Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

 

  

Free WebSites Counters
Μοναδικοί επισκέπτες
Visit Counter  

 

 

 

«ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ»

 

Στη σαιζόν 1975 - 76 διεξήχθησαν στο Σουφλί οι εξής ποδοσφαιρικοί αγώνες:

( Στους αγώνες εκτός από συνοικίες και γειτονιές του Σουφλίου, συμμετείχαν για κείνη τη χρονιά εκτάκτως, η Μάντρα και η Κοτρωνιά).

Πλάτανος – Μνήματα 8 - 2

( Τα Μνήματα υπέστησαν πανωλεθρία γιατί οι παίκτες τους ήταν «πιθαμέν(οι)» στην κούρασ(η). Για τ' αυτό νταλακιασμέν(οι), στ'ν ανάπαυλα του ημιχρόνου, κόσιαζαν ως τ' Γκουβέντα τ΄ βρύσ(η), για να πιούν νιρό).

Τσιούκα – Μάντρα 12 - 5

( Τα σκορ στην Τσιούκα ήταν μεγάλα, γιατί του γήπιδου ήταν μούτσ(ι)κου κι μι γιαματσούδια. Εξ άλλου Μαντρώτ' ήρθαν μι πουδήλατα και ώσπου ν' ανέβουν τ'ν ανηφόρα, που ήταν ντίκ ντικινέ, μπαΐλτσαν ντίμπιντιου).

Μαντρούδα – Προσφυγικά 4 - 4

( Ο αγώνας ξεκίνησε με καθυστέρηση, γιατί έπρεπε πρώτα να καθαριστούν βουϊνές, που απόλ(υ)καν τα γιλάδια τ' μπάρμπα Μουτιό. Γενικά ήταν ένα δύσκολο παιχνίδι γειτνιαζόντων περιοχών, με μικροεπεισόδια μεταξύ παικτών, αλλά και οπαδών. Τελικά ούλ(οι) μαζί τάβαλαν με το διαιτητή, τουν κόσιαξαν κι τουν κουσπάξαν).

Παλιόστρατα – Κοτρωνιά

( Δεν διεξήχθη ο αγώνας, λόγω άφιξης της ομάδας της Κοτρωνιάς με ελλιπές ρόστερ. Προσήλθαν μάναχα τρεις Κουτρουνιώτδις. Οι υπόλοιποι απόμναν στου δρόμου! Έτσι ο διαιτητής αποφάσισε να διεξαχθεί ο αγώνας την επόμενη Τετάρτη. Συγκινητική στιγμή στη διαδικασία, ήταν το στεφάνωμα των τριών Κουτρουνιωτών με κλαδιά και φύλλα βρουμουκαράς, για την κοπιώδη πορεία που έκαναν, για να φθάσουν στην Παλιόστρατα).

Ντάκ(ι) ρέμα – Μισουχώρ' 2 - 3

( Ο αγώνας προσέλαβε χαρακτηριστικά θρίλερ, λόγω του ότι δύο παίκτες του Μεσοχωρίου κόντεψαν να γκριμστούν μέσα στου ρέμα).

Μπουγάδις – Σαρμπνάρ 6 - 3

( Οι Μπουγάδις είχαν καρδαμουμένους παίχτις, που «κλάδευαν» γιρά τα «καλάμια» των συμπαικτών τους. Γύρω απ' το γήπεδο έβοσκαν μπουγατζούδια).

Κούτσουρου – Μπουσκανάς 0 - 3

( Το παιχνίδι διεκόπη, γιατί αγανακτισμένοι οπαδοί του Κούτσουρου, διαμαρτυρόμενοι για τα νέα μέτρα, έριξαν μπαμπάτσ(ι)κα κούτσουρα στον αγωνιστικό χώρο. Έτσι ο αγώνας κατακυρώθηκε με 0-3 στους φιλοξενούμενους).

Αυτά ήταν φίλες και φίλοι τα αποτελέσματα αγώνων ποδοσφαίρου, της 5ης αγωνιστικής, της σαιζόν 1975-76, που διεξήχθησαν στα γήπεδα του Σουφλίου.

Τα στιγμιότυπα κάλυψε το ΜΕGΑ CHANNEL TSIOYKAS και το σχολιασμό έκανε ο υπογράφων.

 

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική.

 

 

                                     

 

«ΤΟΥ ΓΚΤΖΙΟΥΝ(Ι) Τ' ΘΑΝΑΣ(Η) ΝΤ.»

 

Ο συμπαθέστατος και αείμνηστος Θανάϊσ'ς Ντ., που ως γνωστό ήταν υπερβολικά φιλόζωος, είχε για πολλά χρόνια ένα γκατζιουλουμούλαρου κι ένα γκάτζιου, κάνα δυό κατσίκες και λίγες κότες. Τα μεν μεγάλα ζώα δεν τα έζεφε, για να μην τα ταλαιπωρεί, τα δε μικρά ζώα δεν τα έσφαζε, γιατί τα λυπούνταν.

Κάποια χρονιά μεγάλωσε την οικογένεια των οικόσιτών του ζώων, αγοράζοντας ένα γκτζιουνούδ(ι). Τόβαλε σ' ένα κμάσ(ι) κι αρχίνσι να το φροντίζ(ει) πολύ. Στν αρχή του πότζι κατσ(ι)κίσιου γάλα μι του ρουγκουβίτσ(ι). Όταν αρχίνσι να μεγαλών(ει), του μάζευι αντράκλις, αγριογκιουντζέ, κουμματούδια καρπζόκουρας ανακατιμμένα μι πίτυρα, μήλα κι άλλα φρούτα, που ψιλουσάπιζαν κι τάριχναν Μουσικέοι απ' το Οπωροπαντοπωλείο - Καφενείο «ΜΑΝΤΡΟΥΔΑ». Γενικά το περιποιούνταν πολύ του γκτζιουνούδ(ι) κι μάλιστα δεν του μπούρτσι, γιατί του λυπούνταν. Γείτονες τουν έλιγαν, ότι τα Χριστούγεννα θα τ' αγόραζαν, αλλά Θανάϊσ'ς τους έλεγε ότι θα το πουλήσ(ει) σε εξωπραγματικές τιμές, όπως είκοσι ευρώ το κιλό!

