλα τα Καρναβάλια του Σουφλίου, και χορεύουν παληούς Σουφλιώτικους και άλλους Ελληνικούς χορούς.
ε) Πλατεία Β’ Σχολείου ή «Κούτσουρου». Ωνομάστηκε έτσι, από την ύπαρξη εκεί ενός χονδρού ξηρού κορμού δένδρου. Κι εδώ υπήρχαν άλλοτε (1850-70) διάφορα καταστήματα με πολλά και πλούσια είδη εμπορευμάτων.
Στ) Πλατεία Καβάκ(ι). Καβάκ(ι) = αγριολέυκη, λεύκη. Ωνομάστηκε έτσι, διότι εδώ υπήρχε μια πολύ μεγάλη λεύκη, όπου το καλοκαίρι κατάφευγαν τα πρόβατα και τα βώδια, μετά το πότισμα από την παρακείμενη βρύση. Ευρίσκεται 50 μ. νοτίως του Β’ Σχολείου.
ζ) Πλατεία Καντάρ(ι). Βρίσκεται μπροστά στο σπίτι του Τιάκα. Απ’ εδώ αρχινάει ο ανηφορικός δρόμος για το Β’ Σχολείο και τον πάνω μαχαλά. Ωνομάσθηκε έτσι, διότι υπήρχε άλλοτε, επί Τουρκοκρατίας, μια πλάστιγγα σιδερένια, μεγάλη. Σ’ αυτήν ζυγίζονταν τα γεωργικά προϊόντα, σταφύλια, δημητριακά, όσπρια, φρούτα κλπ. και εκρατείτο η δεκάτη. Υπάρχει και σήμερα στο σημείο αυτό ένα τεράστιο καντάρι, με το οποίο ειδικός υπάλληλος ζυγίζει τα προς πώλησιν καυσόξυλα των χωρικών, και το απόβαρον των αυτοκινήτων έναντι κάποιας μικράς αμοιβής, παραδίδει δε και σχετική απόδειξη, στην οποία αναγράφεται η ποσότητα των ξύλων, σε οκάδες κατά το παρελθόν, σήμερα όμως σε χιλιόγραμμα.
Τέτοια «καντάρια» υπήρχαν βέβαια και άλλα, σε διάφορά επίκαιρα σημεία, για το ζύγισμα των γεωργικών προϊόντων, όταν μεταφερόταν με τ’ αμάξια απ’ τους αγρούς στα σπίτια, αλλά περί αυτών θ’ αναφέρουμε σ’ άλλο ειδικό κεφάλαιο.
η) Πλατεία νέου Ηρώου. Βρίσκεται κοντά στο σπίτι του Φαρμακοποιού Τερζούδη και πλάι στο παρκάκι όπου το «Ηρώο». Συνορεύει δε και με τον σιδηροδρομικό σταθμό.
θ) Πλατεία Μαντούδας. Μικρή πλατεία, 50 μ., βορείως του καταργηθέντος Δ. Δημ. Σχολείου (1965).
1. «Παρστιά» = λέξι που έμεινε στο στόμα του λαού, από πανάρχαια χρόνια όπως το «απείκασα» εννόησα, παρά την εστίαν.
2. Κιρασμένα = αρραβωνιασμένα.
3. Μωρέ.
4. Εις πολλά έτη.
5. Κουβέντα.
6. Κρατούμε στο σπίτι δυο ποδιές σε βυζαντινά σχέδια «θυμιατοί» και «καρμπζές» θαυμαστά δείγματα τέχνης και υπομονής.
7. Αναγραμματισμός = άσπρη. Όρα Γραμμ/κή Ιδιωμ. Σουφλίου. Τόμ. 33ος.
8. Αναγραμματισμός = Να ζήσης. Κατά την προφορά, διακρίνονται αμφότερα τα σίγμα (σ, ς).
9. Λαλήματα = μουσικά όργανα.
10. Η προίκα ενός κοριτσιού, είναι το ήμισυ του παντός.
11. Η ψάθα είχε τη θέσι χαλιού στο πάτωμα κάθε δωματίου.
12. Το όνομα Δέσπω, δείχνει την εκ του Σουφλίου καταγωγή των Σουφλιωτών.
13. Βλέπε: Θρακικά τόμος 33ος Λαογραφικά Σουφλίου. Τι φορούσαν οι Σουφλιώτισσες (2 και 3) ομοίως.
14. Η νύφη, την εδαφιαία υπόκλισι την κάνει σ’ όλους όσοι την φιλοδωρούν είτε μεγάλοι είναι αυτοί, είτε μικροί, φιλώντας το χέρι των. Το έθιμο τούτο συνηθίζεται ακόμη στα χωριά. Ο ίδιος παρηκολούθησα, ως πρωτοδιορισμένος διδάσκαλος στα χωριά Σιταριά και Λαγός Διδ/χου.
15. Κάπτσι = κάποτε = άρπαξε. Καπτώ, το ρήμα εκ του άπτω = εγγίζω, αρπάζω. Ιδέ λεξιλόγιον ιδιωματισμών Σουφλίου. Τόμ. 33ος.
16. Μουρά = μουριά, δένδρο του μεταξοσκώληκος.
17. Ακολουθούμε τη σειρά που τις συναντούμε στο κείμενο.
18. δηλ. Ευλογητός ο Θεός.
|