|
|||
«ΓΚΤΖΙΟΥΝ(Ι) ΚΙ ΓΚΑΤΖΙΟΥΣ» Κείνα τα χρόνια κάπου στο Σουφλί, πάππους Γιώρ'ς είχι ένα γκάτζιου, ούτι καρδαμουμένου, μπουρούσις να τουν πεις, ούτι ζαμπουριασμένου, μισιακό μπόϊ είχι. Μι του γκάτζιου πάϊνι στα χουραφούδια τ', στ'ς Μούρσις κι στ'ς Σιαλαρές κι μι του γκάτζιου ίφιρνι μπάλις απού γκιουντζέ, διμάτια απού μουρόφλα για τα κουκούλια κι άλλα γκατζιουλουφόρτια. Μι του γκάτζιου επίσης απομάκρυνε τ'ς κουπρές απ' του σπίτ(ι), μι τρανές κουπρουκόσιουρις. Μι άλλα λόγια, πάππους Γιώρς τουν ζόρζι του γκάτζιου τ' κάτα καλά. Κι άμα καμμιά φ'ρα τουν έπιανι του γκατζιουλίσιου πείσμα, τουν φλιατσκανούσι μι τ' βίτσα γιρά στα κουλιά. Οποιαδήποτε ομοιότης με ονόματα,παρατσούκλια ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική!
|
ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ, ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΜΟΥΣΙΚΑ. Η υπόθεση είναι φανταστική, θα μπορούσε όμως να είναι και πραγματική.
«ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΝΤΡΟΥΔΑ»
Στην περιοχή Μαντρούδα, μια ζαμπουριασμέν(η) μπαμπούδα, ξικαπίνζι μια σουμπούδα, γιατί κίνσι να παγών(ει). Δύο δίπλις η μπαμπούδα, που την έλιγαν Μαρούδα, παραλάτσι τη σουμπούδα, που την πήρι απ' τουν Αντών(η). Κ' απ΄αντίκρα ένας λουπάν'ς, μπαμπατζιάνκους κι αχράν'ς, αντί να βουηθήσ(ει) τ' μπαμπούδα, την κουρόϊδιυι, γιουβάν'ς. -"Δεν αντρέπισι ρε μάπα, κουλουκύθα κι σαρσάκα, αντί νάρθ'ς να μι βουηθήσ'ς, συ μι κουρουϊδεύ'ς ρε λιάκα!" Τότι πέρναγι μι τ' χλαίν(η), οικολόγος Θανασάκους, μι τα δυό του τα μουλάρια, κι μι του ένα απ' τα πουλάρια. -"Τι μι φκιάν'ς μπάμπου Μαρούδα; " -«΄Νά, ξιτνάζου τη σουμπούδα, έλα βρε να μι βουηθήσ'ς!»" -«Έχου δλειά, μπάμπου Μαρούδα, κάτ' κατσ(ι)φέλ(οι) μι περιμένουν, στ'ν αστριχούδα του Πουστόλ(η), ν' ανταλλάξουμι κατσίκις μ' ένα γήμιρου γκατζιόλ(ι)." - "Άχ βρε κάλπαρη Θανάσ(η), μι τα γκατζιόλια όλη μέρα, σύρτα φέρτα μέσ' του δρόμου, παίριν κώλους σου αέρα." – -"Είσι γιαστραμμέν(η) μπαμπούδα, πουνηρή σαν την αλπούδα, γ' αυτό είσι ζαρουμέν(η)!" -"Φεύγα, άχραστη, απ' έδου, γιατί θ' απουλύκου τ' σκύλα, πούνι θάματ' λυσσιαγμέν(η)." Τότι έφκι Θανασάκους κι οι δυό δίπλις μπαμπούδα, ξικαπίνζι τη σουμπούδα, κείν' τα χρόνια στη Μαντρούδα, γιατί κίνσι να παγών(ει). Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική. ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ
|
« ΓΕΙΤΟΝΣΙΣ ΣΕ ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ» Δυο κουτσουμπόλις κι γιαστραμμένις γειτόνσις, ανταμώνουνταν συχνά – πυκνά, είτε στου σπίτ(ι) της μιας, είτε στ'ς αλλνής, για να πιουν καφέ, να πουν του φυλτζιάν(ι) και κυρίως να κουτσουμπουλέψουν, «θάβοντας» ταυτοχρόνως, όσα άτομα απ' τ' γειτονιά, απ'αλλού, ακόμα κι απ' του σπίτι τ'ς έπιαναν στου στόμα τ'ς. Ένα απόγιμα, αφού ήπιαν τουν καφέ κι είπαν του φυλτζιάν(ι), αρχίνσαν να κουτσουμπουλεύουν