Εφτασαν οι παραμονές των Χριστουγέννων και του γκτζιούν(ι) έγινε περίπου ογδόντα κιλά. Αλλά ενώ όλοι τέτοιες μέρες σφάζουν τα συμπαθητικά τετράποδα, όπως επιτάσσει το έθιμο, Θανάισ'ς δεν τόσφαξι του θκό τ', επειδή του λυπούνταν. Όταν οι γείτονες τουν ρουτούσαν:

-Γιατί ρε ντιβανέ δεν τόσφαξις;

Αυτός τους απαντούσε εκνευρισμένος:

- Χαλεύντι χαϊρσιζλαμάδις, να του πάρτι πέντι ευρώ. Δώστι τριάντα ευρώ το κιλό, κι θα του πάρτι.

- Τι, χρυσάφ είνι ρε Θανάσ; Τουν ρουτούσαν με έκπληξη.

- Τέτοιου κρέας δεν έφαϊτι! Νυχιάζιτι κι κόβιτι κόμα κι μι μια ψιλή τζιουμακούδα!

Τέλος πάντων, πέρασαν τα Χριστούγεννα κι του γκτζιούν(ι) επέζησε. Όσο πιρνούσι κιρός του γκτζιούν(ι) μεγάλωνι, γιατί το αφεντικό τ', το φρόντιζε αμείωτα. Ταυτόχρονα όμως καρτλάντζι κι του κρέας τ'(=γίνονταν πιο κάρτ(ι)κου, σκληρό). Σιγά – σιγά δεν του χουρούσι κι του κμάσ(ι) κι Θανάϊσ'ς, τόβαλι μέσα στου σπίτ(ι) τ'. Ίσια ίσια που πέρασι απ' την πόρτα. Έτσι περνούσι ο καιρός κι του γκτζιούν(ι) όλο κι μεγάλωνι. Ήρθαν τα επόμενα Χριστούγεννα και πήγαν οι γείτονες να τον παροτρύνουν να του σφάξ(ει). Αλλά αυτός ανέβασε κ' άλλο την τιμή. Θα το έσφαζε δήθεν, αν το αγόραζαν 35 ευρώ το κιλό!

Πέρασαν και τα δεύτερα Χριστούγεννα κι του γκτζιούν(ι) όλο και αυξάνονταν. Το καλοκαίρ(ι) πήγαν στο σπίτ(ι) του Θανάσ(η), κάποιοι από ένα τσίρκο, που βρίσκονταν στο Σουφλί, με σκοπό να αγοράσουν του γκτζιούν(ι), ζουντανουζύγ(ι), με μισό ευρώ το κιλό. Θανάϊσ'ς αγρίεψε κι τους είπι, άμα δώσουν 40 ευρώ το κιλό θα το πάρουν! Αυτοί γέλασαν ειρωνικά και τον είπαν ότι τόσο κάρτ(ι)κου κρέας που έχ(ει) αυτό, ούτι τα λιοντάρια θα μπορέουν να του φάν εύκολα!

-Φεύγατι απ' έδου κοπρίτδις, να μη καβραντίσου την τρανή κλιμιά, σας βάνου σ' ένα τσ(ι)φάλ(ι) κι σας μπουμπνώ πάρι κι δώσι! Τότι θα φανάζτι, μη θείου, σ' έχου θείου!

Και ενώ του γκτζιούν(ι) καρδάμουνι όλο και περισσότερο, ήρθαν τα επόμενα Χριστούγεννα και όπως αντιλαμβάνεστε, του γκτζιούν(ι) πάλι δεν εσφάγη. Ήρθε κι του καλοκαίρ(ι) κι γειτόν(οι) διαμαρτύρουνταν ότι γκτζιούναρους βρουμούσι. Έλιγαν ότι απ' τ' μπόχα που έβγινι, κλειδουστόμνιαζαν κι ότι γιόμσι γειτουνιά μπαμπάτσ(ι)κις σκληκόμυγις κι σκλήκια. Έφεραν το Υγειονομικό, αλλά δεν μπορούσαν να βγάλουν του γκτζιούν(ι) όξου από το σπίτ(ι), γιατί γίνκι θεόρατο κι δεν χωρούσε από την πόρτα. Του γκτζιούν(ι) έγινε πλέον γύρω στα τριακόσια πενήντα κιλά! Ετσι τη λύση την έδωσαν μηχανικοί της Δημαρχείας, που γκρέμισαν ένα μέρος του τοίχου, κι έβγαλαν όξου στ'ν αυλή του γκτζιούν(ι)! Φυσικά στη συνέχεια ξαναέκτισαν τον γκρεμισμένο τοίχο.

Του γκτζιούν(ι) επέζησε άλλα δύο χρόνια, μέχρι την στιγμή που ο αείμνηστος Θανάϊσ'ς απεβίωσε. Στη συνέχεια η τύχη του αγνοείται. Πιθανόν να έγινε λουκάνικα από κάποιον κρεοπώλη. Πρόλαβε όμως να ζήσει μία μακρά και ευτυχισμένη ζωή, έχοντας την τύχη να έχει αφεντικό τον ιδιαίτερα ευαίσθητο και φιλόζωο Θανάση. Μην ξεχνάτε ότι τα περισσότερα γκτζιουνούδια ζουν λίγους μήνες και μετά σφάζονται.

Έχω αναφερθεί κ' άλλες φορές στον αείμνηστο Θανάσ(η). Ήταν γείτονας στο καφεπαντοπωλείο μας, έρχονταν συχνά εκεί, συζητούσαμε και τον συμπαθούσα πολύ. Ηταν όπως είπα πιο πάνω ευαίσθητος, φιλόζωος, ιδεολόγος και ευχάριστος άνθρωπος. Η μορφή του θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου. Ας αναπαύεται για πάντα η ψυχή του εν ειρήνη!

Φίλες και φίλοι, νάστε καλά!

 

 

 

« ΜΕΤΡΑ – ΜΕΤΡΑ - ΜΕΤΡΑ»

 

Μετά την ψήφιση της πρώτης δέσμης προαπαιτουμένων της νέας συμφωνίας, συνεκλήθη εκ νέου η επιτροπή σοφών εμπειρογνωμόνων και ύστερα από ένα δεκαπενθήμερο συνεχών συσκέψεων με τους δανειστές, κατέληξαν στα εξής μέτρα:

Αποφάσισαν να ανακεφαλαιοποιήσουν του μπουσκανά (=μεγάλο ψυγείο) μι τριανταπέντι τινικέδις τυρί κι έντικα τινικούδια κισίκ(ι) (=μυζήθρα).

