|
ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ, ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΜΟΥΣΙΚΑ. Η υπόθεση είναι φανταστική, θα μπορούσε όμως να είναι και πραγματική.
"ΠΑΡΑΔΙΠΛΑ ΑΠ' ΤΟΥ ΣΑΡΜΠΝΑΡ"
Παραδίπλα απ' του Σαρμπνάρ, πάππους Λήτσιους μι του ζνάρ', κάϊτσι σ' ένα ντίκ(ι)κου γιάρ' κι αγ(ί)ρτσι του πουδάρ'. Πάππους Λήτσιους ήταν μιτζμένους κ' ήταν ντίμπιντιου ζαλζμένους, κ' έτσι θάρριψι του γιαρ', για ολόκληρου παζάρ. Για τ' αυτό κι απουλνούσι, κάτ' φαρμακιρές πουρδές, κι του ζνάρ' βρουμουκουπούσι, απ' τ'ς ξιτσούφες κι τ'ς κλανιές. Κούτσα - κούτσα ο καημένος, τράβηξε στο καφενείο, πούταν δίπλα στο σχολείο, κι αντίκρα απ' του γιάρ. -"Τι έπαθις πάλι ρε Λήτσιου;", τον ρωτήσαν οι θαμώνες, που ιδίως τους χειμώνες, κμούνταν, ξύπναγαν εκεί. -"Νά, μι έριξαν τα πίτσ(ι)κα, πούταν πίσου απ' την ικκλησιά, τρανά μόλια κι κυρπίτσια κι μι χτύπσαν στα κουλιά. -"Θάματ' ψέμματα λές Λήτσιου κι δεν είσι βαριμένους, μα στου κότσ είσι αγ(ι)ρτζμένους, κι πρησμένους στου ντιουντιούκ(ι)". -"Όχ(ι), ρε σεις χαϊρσιζλαμάδις, μι πατλάκσαν τα τσογλάνια, γιατί θάρριψαν πως πήρα, απ' τ'ν αυλή τους καραμάνια" -"Άστα αυτά ψεύταρη Λήτσιου κι τράβα πάνι στ' μπάμπου τ' Μούτιου, να σι τρίψ(ει) τα ντιουντιούκια, κι να σ' βάλλ(ει) λίγου γιακί. Έχ(ει) τρανές δαχλίνις μπάμπου κ' είνι πρακτική γιατρέσα, για τα κότσια, για τ'ς βραχιόνις κι για κάθε είδους πληγή." -"Λίγου τσίπρου να πιώ φέρτι μ' κι θα διήτι θα πιράσ(ει) κι του κότσ(ι) κι του παπάρ κι του έρμου του πουδάρ." Έτσ(ι) Λήτσιους νταγκάνσι τσίπρου κι ένιωσε ευτυχισμένος, δίχως πόνους ο καημένος, ως τα μπούνια σουρωμένος. Το πρωΐ τον πήγαν σκνίπα, στο φτωχό του το τσιαρδάκι, πούχε ένα φεγγιτάκι, για να βλέπ(ει) στον ουρανό. Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, ονόματα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική. ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ
|
ΣΑΤΙΡΙΚΟ –ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ, γραμμένο στη Σουφλιώτικη ντοπιολαλιά. Η υπόθεση είναι φανταστική, θα μπορούσε όμως να είναι και πραγματική.
«ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΠΟΥΓΑΔΙΣ»
Στην περιοχή Μπουγάδις, ζούσανε πολλοί μπουγάδις, άλλ(οι) μι τέσσιρα πουδάρια κ' άλλ(οι) μι δυό. Ήτανε θερμοί μπαρμπάδις, οι μπουγάδις, στους Μπουγάδις, κ' άριζαν πολύ τα γλέντια, μα και το «κοκό». Κι μια θεία απ' τ' Μαντρούδα, που την έλιγαν Μαρούδα, επαντρεύτηκε στ'ς Μπουγάδις, ένα θείου, του Μουτιό. Κ' έγινε μεγάλο γλέντι, στην περιοχή Μπουγάδις, κι χουρέψαν οι μαντλάδις, μι κουρτσούδια ένα σουρό. Κ' είχαν μια ξανθιά κουμπάρα, μπαμπατζιάνου κι κορμάρα κ' έτριχαν τα σάλια απ' ούλνους, φυσικά κ' απ' του Μουτιό. Ήταν απ' τ'ς θερμές κουμπάρις, που τις έκανε τις «χάρες», σ' όσους ήταν ζαμπαράδις, κι αρέζαν το «κοκό». Ετσι ήταν θέμα χρόνου, το ειδύλλιο να φουντώσει κ' η κουμπάρα να διπλαρώσει, τουν αζγκίνη του Μουτιό. Όταν τόμαθε Μαρούδα κι του σόϊ απ' τη Μαντρούδα, τσάκουσαν κι τουν φλιατσ(ι)κάνσαν, του μουρντάρη του Μουτιό. Σούσουρου μεγάλο γίνκι, απ' τ'ς Μπουγάδις ως την Τσιούκα, ότι έπεσε παλούκα, δίχως οίκτο, στου Μουτιό. Έτσι χώρσι του ζευγάρι, στους Μπουγάδις, δίχως χάρη, μία νύχτα με φεγγάρι, κείνου τουν καιρό. Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, ονόματα και περιστατικά είναι εντελώς συμπτωματική. ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ
|
