ΑΡΧΙΚΗ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΒΙΝΤΕΟ
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ


  

Free WebSites Counters
Μοναδικοί επισκέπτες
Visit Counter  

 

 

«ΛΙΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΦΠΑ»

Για το κλείσιμο της αξιολόγησης, η επιτροπή σοφών ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και συσκέψεις με τους θεσμούς, μεταξύ άλλων, αύξησε τον ΦΠΑ σε μία μεγάλη σειρά τοπικών προϊόντων στο 24%, από 23% που ήταν από το προηγούμενο καλοκαίρι. Κατόπιν τούτου δημοσίευσε τη νέα λίστα προϊόντων στην εφημερίδα «ΓΚΑΤΖΙΟΥΛΙΣΙΑ ΗΧΩ». (Ο νέος ΦΠΑ στα περισσότερα προΪόντα, ήδη ισχύει).

Γκόρτσα, τσάπουρνα, τζέρτζιλα,βατσνόμλα, μούρα (κατηγορία άγριων φρούτων) Παρέμειναν στο 13%.

Γκουλόκνα, κράνα παρέμειναν στο 6% (επειδή υπάγονται στα φαρμακευτικά προϊόντα-σταματούν τον τσιρλιστό).

Φλαμούρ, αρμινούδια (=χαμουμήλ) 6% ( κατηγορία φαρμακευτικών βοτάνων).

Πράσινα μυδαλούδια, μουζμουλούδια, παρέμειναν στο 13% (ΠΡΟΣΟΧΗ:Κατανάλωση μεγάλης ποσότητας, προκαλεί τσιρλιστό ή κόψ(ι)μου).

Χαβούζαλιδις, μυρουδάτα, παμίτια, τσιαούσια, σιάσλις (υποκατηγορίες σταφυλιών) παρέμειναν στο 13%.

Σουρλάδις (=άγρια μανιτάρια - φτίτσια τύπου πλευρώτους) 13%, αλλά μι αλάτ κι ψμένα στου μασιά 24%.

Ζαβζάς (=Πατλατζιάνια, ντουμάτις, πιπέρια, λάχανα κ.λ.π.) 24%.

Μπασιάκια (ψμένα, βραστά) ανάλατα 13%, αλατζμένα 24%.

Γκιουντζές, άχυρα, γαλατσίδις, μουλόχις, γκατζιουλάνγκαθα ( κατηγορία βιολογικών ζωοτροφών) 13%, ανακατιμμένα όμως μι πίτουρα 24%.

Κρασί, μούστους, πιτμέζ, τσίπρου, βαριλίσια ρετσίνα χύμα 13%, σι μπουκάλια 24%.

Μπύρα (χύμα – συσκευασμένη) 24%.

Γάλα γιλαδινό – προυβατίσιου - κατσκίσιου (χύμα) 13%, (σι μπουκάλια) 24%.

Τυρί (=φέτα – τελεμές) 24%.

Τσίπις, φούσκις (κουκουλιών) 13%, κλωστή μεταξιού (επεξεργασμένες φούσκες) 24%.

Λουκανκούδια - σιουτζιουκούδια, καβουρμάς - πουσιουρτή 24%.

Παπαλάτσια, γλυκάδια απού γκτζιούν, κότσ ή πούρτσιου ή μπουγατζούδ (ανάλατα) 13%, άμα όμως είναι μπαμπακουμένα μι μπιμπιρίτσα για να μη μυρίζουν πουρτσίλα 24%.

Σκιουμπιά (ακαθάρστ) 13%, σκιουμπιά (καθαρσμέν) 24%.

Σαζάνια, γκλιανοί (ουμά) 13%, (τηγανσμένα) 24%.

Πλός (=πηλός) χύμα, θιλόσταχτ χύμα 13%, πλός - θιλόσταχτ συσκευασμένα 24%.

Μπουζάς 24%.

Καφές, κακάο, τσιάϊ, φλαμούρ, χαμουμήλ, σι καφενεία κι καφετέριες 24%.

Ξιάφ απού καϊσια, τζέρτζιλα, καραμάνια, μήλα κ.λ.π 24%.

Μιζέδις, σάντουϊτς, φαΐ, ποτό σι σουβλατζίδκα, ψησταριές, ταβέρνες, χορευτικά κέντρα 24%.

Παγωτά, ραβανί, κορνέ, σοκολατίνες, γαλακτομπούρεκα, τουλούμπες, πουτίγκα, προφιτερόλ σε ζαχαροπλαστεία και καφετέριες 24%.

Ρυζόγαλο, κρέμα κάστερ πάουντερ Γιώτης, τυρόπιτες, μπουγάτσια, πατσιάς 24%.

Πίτσα σε καφετέριες και πιτσαρίες 24%.

Τσιρλουχαλβάς 24%.

Λαγκίτις (=κρέπες) 24%.

Σόμπις, μασίνις παρασκευασμένες σε Σουφλιώτικες βιοτεχνίες 24%.

Κιραμίδις, τούβλα, κυρπίτσια παρασκευασμένα στα Σουφλιώτικα κιραμαριά 24%.

Ακόνισμα στριμπουμένων μαχαιριών, ματάδων και ψαλιδιών από πλανόδιους 24%.

Πετάλωμα γκατζιουλιών, μουλαριών, αλόγων, αγελάδων και βοδιών 24%.

Μπούρτζμα γκτζιουνιών 24%.

Αγάνωμα κουταλιών και πηρουνιών 24%.

Διαμονή σε χάνια 24%.

Προσφορά χιούμορ από τον υπογράφοντα, εντελώς δωρεάν δηλ. τζιάμπα.

Ύστερα από το πέρας των διαπραγματεύσεων και το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, η επιτροπή σοφών δείπνησε σε ταβέρνα, αλλά δέχθηκε αποδοκιμασίες από αγανακτισμένους καταναλωτές, κάποιοι από τους οποίους έριξαν κι τιζέκια. Τελικά με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων, απεφεύχθησαν τα χειρότερα!

Σουφλιώτσις κι Σουφλιώτ, φίλες και φίλοι, καλή σας διασκέδαση!

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ

 

 

«Η ΒΟΛΤΑ»

Κείνα τα χρόνια, περίπου ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια απ' τις πιο συνηθισμένες μορφές ψυχαγωγίας των Σουφλιωτών, ήταν η βόλτα στον κεντρικό δρόμο του Σουφλίου, τα καλοκαιριάτικα βράδια, με αποκορύφωμα το βράδυ της Κυριακής.

Όταν λοιπόν έδυε ο ήλιος, αρχινούσαν να κατιβαίνουν ντάσταρα-μπούσταρα Καρκατσέλδις απ τ'ς κατηφόρις. Άλλ' έρθουνταν απ' του Κούτσουρου, άλλ' απ' του Ντάκ του ρέμα, άλλ' απ του Σαρμπνάρ κι άλλ' απού κόμα ψλά απ'την εκκλησιά τ'Αη Θανάσ'. Νταήδις κι μουλντουβανέοι,απουλνιώνταν κι πιρπατούσαν γλήγουρα κ'απτάλκα,σαν να κόσιαζαν αρτσούμπαλα.Θείις κι τα κουρτσούδια ζουρίζουνταν να τσ' φτάσουν,γιατί τα τακουνούδια τσ' έμπιναν ανάμεσα στσ'πέτρις κι τα πλακάκια των καλντεριμιών. Θαν πείς για τ'ς μπάμπις κι τ'ς παπέοι,πουλιουμούσαν να πιρπατήσουν γλήγουρα κ' αυτοί,άμα πάϊναν σαντέκ-μαντέκ,σα σισιρτζμέν'. Κι άμα πιρδικλώνουνταν κανένας ή καμμιά στα πλακάκια ή στσ' πέτρις,πατλακούσαν κάτ' σα μπουμπλιάτσκις.

Καμπιώτ' έρθουνταν στουν κεντρικό του δρόμου απ'τη Γιλαδαρά και τη Μαντρούδα,περνώντας παραπλεύρως απ'το καφεπαντοπωλείο των αδελφών Αλέκου(πατέρας μου) και Λάμπη Μουσίκα,όπου δέσποζαν οι μορφές των θαμώνων κάτω απ'τ' μουρά(=μουριά),οι οποίοι ταγκανούσαν ρακί,ριτσίνις κι μπύρες μαζί μι νόσμα μιζιτζούδια(=πιο συνηθισμένοι μεζέδες ήταν τηγανιτά γκλιανούδια κι σαζανούδια από ψάρια ημέρας κι λουκανκούδια κι γλυκάδια από ντόπια κρέατα. Οι αδελφοί Μουσίκα,αλλά κυρίως ο πατέρας μου,με καλωσύνη,με σβελτάδα,με διάθεση,με ωραίους μεζέδες και με εξαιρετικά χαμηλές τιμές,εξυπηρετούσαν τους πελάτες τους,οι οποίοι ήταν «fun» του παραδοσιακού καφενείου και δεν τους ενδιέφερε η βόλτα. Για τη βόλτα στον κεντρικό δρόμο έρθουνταν επίσης κόσμους απ'τα Προσφυγικά, το Νέο κόσμο, τ'ς Μπουγάδις κ.λ.π.