Να μετατρέψουν είκοσι στρέμματα τσαπουρνόφυτη περιοχή, σε γκουλοκνόφυτη περιοχή. Να προτείνουν:

Δασκάλ(οι), μπιχτσήδις, μπουζατζήδις, τινικιτζήδις, αγανατζήδις, πεταλουτές, μπακάλδις, καφιτζήδις, κάτοχοι και αναβάτες γκατζιουλιών κι μουλαριών, καθώς κι πλακατζήδις,να βγαίνουν απ τα 65 στα 67 στη σύνταξη. Το μέτρο γλύτωσαν μπετατζήδις, κιραμαρτζήδις, ξυλοκόποι, χαμάλδις και εκδορείς σφαγέντων ζώων, (ως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα).

Πρότειναν ακόμα διαρθρωτικές αλλαγές στη γεωργία, όπως η παπάρα να έχει μεγαλύτερο υνί, γκιουντζές να κόβιτι μι κόσα κι όχ(ι) μι διρπάν(ι), για να φτουράει παραπάν', να περιοριστεί του ταράσ(ι), να τιαφίζουν οι αμπελουργοί μι μεγαλύτιρη) τιαφστήρα κ.λ.π.

Πρότειναν ακόμα την δενδροφύτεψη μι μουρές, άγονων κι ακαλλιέργητων χουραφιών για την ενίσχυση της μεταξουργίας.

Τέλος συνέστησαν σιλουέτα σε άντρες κι γναίκις, γιατί αυτό ωφελεί και την υγεία και την οικονομία.

Για ενίσχυση των Σουφλιωτών στα τρία χρόνια των διαρθρωτικών αλλαγών, οι δανειστές πρότειναν να μεταφερθούν στο Σουφλί: Διακόσια κάρα μισιές κι γάβρα απού τ'ς Μούρσις, τ' Γκουτζιού του πλάϊ κι τ'ς Σιαλαρές. Καρπούζια απ' τ' Αμόριο, μούζμουλα απ' την Κουρνουφουλιά, γκατζιουλούδια απ' τ'ν Αγριάν(η), μουσκάρια απ' του Δέρειου, πιπόνια απ' του Τυχιρό κι εκατό γκατζιουλουφόρτια μουρόφλα, απ' τις περιοχές Τσίρλις κι Κατσ(ι)φέλις.

Και μετά όμως από την ψήφιση της δεύτερης δέσμης προαπαιτουμένων οι θεσμοί δεν ησύχασαν, αλλά παρλαντίσ(ι)καν να χαλεύουν και άλλα μέτρα. Δύο μέλη της επιτροπής αρτσιώθκαν, αλλά Θανασάκους Ντ. τους συνέτισε λέγοντας το εξής:

-«Πρέπ' να τ'ς ακούσουμι, γιατί αλλιώς θα φάμι γιρά στ ράχ(η) μι την παλούκα!»

-«Τώρα σάμπως δεν τρώμι στ' ράχ(η);» Τουν ρώτσαν γιάλλ(οι).

-« Τώρα τρώμι μι τ' μουρόβιργα στα κουλιά! Πάλι τσούζ(ει), άμα δεν σι σακατεύ(ει) σαν του παλούκ(ι)!» Και έτσ(ι) τους έπεισε να ψηφίσουν υπέρ του νέου ασφαλιστικού, αγροτικού και φορολογικού. Μι τ' αυτά θίγουνταν ούλ(οι) κι για τ' αυτό πουλλοί ξισ(η)κώθκαν! Έτσ(ι) υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και έγιναν και κάποια έκτροπα. Κάποια Καρκατσιλιουτούδια σαβούρτσαν μόλια κι κουκουνίτσις, όταν το κουαρτέτο πήγε στην Καρκατσιλιά να ελέγξει την κατάσταση, ενώ κάποιοι ξυλοκόποι έριξαν κούτσουρα κι τρανά τιζέκια, όταν το κουαρτέτο, πιρνώντας απ' την Τσιούκα, πήγε στα Πηγαδούλια. Τσιουμπάνδις κατέβασαν τα κουπάδια τ'ς στ'ν αγουρά κι έχ(υ)σαν στην κεντρική πλατεία γκιούμια μι γάλα. Ακόμα μέλη του κινήματος «Όλα τζιάμπα», μπήκαν στο τρένο και έδιωξαν τον εισπράκτορα. Επίσης στήθηκαν μπλόκα σε νευραλγικά σημεία του Σουφλίου μι βουϊδάμαξα, μι κάρα συρόμενα από γιλάδις, μι αλουγάμαξα και μουλαράμαξα. Σε συμπαράσταση των μπλόκων προσήλθαν πλανόδιοι πωλητές, τυροπιτάδις, μπουζατζήδις, μπαχτσιαβάνδις, αγανατζήδις κι κιραμαρτζήδις. Τα μπλόκα παρακώλυαν την απρόσκοπτη διέλευση ανθρώπων και ζώων. Έτσι οι κάτοικοι αράδ(ι)ζαν από παράπλευρους δρόμους κι πατέκις. Π.χ μείς απ' την Τσιούκα για να βγούμι στ Μαντρούδα, έκουβαμι απ' τα Μνήματα και μέσω μιας πατέκας έβγιναμι στ' Γκουβέντα τ' βρύσ(η).

Οι δανειστές όμως μουλάρουσαν κι ντικιλντής(ι)καν και για άλλα σκληρά μέτρα, χωρίς να δίνουν σημασία στις αντιδράσεις. Γιατί φιλοσοφία τους ήταν και είναι, παραπανίσια δλειά κι λιγότιρ(οι) παράδις. Μάλιστα ένας απ' τα' αυτηνούς, πρότεινε ακόμα κι να μας πάρουν τα σώβρακα - φίρμες κι να μας αφήσουν μάναχα τα παζαρίσια.

Βέβαια του καλό είναι, πως οι Σουφλιώτις, καθώς είνι καλοί νοικοκυραίοι, δλεύουν πουλύ κι παραπάν' απ' τ' αυτηνούς, έχουν και οικονομίες. Για τ' αυτό και τέτοια μέτρα, μπορεί να τους ζορίζουν πολύ, αλλά κόμα δεν τους γουνάτσαν τελείως. Γιατί οι Σουφλιώτ' είνι δουλιυτάρδις, μαθημέν(οι) στα ζόρια και προπαντός είναι νομοταγείς και τίμιοι άνθρωποι. Κι άμα βρουν ευκαιρία του ρίχνουν κι λίγου όξου! Ψένουν σιουτζιούκια κι σουρλάδις, χάφτουν πουσιουρτή κι παστό, τραβούν κρασί κι τσίπρου κι αρχινούν του χουρό! «Δώστου να παν στου μαχαλά» κι «΄Ηταν πέντι έξ νταήδις»!