«Η ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΤΣΙΟΥΚΑ» Εκείνα τα χρόνια(1970-1980), πιλιβάνδις στην Τσιούκα άναβαν φουτιά κάθε Μεγάλο Σάββατο, καϊτιρώντας τουν καντιλουνάφτ να βαρέσ' την καμπάνα, για να πάει κάσμους στ'ν εκκλησιά, για την Ανάσταση. Μόλις λοιπόν τελείωνε απουκρά, αρχινούσαν δυό-δυό ή τρία-τρία τα κζάνια ν'αραδίζουν σι πατέκις κι μπαϊρούδια, σι αμπέλια κι γιαμάτσια, σι χουραφούδια ουργουμένα κι αόργουτα, για να μάσουν αμπιλόβιργις, τσιαλιά, βατσ(ι)νές, παλούκια, χουντρές πέτσις κι σαβουρτζμένις σανίδις απού παλιόσπιτα.Έκουβαν βόλτις απ'την Τσιούκα ως τα Πηγαδούλια, απ'του Λαγόγυρου ως τ'ς Μούρσις,απ'τ' βρυσούδα στα Μνήματα ως τα Προσφυγικά κι τ΄Φάμπρικα κι μάζουναν τσιαρπάλια, ξιχαρβαλουμένα ντάλια κι παλιουκούτσουρα για τ΄ φουτιά του Μεγάλου Σαββάτου. Τρεις-τέσσερις καρδαμουμέν πιλιβάνδις πάϊναν ως τουν Κάμπου κι ως του παραμάρτσ' για να φέρουν σαμπρέλις, πιταγμένις ρόδις λαστιχέϊνις κι άλλα μουλέματα.Δημητράκους γκανγκάνζι, γιατί δεν τουν έπιρναν στουν Κάμπου.Που να τουν πάρουν!Ήταν μαύρους σα σουγούτ κι μισουριξιά. Μιά φ'ρα τουν ανέβασαν σ'ένα γκατζιόλ κ' επειδή αυτό ρίχνουνταν, όταν είδιε μια γκατζιόλα, αυτός αναγούλιασι κι ξέρασι. Την Μεγάλη Σαρακοστή του 1975, πιλιβάνδις στην Τσιούκα ιτοίμαζαν τρανή φουτιά για το Μεγάλο Σάββατο. Αυτό αποδεικνύονταν από τον τεράστιο όγκο τσιαρπαλιών και λαστιχένιων ροδών που συγκεντρώθηκαν σε μικρό οροπέδιο της Τσιούκας. Τον χώρο συγκέντρωσης, των προς καύση υλικών,επισκέφτηκαν μεγάλες προσωπικότητες της περιοχής, όπως Γιαννάκς Μαν., Πουστόλς Τσ. κι Θανάϊσς Ντ. Γιαννάκς δήλωσε: «Κουμπίνις, πατόζις, μουλέματα». Πουστόλς έκανε πιο αινιγματική δήλωση: «Η συγκέντρωση ξυλεύματος, συντείνει στην επίτευξη συμμετρίας στον κύκλο και συμβάλλει στη συγκέντρωση ταρασιού». Όπως ήταν γνωστό στους παλιότερους, Πουστόλς ήταν κορυφαίος στου ταράσ στ'ς καρύδις κι στα μύδαλα. Θανάϊσς, αφού πάρκαρε του γκατζιουλουμούλαρου σι μια μυδαλιά, δήλωσε: «Άτιμους κόσμους ρε πιδιά! Αυτοί που κάθουντι, ουρίζουν αυτινούς που δλεύουν.Όσ' έχουν μούτσ(ι)κα ματούδια κι αρτσιουμένις τρίχις, είνι πουλύ πονηροί! Όσ' έχουν μούτσ(ι)κου μέτουπου κι στραβά πουδάρια, είνι πουλύ αζγκίνδις. Όσ' έχουν μπαμπάτσ(ι)κ μύτ δηλ. μπαμπαρουμύτα κι τρανές δαχλίνις, έχουν κι μπαμπάτσ(ι)κου πράμα. Γναίκις που γκουντλούν τα μάτια τ'ς κι σαλαντίζουντι πουλύ, είνι τρανές πτάνις. Γώ αγαπώ μια χήρα που έχ' πουλύ καλουσύν, γιατί είνι μπαμπατζιάνου, αχλάνσα κι φαρδουκόκαλ». Οι δηλώσεις των προσωπικοτήτων αυτών προκάλεσαν ενθουσιαμό στους παρευρισκομένους, γιατί ήταν πολύ αγαπητοί κυρίως στα παλλ(ι)καρούδια. Ιδίως Θανάϊσ'ς ήταν ιδιαίτερα συμπαθής, γιατί ήταν οικολόγος, φιλόζωος, εμπειρικός κτηνίατρος, εξαιρετικός στου τσιόλ(ι)σμα μυδαλιών κι καρών, ανθρωπομορφιστής και φιλόσοφος (Είχε Διδακτορικό απ'την Πανεπιστημιακή Σχολή Φιλοσοφικών και Ψυχολογικών σπουδών Μαντρούδας). Το Μεγάλο Σάββατο του 1975 τα πιδούδια απ' την Τσιούκα κι απ' την Παλιόστρατα, άναψαν μπαμπάτσκ' φουτιά κι μαζώχκι ούλ γειτουνιά. Απού απέναντι βήκαν μπαρμπάδις κι μπουμπνούσαν μπαμ-μπάμ μι τα όπλα. Μπάμπου Λάμπου, που ήταν κουρκάκου, κατούρσι ψλά τ'ς απ' του φόβου τ'ς! Τα πιδιά γύρου απ' τ' φουτιά χαίρουνταν κι βίρα έριχναν τα τσιαρπάλια κι τα κούτσουρα μέσα. Όταν έριχναν ρόδις, φουτιά δυνάμουνι, αλλά έβγινι ένας μαύρους καπνός, απ' τον οποίο οι πιο ηλικιωμένοι γκουρλώνουνταν κι ξιρουχαλιώνταν. Εννοείται πως η γύρω περιοχή βρουμοκοπούσι καουτσούκ. Άλλ' τραϊδούσαν, άλλ' χόρευαν,άλλ' ταγκανούσαν τινικέδις.Άλλα πιδιά,δένοντας στην άκρη μεγάλου ξύλου, λεπτό σύρμα κατσαρόλας, το άναβαν κι του λουγιουρνούσαν. Έτσι δημιουργούνταν παραναλώματα πυρός, εφάμιλλα σύγχρονων εντυπωσιακών εφφέ. Ενίοτε όμως απ' τ'ς σκλαντζίθρις που πετούσαν εδώ κι εκεί, καψαλίζουνταν κι κάποια μαλλιά κι βρουμούσι τόπους καψαλιές. Τότι ούλ' τσάκουναν τα μαλλιά τ'ς, μήπως κι άρπαξαν φουτιά! Κείνη τη νύχτα ακούσ(ι)καν για πρώτη φορά δύο απ'τα τραγουδάκια που έγραψα τότε. Το ένα είχε τίτλο: «ΖΗΤΩ Ο ΜΠΟΥΓΑΣ» Μάτια ήρεμα μεγάλα και τριγωνική κεφάλα, Αμάν. Δίνει κρέας,δίνει γάλα κ' έχει όψη Βουκεφάλα, Αμάν. Είνι η γελάδα ρε παιδιά, που στ'ν εξοχή βοσκάει, δίνει ακόμα τα πετσιά καί το αμάξ τραβάει. Για μας γεννήθηκε, για μας, για μας την άρμεξαν,για μας, ζήτω,ζήτω,ζήτω ο μπουγάς.