Ένα τρίτο κύμα Σουφλιωτών έρθουνταν στο χώρο της Βόλτας απ' την Τσιούκα,τις Παραμνημάτιες περιοχές,απ' τουν Πλάτανου,του Μπουσκανά κ.λ.π.

Μετά τη δύση, λοιπόν, του ήλιου, τα βράδια του Σαβάτου και κυρίως της Κυριακής,Σουφλιώτσις κι Σουφλώτδις,ντουζτζμέν' σα νυφούδις κι γαμπροί,αρχινούσαν να βολτάρουν,απ' το ύψος της Πνύκας ως το ύψος περίπου του Αστυνομικού τμήματος.

Πάϊναν – έρθουνταν, λάπαρ – κιούπαρ,παρέις-παρέις ανά δύο,ανά τρία ή και παραπάνω άτομα.Σχεδόν ούλ' ήταν γνωστοί αναμεταξύ τ'ς κι έτσ' έπιρναν κι έδιναν τα «καλησπέρα», «γειά σας», «γειά χαρά», «γειά χαραντάν», «τι φκιάντι μουρή» κ.λ.π.Επίσης έπιρναν κι έδιναν διάφορα πειράγματα μεταξύ των παρεών,όπως:

-«Σαν παγουτατζής είσι»,άμα φουρούσι γιάλλους άσπρα ρούχα. Κι άμα φουρούσι γιάλλ' μίνι,την πείραζαν ως εξής:

-«Του φουστάν'σ' του πάτσι μουρή του τρένου;» ή

-«Πρόσιξι να μη του τσιαλαπατή(ι)σ'ς του φουστάν'σ' κι πιρδικλουθείς».

Συνήθως γναίκις κι τα κουρτσούδια ματσιαλούσαν τσίχλις μάτσα-μάτσα σαν κατσίκις.Νταΐδις κι μουλντουβάνδις έτρουγαν σπόρια μπάλκαμπα, ενώ τα μικρότιρα γκζάνια άγλειφαν γλυφυντζούρια.

Όσα παλλκαρούδια γκουμένιαζαν ή γάμπριζαν,πείραζαν κυρίως τα καρδαμουμένα κουρτσούδια κι όσα είχαν ξιπιταχτεί.Έτσι άκουγες:

-«Τι όμουρφ' που γίνκεις μουρή!»,

-«Άϊ στου διάολο ρε μάπα!»,ανταπαντούσι του κουρτσούδ.

-«Τι γλυκιά που γίνκεις καλέ!Μήπως μπαμπάς είνι ζαχαρουπλάστ'ς;»,

-«Άμα σι κουπανήσου καμμιά μι την τσιάντα,θα σι πω γω σένα!»,ανταπαντούσε με «ευγένεια» του κουρτσούδ.

Άλλους πάλι έλεγε για ερωτικό πείραγμα:

-«Φωτιά στα κόκκινα κι γω πυροσβέστης!» κι του κουρτσούδ τον απαντούσε: -«Άμα του πω στου μπαμπά'μ που είνι σφάχτ'ς,θα σι τακτοποιήσ' τ'γούνα σ' σερσέμ!»

Ενίοτε κανένα αζγκίνκου πιδούδ χούφτουνι κανένα όμουρφου κουρτσούδ.Τότε η θιγόμενη Σουφλιουτούδα έριχνε καμμιά τσαντιά ή σιαμάρα, που συνοδεύονταν από κοσμητικά επίθετα όπως: «πίτσκου», «τσογλάν», «ξικώλουμα» κ.λ.π.

Αυτή η διαδικασία της βόλτας διαρκούσε πολύ ώρα. Πάϊναν,έρθουνταν ώσπου άναβαν τα ταμπάνια τ'ς'. Τα κζάνια κουράζουνταν κι γκρίνιαζαν ή κι έκλιγαν, αλλά μάνες τα τραβούσαν σα λυκουπέτσια,γιατί δεν ήθιλαν να πάν ακόμα σπίτ.

Κι άμα κανένα κζάν ήταν πολύ ανήσυχο κι νευρικό,έτρουγι κάνα δυό σιαμάρις κι «έρθουνταν στα ίσια τ'».

Κάποιοι σχετικά νωρίς πάϊναν στουν καλοκαιρινό σινεμά για να διουν Βουγιουκλάκ,Κούρκουλο,Λάσκαρη κ.λ.π.Κάποιοι άλλοι πήγαιναν στο Μάνο για τους εξαιρετικούς του μεζέδες,τα τζ(ί)ζ-μ(ί)ζ, και για να κατεβάσουν καμμιά ρετσινούδα κι κανένα ρακουπότηρο(=γάτο).Μερικοί πήγαιναν, σχετικά νωρίς επίσης, στην ταβέρνα -ψησταριά του Θανάση Καραγιώργη, του γνωστού «Νιάτσια», για ν'απολαύσουν τα περίφημα σουτζουκάκια του(=κιφτιτζούδια).Αν και πέρασαν τόσα χρόνια, εν τούτοις μου έχει μείνει η νοστιμιά τους!Όσοι προτιμούσαν «fast food» πήγαιναν στα δυο σουβλατζίδικα, του Αριστείδη στο ΚΤΕΛ ,που αργότερα το πήρε Βλάσης, και του Αριστείδη,που βρίσκονταν κάτω απ' την πνύκα.Και τα δύο σουβλατζίδικα πρόσφεραν γρήγορο, φτηνό και ποιοτικό φαγητό,από ντόπια σουβλάκια,νόσμα κιφτιτζούδια και ποιοτικά Σουφλιώτκα λουκανκούδια.

Τα πιδούδια αλλά κι μεγαλύτερ', επειδή άναβαν απ' τ'ς πουλλές βόλτες,απολάμβαναν με ιδιαίτερη βουλημία τα υπέροχα παγωτά των αδελφών Μητσιάρη,σε χωνάκι ,σε κουπάκι και σε πύραυλο.Το χουνάκ έφκιανι μια δραχμή κι πύραυλους δυο.Έτσι κουρτσούδια κι πιδούδια δροσίζονταν τις καυτές καλοκαιριάτικες βραδιές,αγλείφουντας χουνάκια παγουτό κι πυραυλέοι.

Δίπλα στο ΚΤΕΛ είχε παρκαρισμένο το αυτοκινούμενο καροτσάκι του ο κυρ Χρήστος,ένας γλυκός και μειλίχιος άνθρωπος.Πλούσι μπαλόνια,ντιουντιουκούδις,πλαστικά σφυριά,τινικιδένια ζιαπκούδια,πλαστικά αυγά που είχαν μέσα λαχεία,γκαζόζια κι πουρτουκαλάδις ,που τσ είχι μέσα σι μια αυτοσχέδια παγωνιέρα,παστέλια,τσίχλες,σοκολάτες,γλιφιντζούρια,γλυκά «αραπάκια» και σπόρια.Σπόρια και φυστίκια πουλούσε επίσης, διασχίζοντας το χώρο της βόλτας,ένας άλλος συμπαθής μικροπωλητής,νομίζω πως λεγόταν κυρ Γιώργος.Είχι μαζί του ένα σεζλόν τραπεζάκι κι ένα καλάθι γεμάτο με την πραμάτεια του.΄Όταν κάποιος ήθελε ν' αγοράσει σπόρια, τότε αυτός έστηνε αμέσως το κινητό του μαγαζάκι και τον εξυπηρετούσε,βάζοντας τα σπόρια και τα φυστίκια μέσα σε μια αυτοσχέδια σακουλίτσα από αποκόμματα εφημερίδων,με μια τενεκεδένια μικρή σέσουλα.

Το χώρο της βόλτας διέσχιζε κι ένας άλλος μικροπωλητής,που πουλούσε μπουζά.Ο συμπαθής αυτός μεσήλικας,ήταν «ζωσμένος» με μια τενεκεδένια θήκη,που περιείχε τρία γυάλινα ποτήρια.Σε ένα τσιαϊρό είχι νιρό με το οποίο ξέπλυνε τα ποτήρια κι σι μια στάμνα είχι τουν περίφημο μπουζά.Ο μπουζάς ήταν ένα σχετικά παχύρευστο άσπρο υγρό,φτιαγμένο κυρίως από κεχρί,μικρές ποσότητες κριθαριού, καθώς και από άλλες φυτικές ίνες.Τα ύστερα χρόνια τα τρία γυάλινα ποτήρια,αντικαταστάθηκαν από μιας χρήσης πλαστικά ποτήρια.Πουλλοί Σουφλιώτδις που νταλάκιαζαν απ' του πάνι-έλα στ' βόλτα,πάϊναν στου μπουζατζή κι έπιναν γκλά-γκλά,το εύγευστο δροσερό ρόφημα.