 

Φίλες και φίλοι, Σουφλιουτούδις, Σουφλιώτσις κι Σουφλιώτ', νάστε καλά.

 

 

« ΤΑ ΠΙΔΟΥΔΙΑ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ, ΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ»

Κείνα τα χρόνια στο Σουφλί (δεκαετία του 1970, λίγο πριν και λίγο μετά),

τα πιδούδια (=αγουρούδια κι κουρτσούδια), δεν είχαν κινητά, ούτε φορητούς υπολογιστές, ούτε έφκιαναν λογαριασμούς στο facebook, ούτε έβγιναν Selfies φωτο, ούτε κυνηγούσαν εικονικά μπαρμπατζέλια (=πόκεμον) (Τότι κάποια γκζάνια κυνηγούσαν μαρμαγκαλέοι). Έφκιαναν όμως, ιδίως τα κουρτσούδια λευκώματα, που ήταν μεγάλα τετράδια με λευκές σελίδες, στις οποίες κουλνούσαν αποκόμματα σταρ ηθοποιών, τραγουδιστών και αθλητών της εποχής ή κατέγραφαν απόψεις διασήμων προσώπων ή και απόψεις συμμαθητών τους, γειτονόπαιδων ή αγοριών που φλέρταραν. (Μένα τα κουρτσούδια της γειτονιάς με προέτρεπαν συχνά - πυκνά, να γράφω στα λευκώματά τους, γιατί όπως έλεγαν έγραφα όμορφα πράγματα, που τάριζαν). Μέσα στα λευκώματα ακόμα έγραφαν κάποια πιδούδια και κάποια σόκιν λαϊκά αποφθέγματα εκείνης της εποχής, όπως π.χ. «Έρως είναι σαλάμι αέρος» ή το «Άμα η μαλ…. ήταν εργόχειρο, θα είχες κάνει την προίκα σου». Κάποια κουρτσούδια κι λιγότιρα αγουρούδια, έγραφαν τα βιώματά τους σε ημερολόγιο. Όπως π.χ. «Σήμερα της/τον έπιασα για πρώτη φορά το χέρι! Ώ, Θεέ μου, ας μην τελείωνε ποτέ αυτή η στιγμή, που ήταν συγλονιστική!» ή «Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει όταν άρχισα να αγγίζω το πρόσωπό της/του!»

Κείνα τα χρόνια τα αγουρούδια που είχαν έφεση στη μουσική, αγόραζαν με μεγάλ(η) δυσκολία κιθάρα, για να μπορούν, όταν μάθαιναν κάποια ακοπανιμέντα, να γοητεύουν τα κουρτσούδια τ'ς ηλικίας τους ή τα λίγου μικρότερα. Ιδίως σε εκδρομές, σε Πρωτομαγιές, Καθαρές Δευτέρες κ.λ.π., ήταν συνηθισμένη εικόνα να κάθεται ο αοιδός στα χουρταρούδια και γύρω - γύρω ένα τσούρμο κουρτσούδια να τραϊδούν, όπως ο καημός, το πήραμε τη ζωή μας λάθος κ.λ.π. Ηταν πολύ ρομαντική εικόνα, αλλά είχε και παράπλευρες «απώλειες». Όταν πάιναμι σπίτ(ι), μάνις μας, μάς φάναζαν ότι λέρουσαμι τα πανταλόνια κι ότι έμασαμι πουρδές!

Κείνα τα χρόνια τα πιδούδια πέταγαν ντάμις (=χαρταετούς) την Καθαρά Δευτέρα, όπως και τώρα, αλλά και άλλες φορές. Κείνις τ'ς ντάμις όμως τ'ς έφκιαναν μαναχά τ'ς. Έκουβαν καλάμια, τα επεξεργάζονταν, κολλούσαν εφημερίδις, έφκιαναν τα ντένγκια, τα σαούλιαζαν κι πααίνουντας στην Τσιούκα ή άλλα υψώματα, απουλνούσαν τουν τσιλέ(=ειδικός ανθεκτικός σπάγγος) κι πιτούσαν τ' ντάμα. Άμα είχι αέρα δυνατό, κι ντάμα ήταν μεγάλ(η), ίλιγαμι ότι τραβάει σα γκατζιόλ(ι)! Άμα κόβουνταν τσιλές, ντάμα πάϊνι πουλύ μακρά, αλλά τα πιδούδια πάϊναν να τ' βρουν, όσ(η) ταλαιπωρία κι αν τραβούσαν.

Κείνα τα χρόνια τα πιδούδια έπιζαν μπίλις (=βώλους), όλ(η) μέρα τα καλοκαίρια, κατ' απ' τη βρουμουκαρά με τη συνοδεία του ζουζουνίσματος του τζίτζικα, αλλά κι κατ' απού σιατσιάκια κι όπου έβρισκαν παχύ ίσκιο. Άλλοτε έπιζαν γουρνούδα, άλλοτε τρίγωνο, άλλοτε μπάζ και άλλοτε τάλληρα. Στα πρώτα τρία παιχνίδια έπαιζε ρόλο η στρατηγική, του σ(η)μάδ(ι) που ήξιρις και η δύναμη, ενώ στα τάλληρα έπαιζε ρόλο πιο πολύ η τύχη. Στ' γουρνούδα κι στο τρίγωνο, υπήρχαν ειδικές ορολογίες όπως: «Τσιόρι, τσ(ι)πούντα, μπόλας ζουμ, τσιαπουσίντα στη σένα, μπόλας.» (Τσιόρι = καθαρό έδαφος, τσ(ι)πούντα = έτσ(ι) όπως ήταν τα πάϊα δηλ. οι μικροί γυάλινοι βώλοι). Αυτοί όταν ήταν καινούριοι ονομάζονταν φιλιστρίνια. Οι μεγάλες μπίλιες ονομάζονταν γκάζις και οι σιδερένιες ονομάζονταν κουρσιούμια. Όταν έχανε κάποιος όλες τις μπίλιες του, λέγαμε ότι ξιτρούφσι. Έτσι δεν ήταν λιγες οι φορές που γίνονταν μεταξύ των κερδισμένων και των χαμένων αγοραπωλησίες βώλων (έξι μπίλιες = μία δραχμή) και (τρεις μπίλιες = ένα μσούδ δηλ. μισή δραχμή).

Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού υπήρχαν συχνές εντάσεις των παιδιών και μερικές φορές αυτά αρπάζονταν στα χέρια κι κουσπακιώνταν σαν τα πιτνούδια. Οι έντονες κραυγές τους, ενεργοποιούσαν τα αντανακλαστικά των μανάδων τους, οι οποίες παρεμβαίνοντας, έλυαν, είτε με φωναχτά, είτε με ξυλοφόρτωμα, τις διαφορές των παιδιών τους.

Κείνα τα χρόνια τα πιδούδια του καλουκαίρ' δεν πάϊναν διακοπές, αλλά πάϊναν για ταράσ(ι), δηλ. για μάζουμα μύδαλων και καρύδων από τσιουλσμένις μυδαλιές κι καρές. Άμα κανένα πιδούδ(ι) μάζουνι μύδαλα απού ατσιόλστις μυδαλιές, τότι του κόσιαζι μπιχτσής κι άμα του τσάκουνι, του κουσπακούσι. Όταν τα πιδούδια πάϊναν σπίτ(ι), ξέφλιζαν τά μύδαλα ή τα καρύδια, τα ήλιαζαν κι ύστρα τα έβαναν στα τσ(ι)φάλια για να τα πλήσουν. Μι τα λιφτά απ' τα ταράσια τα πιδιά αγόραζαν ρούχα, παπούτσια, τετράδια και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Τα πιδούδια τότι ήταν δουλευτάρκα, «ψμένα» κι ταλαιπωρημένα. Άλλα μάζουναν ταράσια, άλλα βοηθούσαν τ'ς μπαμπάδις τ'ς στα χουράφια κι στα αμπέλια, άλλα γκβαλούσαν νιρό, απ' την κεντρική βρύσ(η) τ'ς γειτονιάς για να γεμίσουν το νιπτήρα κι να πουτίσουν τα λουλούδια κι τ'ς ζαβζάδις(=λαχανικά). Τα πιο άτυχα, έκαναν χαμαλίκ(ι) ή δούλευαν στα κιραμαριά, μια εργασία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη, τη σκληρότητα της οποίας επέτεινε ο καυτός καλοκαιριάτικος ήλιος. Κάποια ριψοκίνδυνα πιδούδια, ξιμάκριναν κι πάϊναν κι γκουλιαφίζουνταν στ΄γκιόλα τ' Κουτιούδουγλου ή κι στου παραμάρτσ'(=στάσιμα νερά στην παρέβρια περιοχή) ή ακόμα κι στ' Μάρτσα(=Έβρος ποταμός). Δυστυχώς κάνα δυό παιδιά έχασαν τη ζωή τους, κολυμπώντας στα επικίνδυνα νερά του Έβρου ποταμού, που σε αρκετά σημεία έχει στροβίλους και δίνες.

Κείνα τα χρόνια τα πιδούδια έπιζαν μπάλα σε χωμάτινους δρόμους, σε χουράφια και σε λιβάδια που τα μετέτρεπαν κατά το δοκούν σε γήπεδα. Συμμετείχαν ακόμα σε αγώνες στίβου, όπως ήταν οι περίφημοι Παντσιουκαϊκοί αγώνες. Κάποια πιδιά έπιζαν μακριά γκατζιόλα, κάποια άλλα τσιλίκ(ι) – τζιουμάκ(ι) κι τα πιο καλπαζάνκα ήταν ξαπλαρουμένα στου τσ(ι)μέν(ι)(=αγριοχόρταρα) κι ηλιάζουνταν σαν τα γατιά. Κάποια πιδιά έπιζαν ντάμα κι τριότ(ι), ενώ άλλα έπιζαν επιτραπέζια μπαλάκια. Τότε ήταν της μόδας και το διάβασμα εικονογραφημένων περιοδικών, όπως Σεραφίνο, Μίκυ Μάους, Μπλέκ, Ζαγκόρ, Όμπραξ, το παιδί φάντασμα κ.λ.π. Τα κουρτσούδια έπιζαν μπαλαρίνις, μπαλαρόνια κι σκοινάκ(ι), ενώ κάποια αζγκίνκα πιδούδια τα κόσιαζαν για να τα χουφτώσουν κι να τα κουτουπώσουν σι κανένα πολιουκέλαρου. Κάποια Καρκατσιλιουτούδια, ήταν πιο βουρουτζίδκα απ' τα Καμπιουτούδια κι σαβουρντούσαν μόλια κι κουκουνίτσις(=μικρές πέτρις) κατά ριπάς. Άμα βαρνούσαν κανένα καραμπάτσ(ι) αμέριμνου διαβάτη, τουν έπιρναν τα σιουρμπέτια(=μάτωνε το κεφάλι του).

Κείνα τα χρόνια τα πιδούδια έφκιαναν καλύβις, που τις είχαν σαν ορμητήρια για να κυνηγούν σπρίτια, τσίχλις κι κοτσύφια μι τσιατάλις κι καραούλια ή για να περνούν την ελεύθερη ώρα τους με συζήτηση, όταν δεν έπαιζαν. Κάποια παιδιά στην περίοδο των εξετάσεων Ιουνίου διάβαζαν για πιο ήσυχα στη φύση, μέσα σι χουράφια μι γκιοντζέ κι αγριογκιουντζέ ή πάνω στη φλαμουριά ή κάτω απ'τον ίσκιο διαφόρων άλλων δέντρων. Στην ανάπαυλα του διαβάσματος έφκιαναν καμμιά βόλτα για να ξιμουδιάσουν κι για να φάν' κανένα γκόρτσο απ' τη γκορτσιά ή κανένα βατσνόμλου ή κανένα τσάπουρνο για να τσιμπλιντίσουν κι να στανιάρουν. Όσα έτρουγαν γκουλόκνα, πάθιναν δυσκοίλια. Άμα έλειπαν αρκετή ώρα απ' του σπίτ(ι), τα φάναζαν μάνις τ'ς για να τα δώσουν μια φέτα αλειμμέν(η) μι σάλτσα, μι μπιμπιρίτσα, μι μαρέλ ή μι μαρμελάδα. Στην καλύτερη περίπτωση μια φέτα ψουμί μι ένα κουμματούδ(ι) τυρί ή με ένα αυγό.

Κείνα τα χρόνια τα πιδούδια στο Σουφλί άναβαν μεγάλες φωτιές τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, περιμένοντας τις χαρμόσυνες καμπάνες της Ανάστασης. Για το σκοπό αυτό μάζευαν για τουλάχιστον δύο μήνες τσιαρπάλια, κλουνάρια, κούτσουρα, αμπιλόβιργις, ακόμα κι παλιές λαστιχένις ρόδις.