πρόσωπα της γειτονιάς. Μετά από ώρα η μια ρώτσι τ'ν άλλ(η). -Τι φκιάν(ει) μουρή νύφ' σ'; -Τι να φκιάσ(ει)! Τ' άφκιαστα! -Γιατί μουρή τούπις αυτό; -Γιατί ούτι πιάτα πλέν(ει), ούτι φαΐ φκιάν(ει) κ' όλ(η) μέρα μπανιαρίζιτι κι σάρα - σάρα μι τα νιρά πλατσαρίζιτι σαν την πάπια! Κ' ύστρα μπρουστά στουν καθρέφτ(η) ξιπουρπουλίζιτι, γκιρντίζιτι, καμώνιτι κι βάφιτι σαν του μπάτσαρου! Τα νύχια τ'ς κόκκινα κι κόκκινις κι μπαρτζαχείλις! Κι θαν βγούν όξου, τα βγάν(ει) ούλα ξιτσίπουτ(η), στου μιϊντάν! Αρέζιτι παλιουνυφίτσα να την κτάζουν ξέν(οι) άντρις κι να γκουρλώνουν τα μάτια τ'ς απ' του χαλβάδιασμα! -Κι τι λέει για ούλα αυτά μούρ(η), γιός; -Τι να πεί του χαϊβάν(ι)! Πώς κι πώς τ'ν έχ(ει)! Αντί να την πατήσ(ει) κανέναν πάτσου, μέσ' τα μάτια την κτάζ(ει) μνίκακας! Θάματις τουν μάγιψι! -Ναί, άμα είνι όμουρφ(η)! -Σκατά είνι! Γω στ'ν ηλικία τ'ς ήμαν πιο όμουρφ(η)! -Αγγούρια ήσαν, σι ξέρου! Μαζί γκιζιαρνούσαμι για παλλ(η)κάρια! -Σκάσι χαμέν(η), να μη σ'αρχινίσου κι σένα! -Αρχίνσι μ' κι θα σι τακτοποιήσου! Έχου πουλλά ράματα για τ' γούνα σ'! -Άντι ας τ' αφήσουμι αυτά, να μη τσακουστούμι στα καλά καθούμινα! Άντι πές τώρα κι συ για τ' θκιά σ' τ' νύφ(η). -Θκιά μ' νύφ(η) δεν είνι πουλύ γκιζιαρτζού κι ούτι πισπιλίζιτι όλ(η) μέρα στουν καθρέφτ(η). Θκιά μ' έχ(ει) άλλα ταμπιέτια. -Άϊντι μουρή, χουράτιυι! Γιατί δεν τα λές; -Μπουρώ να χουρατέψου απ' τη σένα την κωλοδιάρροια; -Χουράτιυι! Μη φκιάν'ς τουν ψόφιου κοριό! -Να, θκιά μ' νύφ(η) είνι πουλύ καλπαζάνου! Κάθιτι στουν καναπέ κι αστουχάει να σκ(ι)ουθεί! Κ' άμα σκ(ι)ουθεί, ώσπου να ταράξ(ει) του ένα του πουδάρ, βρουμάει τ'άλλου! -Κι τι φκιάν(ει) όλ(η) μέρα στουν καναπέ; -Διαβάζ(ει) περιοδικά κι ξιώτι! Κιουσκιούφου μα νε κιοουσκιούφου! Κι άμα αρχινίσ(ει) να γκαζγκαλάει τ'ς μύτις τ'ς, σταματημό δεν έχ(ει)! Γιόμσι τα μαξιλάρια πίσου απ'τουν καναπέ γκαγκαράτσις! Χώρια ότι ξιτσφάει συνέχεια κι βρουμουκουπάει κάμαρα! Κι άμα αρχινίσ(ει) τα τηλεφωνήματα μι κάτ(ι) άχραστις φιλνάδις τ'ς, μάκα - μάκα, τιλειουμό δεν έχουν! -Κι γιός τι φκιάν(ει) κι τι λέει; -Τι να πει κ' αυτός άχραστους! Θάματις ενδιαφέριτι χίτσ(ι); Μιά πααίν(ει) στα κυνήγια, μια στου ψάριμα, μια να διεί μπάλα, μια για καμμιά ριτσίνα, ούλου λείπ(ει)! Σπίτ(ι) έρθτι μάναχα για φαΐ κι για ύπνου! -Ααααά, τόσου καλά κι σεις! -Κι μη χειρότιρα! Άιντι τώρα φτάνουν τα μασάλια! Μπιζέρσα ντίμπιντιου μι τ' αυτά κι μι τ'αυτά! Φέρι τώρα απ τι κείνου του ποτό που έφκιασις μι βύσσνα, να πιούμι λίγου, να χαρούμι, γιατί κι φτώχεια θέλ(ει) καλουπέρασ(η)! Ετσι η οικοδέσποινα έφερε το ποτό(=κονιάκ με βύσσινα και γαρύφαλλο και ειδική επεξεργασία) και αφού τσούγκρισαν τα ποτηράκια, κατέβασαν σαν σφηνάκια, το θεσπέσιο Σουφλιώτικο σπιτικό ποτό. Ήδη |