Όσο περνούσε η ώρα,τόσο βόλτα αραίωνε.Αρκετοί από τους βολταρίζοντες,αφού σαλαντίζουνταν κι πάϊναν –έρθουνταν κάνα δυό ώρες,πάϊναν κι κάθουνταν στα δύο ζαχαροπλαστεία που βρίσκονταν στον κεντρικό δρόμο,σχεδόν το ένα απέναντι απ' το άλλο.Το ένα ήταν του Καλπάκα-μεταγενέστερα ιδιοκτήτες έγιναν οι αφοι Κουτσούλα-, και το άλλο ήταν του μπάρμπα Γιάννη Τσιομπάνογλου ή «Μπόκογλου».Στο πρώτο οι πελάτες απολάμβαναν ωραίες σοκολατίνες,μιλ-φέϊγ,καριόκες,ρεβανί με παγωτό και τα εκπληκτικά γαλακτομπούρεκα και κορνέ,απ' τα καλύτερα πανελλαδικά.Την ποιοτική αυτή παράδοση συνέχισαν και οι αφοι Κουτσούλα.Στο ζαχαροπλαστείο του Γιάννη Τσομπάνογλου ή «Μπόκογλου», οι θαμώνες απολάμβαναν τα εξαιρετικά γλυκά της κας Αλεξάνδρας,όπως πουτίγκα,ρεβανί,καρυδόπιτα,πάστες,κανταΐφι,μπακλαβά και τουλούμπες,συνδυασμένα με ωραίο γνήσιο παγωτό.Στο ζαχαροπλαστείο του μπαρμπαγιάννη,που ήταν και ιδιαίτερα καλαμπουριτζής και ευχάριστος,συγκεντρώνονταν πιο πολύ νεολαία,που άκουγε στο τζουν μπόξ επαναστατικά και ξένα μοντέρνα τραγούδια,αλλά και τραγούδια της Ελληνικής ποπ.Οι πιο «in» νέοι,που θεωρούνταν κι γκομενιάρδις, έπιναν εκεί μαυροδάφνη,βερμούτ,μαρτίνι και κονιάκ.

Αρκετοί μετά τη βόλτα πάϊναν στο Καφε -μπουγάτσα-πατσα-γαλακτοπωλείο «ΕΛΒΕΤΙΑ»,όπου απολάμβαναν καλό Ελληνικό καφέ,γάλα γελαδινό ντόπιο,παραδοσιακό ρυζόγαλο,κρέμα αραβοσίτου και κάστερ πάουντερ ΓΙΩΤΗΣ,μπουγάτσια,καθώς και ωραίους λουκουμάδες.Επίσης οι τρεις συνέταιροι παρασκεύαζαν και θαυμάσιο γιαούρτι, του οποίου, οι αναμμένοι από τη βόλτα πελάτες, κυριολεκτικά απολάμβαναν τη δροσιά του.Πατσά το κατάστημα πρόσφερε μόνο τις πρωϊνές ώρες,δηλ. τ' χαραή.

Κάμποσοι νέοι μετά τη βόλτα πήγαιναν στα σφαριστήρια που βρίσκονταν παρα δίπλα στη λέσχη Κυνηγών. Εκεί έπαιζαν μπαλάκια,μπιλιάρδο,φλίπερ και δοκίμαζαν την ικανότητά τους στους κρίκους ή στο σημάδι με αεροβόλο. Ο χώρος αυτός απογορεύονταν για τους μαθητές,ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες,οι οποίοι όμως μαθητές από αντίδραση κατέκλυζαν τα σφαιριστήρια.Δεν ήταν λίγες οι φορές που καθηγητές μπούκερναν στα σφαιριστήρια και οι μαθητές ρίχνουνταν απ' τα ντβαρούδια στην πίσω μεριά,προς τη σιδηροδρομική γραμμή.

Στη λέσχη Κυνηγών οι λάτρεις της τράπουλας «έδιναν τα ρέστα τους»,ενώ κάποιοι άλλοι έπαιζαν τάβλι.

Γύρω στις 11.00, η βόλτα αραίωνε πολύ,ενώ στις δώδεκα περίπου «δεν λαλούσι ψυχή»(Τζιάν-τζιούν κανένας,όπως λέει ένα Σουφλιώτικο ρητό).Οι περισσότεροι αφού έχαφταν τα σουβλάκια τσ',τα σιουτζιουκούδια τσ΄κι τα γλυκούδια τσ',άρχινούσαν να επιστρέφουν για τα σπίτια τους. Του μεγαλύτερου ζόρ του είχαν Καρκατσιλιώτ',γιατί φαγουμέν' έπρεπε ν΄ανέβουν σι ανηφόρα «ντικ-ντικινέ».Κι όσ' φουκαράδις ήταν νησκιοί,που ν' ανέβουν τέτοια ανηφόρα μι πουδάρια «κουμμένα».

Μερικοί από τους επιφανείς Σουφλιώτες, καθώς κ' αυτοί που αγαπούσαν το χορό και τη διασκέδαση,κατέληγαν, μετά τη βόλτα, στο μουσικοχορευτικό κέντρο «ΟΑΣΗ»,ιδιοκτήτες του οποίου ήταν οι θείοι μου Λάκης Καλέσης και Ροδούλα Μουσίκα.Τότε η «ΟΑΣΗ» βρίσκονταν κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό και το 1978 μεταφέρθηκε από τους μεταγενέστερους ιδιοκτήτες Μπάμπη και Γιώργο,κοντά στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο μεταξουργίας,στην κατεύθυνση του δρόμου προς Διδυμότειχο.Στην «ΟΑΣΗ» (και στην παλιά και στην καινούρια) οι θαμώνες απολάμβαναν ωραίο φαγητό,άκουγαν ποικιλία μουσικών ρυθμών και τραγουδιών από την μελωδική φωνή του Τάκη και ξεφάντωναν ως τις τέσσερις το πρωί,χορεύοντας όλους τους τότε γνωστούς χορούς,από καλαματιανό μέχρι μπλούζ,σέϊκ,μποσανόβα,τσάρλεστον,ταγκό,βάλς,συρτάκια,χασαποσέρβικα,ζαμπεκιές,τσιφτετέλια κ.λ.π.Εκείνη την εποχή,η «ΟΑΣΗ»θεωρούνταν από τα κοσμικότερα κέντρα διασκέδασης της Θράκης.

Κάπως έτσι τελείωνε η βόλτα τα Σαββατόβραδα και τα βράδια της Κυριακής εκείνα τα καλοκαίρια,με όλες τις ιδιαίτερες πτυχές και εκφάνσεις της. Η λάμψη της άρχισε να θαμπώνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980,ώσπου σιγά-σιγά έσβησε και έτσι η βόλτα σταμάτησε να υφίσταται.

Η βόλτα αποτέλεσε για πολλά χρόνια ένα σημαντικό τρόπο ψυχαγωγίας των Σουφλιωτών και ήταν ο χώρος και η διαδικασία,όπου γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν πολλοί νέοι και νέες,που αργότερα παντρεύτηκαν. Εκεί οι Σουφλιώτες ξέσκαζαν και ξέφευγαν για λίγο απ'τις σκοτούρες και τα προβλήματά τους.Εκεί καλαμπούριζαν και εκτονώνονταν. Και εκεί,αρκετές φορές μέσα από ενδιαφέρουσες συζητήσεις,προδιέγραφαν τους καινούριους τους στόχους.

Η αναφορά σε εμπορικές επιχειρήσεις,ονόματα ιδιοκτητών καταστημάτων και πλανώδιων μικροπωλητών έγινε, γιατί όλοι αυτοί αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της βόλτας. Χωρίς αυτούς η βόλτα θα ήταν κενή περιεχομένου και νεκρό γράμμα.Η αναφορά μου στους ανθρώπους αυτούς έγινε με ιδιαίτερο σεβασμό,γιατί α) πάντα σεβόμουνα τους μεγαλύτερούς μου, β) ήταν έντιμοι και άξιοι επαγγελματίες , γ) ήταν καλοί οικογενειάρχες,δ) μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς και ε) ήταν άνθρωποι του μόχθου και της λεβέντικης στάσης ζωής.

Κλείνοντας το αφηγηματικό μου κείμενο,αγαπητοί αναγνώστες,θα τονίσω το εξής: Η Βόλτα έμεινε ανεξίτηλα στη μνήμη μας,γιατί με αυτήν μεγαλώσαμε,εκεί περάσαμε ευχάριστες και ανέμελες στιγμές,εκεί στις συζητήσεις εμβαθύναμε τις πνευματικές μας αναζητήσεις και εκεί νιώσαμε σαν έφηβοι τα πρώτα μας ερωτικά χτυποκάρδια και σκιρτήματα.