Κείνα τα χρόνια στο Σουφλί, τα πιδούδια δεν έπιρναν ιδιαίτερα μαθήματα και πολύ σπάνια πάϊναν σε ομαδικά φροντιστήρια Μαθηματικών και Αγγλικών.Ακόμα και κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους έπαιζαν αρκετά, συνδιάζοντας παιχνίδι και διάβασμα. Τα καλοκαίρια κατέβαιναν στη βόλτα και οι δεκαεφτάρηδες και πάνω βολτάριζαν, χαλβαδιάζουντας κουρτσούδια που τα πείραζαν. « Τι όμουρφ(η) που γίνκις μουρή! Φωτιά στα κόκκινα και γω πυροσβέστης», για να πάρουν κάθετες απαντήσεις, όπως « Ας το διάλο ρε μάπα!» Τα κάπως μεγαλύτερα παλ(ι)καρούδια και αυτά που διέθεταν την παραπάνω μαγκιά, πάιναν μετά τη βόλτα, στο ζαχαροπλαστείο του Γιάνν(η) Τσιομπάνογλου, για να πιουν κανένα βερμούτ και να ακούσουν ποπ μουσική, Ελληνική και ξένη, από το Τζουν μποξ. Αρκετά πιδιά πάϊναν κι στα σφαιριστήρια Λαζίδη - Βαλσαμίδη, για να παίξουν μπαλάκια, μπιλιάρδο, φλίμπερ κ.λ.π. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το δίδυμο Γυμνασιάρχη - Θεολόγου, μπούκερνε σ'αυτά τα μαγαζιά, για να συλλάβει τους ατίθασους μαθητές. Τότε τα παιδιά ρίχνουνταν από πίσω απού ένα ντβαρούδ, προς τις γραμμές του τρένου, για να μην συλληφθούν και φάνε αποβολή. Επίσης με ποδήλατα, μηχανάκια, ακόμα κι μι τα πουδάρια, τα Σουφλιουτούδια πάϊναν τα καλουκαίρια στα πανγκύρια των κοντινών χωριών, για να πάρουν κανένα δαχτυλιδούδ(ι) και για να το δώσουν στο κορίτσι, που αγαπούσαν ή για να φλερτάρουν και να «καμακώσουν» Κουρνουφουλιώτσις, Κουφιώτσις, Λαϊνιώτσις, Μπασκλισιώτσις κ.λ.π. Συνηθισμένος τρόπος διασκέδασης και γνωριμιών ήταν τα πάρτυ στα σπίτια, όπου τα αγουρούδια κι τα κουρτσούδια άκουγαν μουσική, έπιναν βερμούτ, μαυροδάφνη και Μαρτίνι, έτρωγαν ξηρούς καρπούς με σταφίδες, χόρευαν σέϊκ και μπλούζ και ερωτεύονταν. Άμα κανένα ίπνι πουλύ, έβγανι τ' άντιρά τ' μι του ξέρασμα. Αξίζει να σημειωθεί, πως τότε, παρά την αυστηρότητα των ηθών, τα αγουρούδια ήταν πιο αζγκινημένα από τους σημερινούς συνομήλικούς τους και «κυνηγούσαν» με μεγάλη βουλημία τα κορίτσια. (Σήμερα που τα κορίτσια είναι πολύ πιο περιποιημένα από τότε, πολλές φορές μάταια περιμένουν από τα αγόρια του διπλανού τραπεζιού ένα νεύμα, μία κουβέντα, λίγο φλερτ! Αλλά τα αγόρια είναι προσκολλημένα στα κινητά τους και στα τάμπλετ τους! Τι να πει κανείς! Φυσικά κάποια πιδούδια και τώρα «σώζουν την παρτίδα», ακολουθώντας τους πατροπαράδοτους δρόμους της φυσικής έλξης και του άντρα κυνηγού!)

Γενικά κείνα τα χρόνια τα Σουφλιουτούδια έπαιζαν πολύ, αλλά και διάβαζαν όσο έπρεπε, αυτά φυσικά που ακολουθούσαν το δρόμο των γραμμάτων, γιατί όσα δεν περνούσαν με εξετάσεις στο Γυμνάσιο, πήγαιναν ως μαθητευόμενοι σε μαραγκούς, υδραυλικούς, γκαραζιέρηδες κ.λ.π. Όταν όμως έβρισκαν ευκαιρία, απολάμβαναν τις τότε χαρές της ζωής, είχαν ερωτική έλξη για το έτερο φύλο, ντύνουνταν καρναβάλια τις Απουκρές, βάνουντας ό,τι παλιόρουχο έβρισκαν μπροστά τους και ήταν απόλυτα εξοικειωμένα με τη φύση.

Συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, φίλες και φίλοι, κάπως έτσι κυλούσε η ζωή για τ'ς Σουφλιουτούδις κι τα Σουφλιουτούδια, τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Είχε αρκετές δυσκολίες τότε η ζωή, πολλές ελλείψεις υποδομών και μέσων, ακόμα και ελλείψεις βασικών αγαθών. Δεν είχε όμως το σύγχρονο υπέρμετρο άγχος, ούτε την σημερινή ανασφάλεια. Τότε τα παιδιά ήταν «ψ(η)μένα» απ' τις διάφορες δουλειές και ταλαιπωρημένα, αλλά ήταν χορτασμένα από παιχνίδι, είχαν ομαδικότητα και διέθεταν πνεύμα ευγενούς άμιλλας. Το κυριότερο, είχαν μέσα στην ψυχή τους την ακοίμητη φλόγα της ελπίδας. Είχαν όνειρα και μια έντονη πίστη, ότι θα ανατείλουν στο μέλλον καλύτερες μέρες και για αυτά και για την Πατρίδα.

 
 

«ΕΚΤΑΚΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ, ΛΟΓΩ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΣΕΠ»

 

Πολλά Σουφλιουτούδια, που δίνουν εξετάσεις μέσω ΑΣΕΠ, στο ειδικό μάθημα της Σουφλιωτολογίας, απευθύνθηκαν αγχωμένα στην επιτροπή Παιδείας, Οικολογίας και Πολιτισμού και ζήτησαν (=χάλιψαν) να γίνει ένα ακόμα φροντιστηριακό μάθημα, πριν την εξέτασή τους. Η επιτροπή, που αποτελούνταν από προσωπικότητες μεταξύ των οποίων Θανάϊσς Νταλ., Πουστόλς Τσ., Γιαννάκς Μαν. κι Θόδουρης Σαλ, κάλεσε το γνωστό φιλόλογο - Σουφλιωτολόγο Θοδωρή Μουσίκα, για να διδάξει λίγα γραμματοσυντακτικά κεφάλαια Σουφλιώτικης διαλέκτου. Αυτός ανταποκρίθηκε ευχαρίστως, αλλά τους είπε, ότι λόγω φόρτου εργασίας, θα κάνει ένα σχετικά σύντομο μάθημα, όμως και αυτό, όπως και τα προηγούμενα, το προσφέρει δωρεάν.