«ΤΟ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ REALITY "SURVIVOR" ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ» Το τηλεοπτικό κανάλι «ΜΕGA TSIOUKA» του Σουφλίου και ο ραδιοφωνικός σταθμός "ΠΑLIOSTRATA" ανηφορικά στα FM, στα πλαίσια του ραδιοτηλεοπτικού ανταγωνισμού, διοργάνωσαν το Reality παιχνίδι "SURVIVOR" στη δασώδη περιοχή του Σουφλίου Μούρσες. Στο παιχνίδι έλαβαν μέρος δύο μεικτές ομάδες αποτελούμενες η πρώτη από τους Μουτιό, Μούτιου, Λιγών(η), Βαγγιλίτσα, Πουλιών(η), Σουλτανίτσα, Μουντή, Νίτσα, Λήτσιου, Αηδόνου, Πουστόλ(η) κι Ντιάντιου και η δεύτερη από τους Ντιόντιουλη, Μαρούδα, Γιώρ(η), Πουστουλιά, Νιάσ(η), Λάμπου, Βασιλάκου, Ματούλα, Μόσκου, Πότ(ι) (=Παναγιώτα) , Μπούη(=Μπάμπης) κι Παγουνίτσα. Το έπαθλο θα ήταν 20 κιλά σιουτζιούκια πέταλα, ένα κουστούμ(ι) μεταξουτό για άντρα ή μεταξουτό φόρεμα για γναίκα, 20 κιλά μπρούσ(ι)κου κρασί, μια ντραμιτζιάνα τσίπρου κι δύο κάρα καυσόξυλα μισιές κι γάβρα. Οι παίκτες κατέλυσαν σε ένα μεγάλο σαϊά και κάποια διαστήματα της ημέρας και της νύκτας, όταν δεν κμούνταν, γκλιώνταν σι μια βελέντζα, έκουβαν μασαλούκλις κι τζάφτις κι άλλ(η) φουρά χαρχαλιάζουνταν σαν τα σκ(υ)λιά κι μαλλιουτραβιώνταν, άλλ(η) φουρά χουφτώνουνταν κι άλλ(η) φουρά χαχανιώνταν θα χαμέν(οι). Κατά τακτά όμως χρονικα διαστήματα, έπαιζαν παιχνίδια όπως τσιλίκ(ι) τζιουμάκ(ι), μακρά γκατζιόλα, κυνηγητό, κουτσό, κρυφτό κι μπαλαρόνια. Επίσης διαγωνίζονταν σε αθλήματα όπως άλμα εις μήκος στα συμπουτά (=άνευ φοράς), τράβηγμα σκοινιού από δύο ομάδες σε αντίθετη κατεύθυνση, ρίψη κουκουνίτσας, προσπέρασμα χαντακιών κ.λ.π. Για την επιβίωσή τους επιτρέπονταν να κυνηγούν κοτσύφια, τσίχλες, κουλουκθαρέοι κ.λ.π. μι καραούλια κι τσιατάλις, ενώ σε δύσκολες περιπτώσεις μπορούσαν να φάν' ζιαπκούδια, νιρουκιφαλάδις κι σιαλαρέοι. Έτρουγαν επίσης μύδαλα, καρύδια, βάτσνα, μούρα, γκόρτσα κι τσάπουρνα. Τον χώρο επόπτευαν εκτός από τις κάμερες κι δύο μπιχτσήδις. Άντα ήθελαν παίχτες να ξιπλυθούν ή να πιουν νιρό, κατέβιναν ως του πουταμούδ(ι) Κιόϊντιρε. Δύο παίκτες αποβλήθηκαν από το παιχνίδι, γιατί συνελήφθησαν απ' τους μπιχτσήδις, να τρών' παμίτια απ' τ' πάππου Παναγιώτ(η) τ' αμπιλούδ(ι). Μετά από εβδομάδες κακουχιών κι ταλαιπωρίας, αφού ένας – ένας διαγωνιζόμενος αποχωρούσε λόγω αντιξοοτήτων, αλλά και αγώνων που έδιναν μεταξύ τους, απόμναν στον τελικό δυο άτομα. Για να νικήσ(ει) κάποιος κι να πάρ(ει) το έπαθλο, έπρεπε να μπδήξ(ει) ένα μεγάλο χαντάκ(ι) γιουμάτου βουϊνές. Τελικά νίκησε του Πότ(ι), που ήταν τζιανγκαλόζ(ι)κου(=ευκίνητο) κουρίτσ(ι) κι είχι τρανά τζιαμάλια. Εκτός απ' τα σιουτζιούκια, του κρασί του ρακί, του φουστάν(ι) κι τα ξύλα που πήρε σαν πρώτο βραβείο, τιμήθηκε και με στεφάνι βρουμουκαράς. Όσο για τον αντίπαλό της, του Λήτσιου, όχ(ι) μάναχα έχασε το βραβείο, αλλά μην μπορώντας να μπδήξ(ει) του χαντάκ(ι), γκριμίσκι κι μέσα στ'ς βουϊνές. Αυτό φίλες και φίλοι ήταν το Survivor αλλά Σουφλιώτικα, που έσπασε κάθε ρεκόρ τηλεθέασης.
Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, ονόματα, καταστάσεις, κανάλια, τηλεοπτικά παιχνίδια κ.λ.π είναι εντελώς συμπτωματική. |
«ΠΑΛΙΕΣ ΑΠΟΥΚΡΕΣ»
Κείνα τα χρόνια, όταν κόντιυαν Απουκρές στο Σουφλί, κυρίως όμως την τελευταία Κυριακή, μικροί κι μεγάλ(οι) ντένουνταν καρναβάλια αλλαμπουρνέζ(ι)κα (=αλλοπρόσαλλα). Κι θκιά μας παρέα ντύνουνταν καρναβάλια κι στα μαθητικά χρονια κι όταν έιμασταν φοιτητές κι επιστρέφαμι τ'ς Απουκρές στο Σουφλί. Έβαναμι καφτάνια τ'ς μπάμπους, φούστις τ'ς μάνας μας, σακάκια τ' μπαμπά μας κι τ' πάππου, κι φουρούσαμι γαλότσις, γκαλέτσια, μπαμπάδις, ό,τι δηλ. έβρισκαμι εύκαιρο. Στολές έβαναν ελάχιστα άτομα. Παραπάν' γένουνταν άσλι καρναβάλια κι άμα έβαφαν κι τα μούτρα τ'ς μι σκρές απ' τα μπουριά, γένουνταν θα μπατσαρέοι. Κάποοι αγόραζαν μάσκις, καουμπόϊκα καπέλα, πιστιουλούδια, στρακαστρούκις, σερπαντίνες κ.λ.π. από τα καταστήματα των αδελφών Μητσιάρη, τ' Γιαννάκ(η) Παλαβούζ(η), καθώς και από τον πλανόδιο ψιλικατζή μπάρμπα Χρήστο Τζ., που έστηνε το καρότσι του σε κεντρικά σημεία, απ' όπου περνούσε πολύς κόσμος. Ύστρα, ούλ(οι) μείς που γένουμασταν καρναβάλια, απουλνιόμασταν στ'ς δρόμ(οι) κι στ'ς γειτονιές κι πάϊναμι σε σπίτια συγγενών, φίλων και κάποιων καθηγητών για να ζισταθούμι λίγο κι για να μας κιράσουν κανένα λουκούμ(ι), κανένα σοκολατάκ(ι) μαργαρίτα ή λίγου χαλβά. Στου δρόμου κόσιαζαμι, χόριυαμι, ρίχνουμασταν κι ίλιγαμι μπόσ(ι)κα. Ειδικά όταν ήταν μαζί μας Λιγών'ς, τα ευτράπελα έπιρναν κι έδιναν. Όσα κουρτσούδια έρθουνταν μαζί μας, κυρίως γειτόνσις, ξαδέλφις κι συμμαθήτριες, συνήθως ντύνουνταν τσιγγάνις. Όταν πιρνούσαμι από το ζαχαροπλαστείο «ΠΑΡΘΕΝΩΝ» τ' Γιάνν(η) Τσιομπάνογλου ή Μπόκογλου κι τ'ς θείας τ'ς Αλεξάντρας, αγόραζαμι λίγου τσιρλουχαλβά ή κάποιες φορές μας τον κιρνούσαν. Τι νόσ(ι)μους που ήταν κείνους τσιρλουχαλβάς! Ύστρα, άμα είχαμι κανένα δίφραγκο, έβαναμι τραγούδια στου τζουν-μπόξ. Θείους Γιάνν'ς ήταν πολύ καλαμπουριτζής κι μας ίλιγι αστεία! Θείους Γιάνν'ς κι θεία Αλεξάνδρα ήταν δύο ευχάριστοι, κοινωνικοί και εργατικοί άνθρωποι και αγαπούσαν πολύ τη νεολαία. Ύστρα έκουβαμι δύο - τρεις βόλτις κι αφού περνούσαμι από τα σφαιριστήρια Λαζίδη – Βαλσαμίδη, καταλήγαμε ή σε καμμιά ψησταριά, ή στις καφετέριες ΕΡΑΤΩ και ΡΕΜΕΝΖΟ ή στη Ντίσκο του Γιάνν(η) Δερμεντζόγλου ή ανέβιναμι τ'ν ανηφόρα για την Καρκατσιλιά κι καταλήγαμε στην καφετέρια ΠΑΣΧΟΥ. Κάποιοι πάϊναμι και στο μουσικοχορευτικό κέντρο ΟΑΣΗ. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η δημαρχία διοργάνωνε λαϊκό γλέντι στην πλατεία Σαρμπνάρ, όπου μαζεύονταν πολύς κόσμος, για να διασκεδάσει. Πολλοί ήταν ντυμέν(οι) καρναβάλια. Οι περισσότεροι χόρευαν, ενώ στήνονταν και αυτοσχέδιες ψησταριές που έψηναν σιουτζιουκούδια. Οι παριστάμενοι ήπναν, έτρουγαν, χόρευαν, ενώ τα μικρότιρα γκζάνια σκιάζουνταν από τα μπέτ(ι)κα καρναβάλια. Στου Σαρμπνάρ, κάνα δυό χρουνιές, έγινε και διαγωνισμός για την ανάδειξη του πιο πρωτότυπου καρναβαλιού. Νομίζω το 1976, το πρώτο βραβείο το πήραν ο Μπάμπης Κ. και ο Γιώργος Μπ., που ο ένας παρίστανε τον πολυτραυματία, τυλιγμένος με χαρτί υγείας, ενώ ο άλλος, ντυμένος στα μαύρα και κρατώντας μία κόσα, παρίστανε το Χάρο. Στα τέλη της δεκαετίας του 70, ο Δήμος άρχισε να διοργανώνει πιο οργανωμένες καρναβαλικές εκδηλώσεις, στην κεντρική αγορά του Σουφλίου. Γινόταν παρέλαση αρμάτων, πολλά εκ των οποίων είχαν σκωπτικό περιεχόμενο, με σάτιρα προς τους πολιτικούς, αλλά και με σόκιν θέματα. Παρέλαζαν επίσης και πολλά νέα παιδιά, σχεδόν ολόκληρη η Σουφλιώτικη νεολαία, χορεύοντας σε λάτιν ρυθμούς ή και σε παραδοσιακά ακούσματα. Η χαρά όλων και των παρελαυνόντων και του κόσμου που παρακολουθούσε, ήταν πολύ μεγάλη. Ακόμα θυμάμαι το μέγα πλήθος που συγκεντρώνονταν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στο Σουφλί, για να παρακολουθήσει την εντυπωσιακή παρέλαση. Οι νέοι γλεντούσαν, οι μεγαλύτεροι καμπάρτζαν για τα πιδιά τ'ς που παρέλαζαν, ενώ μπαμπούδις κι παππέοι ξιμπιζιαρνούσαν κτάζουντας κι κόβουντας τζάφτις. Οι μικροπωλητές έκαναν sold out στην