Και το άλλο: «ΒΡΟΥΜΟΚΑΡΑ» Βρουμοκαρά- βρουμοκαρά, καλά σου λένε τα παιδιά, πως είσαι δέντρο με βρωμιά. Κάτω από τον ίσκιο σου,παίζαμε πολύ, μπίλιες,μπαλάκια και λοιπά, σπάζαν απ' τις φωνές τα' αυτιά, ώσπου ξετρούφιζα γερά, τις μπίλιες, τα βωλάκια μου και τα πενηνταράκια μου. Βρουμοκαρά- βρουμοκαρά, καλά σου λένε τα παιδιά, πως είσαι δέντρο με βρωμιά. Τα τραγουδάκια μου,προκάλεσαν μεγάλο ενθουσιασμό στους παρευρισκομένους μικρούς και μεγάλους, που απολάμβαναν τη φωτιά και όλα τα δρώμενα γύρω απ'αυτήν. Όλοι χαίρονταν,διασκέδαζαν και εκτονώνονταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του 1975 γύρω από τη μεγάλη φωτιά της Τσιούκας, που «έτρωγε» ασταμάτητα ξύλα, λάστιχα, αμπιλόβιργις, τσιαρπάλια και όλα τα φθαρτά υλικά, που τα παιδιά μάζεύαμι για δυο μήνες περίπου, με μεγάλο κόπο,αλλά και με μεράκι. Μικροί και μεγάλοι αποχωρούσαν,αφού έσβηναν τη φωτιά, μόλις άρχιζε να χτυπάει χαρμόσυνα η καμπάνα στις 11.00 το βράδυ, που καλούσε τους πιστούς στην Αναστάσιμη Λειτουργία του Θεανθρώπου. Δύσκολα, μα όμορφα αλήθεια χρόνια, φίλες και φίλοι, χωρίς το ψυχοφθόρο άγχος της σύγχρονης καθημερινότητας. Χρόνια, έθιμα, πρόσωπα και καταστάσεις, που δεν μπόρεσε να τα σκεπάσει το πέπλο της λησμονιάς, θυμίζουν την πρώτη Άνοιξη της ζωής μας και το αγαπημένο μας Σουφλί, όπως ήταν πριν σαράντα χρόνια. Σε κάποια σημεία η ομοιότης και η ταυτότης με πρόσωπα, πράγματα ή γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική. ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ
|
ΣΑΤΙΡΙΚΟ - ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ - ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΜΟΥΣΙΚΑ
«ΑΣΤΙΚΑ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΜΕΣΑ, ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΟΥΦΛΙ»
Γραμμένο κατά το πλείστον στη Σουφλιώτικη ντοπιολαλιά. Το Σουφλί πολλά χρόνια πριν από τη λειτουργία του «Αθηναϊκού ΜΕΤΡΟ», είχε ένα άρτιο δίκτυο αστικών συγκοινωνιών, που εξυπηρετούσαν τους πολίτες της άλλοτε κραταιάς κωμώπολης. Στη γραμμή Φάμπρικα – Προσφυγικά - Λαγόγυρου Νο 1, πάϊνι γκατζιουλουμούλαρου. Τη γραμμή Νο 2 Πηγαδούλια - Μαντρούδα την κάλυπταν δυο γκατζιουλούδια που έσιρναν ένα στραβό κάρου που είχι σάπιου σουρίκ(ι). Μάλιστα μιά φ'ρα τσακίσκι του σουρίκ κι γκριμίσκι μπάμπου Ανέζου που τσάκσι του πουδάρ τ'ς. Ευτυχώς πέρασι τ' ασθενοφόρο του ΕΣΥ, που ήταν ένα καλό μαξούλ(ι) που τόσερνε ένας καρδαμουμένους γκάτζιους. Όλα τα έκτακτα περιστατικά κατέληγαν στη γνωστή σε όλους θεία Δήμητρα Λογ. κι στου Γιάνν(η) Μαλ. Τον κεντρικό δρόμο από το Ηρώον ως τη Φάμπρικα, γραμμή Νο 7, τον κάλυπταν δυό καλά κάρα μι γιρές τάλπις κι σουρίκια, που τα έσερναν άλογα. Στη γραμμή Νο3, Μαντρούδα – Μνήματα πιρνούσαν μάναχα σκ(υ)λιά, αλπές κι κνάβια. Κάπου-κάπου εμφανίζονταν κι κανένα μπουρσούκ(ι) (=ασβός), που ρήμαζι τ' αμπέλια. Τη γραμμή Νο 4, Κάμπους - καφινές τ' Μουσίκα - Μνήματα, την κάλυπτε Θανάσ'ς Ντ. μι του μουλάρ, του γκατζιουλουμούλαρου κ' ένα σακάτ(ι)κου άλουγου. Τη γραμμή Νο 5 Γιλαδαρά – κάτω Τσιούκα κάλυπταν τα γιλάδια τ' πάππου τ΄ Γιώρ', τραβώντας μπάλις χουρτάρ στ'ν ανηφόρα. Τα έρμα τα