Φίλες και φίλοι,Σουφλιώτες και μη Σουφλιώτες,η Βόλτα,αν ιδωθεί βαθύτερα,ήταν ένας τρόπος ζωής,ήταν ένας λαϊκός θεσμός,ήταν η έκφραση ενός γνήσιου παραδοσιακού πολιτισμού,που στηρίζονταν στην αμεσότητα και την ουσιαστική επικοινωνία των ανθρώπων,που δυστυχώς στις μέρες μας εκφυλίστηκε.

 

 

 

 

                                     

«ΤΟΥ ΤΖΙΤΖΙΚ ΨΛΑ ΣΤ' ΒΡΟΥΜΟΥΚΑΡΑ ΚΙ ΤΟΥ ΜΥΡΜΗΓΚ ΚΑΤ' ΑΠ' Τ' ΒΡΟΥΜΟΥΚΑΡΑ»

Ήταν μπασ(ι) καλουκαίρ του 1973 κι νήλιους έκιγι γιρά. Άμα αστουχιόσαν λίγου στου δρόμου σι τζιρόκιγι την κασίδα σ' κι γιόμζαν τα μούτρα σ' μι αλχίνις (=ερυθρόχρους πυτυρίαση). Τότε ούτε καν γνωρίζαμε για αντηλιακά, κ' αν κάποιος ήξερε, πώς να τ' αγοράσει;

Μεις τα πιδούδια έπιζαμι μπίλις κάτ' απ' τ'ς βρουμουκαρές που βρίσκουνταν δίπλα στ' ν αυλή μας, στους πρόποδες της Τσιούκας. Εκεί ίσκιους ήταν παχύς, νέμα ζέστα, ζέστα, όχ'παίξι γέλασι! Είχι ζάπαρου διαολεμένο κι γίδρους έτριχι απ' τα μούτρα κι τα σουβρακούδια κολλούσαν ψλά μας. Κάπ - κάπ του σκλί τ' γείτουνα αλυχτούσι θα λυσσιαγμένου, άμα άκουγι κανένα κουπάϊ να γαβγίζ απέναντι απ' την Παλιόστρατα. Μια γιλάδα που τ'ν είχι διμέν' θείους Αχιλλέας στ' μυδαλιά παραδίπλα, ματσιαλούσι αμέριμνη άχυρα, μουλόχις κι γαλατσίδις κι κάπ - κάπ απουλνούσι κι καμμιά βουϊνιά. Γάτους 'ουμ Πονηρούλης, ένας όμορφος μπαμπατζιάνς άσπρους γάτους, ήταν ξαπλουμένους ανάσ(ι)κλα, σαν ψόφιους. Παραδίπλα του γκτζιούν μεσ' του κμάσ έτρουγι, σαν λιμαγμένου (=με μεγάλη βουλημία), αντράκλις κι κομμένις καρπζόκουρις μι πέτουρα, την ίδια στιγμή που μπαχτσιαβάνς μι του κάρου τ' πλώντας του ζαβζά, φάναζι κάτ' απ' τ'ς μύτις, απ' την παλιόστρατα:

-«Πατλατζιάνις, τουμάτις, μπιμπέριααααα».

Εν τω μεταξύ, το παιχνίδι μας, που γίνονταν μέσ' του δρόμου, του σταμάτσι Πουστόλς Τσ., που πέρασι μι του κάρου τ' που τόσερναν δύο ταλαίπουρα γκατζιουλούδια αγρουμαλλιασμένα κι μι μεγάλα νύχια (=άκοπα), σαν τσαρούχια. (Δυστυχώς για τα γκατζιουλούδια, Πουστόλς δεν τα πάϊνι για «πετικιούρ» στουν πεταλωτή Μόδιστη.)

Και ενώ διαδραματίζονταν αυτά, ψλά στ' βρουμουκαρά, ένας τζίτζικας ήταν ξαπλαρουμένους σ' ένα φύλλου κι τζαντζάνζι. Τζαν-τζαν, ξιπατώθκι ντιβανές να φανάζ. Το ίδιο έφκιανι ούλου του καλουκαίρ, κάθε μέρα! Ιδίως απ' τις έντεκα ως τις έξι το απόγευμα γκουντούρτζι να τζαντζανίζ. Δεν πήγε για διακοπές σε κάποιο νησί, αλλά περνούσε ντόλτσε βίτα δηλ. ζωή όμορφη, χωρίς να ενδιαφέρεται για το αύριο. Τα μόνα που τον ενδιέφεραν ήταν του φαΐ, του ζαμπαρλίκ, του τραγούδ κι καλός ύπνους. Κόσμος να χαλούσε, ντιπ δεν έσκαζε.

Κάτ' απ' τη βρουμουκαρά, δίπλα απ' τα πιδούδια που έπιζαν μπίλις (γουρνούδα, τρίγωνο, τάληρα κι μπάσ), ένας άλλος μικρόκοσμος ακολουθούσε την βιολογική του πορεία. Μια ατέλειωτη ουρά μυρμηγκιών, σε σειρά, πάϊναν κι έρχουνταν, άλλα βγαίνοντας απ' την φωλιά τους και άλλα εισερχόμενα σ' αυτήν. Όσα πάϊναν για τ' φωλιά, γκβαλούσαν γιρά φουρτιά, όπως σπόρια, άχυρα, μικρά τσιαρπαλούδια, στιαρούδια κ.λ.π. Μερικά απ' τα φουρτιά ήταν μεγαλύτερα κι βαρύτερα απ' τα μυρμήγκια! Κ' όμως αυτά τα ταμαχκιάρκα ζωύφια, με μεγάλη υπομονή και επιμονή, μέσα στην κάψα του μεσημεριού, κατακαλόκαιρο, εργάζονταν ασταμάτητα! Με αυτό τον τρόπο γέμιζαν τη φωλιά τους με εφόδια για να έχουν να τρώνε το χειμώνα, όταν όξου θα είχι παγουνιά κι θα έριχνι σαβ(ι)ργκ(ί)ν.

Βλέπουντας τζίτζικας τα μυρμήγκια να γκβαλούν φουρτιά κι νάναι καταϊδρωμένα, σταμάτσι λίγου του τραγούδ κι έσκασι στα γέλια. Μάλιστα αρχίνσι να κουρουϊδεύ' ένα μυρμήγκ που τραβούσι ένα σπόρο, μεγαλύτιρου απ' του μπόϊ τ'.

_ «Ρε σερσέμ, στι σένα χουρατεύου. Κοίταξι μ' ιδώ ψλά είμι. Τι χάλια είνι αυτά ρε μουρτζούλα;» Του μυρμήγκ, στ'ν αρχή, δε χουράτιψι κι τότι τζίτζικας ξαναπροκάλεσε.

-«Αντί να γκβαλάς σκουπίδια αβανάκ, έλα να μι φκιάνς μ'ένα ντάλ αέρα, να δρουσίζουμι λίγου, γιατί σήμιρα έχ πουλύ ζέστα, έχ ζάπαρου.»

-«Δεν πας στου διάλου, παλιουκάλπαρη!» Απάντησε του μυρμήγκ.

-«Μι τα μυαλά που έχ'ς συ θα πάς γλήγουρα στου διάλου. «Αχαχαχαχαχαχαααά!» Ανταπάντησε ο τζίτζικας γελώντας.

-«Εκτός απού κάλπς, είσι άχραστους, νεχπέτς κι γιασταμμένους! Α στ' ανάθιμα να πας, μη σύγχισις μισμιριάτκα κι δε μ' αφήνς να δλέψου!» Είπι του μυρμήγκ.

-«Θα σι φάει του ταμάχ,ταλαίπουρι!» Είπι τζίτζικας.

Ακούγοντας αυτό το διάλογο τα υπόλοιπα μυρμήγκια, αρχίνσαν να χειροκροτούν τον «δικό» τους και να γιουχαΐζουν το τζίτζικα. Τότε ο τζίτζικας τους επέδειξε τα γεννητικά του όργανα! Βλέποντας την άσεμνη αυτή χειρονομία τα μυρμήγκια εξαγριώθηκαν, αλλά ο αρχηγός τους, τα συνέστησε ψυχραιμία και τα προέτρεψε να συνεχίσουν τις εργασίες τους. Έτσι τα μυρμήγκια μπήκαν στη σειρά, έβαλαν τα φουρτιά στ' ράχ' και συνέχισαν του γκβάλ(ι)μα. Βλέποντας τζίτζικας αυτή τη σκηνή, θάρριψι, πως μι τα λόγια τ' κι τ'ς χειρονομίες τ', τα κατατρόπωσε. Ξάπλωσε λοιπόν φουσκωμένους από μεγαλείο κι πινισιά σ' ένα παχύ φύλλο, έβαλι του ένα του πουδάρ ψλά στ' άλλου κι συνέχισε να τζαντζανίζ. Κι όταν περνούσι απού δίπλα τ' καμμιά πεταλούδα, μέλισσα, μύγα ή άλλου σκαθάρ, τα χούφτουνι, χαϊρσίζς.

Καθόλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, αυτή ήταν η ζωή των παιδιών που έπαιζαν, των γεωργών που πήγαιναν με τα κάρα τους στα χουράφια, των μυρμηγκιών που κουβαλούσαν τροφή και του τζίτζικα που τραγουδούσε και ερωτεύονταν αμέριμνος.

Το Φθινόπωρο το σκηνικό άλλαζε. Τα κρύα τότε έπιαναν νωρίς. Τα παιδιά πήγαιναν σχολείο, οι γεωργοί όργωναν, έσπερναν και μετά σταματούσαν τις εργασίες, τα μυρμήγκια μαζεύονταν στη φωλιά τους να απολαύσουν τους κόπους του καλοκαιριού και ο τζίτζικας; Δυστυχώς η μοίρα του ήταν τραγική, γιατί ο καιρός σιγά-σιγά αγρίευε, τα φύλλα έπεφταν και ο ταλαίπωρος έχανε και την κατοικία του. Η φύση την έβγαζε σε πλειστηριασμό! Πήγαινε από δέντρο σε δέντρο, μπας και βρεί φύλλα και νέα φωλιά, αλλά σε λίγες μέρες έχανε και τις νέες του κατοικίες, γιατί έπεφταν και από κει τα φύλλα. Εννοείται ότι κρύωνε, είχε σταματήσει προ πολλού το τραγούδι, πεινούσε και κανείς δεν του έδινε σημασία. Έτσι μετά από ταλαιπωρία αρκετών ημερών, στα πρώτα δυνατά τσιάφια του Νοέμβρη και στις πρώτες ισχυρές παχνιόρις, ο τζίτζικας σουουκλαντούσι κι ψουφούσι.

Σουφλιώτσις κι Σουφλιώτ, Σουφλιουτούδις κι Σουφλιουτούδια, εκλεκτοί φίλοι και φίλες, η ιστορία είναι και κυριολεκτική και αλληγορική. Τα συμπεράσματα δικά σας. Και για να αφήσω στην ψυχή σας ένα καταστάλαγμα αισιοδοξίας, θεωρώ πως οι συμπατριώτισές μου και οι συμπατριώτες μου, οι Σουφλιώτισες και οι Σουφλιώτες, είτε ζουν στο Σουφλί και στην επαρχία Σουφλίου, είτε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, είτε απανταχού της γης, συνδυάζουν την εργατικότητα, τη σύνεση και την προνοητικότητα των μυρμηγκιών, με την καλλιτεχνική φινέτσα και τον γλεντζέδικο ενθουσιασμό του τζίτζικα!

Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα,επίθετα ή παρατσούκλια είναι εντελώς συμπτωματική.

 

 

 

 
 

« ΚΑΦΕΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ  «ΜΑΝΤΡΟΥΔΑ» »

 

      Κείνα τα χρόνια (δεκαετίες 1960 – 70 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 ), το Καφεπαντοπωλείο ΜΑΝΤΡΟΥΔΑ με τον υπερυψωμένο εξωτερικό τσιμεντένιο αύλειο χώρο και την παμπάλαια μουριά, ήταν το σήμα κατατεθέν της ομώνυμης περιοχής του Σουφλίου και ταυτόχρονα ένα εμπορικό κέντρο της περιοχής, καθώς και χώρος ψυχαγωγίας των θαμώνων του καφενείου. Οι αδελφοί Μουσίκα, Αλέκος (πατέρας μου) και Λάμπης (θείος μου), με μεγάλο ενθουσιασμό εξυπηρετούσαν τα πρωϊνά τις πελάτισες και πελάτες του μπακάλικου και κυρίως τα βράδια, τους θαμώνες του καφενείου. Φυσικά κάποιοι θαμώνες του καφενείου σύχναζαν εκεί απ' τα χαράματα.

   Στου μπακάλ(ι)κου, Μουσικέοι πλούσαν τυρί κι κασέρ' χύμα, σαλάμ(ι) κουμμένου μι του μαχαίρ' κι ζυγιασμένου σε παραδοσιακή ζυγαριά, ιλιές χύμα, λάδ(ι) χύμα κι αργότερα σι μπουκάλια, σάλτσα κι ταραμά χύμα, πιπιρούδια κι τουρσιού χύμα,  σοκολατάκια, σκολάτες, γκοφρέτες, μπισκότα χύμα, μπίλιες (=βώλους) για τα πιδούδια, κονσέρβις, απορρυπαντικά, χαρτιά υγείας, χαρτοπετσέτες, σκούπες, φκυάρια, πινέζις, καρφιά χύμα, χρώματα,  μπαχαρικά, σόδα χύμα, καραμέλλις, λαμπάδις κ. λ. π. Πλούσαν ακόμα κι τσιγάρα Ρήγας, Παλλάς, Αύρα, Καρέλια, Ματσάγγος κ. λ. π. Πλούσαν επιπρόσθετα κουτιά γάλα ΕΒΑΠΟΡΕ. Πλούσαν επίσης λουκανκούδια, ημίπαστο σκουμπρί, σαρδέλλις παστές, καπνιστές ρέγγις, αναλγητικά χάπια καλμαλίνις, αλγκόν κι καλμόλ, ζάχαρ' χύμα, ρύζ(ι), φασούλια, ριβύθια, φακές χύμα, παστουρμά, μανταλάκια, τσιλέδις, τετράδια, μουλύβια, σβηστήρια, πινέζις, καρφιά, ξυραφάκια, μπουκαλούδια λικέρ, ούζο κι κονιάκ, χύμα τσίπρο κ. λ. π. Πλούσαν επίσης νόσ(ι)μα ψουμιά, που τ'ς τα έφιρναν Ευριπίδης κι πάππους Γιώρ'ς μι  γκάτζιόλια, μέσα σι κουσιόρις. Αργότιρα τουν πάππου Γιώρ' τον διαδέχτηκε ο γιος του Αντών'ς, ενώ τον Ευριπίδη τον διαδέχτηκε ο γιός του Γιώργης. Τα παιδιά φυσικά εκσυγχρονίστηκαν και έφερναν τα ψουμιά μι ποδήλατα ή και μηχανάκια. Τέλος Μουσικέοι  πλούσαν κι ζαβζά (=ζαρζαβατικά και φρούτα), όπως ντουμάτις, πατλατζιάνις, πιπέρια, κρουμμύδια, σέληνο, πατάτις, λάχανα, πουρτουκάλια, μανταρίνια, λεμόνια, μήλα, καρπούζια κι πιπόνια. Μπαμπάς 'ουμ, ήταν ενθουσιώδης, τραγουδούσε καμμιά φορά και έκανε γλυκό και έξυπνο χιούμορ στις πελάτισες και τους πελάτες!

    Οι Αφοί Μουσίκα κερνούσαν συνεχώς τις πελάτισες, όπως κανένα κουμματούδ(ι) σαλάμ(ι), καμμιά ιλιά, πιπιρούδια, σοκολατάκια κ.λ. π. Αυτό το γεγονός, η εγκαρδιότητα τους, καθώς και οι πολύ χαμηλές τιμές, αντανακλούσαν στις πελάτισες και πελάτες μία θετική αύρα, και γ' αυτό του μπακάλ(ι)κου καθημερινά ήταν γεμάτο κόσμο. Οι περισσότεροι πλήρωναν τοις μετρητοίς, ενώ υπήρχαν και αρκετοί που χρησιμοποιούσαν τιφτιρούδ(ι), δηλ. βερεσέ. Επίσης τα αδέλφια Μουσίκα, συχνά βοηθούσαν φτωχές οικογένειες, για να επιβιώσουν, γιατί και τότε ήταν τα χρόνια πολύ δύσκολα.

     Ο διπλανός από του μπακάλ(ι)κου  χώρος (=διπλανό δωμάτιο), λειτουργούσε ως καφενές, ενώ το παραδιπλανό δωμάτιο λειτουργούσε ως αποθήκη.  Στο χώρο του καφενείου βρίσκονταν πάντα κάποιοι πελάτες, από τα χαράματα ως τις έντεκα περίπου το βράδυ.

   Απ' τ' χαραή πάϊναν παππέοι να πιούν Ελληνικό καφέ, άλλοι βαρύγλυκο, άλλοι πιο ελαφρύ, άλλοι με ολίγη και άλλοι με φουσκάλες στου καϊμάκ(ι). Κάποιοι έπιναν τσιάϊ και κάποιοι κακάο.

   Το μισ(η)μέρ' κάποιοι από τους αγρότες που γυρνούσαν από τη δουλειά μι τα κάρα τ'ς, σταματούσαν γι λίγο και έπιναν καμμιά μπύρα ή ρετσίνα ή τσίπουρο ή ούζο με μεζέ.