 

1) Συνώνυμα

Σ(ι)νίκου = καρακασνάκου.

Μουρτζούλας = μαυρουχαρχαλιασμένους.

Καρούλας = φτίτσας.

Κρατσούν(ι) = καραμπάτσ(ι).

Τούν τσιακμάκσι στα κουλιά = τούν φλιατσ(ι)κάνσι στα κουλιά = τουν φουλτάκιασι τα κουλιά.

Λουπάνς = αμπλαούμπλας.

Μπασαμάκας = γκλιούντης.

Τσ(ι)πίδου = αγρουμαλλιασμέν(η).

Χάϊβανους = κουτουρνίθ(ι).

Πουλύ αναγουλλιασμένους = γατουξέρασμα.

 

2) Επιρρήματα

Χίτσ(ι).

Ντίπ.

Ντίμπιντιου.

Χαραή.

Μπουντάνσουρα.

 

3) Σχηματισμός παρελθοντικών χρόνων (Αορίστου και Παρατατικού) κάποιων συνηρημένων ρημάτων. Για την καλύτερη κατανόηση χρησιμοποιώ ενδεικτικά παραδείγματα.

 

Νταλντάω - νταλντώ, αόριστος: ντάλτσα.

Π.χ Κώτσιους για να γλυτώσ(ει) ένα χτυπ(η)μένου λέλιακα, ντάλτσι μεσ' τα γκιόλια.

 

Χαϊντάω-χαϊντώ, παρατατικός: χάϊντούσα.

Π.χ Μουτιός χαϊντούσι μι τ' θκέντρα τα γιλάδια, για να βγάλουν τ'ν ανηφόρα, γιατί ζουρίζουνταν πουλύ.

 

Προυγκάω = προυγκώ, παρατατικός: προυγκούσα.

Π.χ Μπάμπου προυγκούσι τ΄ς κότις απ' τ'ν αυλή , γιατί κουτσλούσαν τ'ς σκάλις.

 

Ξιτσφάω = ξιτσφώ, αόριστος: ξιτσούφσα.

Π.χ Λήτσιους ξιτσφούσι πουλύ κι γιάλλ(οι) μπαρμπέοι τουν ίλιγαν:

-«Ψόφια πουντίκια τρώς ρέ μάπα ή κλούβια αυγά;»

 

Καϊντάω - καιντώ, παρατατικός: καϊντούσα.

Π.χ Όταν του χμώνα, δρόμ(οι) γιόμζαν μπούζια, ούλ(οι) καϊντούσαν κι κάμπουσ(οι) πατλακούσαν κάτ' σαν μπουμπλιάτσ(ι)κις.

 

Παρλαντίζω, αλλά κι παρλαντώ, αόριστος: παραλάτσα.

Π.χ. Πούρτσιους τ'ς μπάμπους τ'ς Λάμπους, όταν απουλύθκι, παραλάτσι τ'ς μουρές.

 

Πατλακάω - πατλακώ, αόριστος: πατλάκσα.

Π.χ. Πιλιβάν'ς πουλιόμσι να χουφτώς(ει) τ' θεία τ' Μαρία, αλλά αυτή τουν πατλάκσι έναν πάτσου, που έίδ(γ)ι αστέρια.

 

Γκανταλάω = γκανταλώ, παρατατικός: γκανταλούσα.

Π.χ. Τουν γκανταλούσαν στ'ς πατούσις κι ξιπατώθκι να γιλάει.

 

Κουπαρντάω = κουπαρντώ, αόριστος: κουπάρτσα (αναφέρεται κυρίως σε ζώα).

Π.χ. Του μουλάρ κουπάρτσι κι κόσιαζαν να του τσακώσουν.

 

Σιουμπάω = σιουμπώ, παρατατικός: σιουμπούσα.

Π.χ. Πουστόλ'ς σιουμπούσι τ' σόμπα μι κλουνάρια απού μουρές, αλλά κι μι ξηροί μαλαθρέοι.

 

Καβραντάω - καβραντώ, αόριστος: καβράτσα.

Π.χ. Ικεί που σαλαντίζουνταν αμέριμνος, ένα καρδαμουμένου σκ(υ)λί τουν καβράτσι απ' τ' γάμπα.

 

Γκουντλάω - γκουντλώ, αόριστος: γκουντούλσα.

Π.χ. Μια μπαμπάτσ(ι)κ(η) πέτρα γκουντούλσι απ' την Τσιούκα κ' απ' τα γιάρια κι έφραξι του δρόμου.

 

Γουραντάω - γουραντώ, αόριστος: γουράτσα.

Π.χ. Του γκζάν(ι) δεν πρόσιξι την κουπρά που έριξι γείτονας μι του καρουτσάκ(ι) κι γουράτσι ως τα γόνατα μεσ' στ'ς βουϊνιές.

 

Γκουντουρντίζω και γκουντουρντώ, αόριστος: γκουντούρτσα.

Π.χ. Μπάμπου Πουστουλιά τάϊζι πουλύ τ' γάτα τ'ς κι αυτή γκουντούρτσι να σέριν(ει).

 

-Άϊντι πιδιά ώρα πέρασι κι του μάθημα μπίτσι. Προτού να πααίντι, θα σας ευχηθώ καλή επιτυχία και μην αστουχάτε (=ξεχνάτε) τα εξής:

Μην ξεχνάτε ως τοπική κοινωνία τη ντοπιολαλιά σας, όπως και ως Έθνος δεν πρέπει να υποβαθμίζουμε και να ξεχνούμε την υπέροχη γλώσσα μας. Γιατί σε όσους λαούς συμβαίνει αυτό, σιγά - σιγά αποκόπτονται απ' τις ρίζες τους και είναι πολύ ευκολότερο να εξαφανιστούν από το χάρτη, ιδιαίτερα σε ένα κρίσιμο ιστορικό σταυροδρόμι, στο οποίο φυσούν παντοειδείς δυνατοί άνεμοι αντίρροπων κατευθύνσεων. Και επειδή όξου έχ(ει) γιρό τσιάφ(ι) κι φσάει κάτα καλά βουρστζούδ'ς, για τ' αυτό βάντι κι καμμιά γιαμουρλούκα!