γιλάδια, όταν είχι ζέστα απ' του ζόρ τ'ς έβγαναν απ' του στόμα τ'ς σαφράδις. Τη γραμμή Κάμπους - Κάτω Τσιούκα, Νο 12 την έκαναν τα γκατζιουλούδια τ' Πουστόλ(η) Τσ. Το συγκοινωνιακό αυτό μέσο ήταν προβληματικό, γιατί Πουστόλ'ς δεν έκανι τα γκατζιόλια τ' σέρβις (=κόψιμο νυχιών – πετικιούρ -πετάλωμα), με αποτέλεσμα τα ταλαίπωρα τα γκατζιουλούδια να μην μπορούν να προχωρήσουν εύκολα, γιατί είχαν κάτ(ι) νύχια σαν τσαρούχια. Τη γραμμή Κάμπους – Πλάτανος - Γιλαδαρά, Νο 6, τ'ν έφκιαναν τα βόδια τ' Πουλιών(η) κι τα γιλάδια τ'ς μπάμπους τ'ς ξιτσούφους. Τη γραμμή Τσιούκα - τρείς Στράτις – Μούρσα - Κιόϊντερε, Νο 9, που ήταν άγονη τ' ν έκαναν μπαρμπάδις κι παππέοι μι γκατζιουλούδια σαμαρουμένα. Τη γραμμή Παλιόστρατα - Ανω Τσιούκα, Νο14, την έφκιανι του κάρου τ' μουρτζούλα. Το μεσοδιάστημα Κάτω Τσιούκα - Άνω Τσιούκα, Νο 18, απ' το οποίο προμηθεύονταν μια Κουρνουφωλιώτσα τουν πλό (=πηλό) απ' τα γιαμάτσια κι τα γιάρια, για θεραπευτικούς λόγους και για ζητήματα αισθητικής, την κάλυπτε μι ένα καρουτσάκ(ι) μπάμπου Χρυσή. Η λεωφόρος αυτή, η ενώνουσα την Κάτω και Ανω Τσιούκα, ηταν εντυπωσιακή και είχε απ' τη μια μιριά βατσ(ι)νές κ' απ τ'ν άλλ(η) τσαπουρνιές. Πιο ψλά δίπλα στα γιαμάτσια είχε και λίγες γκουλουκνιές ( τα γκουλόκνα είνι άγρια φρούτα που χρησιμοποιούνται όταν σι πιάν(ει) τσιρλιστός, αντί του γνωστού φαρμάκου immodium). Η λεωφόρος αυτή επί πλέον είχε το προνόμιο να είναι στρωμέν(η) μι μπόσκατα κι κατσ(ι)κίσις «ελιές». Τη γραμμή Ντάκ(ι) ρέμα - Εκκλησάκι Προφήτη Ηλία - Υδραγωγείο, Νο 10, την πραγματοποιούσε δύο φορές ημερησίως του κάρου τ' θείου τ' Λευτέρ'. Τη γραμμή Τσίρλις – Μπουγάδις, Νο 11, την πιρπατούσαν μπουγάδις, που επειδή έτρουγαν πουλύ πράσινου γκιουντζέ, τσιρλίζουνταν. Στη γραμμή Μπουσκανάς - Κούτσουρο Νο 13, κάποιοι αγανακτισμένοι αγρότες και ξυλοκόποι, που διαμαρτύρονταν για την ψήφιση του ασφαλιστικού και φορολογικού νομοσχεδίου, έριξαν μεγάλα τιζέκια κι κούτσουρα και διέκοψαν τη συγκοινωνία. Έτσι οι κάτοικοι και τα εμπορεύματα μετακινούνταν μέσω της γραμμής Κούτσουρο - Σαρμπνάρ, δια μέσου του δρόμου που είναι δίπλα στου Μεσοχώρ(ι). Πιο δύσκολη γραμμή ήταν αυτή που συνέδεε το Γυμνάσιο με τον Αηλιά, Νο 24. Ήταν μια γραμμη ντικ ντικινέ (=απότομη ανηφόρα) που άμα τ'ν ανέβινις μι τα πουδάρια, σ' έβγινι γλώσσα. Πιο μοιραία γραμμή ήταν η «Άγιος Αθανάσιος - Άγιος Γεώργιος – Αναπαύσεως - Μνήματα», Νο 16. Ελεύθερη πρόσβαση σ' όλους τους δρόμους του Σουφλίου, είχαν τα εμπορικά κάρα των μπαχτσιαβάνιδων που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους ως εξής: -«Πατλατζιάνις, ντουμάτις, πιπέρια» κι πάππους Λάμπης προσέθετε κι ένα «Ωωωω!» για να σταματήσ(ει) γκάτζιους. Ελεύθερα επίσης πουλούσαν τις πραμάτειες τους, μια Μαντρώτσα, γιλαδίσιου τυρί, Μόκους, κιϊμά που τουν έβανι, αντί σι χασαπόχαρτου, σι μουρόφλου. Επίσης θείους Μ. πλούσι γιαούρτια μι δυό ντουλάπια στ' ράχ(η) , θεία Βαγγιλιώ πλό (=πηλό) κι ο καλωσυνάτος θείους Μπ., ζουσμένους μι μια μεταλλική θήκη που περιείχε τρία γυάλινα πουτήρια κι ένα μπουντούτσ(ι) νιρό, πλούσι τον μοναδικό μπουζά που τον μετέφερε μι μια στάμνα. (Και το ρόφημα και η