    Τ' απογεύματα, ιδίως τα καλοκαίρια, δύο – τρείς παππέοι, ρουφούσαν γκαζόζις, λεμονάδις και πορτοκαλάδες, κάτ' απ' την τρανή μουρά, που δέσποζε στον υπερυψωμένο αύλειο χώρο.

      Τα βράδια όμως μαζεύουνταν πουλλοί νταήδις στουν καφινέ, για να απολαύσουν νόστιμους και φτηνούς μεζέδες, να «τραβήξουν» ριτσινούδις, μπυρούδις κι τσίπουρο και φυσικά να πούν μασάλια, να καπνίσουν και να διασκεδάσουν. (Του χμώνα μέσα κι του καλουκαίρ' όξου, κάτ' απ' τ' μουρά). Οι αδελφοί Μουσίκα με σβελτάδα και διάθεση τηγάνζαν σι ένα τηγάν(ι) γκλιανούδια κι σαζανούδια, ενώ σι άλλου τηγάν(ι) έφκιαναν σιουτζιουκούδια (=λουκανκούδια Σουφλιώτ(ι)κα σκέτα ή με αυγά. Έκουβαν ντομάτα, αγγούρ' ή και λάχανο για σαλατούδα κι έβαναν στου πιάτο κι ένα κουμματούδ(ι) τυρί. Θαμώνες έτρουγαν μι του μεζέ κι τ' σαλατούδα, ματζίρκις πιπιριές, σκλήδια σκόρδο, στουμπσμένα κρουμμύδια, σαλάμ(ι) σκουρδάτου κι παστουρμά. Έτσι αρκετοί ρουγκαλζαν, άλλ(οι) ξιτσφούσαν κι παππέοι ξιρουχαλιώνταν.

    Του χμώνα, όταν ήταν αναμμέν(η) σόμπα, προσφέρονταν στους πελάτες κι σουρλάδις (=άγρια μανιτάρια πλευρώτους) ψ(η)μένα στου μασιά. Ο νόσ(ι)μους μεζές ήταν έτοιμος και μαζί μι ριτσινούδα ή τσίπρου ή μπύρα, γινόταν ανάρπαστος από τους θαμώνες και για ένα λόγο ακόμα, για το ότι ήταν πολύ φτηνός. Οι παραπάν' πίνουντας κι τρώγοντας, έκουβαν μασαλούκλις, ενώ σπανιότερα τραϊδούσαν. Αρκετές φορές τσακώνουνταν μεταξύ τ'ς φραστικά, ενώ κάποιες φορές, έρχονταν και στα χέρια. Τότε  Μουσικέοι και κάποιοι ψυχραιμότεροι, επενέβαιναν πυροσβεστικά για να σταματήσουν τα χειρότερα.

       Του καλοκαίρ' οι θαμώνες κάθονταν στον μπροστινό εξωτερικό χώρο, κάτ' απ' την παλιά κι μπαμπάτσ(ι)κη μουρά. Του χ(ει)μώνα, εννοείται ότι κάθονταν μέσα και επειδή ούλ(οι) κάπνιζαν, μαζί μι τα τηγανίσματα, του ντουμάν(ι) ήταν έντονο. Άμα άνοιγι μπαμπάς  'ουμ την πόρτα, αυτοί που κρύουναν, φάναζαν να την κλείσ(ει). Κάποιοι εντελώς αχράνδις έριχναν τα πατσιούδια (=γόπες, αποτσίγαρα) κάτ' στο τσιμεντένιο δάπεδο και άμα ήταν μισοαναμμένα φτούσαν καταή κι τάσβηναν! Άλλοι καιροί, άλλα ήθη!

   Κατά ώρα δέκα, αρχινούσι μπαμπάς 'ουμ να τους προτρέπει να πηγαίνουν στα σπίτια ετους, γιατί κουράζονταν πολύ (Ξεκινούσε να εργάζεται από τις πεντέμιση το πρωΐ).

   Έτσι αφού οι θαμώνες κάθονταν ακόμα λίγο, σιγά - σιγά έφευγαν και το Καφεπαντοπωλείο έκλεινε, για να ξανανοίξει την άλλη μέρα απ' τ' χαραή.

    Δύσκολη δουλειά, χωρίς διακοπές και ανάπαυλα, γιατί τα αδέλφια Μουσίκα, αγαπούσαν τους πελάτες τους και τις συνήθειες των πελατών τους. Δούλευαν πολύ, αλλά για ένα μεροκάματο, γιατι το Καφεπαντοπωλείο ήταν λαϊκό και οι τιμές του εξαιρετικά χαμηλές.

   Εμένα μπαμπάς 'ουμ, στη βάρδια του (μία βραδιά έκλεινε ο ένας και μία ό άλλος) με έπαιρνε για τσιουρακούδ(ι). Η αλήθεια είναι ότι αγάπησα αυτό το χώρο και τους πελάτες του μπακάλικου και καφενείου, από πολύ μικρός. Όταν ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή το καλοκαίρι του 1984, κράτησα το μαγαζί μαζί με τη μάνα μου για ενάμιση περίπου χρόνο, μέχρι που πήγα στο στρατό. Τότε το Καφεπαντοπωλείο έκλεισε για πάντα τις πύλες του. Αργότερα το κτίριο πουλήθηκε από τους θείους μου σε μη συγγενικό πρόσωπο.       

       Σήμερα το παλιό κατάστημα είναι κατοικήσιμος χώρος. Δυστυχώς οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές του Καφεπαντοπωλείου, κατά τα τελευταία χρόνια, έφυγαν από τη ζωή. Ο θείος μου Λάμπης ευτυχώς ζεί.  Ευτυχώς και η μουριά, αντέχει στο χρόνο και ορθώνεται στον ίδιο ακριβώς χώρο. Η γερασμένη, αλλά ακόμα ζωντανή αυτή μουριά, θυμίζει ένα κομμάτι από τις χιλιάδες αναμνήσεις που έζησα εκεί. Όταν κάποιες φορές ανεβαίνω στο Σουφλί για λίγο, πάντα περνάω από εκεί και κάθε φορά ένα δάκρυ κυλάει στο πρόσωπό μου, έκφραση συγκίνησης για τα όσα έζησα εκεί, για τα όσα έμαθα από τους απλούς και γνήσιους εκείνους ανθρώπους και φυσικά και σαν έκφραση ευγνωμοσύνης: Χάρη σ' αυτή τη δουλειά, ζούσαμε δύο οικογένειες και χάρη στον κόπο κυρίως του πατέρα μας, αλλά και της μητέρας μας, σπουδάσαμε και ζούμε σήμερα αξιοπρεπώς.

 

«ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ»

Επειδή τα τελευταία χρόνια δεν νοείται τηλεοπτικό κανάλι χωρίς εκπομπή γαστριμαργικών προτάσεων από καταξιωμένους σεφ=μαγείρους, γ' αυτό και το κανάλι ΤSIOYKA TV, στα πλαίσια του τηλεοπτικού ανταγωνισμού πρότεινε στ' μπάμπου τ' Λάμπου, την εκπομπή «ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ». Αλλά επειδή μπάμπου Λάμπου ζουρίζουνταν ν' ανεβεί στην Τσιούκα, όπου ήταν το στούντιο, για τ΄ αυτό ο διευθύνων σύμβουλος του καναλιού Πουστόλς Τσ, πρότεινε προσωρινά σε μένα την εκπομπή. Έτσι ξαφνικά προέκυψα και σεφ. Στην πρώτη λοιπόν εκπομπή πρότεινα σε γενικές γραμμές κάποιες γαστριμαργικές απολαύσεις των Σουφλιωτών αναντάν - μπαμπαντάν (=ανέκαθεν), γιατί είμαι οπαδός της παραδοσιακής κουζίνας.

Για του προυΐ προτείνω:

Φρέσ(ι)κου γάλα κατευθείαν απ' τ'ς γιλάδις μεταφερμένου απ' τ' γειτόνσα στου μπακ(ι)ρτσούδ(ι) κι βρασμένου σ' ένα μεγάλου τζιτζβέ. Για τ' αυτηνούς που νηστεύουν προτείνω τσιάϊ ή χαμουμήλ(ι) (=αρμινούδια) ή φλαμούρ'. Μπορείτε να βάντι μέσα στα ροφήματα κι μπούκις ψουμί, να του φκιάστι δηλ. παπάρα, για να σας πιάσ(ει) παραπάν' ή ν' αγοράστι τυρόπιτις Αντρέα μι ένα δίφραγκου.

Για τσιμπλίτζμα – πρόγευμα, προτείνω ψουμί μι μπιμπιρίτσα ή ψουμί μι σάλτσα χύμα ή ψουμί μ' ένα κουμματούδ(ι) σαλάμ(ι) σκουρδάτου κ' ένα πιπιρούδ(ι) καυτιρό κίτρινο.