πραμάτεια τους, ενώ «κινούνταν» εντυπωσιακά ολόκληρη η αγορά του Σουφλίου, εκείνη τη μέρα. Αυτές οι παρελάσεις κράτησαν χρόνια και κατά μία έννοια, έγιναν θεσμός, ώσπου σιγά – σιγά άρχισαν να εκφυλίζονται λόγω οικονομικών προβλημάτων, έλλειψης διάθεσης για συμμετοχή, καθώς και πολιτικών και προσωπικών έριδων. Έτσι ο δυναμικός αυτός θεσμός, κάποια στιγμή δυστυχώς έπαψε να υφίσταται. Tην Καθαρά Δευτέρα τα πιδούδια πέταγαν ντάμις (=χαρταετούς), όπως και τώρα. Κείνις τ'ς ντάμις όμως τ'ς έφκιαναν μαναχά τ'ς. Έκουβαν καλάμια, τα επεξεργάζονταν, κολλούσαν εφημερίδις, έφκιαναν τα ντένγκια, τα σαούλιαζαν κι πααίνουντας στην Τσιούκα ή άλλα υψώματα, απουλνούσαν τουν τσιλέ (=ειδικός ανθεκτικός σπάγγος) κι πιτούσαν τ' ντάμα. Άμα είχι αέρα δυνατό, κι ντάμα ήταν μεγάλ(η), ίλιγαμι ότι τραβάει θα γκατζιόλ(ι)! Άμα κόβουνταν τσιλές, ντάμα πάϊνι πουλύ μακρά, αλλά τα πιδούδια πάϊναν να τ' βρουν, όσ(η) ταλαιπωρία κι αν τραβούσαν.Άλλα πιδούδια πιτούσαν κατσιούλις, ένα είδος πιο απλής κατασκευής και χωρίς καλάμια! Άμα κατσιούλα δεν είχι ζυγιασμένα ντέγκια, έτρουγι καβάκια(=δεν πετούσε καλά και έπεφτε)! Άμα κιρός ήταν καλός, κάποιες παρέες πάϊναν για να περάσουν λίγες ώρες, στ' Κακαλή του πουτάμ(ι), το οποίο όμως είχε την τιμητική του κυρίως την Πρωτομαγιά. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, γναίκις έσφαζαν κανέναν αστουχμένου πέτνου κι τουν έφκιαναν στ' μασίνα μι ρύζ(ι) ή μι μπουλγκούρ ή μι πατάτις. Επίσης οι περισσότερες νοικοκυρές άνοιγαν φύλλα κι έφκιαναν τυρόπιτες, σπανακοτυρόπιτες ή κουλουκθόπιτες. Μάς, τα σάλια έτριχαν απ' τ'ς μυρουδιές! Την Καθαρά Δευτέρα γναίκις στούμπζαν ελαφρά στου χαβάν(ι) ταραμά κι τουν έφκιαναν σπιτιάσιου κι νόσ(ι)μου. Κι κείνα τα χρόνια ψουμάδις έβγαναν λαγάνις και γενικά κόσμος έτρωγε νηστίσιμα, όπως λίγου χύμα σάλτσα, ιλιές, χαλβά, καταψυγμένα καλαμαράκια κι νιρόβραστα φασούλια, γιατί η μέρα αυτή είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής και θεωρείται μία μέρα καθαρμού των σωμάτων και των ψυχών. Κάπως έτσι κυλούσαν για μας, που τις ζήσαμε από κοντά, αλλά και για το Σουφλί, οι Αποκριές πριν σαράντα περίπου χρόνια. Κάποιοι κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι, υποστηρίζουν, ότι η στολή που θα φορέσει κάποιος ή κάποια την Αποκριά, πιθανόν να εκφράζει ένα απραγματοποίητο όνειρο, έναν ανεκπλήρωτο επαγγελματικό στόχο, ένα απωθημένο. Μπορεί νάναι και έτσι. Εκείνα όμως τα χρόνια, εμείς δεν φορούσαμε μία ολοκληρωμένη καρναβαλική στολή, αλλά βάζαμε ό,τι νάναι, ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας. Άλλος έβανι ένα μαξιλάρ' στην κλ(οι)ά τ' κι γένουνταν αγκαστρουμέν(η), άλλους έβανι ένα μαξιλάρ στ΄ράχ' τ' κι παρίστανε τουν καμπούρ, άλλους ένα πιτσί στου μάτ(ι) κι παρίστανε τον μονόφθαλμο. Κάτ(ι) «αρκδάρδις» που έβαναν φούστις, έβγαναν στου μιϊντάν(ι) τ'ς μαλλιαρές πουδάρις τ'ς κι κάποιοι χαϊσρσιζλαμάδις, σκ(ι)ώνουντας τ' φούστα, έδειχναν κι τα τασιάκια τ'ς. Αντίθετα κάτ(ι) μπαμπατζιάνκις θείις, γένουνταν νταήδις κι ζουγράφζαν μουστάκ(ι) κι γένια κι πουλιουμούσαν να χουντρύνουν τ΄ φουνή τ'ς. Όλα αυτά γίνονταν για να ξεσκάσουν οι άνθρωποι και να εκτονωθούν. Για μας η Αποκριά εκείνα τα χρόνια ήταν έκφραση χαράς, ήταν ανεμελιά, ήταν διαφοροποίηση από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, ήταν ακόμα μία ευκαιρία να συνυπάρξουμε με τους φίλους μας και να δεθούμε ακόμα περισσότερο. Ελπίζω και σήμερα η Αποκριά, να έχει διατηρήσει κάποια από αυτά τα στοιχεία, γιατί όλοι μας έχουμε ανάγκη από λίγη χαρά και κάποιες ανέμελες ώρες, στη δίνη μιας σκληρής, υπέρμετρα απαιτητικής και ανταγωνιστικής εποχής, που, αν σε βρει ανέτοιμο και αδύναμο, μπορεί και να σε ισοπεδώσει. Φίλες και φίλοι, η Αποκριά είναι μία ευκαιρία, να ξαναγίνουμε έστω και για λίγο παιδιά και να ξαναβγάλουμε στο φως τη χαμένη μας αθωότητα. Να περάσετε καλά αυτές τις μέρες. |
ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ - ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΜΟΥΣΙΚΑ, κατά το πλείστον στη Σουφλιώτικη διάλεκτο.
" ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΝΤΑΡ "
Στην περιοχή Καντάρ, απουλύθκι ένα μουλάρ', δίχους πάνου τ' νάχ(ει) σαμάρ', μα είχι πείσμα κι καμάρ'. Κάτ(ι) ανήσυχα πιδούδια, μι φουνές κι παλουκούδια, κυνηγούσαν του χαϊβάν(ι) κ' αυτό πάτσι ένα γκζάν(ι). Έτσ(ι) έσκουζι του γκζάν(ι), που ξιουρθώθκι απ' του χαϊβάν(ι), έσκουζι κι μια γκαβή, κι γίνκι μεγάλου γκιρουλτί. Τότι ήρθι θείους Μουτιός, πού μοιαζε για λουφαχκός, μα ήταν ντικς κι νευρικός. Αζγκινημένου του μουλάρ', ξυόνταν απού ντβάρ σι ντβάρ, κ' έφτασε ως του Σαρμπνάρ, κ' απού κεί στην Τσιούκα. Κόσιαζαν τα γκζάνια, κόσιαζι μπάρμπα Μουτιός κι σισιρτζμένου του μουλάρ', ρίχνουνταν απού γιάρ σι γιάρ. Απού μια στενή πατέκα, έφτασι στα μνήματα κι ξιπλάτσι δυό τσιαμούδια κ' άλλα δυό κυπαρισούδια. Ύστρα πήγι ως τ' Μαντρούδα, απ' του ρέμα μι τ' βρυσούδα κ' έσκιαξι τ' μπάμπου τ' Μαρούδα, που κατρούσι στ'ν αστριχούδα. Κόσια κόσια του μουλάρ', κουτουπώθκι στου κιλάρ', τ' πάππου τ' Λήτσιου του μουρντάρ' κι πατλάκσι ψλά στου ντβάρ. Έτσ' ζαλίσκι του χαϊβάν(ι) κι φάναξαν του θείου Γιάνν(η), πούταν ψλός, ως του ταβάν(ι), να του βγάλ(ει) στου δρόμου. 'Οταν ήρθι θείους Μουτιός, που 'ταν ντικς κι νευρικός, αν κι έδειχνι λουφαχκός, του τσιακμάκσι του μουλάρ', στα κουλιά κι στου πουδάρ'. Κ' έτσ' τελείουσι πιδιά, η περιπέτεια η μικρά, πούχει κείνου του μουλάρ', που κουπάρτσι απ' του Καντάρ. Στον πικρό τον γυρισμό, για τον σταύλο τον στενό, του μουλάρ μας του καημένου, μονολογούσε ζαρουμένου: "Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη βοσκή, παρά σαράντα χρόνια ζέψιμο κι ταΐ" (ταΐ=φαγητό για ζώα, γιαρμάς, αλεσμένο καλαμπόκι). Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, καταστάσεις και ζώα είναι συμπτωματική. ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ
|
« ΜΑΘΗΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ»
Στα πλαίσια του θεσμού της διά βίου μάθησης του Σουφλιώτικου ιδιώματος και επειδή κόσμους δεν έχ(ει) παράδις για ιδιαίτερα, ο πρόεδρος Γιάνν'ς Μαλλ. και η επιτροπή σοφών, αποφάσισαν να προσφέρουν δωρεάν (=χουρίς παράδις, τζιάμπα), ένα ειδικό περιεκτικό μάθημα Σουφλιωτολογίας για θέματα κυρίως Συντακτικού και Έκφρασης. Πρότειναν λοιπόν στο γνωστό φιλόλογο και Σουφλιωτολόγο Θοδωρή Μουσίκα, να προσφέρει αφιλοκερδώς τις γνώσεις του, γιατί κουσμάκ'ς (τουλάχιστον αυτός που «κρατάει σκούφια τ'» απ' το Σουφλί), πρέπ(ει) να μην αστουχήσ(ει) τα Σουφλιώτ(ι)κα κι τα πιδούδια των συμπατριωτών μας, ιδίως στη διασπορά, να συνεχίσουν να μάθαίνουν το Σουφλιώτ(ι)κου ιδίωμα. Η πρόσκληση έγινε αποδεκτή από τον καταγόμενο εκ Σουφλίου φιλόλογο και έτσι προέκυψε μία ολόκληρη ώρα διδασκαλίας.
-Πιδιά τώρα που τελειών(ει) του εκπαιδευτική χρουνιά, σφίξτι γιρά τα δόντια, να φκιάσουμι κόμα ένα μάθημα περιεκτικό! Μόλις τελειώσ(ει) θα σας απουλύκου κι δεν θα σας ξαναενοχλήσου! Άϊντι όμως τώρα, του γκδούν(ι) χτύπσι για μέσα! Μη σαλαντίζιστι κι κουλουκθαρίζιστι! Ούλ(οι) γλήγουρα στα θρανία σας κι τσιμουδιά! Σούσπους! Του μάθημα αρχινάει!