μεταλλική θήκη, ήταν δικιάς του έμπνευσης και παρασκευής. Αργότερα προμηθεύτηκε πλαστικά ποτήρια). Τον περιφερειακό δρόμο που συνέδεε Στρατώνες, Γιρλίσιου, Κιόϊντερε κι Παραμάρτσ(ι) ως στ'ς Κατσ(ι)φέλις, τουν αράδζαν λίγα γιλάδια κι παραπάν' γκατζιουλούδια, σκ(υ)λιά, τσιακάλια, αλπές κι λύκ(οι). Στις κορυφές του Αηλιά ανέβιναν μάναχα μουλάρια. Σι μια μεγάλ(η) γκιόλα που βρίσκονταν κανένα χιλιόμετρο ΒΑ απ' τα Πηγαδούλια, στ' γκιόλα Κουτ., εκτός του ότι γκουλιαφίζουνταν τα πιδούδια, υπήρχε και πλωτή συγκοινωνία. Για βάρκες χρησιμοποιούσαν σαμπρέλις, σάζια κι λικανούδις. Όταν του χμώνα γιόμζαν δρόμ(οι) μπούζια, τότι χρησιμοποιούσαν Σουφλιώτ' για σκι, λαστιχέϊνις γαλότσις, που τ'ς σκιόπαζαν μι μαλλίσις κάλτσις. Απουλνιώνταν απ' την Καρκατσιλιά κι την Τσιούκα, κι άμα τ'ς κόσιαζαν τα τσιουμπανόσκ(υ)λα, δεν καταλάβιναν πότε έφταναν στην Καμπιά. Ως κι μι τουν κώλου έφκιαναν σκι. Όταν πλημμύρζι Μάρτσα, επειδή έσπαζαν τα αναχώματα κι τα νιρά πλησίαζαν ή έφταναν ως τ'ν αγουρά, χρησιμοποιούνταν εκτάκτως ακτοπλοϊκά μέσα, με την εφαρμογή του σχεδίου «Πλώϊμες μπλιούνγκες». Τέτοια μέσα ήταν λικάνις απ' τ' αυτές που έπλιναν νοικουκυρές τα ρούχα, σκαφίδις απ' τ' αυτές που ζύμουναν ψουμάδις, τάλπις απού κάρα κ.λ.π. Για τα πιδούδια που έμεναν σε απομακρυσμένες περιοχές, χρησιμοποιούνταν για σχολικά λεωφορεία δύο καρδαμουμένα γκατζιουλουμούλαρα. Η οδός που συνδέει την Αναπαύσεως με το πατρικό μας σπίτι, δηλ. η οδός Θουκυδίδου, δεν είχε επαρκή συγκοινωνία και έτσι την κάναμε συνήθως πεζοί. Στα δεξιά της, στα γιάρια του Νεκροταφείου, πολλές φορές εμφανίζονταν ντιουντιούκια κι καραμπάτσια, που τα βράδια φωσφόριζαν, συνθέτοντας έτσι ένα σκηνικό θρίλερ, ιδίως ασέληνες χειμωνιάτικες νύχτες. Το αστικό συγκοινωνιακό πάζλ του Σουφλίου, κάλυπταν αστριχιές και μυστικές πατέκις, που οι Σουφλιώτες τις χρησιμοποιούσαν για να κερδίσουν χρόνο, όπως π.χ. Πατέκα βρυσούδας Μνημάτων – Μαντρούδα. Σε πολλά σημεία των δρόμων και διαδρόμων, υπήρχαν υπόστεγα στάσεων τα λεγόμενα σιατσιάκια. Αυτό αγαπητοί μου συμπατριώτες και φίλοι ήταν το σύνθετο αστικό συγκοινωνιακό δίκτυο του παλιού Σουφλίου, που στηριζόταν σ' ένα άρτιο και οργανωμένο επιτελικό σχέδιο, μπροστά στο οποίο ωχριούν το Αττικό ΜΕΤΡΟ και οι αστικές συγκοινωνίες των σύγχρονων Ελληνικών μεγαλουπόλεων. Ήταν πάνω απ' όλα δίκτυο με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, έχοντας σαν μόνο μειονέκτημα την ρύπανση των δρόμων με μπόσκατα και βουϊνές. Όπως πιθανόν προσέξατε, κάποια πρόσωπα τα αναφέρω με το μικρό τους όνομα, χωρίς επίθετα και παρατσούκλια, κάποια κάπως τα παραλλάζω και κάποια τα αποσιωπώ. Αυτό το κάνω από καθαρό σεβασμό στα πρόσωπα αυτά και στη Μνήμη τους. Γιατί για μένα σάτιρα δεν είναι ο χλευασμός προσώπων, αλλά είναι η σάτιρα χαρακτήρων και καταστάσεων. Επίσης θεωρώ, πως τα κείμενά μου αυτά είναι μια ευκαιρία προβολής και ανάδειξης ενός ξεπερασμένου τρόπου ζωής, που ήταν δύσκολος μεν, αλλά ταυτόχρονα ήταν αξιοπρεπής, χωρίς ιδιαίτερο άγχος. Πρωτίστως ο τρόπος ζωής που αναδεικνύω είναι απόλυτα εναρμονισμένος με τη φύση, με αγάπη για το οικοσύστημα και τον άνθρωπο.