Για κυρίως γεύμα, σε κάτι γρήγορο, προτείνω αυγά τηγανιτά μάτια ή αυγά γκαϊγκανά τηγανσμένα μι ντουματόζ(ι)μου, μι πατάτις κι μι κισίκ(ι) (=μυζήθρα).

Επίσης προτείνω σιουτζιουκούδια η και σουρλάδις (=άγρια μανιτάρια τύπου πλευρώτους) στου μασιά. Άλλη επιλογή γρήγορη είνι τηγανητοί κιφτέδις σκέτ(οι) ή μι σάλτσα, τηγανιτά πατλατζιάνια, πιπέρια, κουλουκυθάκια ή κι τηγανιτές πατάτις. Μία ακόμα γρήγορη επιλογή είναι τηγανιτές φιτούδις από γκλιανό κι σαζάν(ι) ή τηγανιτές σαρδέλις ή σαφρίδια, σκουμπριά κι παλαμίδις στη σχάρα.

Για κανονικό κυρίως γεύμα προτείνω μαγειριμένα φαϊά, όπως π.χ βρασμένα σι κατσαρόλα φασούλια, ριβύθια, φακές ή φάβα τσιγαρζμέν(η). Μακαρόνια μι κιϊμά ή παστίτσιου ή μουσακά. Μουσκάρ(ι) μι μανέστρα στην κατσαρόλα ή στου φούρνου, μουσκάρ(ι) μι πατάτις στ' μασίνα, μουσκάρ(ι) μι ρύζ(ι) στην κατσαρόλα, αρνάκ(ι) μι ρύζ(ι) ανοιξιάτκου (=μι μαϊντανό, μάλαθρου, πράσινου κρεμμυδάκ(ι) κι γυόσμου) στου φούρνου. Προτείνω ακόμα πέτνου μι πατάτις στου φούρνου, κουνέλ(ι) στιφάδο κι γκτζιούν(ι) μι λαχανιά στην κατσαρόλα. Προτείνω ακόμα γεμιστά πιπέρια ορφανά ή μι κιϊμά. Τέλος προτείνω φρικασέ μι αρνάκ(ι) ή μουσκάρ(ι) στην κατσαρόλα.

Από λαδερά κατσαρόλας προτείνω πατλατζιάνια ή φασολάκια ή μπάμνις ή ντουματόρυζου ή σπανακόρυζου ή πρασσόρυζου ή σκέτου πράσσου μαγειρευτό. Τα λαδερά μπορούν να συνοδεύονται ενίοτε από ελιές πατητές ή από πουσιουρτί ή από κουμματούδια παστό παραχουμένα στουν παλιουκέλαρου.

Για σούπες προτείνω σκιουμπιά ή γιουβαρλάκια ή κρεατόσουπα ή κοτόσουπα ή ψαρόσουπα μι τουν καφά απ' του γκλιανό. Τέλος προτείνω σπανακοτσιουρβά μι κουτσιανούδια κι χορτόσου πα μι σουρλάδις.

Για σαλάτα προτείνω ντουμάτα μι κρουμμύδ(ι), πιπιριά κι μαϊντανό ή μαρούλ(ι) μι πράσινου κρεμμυδάκ(ι) ή λάχανου μι καρότου κι σέλινου ή βρασμένου κουνουπίδ(ι) ή βρασμένα αγριουχόρταρα, όπως ραδίκια, παπαρούνις κι ζόχια ή λάχανου τουρσιού μι πιπιρούδια κι πατλατζιανούδια. Στις σαλάτες προσθέτετε λάδ(ι), ξύδ(ι) ή λιμόν(ι). Στη σαλάτα τουρσιού μπαμπάκουστι κι κόκκινου πιππέρ'.

Του τυρί πα(αί)ν(ει) μι ούλα, εκτός απ' τα τηγανσμένα ψάρια (άμα είσι ευαίσθητος, θα ξιπατουθείς να ξιρνάς). Ιδίως αρμυράψαρα μι τυρί, δεν τιριάζουν χίτσ(ι).

Εννοείται ότι κάθε γεύμα οι μερακλήδες μπορούν να το συνοδεύουν ή μι κρασούδ(ι) Σουφλιώτ(ι)κου ή μι τσίπρου Σουφλιώτ(ι)κου ή με ντόπια βαριλίσια ριτσίνα.

Για δείπνο προτείνω, όσα φαϊά περίσσεψαν απ' του μισμέρ' ή κανένα γιαουρτάκ(ι) ή κανένα βραστό αυγό μελάτο ή καμμιά γκρουντούδα τυρί. Για καλουκαίρ' μπορείτε επίσης να χάψτι καρπούζ(ι) μι τυρί για ένα αλαφρύ δείπνο.

Για τα Χριστούγεννα προτείνω μπάμπου κι για του Πάσχα μαγειρίτσα μι πουλλά αντιρούδια κι μι κιφαλάκ(ι) αρνίσιου.

Βασική συμβουλή: Όταν είστι πουλλά άτουμα στου τραπέζ(ι) δεν θα κουλουκθαρίζιστι κι ούτι θα χουρατεύντι πουλύ, όταν θα τρώτι, γιατί γιάλλ(οι) θα τα καβραντήσουν ούλα κι θ' απουμείντι «μπουκάλα» δηλ. νησκιοί.

Σας ενημερώνω ότι την Κυριακή θα έχουμε διαγωνισμό νέων σεφ. Κριτική επιτροπή θα είνι μπάμπου Ντιάντιου, μπάμπου Μαρούδα κι θεία Πουστουλιά. Όποιους βγει νικητής Θα πάρ' μια σουπιέρα πατσιά μι σκιουμπιές κι πουδαρούδια και θα ξεναγηθεί μι γκάτζιου στη περιοχή Τσιούκα – Πηγαδούλια – Λαγόγυρου – Μούρσις, για να απολαύσει την ομορφιά της Σουφλιώτικης υπαίθρου.

Φίλες και φίλοι, Σουφλιώτσις κι Σουφλιώτ', νάστε γεροί και να έχετε όρεξη για να τιμάτε τις γαστριμαργικές μου προτάσεις.

 
 

ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ του Φιλόλογου ΘΟΔΩΡΗ ΜΟΥΣΙΚΑ στη Σουφλιώτικη ντοπιολαλιά.

 

«ΠΑΝΤΣΙΟΥΚΑΪΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΙΒΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΑΘΛΗΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡ' ΚΙ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΙ, ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΦΑΝ(Ι) (=ΠΥΚΝΟ ΧΙΟΝΙ)»

 