1) Για να υπάρχει παιδιά πρόταση, απαραίτητο συστατικό είναι το ρήμα. Π.χ. Γκάτζιους παραλάτσι τ'ς μουρές. Παραλάτσι: ρήμα, Γκάτζιους: υποκείμενο, τ'ς μουρές: αντικείμενο. Γιώρ'ς κουτούπουσι την κάκου τ' στου πλυσταριό. Κουτούπουσι: ρήμα, Γιώρς:υποκείμενο, την κάκου τ': αντικείμενο, στου πλυσταριό: εμπρόθετος προσδιορισμός που δηλώνει στάση σε τόπο. Θανάϊσ'ς Ντ. δεν έσφαξι του γκτζιούν(ι) τ' τα Χριστούγεννα, επειδή του λυπούνταν κι έτσ(ι) του κράτσι τέσσιρα χρόνια. Του γκτζιούν έφτασι τα τριακόσια κιλά κι καρτλάντσι πουλύ! Εσφαξι: ρήμα, Θανάϊσ'ς: υποκείμενο, του γκτζιούν: αντικείμενο.
2) Αρραβουνιαστικιά τ' Πουλιών(η) ήταν μπέτκ(η) κι σουρλούτου. Ήταν : ρήμα συνδετικό, Αρραβουνιαστικιά : υποκείμενο, μπέτκ(η) κι σουρλούτου: κατηγορούμενα στο υποκείμενο, τ' Πουλιών(η): γενική κτητική.
3) Μπουρτζμένου γκτζιούν(ι). Μπουρτζμένου: επιθετικός προσδιορισμός στου γκτζιούν(ι), γιατί προσδίδει στο ουσιαστικό που προσδιορίζει, μία μόνιμη ιδιότητα. Αγ(ι)ρτζμένου πουδάρ'. Αγ(ι)ρτζμένου: κατηγορηματικός προσδιορισμός, γιατί προσδίδει στο ουσιαστικό που προσδιορίζει, μία παροδική ιδιότητα.
4) Οι Σουφλιώτες χρησιμοποιούν αντί για ειδικά και τελικά απαρέμφατα, δευτερεύουσες ειδικές και βουλητικές προτάσεις αντίστοιχα. Π.χ. Τουν φουβέριξι, ότι θα τουν λακρίσ(ει) γιρά, άμα ξανακλέψ(ει) γκόρτσα, απ' τ' γκουρτσιά, που ήταν στου χουράφ' τ'. Ότι θα τουν λακρίσ(ει) γιρά: δευτερεύουσα ειδική πρόταση σε θέση αντικειμένου του ρήματος της κυρίας φουβέριξι. Αρραθύμσι να φάει τσάπουρνα κι γκουλόκνα. Να φάει τσάπουρνα κι γκουλόκνα: δευτερεύουσα βουλητική πρόταση σε θέση αντικειμένου του ρήματος της κυρίας πρότασης αρραθύμσι.
5) Σε αρκετές περιπτώσεις οι Σουφλιώτες χρησιμοποιούν για ουσιαστικά, κάποια επίθετα, τα λεγόμενα ουσιαστικοποιημένα επίθετα, συνήθως όταν αυτά συνοδεύονται από άκλιτες λέξεις, όπως επιφωνήματα και επιρρήματα. Π.χ. Άμά μάπαρους!, Βρε ούστ(ι) μπασαμάκα!, Άααά κλειδουστόμνιασάμι απ' τη σένα την ξιτσούφου!, Ούφ, έφκι ντιβανές κι ησύχασαμι!.
6) Περίοδος είναι ένα κομμάτι λόγου που ξεκινάει με κεφαλαίο και καταλήγει σε τελεία. Απαραίτητη προυπόθεση είναι η ύπαρξη τουλάχιστον μίας κυρίας πρότασης. Μπορεί όμως η περίοδος να έχει και άλλες κύριες προτάσεις, όπως και δευτερεύουσες. Π.χ. Όταν είχι όριξ(η) Θανάϊσ'ς, τσιόλζι τ'ς μυδαλιές κι τ'ς καρές καλύτιρα απ' ούλνους, χρησιμοποιώντας μακρές κι ψιλές καλαμίδις απού γάβρου κι τσιάμ(ι). Η πιο πάνω περίοδος έχει μία δευτερεύουσα χρονική ως το πρώτο κόμμα και μία κύρια πρόταση ως την τελεία.
7) Τα ρήματα που δεν παίρνουν αντικείμενο, ονομάζονται αμετάβατα. Π.χ. Σχαίνουνταν πουλύ κι συνέχεια σπίρτουνι τα χέρια τ'. Του σκ(υ)λί αλυχτούσι όλ(η) νύχτα κι του προυί τ'ς έφαγι στ' ράχ(η) μι ένα γάβρου, απ' τουν πάππου Μουτιό. Έτσ(ι) έφκι σαν αλαφιασμένου (=κουσιάζοντας, τρέχοντας ταχέως).
8) Οι παθητικές μετοχές χρησιμοποιούνται από τους Σουφλιώτες συνήθως ως επιθετικοί προσδιορισμοί. Π.χ. Αγρουμαλλιασμένους πούρτσιους, ουργιασμένου κουπρόσκ(υ)λου, μπατακιασμένα μάτια, ξιπουπουλσμένου πλί, καρτλαντζμένου μπασιάκ(ι), ζαμπουριασμέν(η) μπαμπούδα, αρτσιουμένου ματσί, προυγκσμένου καρτάλ(ι), ανασκ(ι)αμέν(η) σκληκόμυγα.