 

Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα,ονόματα, επίθετα και παρατσούκλια, είναι εντελώς συμπτωματική.

 

 

«ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ "RISING STAR ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ»

 

      Το τηλεοπτικό κανάλι του Σουφλίου "ΤSΙΟΥΚΑ ΤV" μαζί με τον ραδιοφωνικό σταθμό "ΜΝΗΜΑΤΑ FM" διοργάνωσαν τηλεοπτικό διαγωνισμό τραγουδιού, για την ανάδειξη της καλύτερης φωνής στο Σουφλί. Μετά από σκληρές μάχες των διαγωνιζομένων, για δεκαπέντε εβδομάδες, και ύστερα από συνεχείς ψηφοφορίες του κοινού και των κριτών, ανεδείχθησαν οι έξι επικρατέστεροι για τη διεκδίκηση του τροπαίου. Αυτοί ήταν Λήτσιους, Μάτιους, Τάσιους, Μινέλ'ς, Ντιάντιου κι Μούτιου. Κριτές ήταν Θανάϊσ'ς, Μαρίκα, Μητσάκ'ς κι Λιγών'ς, ενώ παρουσιαστές ήταν Κώτσιους κι Βαγγιλιώ. Οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να τραϊδούν μπρουστά στου  ντβάρ τ'ς μπάμπους Λάμπους κι όταν θα έβγινι νικητής, επειδή δεν μπορούσαν κριτές ν' ανεβάσουν του ντβάρ, θα ανέβαζαν μι τσιλέ, έναν περντέ. Το ντεκόρ συμπλήρωναν από το άλλο μέρος του στούντιο, τέσσερις μεγάλες βρουμουκαρές. Τη διέλευση ζώντων ζώων, αμνοεριφίων, βοοειδών και κάρων, απαγόρευαν επί της οδού Θουκυδίδου και της προέκτασής της, δύο μπιχτσήδις, για να διεξαχθεί απρόσκοπτα ο διαγωνισμός.

 

    Στον πρώτο γύρο του τελικού, Λήτσιους βήκι πρώτος με 84%, τραϊδώντας ένα καινούριο θκό μ' (=δικό μου) τραγούδ' με τίτλο:  

 

                       «Μια γκατζιόλα αγκαστρουμέν(η)»             

 

                      Μια γκατζιόλα αγκαστρουμέν(η),

 

                     πούταν τ' πάππου τ' Δημοσθέν(η),

 

                     έβουσκι μέσα στου τσ(ι)μέν(ι),

 

                     κι αγκάρζι θα χαμέν(η).

 

                     Τότι χάπα - χάπα μπαίν(ει),

 

                     μεσ' του γιούρτ(ι), που είχι τσ(ι)μέν(ι),

 

                     μια μπαμπούδα γιαστραμμέν(η),

 

                     κι τ'ν απόλκι την καημέν(η) (ενν. τ' γκατζιόλα).

 

  Ρεφραίν:   Έτσ(ι) γκατζιόλα αγκαστρουμέν(η),

 

                     λουγιουρνούσι θα χαμέν(η),

 

                     ώσπου Γιώρ'ς μι μια τριχιά,

 

                     τ' γιακαλάτσι απ' τουν πατσιά.

 

    Μάτιους με 81% βήκι δεύτερος, τραϊδώντας το τραγούδι του Γιάνν(η) Β. « Όταν πααίνου στουν κάμπου κουπρά». 

 

    Τρίτη με 79% βήκι Ντιάντιου, ερμηνεύοντας το τραγούδι της Βαγγιλίτσας Τσ. «Άμα».

 

    Τέταρτος με 78% βήκι Μινέλ'ς με το τραγούδι «Δεν ζει χωρίς γκατζιόλια το Σουφλί μας».

 

   Ακολούθησαν με 75% Μούτιου κι Τάσιους, ερμηνεύοντας δύο παλιά δικά μου τραγούδια. Μούτιου είπι το «Ζήτω ο μπουγάς» κι Τάσιους είπι το «Βρουμουκαρά – βρουμουκαρά».

 

     Εκτός διαγωνισμού τραγούδσαν μπάμπου Πουστουλιά, θεία Παγούνου κι μπάρμπα Λίας, ενώ χόρεψαν μοντέρνους χορούς τέσσερα Καρκατσιλιουτούδια.

 

    Ένας αζγκινημένους γκάτζιους, που ήταν διμένους στ' μυδαλιά, αγκάρσι δύο φορές, τ'ν ώρα που διαγωνίζονταν οι παίκτες, προκαλώντας εκνευρισμό και σύγχυση. Πάππους Αριστείδης ήταν έτοιμος να τουν φλιατσ(ι)κανίσ(ει), αλλά γκάτζιους επειδή κατάλαβι, τι θα τ' γένουνταν, για τ' αυτό ησύχασι.

 

     Στον τελικό των τελικών, διαγωνίστηκαν Λήτσιους κι Μάτιους, με δύο γνωστά ντόπια δημοτικά τραγούδια. Ο ένας με τη «Σουλτάνα Σουφλιουτούδα» και ο άλλος με το «Ήρθι Μαής κι Άνοιξη». Τελικά νικητής αναδείχθηκε Λήτσιους με 78%, ενώ Μάτιους πήρε 76%. Οι κριτές, αφού στεφάνωσαν τον μεγάλο νικητή με στεφάνι βρουμουκαράς, μαζί με την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του καναλιού Αηδόνου, του έδωσαν και σαν πρακτικό έπαθλο ένα τσ(ι)φάλ(ι) μύδαλα, μια κλουσσαρά μι δικαπέντι πλούδια κι μία ντραμιτζιάνα τσίπρου. Τέλος του υπέγραψαν ένα συμβόλαιο, να τραϊδάει στο κέντρο «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» για ένα χρόνο.

 

    Φίλες και φίλοι αυτός ήταν ο τηλεοπτικός διαγωνισμός «RISING STAR  ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ», ένα μοναδικό show, που μόνο το κανάλι "ΤSΙΟΥΚΑ ΤV" μπορούσε να διοργανώσει με τέτοια επιτυχία. Να είστε όλες και όλοι καλά!

 

    Οποιαδήποτε ομοιότης με το πλείστον των προσώπων, των ονομάτων, των καταστάσεων, των τραγουδιών, των κανάλιών, των τηλεοπτικών παιχνιδιών κ.λ.π είναι εντελώς συμπτωματική.

 

                                                                                  Με εκτίμηση

 

                                                                    ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