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 έγιναν στην περιοχή Τσιούκα Σουφλίου διεξήχθησαν οι 2οι Παντσιουκαϊκοί αγώνες στίβου και άλλων αθλημάτων, οι οποίοι και θεωρούνται οι σπουδαιότεροι, λόγω του πλήθους των αθλημάτων, της μεγάλης συμμετοχής αθλητών, των ρεκόρ που σημειώθηκαν και της προσέλευσης πολλών θεατών. Στους αγώνες αυτούς έλαβαν μέρος πολλοί αθλητές και λιγότερες αθλήτριες. Οι αθλητές διέμεναν κατά την διάρκεια των αγώνων στα υπερπολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα «Τσιούκ Παλλάς» και «Πηγαδούλια Κίγκ», το οποίο διέθετε και τετραπλή πισίνα (δηλ.τέσσερις κουπάνις μι λιάγκις). Οι θεατές των αγώνων εξυπηρετούνταν για την μετακίνησή τους με τα αστικά «Άνω Τσιούκα», Νο 14 , «Κάτω Τσιούκα», Νο 12 και με τον ηλεκτρικό συρμό «Μνήματα ΕXPRESS". Η Ελλανόδικος επιτροπή ήταν τριμελής και αποτελούνταν απ' του Γιαννάκ(η) Μαν., του Θόδουρη Σάλ. κι του Γιάνν(η) Μαλ. Στη θέση του αθλητικού Δικαστή ορίστηκε ένας ζαμανίσιους πάππους, που επειδή μπουνακλάντσι κι έλιγι άλλα αντί άλλων, οι αποφάσεις του θεωρούνταν χρησμοί και ερμηνεύονταν κατά το συμφέρον του καθένα. Για την τήρηση της τάξης ορίστηκαν ένας μπιχτσής, εθελοντικά ένας μπαμπάτσ(ι)κους νταής, σαν σεκιουριτάς κι ένας έφιππος Καρκατσιλιώτ'ς. Ιδού λοιπόν τα αποτελέσματα των αγώνων κατά άθλημα: Στο άλμα άνευ φοράς (=στα συμπουτά) πρώτευσε Πουλιών'ς. Ρίχκι γιρά κι πέρασι μια τρανή βουϊνιά. Στο επί κοντώ πρώτους βήκι Αντώνς. Πέρασι μ' ένα μπντακιάρκου αργκντάκ(ι), ένα όρθιου κριβάτ(ι) απού κουκούλια. Στη δισκοβολία πρώτευσε Τάκης Σαρ. Έριξι ένα τρανό μόλ(ι) ως τα Μνήματα. Επειδή όμως του μόλ(ι) κόντιψι να ξιουρθώσ(ει) μια μπάμπου που άναβι κιριά, Τάκης ακυρώθκι. Στις αρματοδρομίες μι γκατζιόλια, πρώτους βήκι Πουστόλς Τσ. Στις μουλαροδρομίες πρώτευσε του μουλάρ τ' Φίλιππα. Στις αλογοδρομίες ΑΜΕΑ, πρώτευσε του κτσό άλουγου τ' Θανάς(η) Ντ. Στο δρόμο ταχύτητας 100 μέτρων πρώτευσε Θουδουράκς Μ. (ο υπογράφων). Τότε ήμαν πουλύ αδύνατους κι κόσιαζα σα σαΐτα. Η αφετηρία ήταν στου σπίτ τ'ς μπάμπους Χρυσής Ρ. κι του τέρμα στ' βρομουκαρά, όξω απ' του σπίτ(ι) μας. Στο δρόμο μετ' εμποδίων (=κατηφόρις ,ανηφόρις, πατέκις, μπόσκατα, βουϊνές, γιαμάτσια, τιζέκια, τσιαλιά κ.λ.π) οι αθλητές νταλάκιαζαν κάτα καλά. Στη δύσκολη αυτή διαδρομή πρώτους βήκι Αριστείδης. Στο άλμα εις μήκος πρώτευσε Μαρίκα. Για σκάμμα χρησιμοποιούνταν του χουράφ τ' πάππου Ντιόντιουλη, ο οποίος αφού του όργουσι μι την παπάρα, ύστρα του σβάρνισι μι τ' σβάρνα για να διαλυθούν τα τιζέκια. Στο τριπλούν πρώτους βήκι Αλέκους. Ντίμπιντιου γαρδαλώθκι κώλους τ', γιατί του σκάμμα πατήθκι κι σκλήρυνι πουλύ. Στο ύψος πρώτευσε Αρτεμις, γιατί είχι ψ(η)λά τζιαμάλια (=μακριά και λεπτά πόδια). Στο μονόζυγο κι στα τζιαμπάζια σι χουντρά κλαδιά, πρώτου βήκι του Πότ(ι) (=Παναγιώτα). Στη δικρανομαχία (=τύπος ξιφασκίας, όπου αντί για ξίφη χρησιμοποιούνταν δικράνια) πάππους Γιώρς νίκ(η)σι τουν πάππου Ντιόντιουλη. Στους αγώνες πυγμαχίας πρώτευσαν Καρκατσέλδις, που μπουμπνούσαν γιρές μπουνιές. Στο βάδην πρώτευσε ένας τσιουμπάνς. Στους αγώνες πουρδής (=οι διαγωνιζόμενοι αραδιάζουνταν, ταμπούρουναν τουν κώλου τ'ς κι πουλιουμούσαν να κλάσουν όσο πιο δυνατά γένουνταν), πρώτος ανεδείχθη ένας μιτζμένους πάππους. Στον τελικό ποδοσφαίρου η ομάδα της ΤΣΙΟΥΚΑΣ νίκησε με 12-8 του ΚΑΝΤΑΡ. Μετά τη λήξη του αγώνα οι παίκτες της ηττηθείσας ομάδας κουσπάκσαν του Βασιλάκου, που ήταν διαιτητής. Καημένους Βασιλάκους έφαϊ κάμπουσις μπουνιές κι σιαμάρες. Οι αγώνες κωπηλασίας έγιναν στου Ρέμα, δίπλα στα Μνήματα. Νίκησε ένας μαυρουχαρχαλιασμένους νταής, γιατί τ' Δημητράκου το σκάφος (είχι μια σκαφίδα για ζύμουμα) ανετράπη. Ο Δημητράκους που τραυματίστηκε ελαφρά μεταφέρθηκε με τον ηλεκτρικό «Μνήματα ΕΧΡRESS" στο Φυσιοθεραπευτήριο - Πολυιατρείο τ'ς μπάμπους τ'ς Δήμητρας Λουγ., όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Στον ακοντισμό πρώτους βήκι Λιγών'ς. Σαβούρτσι ένα λεπτό κι μυτιρό γάβρου ως τ'ν αυλή τ'ς μπάμπους Λάμπους. Παραλίγο να σκουτώσ(ει) μια κότα που κακάρζι, μόλις γέννσι αυγό. Στους αγώνες σκοποβολής μι τσιατάλις κι καραούλια πρώτευσε Μουτιός. Σκότουσι τρία τζιτζίκια κι τσάκσι ουχτώ μανταλάκια. Αγώνες κολύμβησης για γκζάνια, γένουνταν στ'ς κουπάνις στα Πηγαδούλια κι για πιο μεγάλους στ' Τάκη Κουτ. τ' γκιόλα. Πρώτευσαν αντίστοιχα Θανασάκους κι Αλέκους. Τέλος στους αγώνες ρυθμικής Γυμναστικής πρώτευσε Ντιαντιούδα, που ήταν πουλύ τζιαγκαλόζου (=λεπτή κι ευκίνητη). Οι αγώνες αυτοί, αν και ιδιαίτερα πετυχημένοι, στιγματίστηκαν και από κάποια μεμονωμένα περιστατικά βίας. Κάποιοι θεατές δάρθκαν μεταξύ τ'ς, ο διαιτητής στον τελικό ποδοσφαίρου έφαϊ πουλύ ξύλου και κάποιοι έριξαν μόλια στο Αστικό Νο 14 για άνω Τσιούκα και άνοιξαν δύο κιφάλια. Επίσης ένας λουπάνς βρέθηκε ντοπαρισμένος. Τουν πότσι μάνα τ' πουλύ μουρουνέλαιο για να σαβουρντίσ(ει) τ' σφαίρα πιο μακρά. Γενικά οι αγώνες αυτοί, παρά τα πιο πάνω παρατράγουδα, ήταν οι πιο πετυχημένοι στην ιστορία του θεσμού. Οι νικητές στεφανώνονταν με κλαδί βρουμουκαράς και τους έδιναν και για υλική ανταμοιβή, μια φέτα ψουμί αλειμμένου μι σάλτσα ή μπιμπιρίτσα. Κ' ύστρα νταλακιασμέν(οι) κόσιαζαν ως τ' βρύσ(η) για να πιούν νιρό. Στην ανάπαυλα των αγώνων η φιλοζωϊκή εταιρεία «ΓΚΑΤΖΙΟΥΛΙΣΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ», τίμησε τον θρυλικό Θανάς(η) Νταλ. για την μοναδική φροντίδα που έδειχνε στα ζώα του. Toν επόμενο χειμώνα, έγιναν οι χειμερινοί Παντσιουκαϊκοί αγώνες. Στο γιγαντιαίο σλάλομ, απ' τα Πηγαδούλια ως τα Μνήματα, πρώτους βήκι Αριστείδης. Στο μικρό απότομο σλάλομ, πρώτος βήκι Θουδουράκς. Επειδή κατηφόρα ήταν απότουμ(η) κι τα μπούζια πουλλά, επιτρέπονταν ψλά απ' τ΄ς λαστιχέϊνις γαλότσις, να μπαίνουν μαλλίσις κάλτσις, για φρένα. Στην κατάβαση με έλκηθρο - αντί για έλκηθρο χρησιμοποιήθηκε κουπανούδα -πρώτου βήκι του Μαργούδ(ι). Στην κατάβαση μι τουν κώλου, επειδή τα μπούζια καϊντούσαν πουλύ, πρώτους βήκι Δημητράκους. Τέλος στο καλλιτεχνικό πατινάζ πάγου, πρώτις βήκαν Καρκατσιλιώτσις. Αυτονόητο ήταν, πως κατά τη διάρκεια των αγώνων σταματούσι η διέλευση γκατζιουλιών, από την οδό Θουκυδίδου και την προέκτασή της ως τα Πηγαδούλια. Στους διαμένοντες αθλητές στα ξενοδοχεία, προσφέρονταν ΣΠΑ με πλό κι λιάγκις. Οι επόμενοι Παντσιουκαϊκοί αγώνες ήταν σαφώς πιο υποβαθμισμένοι. Η υποβάθμιση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, ώσπου ο θεσμός στα μέσα της δεκαετίας του 1980, έπαψε να υφίσταται. Τους αγώνες κάλυψαν το τηλεοπτικό κανάλι «ΜΕGA TSIOYKA", ο ραδιοφωνικός σταθμός "ΓΙΛΑΔΑΡΑ SPOR FM" και το περιοδικό «Μνήματα ΚΛΙΚ». Οποιαδήποτε ομοιότης με κάποια πρόσωπα, ονόματα και πράγματα, είναι εντελώς συμπτωματική.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