9) Μπροστά από κύρια ονόματα και παρατσούκλια οι Σουφλιώτες συνήθως δεν βάζουν άρθρο. Για την ανάγνωση του παρακάτω παραδείγματος από παιδιά είναι επιθυμητή η γονική συναίνεση. Π.χ. Χρηστάκους κι κόμα τρεις τέσσερις νταήδις, είχαν μπαμπάτσ(ι)κα «ματσαγκούρια» (=ανδρικά μόρια), που έμοιαζαν μι βγαλ(ι)μένα χέρια! Μιά φ'ρα, κουκουνιασμένους Χρηστάκους ξιαλάφρουνι στουν κάμπου. Τότι ένας λέλιακας, επειδή θάρριψι του ματσαγκούρ τ' για όφιου, πουλιόμσι να του τσιουμπίσ(ει).
Στην πιο πάνω περίοδο, η περίφραση βγαλμένου χέρ' είναι μεταφορά. Αν λέγαμε, θα (=σαν) βγαλμένου χέρ', τότε θα είχαμε παρομοίωση.
10) Συχνά οι Σουφλιώτες χρησιμοποιούν σύνθετες λέξεις. Π.χ. Γκατζιουλουμούλαρου, καρακασνάκας, καμπόβουϊδου, παλιότσιουλους (=παλιό πάπλωμα), νιρουκιφαλάς (=γυρίνος), κουπρόφκιαρου, γκατζιουλουφόρτ(ι), κουπρουκόσιουρα, τσιπρουκάζανου, γκτζιουνουπατσιάς, σκατουμπούμπουλας ή σκατουμπέρμπιλους, ζιαπκουμάχιρου κ.λ.π.
11) Συνώνυμα στουμπσμένου = τσιατσιανσμένου, παμπόνηρους = άλπαρους, καλπαζάν'ς = κάλπαρους, κρατσούνας = καρακασνάκας, λιάκας = σάχλας.
12) Αντώνυμα = αντίθετα κάρτ(ι)κου # κιρπέδκου, γήμιρους # αζγκινημένους, καλπαζάν'ς # ταμαχκιάρ'ς, τελιάν(ι) # κουϊτής, μούτσ(ι)κους # μπαμπάτσ(ι)κους
13) Άμα κουπείτι στ'ς εξετάσεις, μη μπαγ(ι)ρντίζντι κλαίουντας! Στρώστι κάτ' τουν κώλου σας για τ'ν άλλ(η) φουρά κι διάβαστι γιρά για να πιράστι! (Πρόταση επιθυμίας)
14) Αντρουκαλιά λεν ένα μπαμπάτσ(ι)κου φίδ(ι), που άμα σι κλουριάσ(ει) μπουρεί να σι τσακίσ(ει) τα κόκκαλα, αλλά κι να σι γκουρλώσ(ει)! (Πρόταση κρίσεως)
15) Γέσ(ι)κους = σκαντζόχοιρος (κυριολεκτική σημασία), Γέσ(ι)κους = αγρουμαλλιασμένους νταής (μεταφορική σημασία)
16) Οι μετοχές μέσων και παθητικών ρημάτων, μοιάζουν με επίθετα. Π.χ. Τσιουλιαζμένους, ανασ(ι)καμένους, πουρτσαλζμένους, ντικντζμένους, ουργιαζμένους.
Και λίγες γενικές συμβουλές: Να γράφτι κι να χουρατεύντι(=μιλάτε) απλά, χρησιμοποιώντας όμως ταυτόχρονα πλήθος λέξεων από τη μεγάλη ποικιλία και τον πλούτο της γλώσσας μας. Άλλο πράγμα είναι απλά και άλλο απλοϊκά. Μην χρησιμοποιείτε μακροπερίοδο λόγο, γιατί τα μπουρδουκλώντι και υποπίπτετε σε πληθώρα εκφραστικών ασαφειών. Το «φάρμακο» για τ' αυτινούς που δεν τα πααίνουν καλά στην έκφραση - έκθεση είναι, να γράφουν κι να χουρατεύουν απλά.
-Και επειδή πιδιά τα κιφάλια σας νούρλιψαν απ' τα πουλλά γραμματοσυντακτικά φαινόμενα κ' απ' τα πουλλά μασάλια που σας είπα, για τ' αυτό σταματώ του μάθημα. Σι ένα λεπτό θα βαρέσ(ει) του γκδούν(ι). Άϊντι πιδιά στο καλό. Κι να διαβάζτι, για να μαθαίντι παραπανίσια πράματα. Ά κι μη αστουχήστι, να βάντι σιάπκις (=καπέλλα), μόλις βγήτι όξου, γιατί νήλιους τζιρουκαίει κι θα καεί κασίδα σας!
Σουφλιώτες και μη Σουφλιώτες, φίλες και φίλοι, ελπίζω και πιστεύω, ότι τα σατιρικά κείμενα που έγραψα και δημοσιεύω κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σας αρέσουν. Εγώ πάντως τά έγραψα με χιούμορ, νοσταλγία και συναίσθημα και σας τα προσφέρω με αγάπη. Γιατί, το Σουφλί που κάποτε έζησα, θα είναι για πάντα ένα κομμάτι της ζωής μου, που αγάπησα πολύ, θα είναι για πάντα το Σουφλί της ψυχής μου!
Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, ονόματα και παρατσούκλια είναι εντελώς συμπτωματική. |