Με εκτίμηση ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ
|
« ΓΕΣ(Ι)ΚΟΙ» (= ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΙ)
Όξου έριχνι ένα γιρό σαβ(ι)ργκ(ί)ν, στου Λαγόγυρου, σε μια αγροτική περιοχή του Σουφλίου κι του χιόν(ι) ήδη παράχουσι τα τιζέκια, τα τσιαρπάλια, τα κούτσουρα, τα χουρταρούδια, τα χαντακούδια, τ'ς γούρνις, τα δέντρα, τ'ς μόλις κι τα ντάλια, που τσακίσ(ι)καν απ' τουν δυνατό βουρατζούδ', που θα λυσσιαγμένους ούρλιαζι. Μαζί μι του βουρά ακούγονταν κάπ' – κάπ' κι ουρλιαχτά απού άγρια τσιακάλια κι λύκους. Μέσα σι μια τρανούτσκ(η) φουλιά, λούφαζαν έξι γέσ(ι)κ(οι), δύο σιρκοί, δύο θηλκές κι δυό μικρότιρα γισ(ι)κούδια. Επειδή αρχίνσαν να τιντινιάζουν πουλύ κι να κινδυνεύουν να σουουκλαντίσουν, αποφάσισαν να παν ένας κουντά στουν άλλουν, πας κι λίγου ζεσταθούν. Αλλά μόλις γίνκι αυτό, αρχίνσαν να τσακώνουντι μεταξύ τ'ς, γιατί ένας τσιάλζι τουν άλλουν. -Φεύγα απ' έδου ρε μάπα, μι κατατσιάλσις! - Συ να φυύγ'ς ρε σπόρε, να μη σι λακρίσου! -Συ πάλι μουρή κιουσκιούφου, όχ(ι) μάναχα μι τσιαλίϊζ'ς, αλλά ξιτσφάς κιόλας κι σκατουβρώμσις τουν τόπου! - Δεν αντρέπισι ρε λιουλιούκα, που θα μι πεις μένα ξιτσούφου! Συ όταν τ'ς απουλνάς, λες κι σπάζουν κλούβια αυγά! Έτσ(ι) μι τα πουλλά κι τα λίγα, ό ένας ξιμάκρυνι απ' τουν άλλου τουν γέσκ(ι)ου, αλλά σι λίγ(η) ώρα αρχίνσαν να ζαρώνουν κι να τιντινιάζουν κι πάλι απ' του κρύου. Τότι αρχίνσαν πάλι γιαβάνκα – γιαβάνκα, αν κι ήταν γανιασμέν(οι), να ζ(υ)γών(ει) ό ένας τουν άλλου. Αλλά πάλι απού μέτα αρχίνσαν να τσακώνουντι, γιατί πάλι τσιαλίζουνταν κι τσούζουνταν τα μούτρα τ'ς κι τα κουλιά τ'ς! - Άμα δε φυύγς απού δίπλα μ' αγρουμαλλιασμένι, θα σι σιαφαρώσου έναν πάτσου, άλλουν δε α χαλέψ'ς! - Γω, άμα σι φουσκώσου μια μπουνιά, μπαμπαρουμύτα, θα σι γκριμίσου τα μούτρα σ' κι τ' μυταρώνα σ'! - Τι παλιουτσιάλια έχ'ς ρε αχράν(η)! Μι κατατσιάλσις! Μένα του κουρμάκι μ' είνι κιρπέδκου! Έτσ(ι) απού μέτα απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλο, κι ζάρουναν μαναχοί τ'ς, ούλ(οι) καϊκιουμέν(οι) μι ούλνους, ώσπου αρχίνσαν πάλι να παγώνουν! Τότε ο μεγαλύτερος τους πρότεινε κάτι για να μη μαλώνουν! Τους έβαλε όλους στη σωστή θέσ(η), στο βάθος της φωλιάς, μακριά από την εξοδο, τον έναν κοντά στον άλλο, αλλά σε τέτοια απόσταση, που τα τσιαλιά του ενός, να μην ενοχλούν τον άλλο. Στη θέση αυτή και έχοντας τη σωστή απόσταση ο ένας από τον άλλο, και ζεσταίνονταν κατά το δυνατόν και δεν τσιαλίζονταν και έτσι ήταν φυσικό να μην τσακώνουντι αναμεταξύ τ'ς! Με υπομονή λοιπόν τα σκαντζουχοιρούδια, καρτιρούσαν μέσα στ' φουλιά τ'ς να σταματήσ(ει) λίγου του σαβ(ι)ργκ(ί)ν για να βγουν όξου κι να φαν ό,τι έβρισκαν για να μην ψουφήσουν από την πείνα. Αγαπητοί μου συμπατριώτες, ο σύντομος αυτός μύθος διδάσκει, ότι πρέπει να είμαστε κοντά ο ένας στον άλλο, ιδιαίτερα στις δύσκολες περιστάσεις, για να τις αντιμετωπίζουμε ενωμένοι, αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να σεβόμαστε την προσωπικότητα του άλλου, αλλά και να του επιτρέπουμε, ένα δικό του πλαίσιο ελευθερίας, όταν και αυτός φυσικά κάνει το ίδιο και για μας! Αν εσείς, μετά την ανάγνωση του κειμένου, εξάγετε και άλλα μηνύματα, θα το σεβαστώ, γιατί σέβομαι την ευφυΐα και την ευρηματικότητα των Σουφλιωτών, καθώς και τη διαφορετικότητα του άλλου, με την προυπόθεση όμως να σέβεται και αυτός την δικιά μου προσωπικότητα!
ΥΓ. Σουφλιώτδις ονομάζουν γέσκ(ι)ου, τον σκαντζόχοιρο ή ακανθόχοιρο, αλλά και μεταφορικά έναν αγρουμαλλιασμένου νταή! |
ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ «ΟΑΣΗ» Κείνα τα χρόνια στο Σουφλί, από τους «επιφανείς» Σουφλιώτες, καθώς κ’ αυτοί που αγαπούσαν το χορό και τη διασκέδαση, κατέληγαν, μετά το πέρας της βόλτας, στο μουσικοχορευτικό κέντρο «ΟΑΣΗ», ιδιοκτήτες του οποίου ήταν οι θείοι μου Λάκης Καλέσης και Ροδούλα Μουσίκα. Τότε η «ΟΑΣΗ» βρίσκονταν κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό και το 1978 μεταφέρθηκε από τους μεταγενέστερους ιδιοκτήτες Μπάμπη και Γιώργο, κοντά στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο μεταξουργίας, στην κατεύθυνση του δρόμου προς Διδυμότειχο. Στην «ΟΑΣΗ» (και στην παλιά και στην μεταγενέστερη) οι θαμώνες απολάμβαναν ωραίο φαγητό, όπως σιουτζιούκια κι πιρζόλις στη σχάρα, κιφτιτζούδια κι σουβλάκια γκτζιουνίσια. Τότι δεν ήταν τ’ς μόδας τα κουτίσια σουβλάκια. Έτρωγαν ακόμα πατάτις τηγανιτές, καθαρισμένες απ’ τη θεία Ροδή. τ’ μπάμπου τ’ Θανάσου κι τ’ θεία τα’ Ρίτα, ωραίες σαλατούδις μι ντουμάτις κι ζαβζάδις απ’ Σουφλιώτ(ι)κους κι Κουρνουφουλιώτ(ι)κους μπαχτσιάδις κι πατλατζιάνια τηγανητά. Στο τέλος τους σέρβιραν για φρουτοσαλάτα, τα καλοκαίρια, φέτες καρπουζιού και πεπονιού, από καρπούζια ντόπια κι Αμορίου κι από πεπόνια Τυχερού και Πέπλου. Το φθινόπωρο σερβίρονταν σαν φρουτοσαλάτα σταφύλια Σουφλιώτ(ι)κα, συνήθως χαβούζαλήδις κι μυρουδάτα κι του χμώνα πουρτουκάλια κι μήλα. Από ποτά οι θαμώνες έπιναν ντόπια κρασιά χύμα, ριτσίνα βαριλίσια χύμα, τσίπρου Σουφλιώτ(ι)κου, ούζο Σκαρλάτου κι ριτσίνις Αδαμίδη Μαλαματίνα και Δεμέστιχα. Όσοι δεν έπιναν αλοολούχα ποτά, κατανάλωναν αναψυκτικά Καβουρα και FΙΧ. Οι θαμώνες άκουγαν ποικιλία μουσικών ρυθμών και τραγουδιών από τις μελωδικές φωνές του Τάκη Δεμερτζή, του Ηλία Θεοφανούδη, του Βασίλη Βασιλακούδη, του Σάκη Κυριακούδη και ξεφάντωναν ως τις τρεις και ενίοτε ως τις τέσσερις το πρωί, χορεύοντας όλους τους τότε γνωστούς χορούς, από καλαματιανό μέχρι μπλούζ, σέϊκ, μποσανόβα, τσάρλεστον, γιάνκα, ταγκό, βάλς, συρτάκια, χασαποσέρβικα, ζαμπεκιές, τσιφτετέλια κ.λ.π. Το ξένο πρόγραμμα και τα ελαφριά και έντεχνα τραγούδια τα ερμήνευε ο Τάκης, το ελαφρολα»ικό πρόγραμμα ο Βασίλης και αργότερα ο Σάκης και το πιο λαϊκό ο Ηλίας. Μπουζούκι έπαιζε ο Σάκης ο Δημοτιανός και κάποια διαστήματα ο Δήμος Πετρίδης, κιθάρα ο Τάκης, που παλιότερα έπαιζε και τρομπέτα, ιδίως το σιλένσιο, αρμόνιο έπαιζε ο Νεραντζούδης από την Κορνοφωλιά και ντραμς ο Ηλίας. Εκείνη την εποχή, η «ΟΑΣΗ» θεωρούνταν από τα κοσμικότερα κέντρα διασκέδασης της Θράκης. Ζευγάρια που χόρευαν υπέροχα τους περισσότερους χορούς, αλλά ιδίως ταγκό και βάλς, ήταν το δίδυμο Λάκη Μιχαηλίδη - Κίτσας, Γρηγόρη Γκούδλη – Νίνας Αραμπατζή, Αντώνη Δεληπούλιου - Γεωργίας, Χάρη Μπρίκα – Πέπης Χαριτούδη, Βαγγέλη Τσιακιρη - Αλεξάνδρας Μουσίκα, του πατέρα μου του Αλέκου και της μάνας μου Σοφίας (μάνα μου ήταν ανέκαθεν ντροπαλή και δεν πολυήθελε να χορεύει, αλλα μπαμπάς μου ήταν σβέλτος, γλεντζές και βιρτουόζος στο χορό και τη σήκωνε να χορέψουν - ο πατέρας μου χόρευε ωραίο ταγκό και με την θεία μου την Αλεξάνδρα). Άλλα χορευταράδικα ζευγάρια ήταν του Ευριπίδη Ζηκίδη και της Μαρίας, του Δημήτρη Αρχοντούλη και της Τότας Αραμπατζή, του Γιώργου Καραγεωργίου και της συζύγου του και κάποια άλλα ζευγάρια. Οι ιδιοκτήτες, οι μουσικοί και όλα αυτά τα ζευγάρια, αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά της ΟΑΣΗΣ και έμειναν για πάντα στη μνήμη μου και στην ψυχή μου, θάλεγα με μία αίσθηση θαυμασμού και ιδιαίτερου σεβασμού (Μ’ άρεσαν και μ’αρέσουν πολύ οι γλεντζέδες και χορευταράδες άνθρωποι, γιατί είναι έξω καρδιά, κουβαρντάδες, ερωτικοί και γενικότερα άνθρωποι που αγαπούν τη ζωή ). Φυσικά υπήρχαν και οι λάτρεις του λαϊκού προγράμματος, καθώς και των δημοτικών χορών. Στο λαϊκό πρόγραμμα, τσιφτετέλια και ζαμπεκιές διέπρεπαν οι αδελφοί Τιάκα. Εκεί που γίνονταν όμως κυριολεκτικά χαμός ήταν στον παραδοσιακό χορό του Σουφλίου «Σουλτάνα Σουφλιουτούδα». Ακολουθούσαν καλαματιανοί και νησιώτικα και ύστερα χαμήλωναν τα φώτα για μπλούζ, από την εξαιρετική φωνή του Τάκη. Το πρόγραμμα συνεχίζονταν με ταγκό, βαλς, μποσανόβα, σέϊκ και ύστερα τη σκυτάλη έπαιρναν α ελαφρολαϊκα και ακολουθούσαν τα λαϊκά με τον Ηλία, όπως μάμπο, ζαμπεκιές και τσιφτετέλια. Κατά τη διάρκεια του χορευτικού προγράμματος και με την επήρεια και του αλκοόλ, γίνονταν και φλερτ μεταξύ των θαμώνων, ιδίως στα μπλουζ, αλλά γενικότερα υπήρχε έκδηλος ερωτισμός σε όλους τους χορούς. Γίνονταν πειράγματα και ανταλλάσσονταν φιλοφρονήσεις, λογοπαίγνια και ατάκες. Μερικές φορές δεν έλλειψαν και παρεξηγήσεις, όταν κάποιοι ξεπερνούσαν κάποια επιτρεπτά όρια. Μάλιστα δυο τρεις φορές καποιοι τις «έφαγαν», γιατί υπερέβησαν τις «κόκκινες» γραμμές και έτσι η βραδιά τους πήγε στραβά ( επί το λαϊκότερον χούφτουσαν κατά λάθος ή εσκεμμένα ξένις γναίκις και οι σύζυγοι και συγγενείς αυτών των θιγμένων γυναικών, «τουλούμιασαν στο ξύλο» τους εφαψίες. Στα μπλουζ πέρα από τον έκδηλο ερωτισμό, γίνονταν και συζητήσεις με χιούμορ,όπως: -Τι σκληρό πράμα αστόχσις στ’ τσέπ’ σ’ ρε Μουτιό; -Ά μη στενοχουριέσι Μούτιου. Αστόησα του ματά! Φυσικά όπως καταλάβατε το σκληρό πράμα δεν ήταν ματάς, αλλά «ματατζούδς» σε πλήρη ανάπτυξη, δηλ. ντικ ντικινέ! Τα καλοκαίρια τα γλέντια και τα τσιμπούσια γίνονταν και στην παλιά και την μεταγενέστερη ΟΑΣΗ στην αυλή. Με ντεκόρ τ’ αστέρια και τις διάφορες εκφάνσεις του φεγγαριού, οι Σουφλιώτες μικροί και μεγάλοι έτρωγαν, έπιναν, άκουγαν πολύ ωραία μουσική, ξεφάντωναν στο χορό, απολαμβάνοντας έτσι τη ζωή. Υπήρχε όμως και κάτι αρνητικό και αυτό ήταν οι συνεχείς επιθέσεις των κουνουπιών. Κνουπαρέοι ησυχαμό δεν είχαν. Άμα έβλιπαν κανένα μπάλιαβου μέρος, ιδίως γυναικεία ντιουντιούκια κι χέρια, τότε έκαναν επιθέσεις κι τα τσιουμπούσαν. Ιδίως άμα έβλιπαν κιρπέδκου πιτσί (=δέρμα), του φουλτάκιαζαν. Γ’ αυτό οι πιο προνοητικοί έβαναν κουνουπέλαιο κι έπιρναν για καλό κι για κακό κι μια ζακιτούδα. Τα γκζάνια και όσ(οι) δεν είχαν παράδις να μπουν μέσα, κάθουνταν καμμιά ώρα όξου απ’ τα ντβαρούδια της αυλής και γιλέντζαν, ακούγοντας μουσική και τραγούδια. Τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού, που οι μουσικοί έπαιζαν και τραϊδούσαν έξω, αν και παραβίαζαν το όριο κοινής ησυχίας, εν τούτοις κανείς κάτοικος δεν παραπονιούνταν, γιατί και οι μουσικοί ήταν θαυμάσιοι και οι τραγουδιστές πολύ καλοί και τα τραγουδια ήταν υπέροχα. Το κυριότερο όμως ήταν, ότι οι Σουφλιώτες είχαν ανέκαθεν μουσική παιδεία και όχι μόνο δεν ενοχλούνταν, αλλά απολάμβαναν τις μελωδίες της ορχήστρας. Το κέφι και η χαρά συνεχίζονταν μετά την αποχώρηση από την ΟΑΣΗ, στους δρόμους. Εννοείται ότι πηγαίναμε στα σπίτια μας με τα πόδια και ώσπου να πάμε, ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια, κάναμε απομιμήσεις, πειραζόμασταν, χορεύαμε ακόμα και στο δρόμο. Μακάρι να γίνονταν να ξαναβρισκόμασταν έστω για ένα βράδυ εκείνες οι παρέες του 1978-1984, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται, γιατί κάποια από κείνα τα αγαπημένα φιλαράκια έφυγαν για πάντα πολύ νωρίς, όπως η Σοφία, ο Θανάσης, ο Μένιος… Τα τελευταία χρόνια η ΟΑΣΗ, άλλαξε ιδιοκτήτη, την πήρε ο Ορέστης, μετονομάστηκε σε ΡΕΤΡΟ και συνέχισε να λειτουργεί πιο πολύ για δεξιώσεις, αρραβώνες, βαπτίσεις, γάμους κ.λ.π. Η ψυχή της έμεινε όμως ζωντανή, μέσα μας. Περάσαμε πολλά και αξέχαστα βράδια στην ΟΑΣΗ, ιδίως στην μεταγενέστερη, αυτήν δηλ. που στεγάστηκε στο οίκημα και στον αύλειο χώρο, που βρίσκονται κοντά στο παλιό εργοστάσιο Τζίβρε. Απίστευτες παρέες με συμμαθητές και συμμαθήτριες, με ξαδέλφια και ξαδέλφες με φίλες και φίλους, με γειτόνισσες και γείτονες, με τους πρώτους μας έρωτες. Βράδια που μας σημάδεψαν την ψυχή και θα μείνουν στη μνήμη μας για πάντα. Η αναφορά ονομάτων έγινε (αρκετά από κείνα τα άτομα δυστυχώς δεν βρίσκονται πια κοντά μας), για να διαφωτιστεί πλήρως η ιστορική πτυχή του θέματος. Γιατί η ΟΑΣΗ είναι για το Σουφλί ιστορία και μάλιστα μία ιστορία γλεντιού, χαράς και ξεφαντώματος. Τα πρόσωπα που συζητούν χορεύοντας μπλουζ, είναι φαντασικά, θα μπορούσαν όμως να είναι και πραγματικά. Φίλες και φίλοι, να είστε πάντα καλά! ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ |