|
«ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ» Σ' ένα απόμερο σπίτ' στο Σουφλί,κείνα τα χρόνια,ζούσαν μια μάνα μι τ' θυγατέρα τ'ς.Μάνα,που ήταν ήδη χήρα αρκετά χρόνια, μεγάλουσι αρκετά κι έτσ'αφανίσκι να παντρέψ τ' θυγατέρα τ'ς,που ήταν άβγαλτη, λίγου αγαθούτσκ' και δεν την είχε ακουμπήσει ως τότε άντρας. Η ζωή τους κυλούσε μονότονα. Ασχολούνταν με τις σπιτίσιες δουλειές,κεντούσαν τσεβρέδες και σεμεδάκια,έπλεκαν σιάρπες και όλα τα συναφή για την προίκα της κόρης.Κάπου –κάπου πάϊναν σι καμμιά γειτόνσα για μασάλια κι καφέ και σπάνια κατέβαιναν στην βόλτα,κάποιες Κυριακές ή μεγάλες γιορτές,πιο πολύ για να απολαύσουν το αγαπημένο τους γλυκό, που ήταν το ραβανί με παγωτό. Τον υπόλοιπο καιρό κάθουνταν συνήθως στου παραθύρ,όταν τελείωναν τ'ς δλιές κι κοίταζαν σαν τα κούχτια στου δρόμου,μήπως πιράσ' κανένας,απ' τη μια για να ξιμπιζιαρίσουν κι απ' τ'ν άλλ' για να μπανίσουν κανέναν καλό νταή,ελπίζοντας πως θα τουν τλύξουν. Νέμα που τέτοια τύχ! Συνήθως περνούσαν οι γνωστοί γεωργοί μι τα κάρα τ'ς, κάνα δυό τσιουμπάνδις μι τα κουπάδια τ'ς κι δυο-τρεις παπέοι που πάϊναν στ΄αμπιλούδια τ'ς για δλειά. Η θυγατέρα,που ονομάζονταν Μαρούδα, ίλιγι. -Αμάν ρε μάνα, δεν πιρνάει κανένας τ'ς προυκουπής! Ούλου γνουστοί νταήδις,παπέοι,κάρα κι γκατζιόλια! Κι μάνα τ'ς,που ονομάζονταν Χρύσου, την απαντούσι. -Τι καρτιράς μουρή χαμέν! Να πιράσ κανένας πρίγκιπας; -Ναι γιατί να μη πιράσ; Ιψές ίβλιπα ένα όνειρο,ότι ήρθι να μη χαλέψ ένα παλλ(ι)κάρ,ψ(ι)λό,νταβραντζμένου κι όμουρφου,μ' ένα μπαμπάτσκου άλουγου! Είνι καλό όνειρου μάνα; - Μην γανιάζ'ς ντιβανέδσα! Άμα έρθ μπάμπου Πουνιώτου,θα του εξηγήσ' του όνειρου! Νέμα πρώτα θέλ να πω τ' μπάμπου Ντιάντιου,να έρθ κανένα απόγιμα,να μας φκιάσ' κανένα προξενιό,γιατί συ αφανίσκις για γαμπρό! -Τι καλά!!! Μπράβου μάνα!!! Να έρθ,να έρθ!!! Μπάμπου Χρύσου ξέρ πουλύ κόσμου! Ως κ' απ' τα χουριά ξέρ παλλκάρια!
Έτσι ύστερα από τρεις μέρες,αφού εκλήθη,ήρθε στου σπίτ τ'ς θείας Χρύσους(=άλλ την αποκαλούσαν θεία κι άλλ μπάμπου) κι τ'ς Μαρούδας,η προξενήτρα μπάμπου Ντιάντιου! -Τι φκιάντι μουρή;Μέρες έχου να σας διώ!Μήπως αρρώστσι καμμιά; Ρώτησε προξενήτρα. -Όχ μουρή δάγκου τ'γλώσσα σ'! Ίσια- ίσια είμιστι καλά κι τούτ' χαμέν,παρλαντίσκι να βρεί γαμπρό! Απάντησε Χρύσου. -Μη του λές μουρή έτσ' του κουρίτσ! Στεναχωριέται του καημένου! Μια χαρά κουρίτσ είνι! Μπαμπατζ(ι)άνκου,μπιρμπίλκου κι αγνό! Έχ μια μικρή βαράδα,άμα τι να φκιάσουμι! Ούλ μπουρούν να είνι έξυπν; Μη γανιάζτι! Γω ξέρου ένα παλλ(ι)κάρ,καμμιά σαρανταπινταρά χρουνώ,που είνι καλός νοικουκύρς! Έχ πουλλά κατσίκια κι πουλλά άλλα ζώα!Έχ κι χουράφια σπαρμένα μι γκιουντζέ,για να ταΐζ του χμώνα τα ζώα! Δεν είνι όμως απ'έδου,αλλά απού ένα χουριό!Κ' απ' ότ' ξέρου, αυτός θέλ να πάρ τ' γναίκα τ', μαζί τ' στου χουριό,για ν' αρμέγ τα κατσίκια,να φκιάν τυρί κι να είνι σα βασίλισσα! -Να μας λείπ'!Να του χέσου άμα είμι τέτοια βασίλισσα!Τ'ς βασίλισσες τ'ς πυρητεύουν! Δεν αρμέγουν κατσίκις! Απάντησε αρτσιουμέν Μαρούδα. -Τότι πως θα σι παντρέψουμι,μουρή χαμέν; Ανταπάντησε προξενήτρα. -Να γω θέλω του γαμπρό,σόγαμπρο,γιατί θέλω να είμι μι τ' μάνα μ! -Εμ τότι δε γίντι έτσ' δλειά! Τότε παρενέβη μάνα Χρύσου και είπε στην προξενήτρα. -Φέρτουν συ Ντιάντιου,κι μπουρεί αυτή σερσέμου να τουν αρέσ' κι ν'αλλάξ γνώμ! - Άντι καλά,είπι προξενήτρα Ντιάντιου! Θα τουν πώ να έρθ' τ' άλλου του Σάββατου! -Να είσι κι συ μαζί,όταν θα έρθ' γαμπρός,είπι Μαρούδα στην προξενήτρα. -Καλά-καλά!,της απάντησε αυτή.
Τις μέρες που μεσολαβούσαν μέχρι το άλλο Σάββατο,μάνα κι θυγατέρα αφανίσκαν να καθαρίζουν κι να τακτοποιούν του σπίτ. Αντρέπουσαν να πατήσ'ς κατ', απ την καθαριότητα.Η δε Μαρούδα μπανιαρίζουνταν μι τ'ς ώρες την παραμονή. Το δε Σάββατο άλειψι τα μούτρα τ'ς μι μπούδρα κι πασαλείφκι μι μια φτηνή κολώνια χύμα, απού ψλά ως χαμπλά. Σ' έρθουνταν λιγουθυμιά απ' την βαριά μυρωδιά της κολώνιας.Η μάνα με καυστικό τρόπο σχολίασε: -Χαιβάν μάναχα που δεν ήπιις κολώνια! Μας πίνιξις μι τ'ς μυρουδιές!Κάηκι καταπένους 'ουμ!
Κατά τις πέντε το απόγευμα του Σαββάτου έφτασε στου σπίτ τ'ς μπάμπους Χρύσους κι τ'ς Μαρούδας, υποψήφιος γαμπρός. Δεν συνοδεύουνταν όμως απ' την προξενήτρα,αλλά απού τ'ν αδελφή τ'.Ο υποψήφιος γαμπρός,ήταν ψλός νταής,μαυρουχαρχαλιασμένους σα σουγούτ,μι μια μπαμπαρουμύτα κι κατ μπαμπάτσκις παλαμαρές,σαν φουρνόφκιαρα. Ήταν περίπου σαρανταπένε χρονών,αν και φαίνονταν μεγαλύτερος,γιατί ήταν ψμένους στη δλειά.Αντίθετα αδελφή τ' ήταν αφράτ κι είχι κατ μαγλίνις σα χάσκου ψουμί.Ήταν μπαμπατζιάνου γναίκα,αχλάνσα κι φαρδουκόκκαλ,μι μεγάλου μέτωπο.Αυτή ονομάζουνταν Θανάσου κι αυτός Πασκάλς και κατοικούσαν σε ένα χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου.Μόλις τ'ς είδ(ι)ι του σκλί,ξιπατώθκι ν' αλυχτάει.Πασκάλς επειδή ήταν τσιουμπάνς κι ήξιρι απού σκ(ι)λιά,του χούιαξι κι αυτό έφκι κουσιάζουντας.Έτσ' έφτασαν στην εξώπορτα κι τ' βάρισαν μ' ένα χιρούλ.Μπάμπου Χρύσου άνοιξε την πόρτα,κτάζουντας μι περιέργεια. Απού πίσου τ'ς ήταν Μαρούδα,που τ'ς κοίταζι κ' αυτή σαν καμπόβουιδου!Απ' τις γκριμάτσες του προσώπου τους,ήταν εύκολο να απκάσ κανείς, ότι οι δυο γναίκις δεν ενθουσιάστηκαν ιδιαίτερα. Τα δύο αδέλφια μόλις μπήκαν στο σπίτ,ένιωθαν την ίδια αμηχανία με τις δύο οικοδέσποινες.Αφού τους καλωσόρισε Χρύσου και αφού Πασκάλς πρόσφερε ένα τινικούδ τυρί,ως δώρο επισκέψεως,είπε: -Ήρθαμε! -Σας είδιαμι!,είπι Χρύσου! -Ιδώ κάθιστι;,ρώτσι αμήχανα Πασκάλς! -Για να μας βλέπς ιδώ,ιδώ κάθουμιστι! Είπι Χρύσου. Σιγά- σιγά αρχίνσαν ούλ να παίρνουν θάρρος και αφού συστήθκαν,ρώτσι Μαρούδα: -Γιατί δεν ήρθι θεία Ντιάντιου, προξενήτρα μας; -Μια συμπιθέρα τ'ς που ζάει στου χουριό μας,είπι πως δεν θα έρθ μαζί μας, γιατί πρέπ να φκιάσ ενέσεις σι τρεις μπάμπις κι να βαν βεντούζις στουν πάπου Κόλια,είπι αδελφή τ'γαμπρού. -Γιασταμμέν είνι Ντιάντιου! Άμα τ'θέλς πουλύ να έρθ,δεν έρθιτι! Νέμα ,άμα δεν τ'θέλς χίτ(ι)ς,μπερδεύιτι στα πουδάρια σ'!,ανταπάντησε μπάμπου Χρύσου. -Άντι μαρή,τι να την κάνουμι! Ότ' θέλτι να ρουτήστι,ρώτατι μένα,είπε παρεμβαίνοντας Θανάσου. -Άντι ντε, πες μας για τουν αδιλφό σ'!Θέλουμι να ξέρουμι για τ'αυτόν! Τι γκτζιούν στου τσφάλ θα πάρουμι;,είπι Χρύσου. -Τα λές,άμα τα λές πουλύ καμπάδκα κυρά Χρύσου!, είπι Θανάσου και συνέχισε λέγουντας για τουν αδιλφό τ'ς. Να αδιρφός ΄ουμ είνι καλό πιδί,πουλύ ταμαχκιάρς κι φιλότιμους.Έχ 150 κατσίκις,δέκα πουρτσέοι,μια γιλάδα,δυό γκτζιούνια,δέκα μπίμπις κι καμμιά πινηνταρά κότις.Έχ κόμα κι καμμιά εικουσαρά στρέμματα χουράφια που τα βάν γκιουντζέ,για νάχουν τα ζώα ταΐ του χμώνα! Κάθουμιστι μαζί σ' ένα μεγάλο σπιτ στου χουριό κι κουντά είνι σαιάς, σταύλος κι τα υπόστεγα μι τα ζώα. -Άααα,κάτα καλά ζώα,έχτι στου χουριό!, είπε Χρύσου. -Ναι,ναι!, επιβεβαίωσε Πασχάλς. -Σώπατι ρε πιδί,χουράτιψι τούτους!, είπι Χρύσου. -Είνι αντρουπαλός,είπι Θανάσου και συνέχισε.-Σεις τι έχτι;Τι θα δώστι για προίκα; -Θα δώσου του κουρίτσι μ! Άντρας δεν τ' ακούμπσι κόμα! Θα δώσω ακόμα δέκα χρυσές λίρις,δυό τσιόλια,σεμεδάκια κι τσεβρέδες κιντμένα,δυό μεταξουτές κουβέρτις, δέκα πιτσέτις,δυό μπαμπάτσκις κουρελούδις,δυό ντουζίνις πιάτα,τρεις κατσαρόλις κι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι! -Καλά είνι,όριξ για δλειά νάχ του κουρίτσ,για να ξικουράζ τουν Πασκάλ! Καημένους αδιρφός 'ουμ ξιπατώθκι στ' δλειά. Έχ ν' αρμέξ τόσις κατσίκις,να τ'ς βγάλ στου μπαΐρ για βουσκή,να τ΄ς ξιγιννήσ',να τ'ς καθαρίσ,να γκβαλήσ' του γάλα,να του ντουμπουλήσ',να φκιάσ γιαούρτ κι τυρί!Κ' έχ κι τα χουράφια μι του γκιουντζέ.Να τουν κόψ μι την κόσα,να τουν ηλιάσ,να τουν φκιάσ μπάλις,να τ'ς γκβαλήσ στ'ν απουθήκ! Τι πρώτου να φκιάσ καημένους! Ξιπατώθκι φουκαράς!Βέβαια κι γω βοηθώ,έχουμι κ' ένα τσιουράκ,αλλά τα ζώα είνι πουλλά κι δλειές παραπανίσις.Για τ' αυτό Μαρούδα,άμα είνι εργατική,θα μας βουηθήσ' πουλύ! -Μαρούδα μ' δεν είνι καλπαζάνου!Σαν του σκλήκ ούλου ανακατεύιτι,αλλά θέλ πουλύ να'νι μαζί μ'! Δεν θέλ ντιπ,να πάει αλλού κι να μι αποχωριστεί! Σαράντα χρόνια είνι δίπλα μ! -Άααα,τότι του πράμα αλλάζ! Άμα δεν έρθ μαζί μας δεν μπουρούμι να φκιάσουμι χουριό! -Ας μη τα σκουρπίσουμι τόσου γλήγουρα! Γω θα πουλιουμήσου να τ'ν αλλάξου γνώμ!Να πούμι τα πιδιά να πάν στ' μέσα κάμαρα,να τα πουν καθαρά κι ξάστερα,να γνωριστούν καλύτερα,γιατί ιδώ θάματ αντρέπουντι,για τ' αυτό κτάζουντι σαν τα χαϊβάνια! Τότε η Χρύσου προέτρεψε τ' Μαρούδα κι τουν Πασκάλ να παν στο μέσα δωμάτιο,να τα πουν καλύτερα,ενώ ταυτόχρονα σκώθκι να φκιάσ καφέ,για να πιουν μι τ'Θανάσου. Και εκεί που τάλεγαν αμέρινμες πίνοντας απολαμβάνοντας Ελληνικό καφέ σε χοντρό φυλτζιάν,ακούν τ'Μαρούδα να φανάζ δυνατά και αγανακτισμένα κι να κουσιάζ απ' τη μέσα κάμαρα προς το σαλόν, δηλαδή προς τη μάνα της! -Τι έπαθις μουρή ξίκου; Ντάβανους σι τσιούμπσι; Τη ρώτσι μάνα τ'ς. -Καλύτιρα ντάβανους να μη τσιουμπούσι,παρά να είμι μι τ'αυτόν τουν αχράναρου!,είπε με οργή και αποφασιστικότητα Μαρούδα. -Γιατί μουρή τι σ' έφκιασι! -Τι να μι φκιάσ! Ικεί που κίνσαμι να τα λέμε,άπλουσι τ'ς χιρούκλις,που είνι σα φουρνόφκιαρα κι μι χούφτουσι! Κι του χειρότιρου, έβγαλι κι του πράμα τ',φόβιου πράμα σας λέου!Να τ'ς πεις μάνα να γκριμστούν κι να φύυγουν! Δεν τ'ς θέλου ιδώ! Ούτι πρόκειτι να πάω γω στου χουριό τ'ς! Αυτός θα μη χαντακώσ'! Ενώ έλεγε αυτά ήρθε από μέσα κι Πασκάλς. -Τι είνι αυτά που λέει αδιλφέ για τη σένα, Μαρούδα; Ρώτησε τουν Πασκάλ,Θανάσου. -Να δεν είνι έτσ! Τ'ν ακούμπσα λίγου,ικεί που τάλιγαμι,γιατί μι φούντουσι κι αυτή αρχίνσι να μπαγ(ι)ρντίζ! -Θάματ τ' χούφτουσις,για τ'αυτό αυτή ξιπατώθκι να φανάζ! Είπε παρεμβαίνοντας Χρύσου. -Όχ κυρία Χρύσου!,επέμενε αυτός. -Ψέμματα λέει πρόστυχους!,φάναζι Μαρούδα.- Γω μι τ' αυτηνούς δεν παένου! Η Χρύσου και η Θανάσου πουλιόμσαν να τ'ν αλλάξουν γνώμ κι έβαλαν τουν Πασκάλ να ζητήσ συγγνώμη,αλλά η Μαρούδα ήταν αμετάπειστη! Έτσ πήραν τ'ν απόφαση να παένουν Πασκάλς κι Θανάσου για του χουριό τ'ς ,παίρνοντας το τελευταίο λεωφορείο. Έτσι το προξενιό απέτυχε κι μάνα Χρύσου μι τ' θυγατέρα τ'ς τ' Μαρούδα, απόμναν πάλι μαναχές. -Ντιβανέδσα,γιατί φάναζις τόσου πουλύ! Μι κατάσκιαξις! Μπιζέρσα να φτω τουν κόρφου μ'!Είδι(ι)ς έφκαν τώρα κι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν! Γω πστεύου πως θα πισμανέψς,αλλά θα είνι τότι πουλύ αργά κι θα βαρνάς την κιφάλα σ'!,είπι μάνα στ' Μαρούδα. Κι Μαρούδα απάντσι. -Δεν θα πισμανέψου μάνα! Άμα είνι να χαντακουθώ μ'έναν τέτοιου αχράναρου,χίλια χρόνια να είμι ιδώ!Αχρανιά τ' φάνκι απ' τ'ν αρχή! Αντί να φέρ λουλούδια,ίφιρι τινικούδ μι τυρί! Ύστρα όταν πήγαμι μέσα,αντί να πεί κανένα γλυκόλογο, σαν τ' αυτά που λέν ηθοποιοί στου περιοδικό «ΦΑΝΤΑΖΙΟ»,αυτός σερσέμς ίλιγι πως έχου καλά καπούλια!Μακρά απ' τ' αυτόν! Χίλιες φορές μαζί μι τη σένα που μ'αγαπάς! -Ναι κουρίτσι μ'σ' αγαπώ κι άς σι μαλώνω! Κι γω μι μσό μάτ' τουν ίβλιπα! Μπέτκους νταής!Σουρλούτας κι μαυρουχαρχαλιασμένους! Άντι, να πάν στου καλό! Ντιάντιου, θα μας βρεί κανέναν άλλου γαμπρό! Συγκινημένη η Μαρούδα,αγκάλιασε τη μάνα της κι έκλαιγε από χαρά! -Μουρή χαμέν μη κλαίς! Άντι κι μένα μ'έκανες να βουρκώσω,ντιβανέδσα!
Σουφλιουτούδις,Σουφλιώτσις κι Σουφλιώτ, πιθανόν να στενοχωρεθήκατε με την μη αίσια έκβαση του προξενιού. Αφού όμως αυτό το προξενιό δεν θα έδινε ευτυχία στη Μαρούδα,αλλά θα τη έκανε δυστυχισμένη,καλύτερα που απέτυχε!Φυσικά υπάρχουν σχέσεις και γάμοι, που κάνουν και τους δύο συντρόφους ευτυχισμένους,όχι στιγμιαία,αλλά διαχρονικά! Στην περίπτωση αυτή αξίζει να υπάρχουν!Διαφορετικά καλύτερα νάσι μαναχή ή μαναχός κι να'χς του κιφάλ σ' ήσυχου! Νάστε όλοι καλά! Και μην ξεχνάτε: Να αντιμετωπίζετε τις δυσκολίες με θετική διάθεση και όσο μπορείτε να απολαμβάνετε τη ζωή,γιατί η ζωή είναι σύντομη! Οποιαδήποτε ομοιότητα με γεγονότα,ονόματα και επαγγέλματα,είναι εντελώς συμπτωματική. ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ
|
«ΣΤΑ ΠΑΓΚΥΡΙΑ»
Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα παγκύρια(=πανηγύρια) στα χωριά γύρω από το Σουφλί,ήταν ένας σπουδαίος θεσμός, που δεν είχε μόνο θρησκευτική φυσιογνωμία,αλλά ήταν συγχρόνως ένας θεσμός πλατιάς λαϊκής συμμετοχής με εμπορικό,ψυχαγωγικό και πολιτιστικό περιεχόμενο. Σε όλα τα χωριά γύρω από το Σουφλί γίνονταν παγκύρια,τη μέρα που γιόρταζε ο προστάτης τους Άγιος ή η προστάτιδά τους Αγία και την παραμονή της γιορτής.Μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον είχαν τα πανηγύρια του καλοκαιριού,γιατί ο κόσμος συμμετείχε μαζικά,χωρίς την απειλή ακραίων καιρικών φαινομένων και γιατί το καλοκαίρι,εκείνα τα χρόνια,ήταν για τον πολύ κόσμο,η αγαπημένη και ευλογημένη εποχή από το Θεό. Έτσι τα παγκύρια του καλοκαιριού,ιδίως σε χωριά που ήταν κοντά στο Σουφλί,είχαν ένα ιδιαίτερο χρώμα και μια ιδιαίτερη αίγλη.Τέτοια ήταν στο Πουρτουκκλήσ'(Πρωτοκκλήσι) κι στου Κουφ(=Λυκόφη),τον Δεκαπενταύγουστο,παραμονή και ανήμερα και στην Κουρνουφουλιά(=Κορνοφωλιά), 22 και 23 Αυγούστου,στ' εννιάμερα της Παναγιάς.Μεγάλα παγκύρια γίνουνταν στο Τυχερό,τέλος Αυγούστου κι στις Φέρρες,του Σταυρού,αλλά αυτά δεν είχαν τόσο μεγάλη σημασία για τους Σουφλιώτες.Κάποιοι φυσικά πήγαιναν και σ'αυτά ,όπως και στα παγκύρια των Λαγυνών,της Λύρας και του Πέπλου. Τα παγκύρια όμως του Πρωτοκκλησίου,υης Δαδιάς,αλλά κυρίως της Λυκόφης και της Κορνοφωλιάς,κατακλύζονταν από Σουφλιώτες,κάθε ηλικίας. Απ' το απόγευμα της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου,οι Σουφλιώτες τραβούσαν για του Κούφ με κάρα ,που τα έσερναν γιλάδια,άλουγα, μουλάρια κι βόδια κι μερικοί πήγαιναν ανιβασμέν' σι γκατζιουλούδια.Κάποιοι πιο ταλαίπωροι πάϊναν μι τα πουδάρια.Πότι φτάν'ς στ'ν ανάβρα μι τέτοια ζέστα! Άααά! Άναβαν τα ταμπάνια τσ' κι φουλτάκιαζαν πατούσις κι τα δάχλα. Ιδίως του μπάσπαρμακ γένουνταν σα χιλουνίσιους γκαγκάς.Μερικοί πάϊναν μι πουδήλατα κι έβγινι γλώσσα τσ'σαν παντόφλα. Άλλ'τραβούσαν μι μηχανάκια,κατ'παλιά τύπου floretta kai zuntap,που ακούουνταν σαν πατλακούφια κι γιόμζαν τουν τόπου καπνό απ' τσ' εξατμίσεις.Κάποιοι ανέβιναν σε λεωφορεία,κάτ λεωφορεία παμπάλια,που επειδή κουνούσαν πολύ,κάτ κζάνια κι κάτ μπάμπις,παρλαντίζουνταν να ξερνούν.Αρκετοί απ' τους επιβάτες ήταν όρθιοι και στα απότομα φρεναρίσματα ντικτούσαν μπρουστά κι για να μην πατλακήσουν κάτ' σαν μπουμπλιάτσκις,τσακώνουνταν απ' τα κιφάλια κι τσ' ράχις των μπροστινών.Πολύ λίγοι,από τους «έχοντες», πήγαιναν στα παγκύρια με κάποιο απ' τα δύο αγοραία που υπήρχαν τότε στο Σουφλί.Τότε ο πολύς κόσμος θεωρούσε τα TAXI=ΑΓΟΡΑΙΑ, μέσο πολυτελείας και αυτούς που ανέβαιναν για μετακίνηση σε μικρές αποστάσεις,τους θεωρούσαν καλπαζάνδις.Τέλος ελάχιστοι απ' τους πλουσιώτερους, διέθεταν δικά τους αυτοκίνητα-τότε δεν τα έλεγαν αμάξια,αλλά κούρσες-.Οι νεώτεροι απ' αυτούς «πουλούσαν μούρη» και «το έπαιζαν» γκομενιάρδις. Στα εννιαήμερα της Παναγιάς, 23 Αυγούστου και το βραδάκι της παραμονής,Σουφλιώτδις κνούσαν να παένουν στου Μαναστήρ της Παναγιάς που βρίσκεται ένα χιλιόμετρο περίπου βόρεια της Κορνοφωλιάς.Επειδή όμως δρόμους απ' την Κορνοφωλιά ως του Μαναστήρ ήταν χωμάτινος,όσ' πάϊναν μι τα πουδάρια ή με κάρα ή με πουδήλατα, έτρουγαν τόσου ντουμάν που φούσκουναν σα νταούλια. Και επειδή παραπάν' ήταν γιδρουμέν', ακουλνούσι του ντουμάν στα μούτρα τσ' κι γένουνταν σαν καταδρομείς με παραλλαγή. Ιδίως οι πιο μπέτκ'(=άσχημοι) γίνονταν σαν μπατσαρέοι. Οι περισσότεροι απ' όσους πάϊναν στα παγκύρια,η πρώτη ενέργεια που έκαναν ήταν να προσκυνήσουν την εικόνα του εορτάζοντος Αγίου ή της εορταζούσης Αγίας. Έβαναν σ' ένα μπουκαλούδ λίγο Αγιασμό,νίβουνταν κιόλας τρείς φορές ανάποδα κι ύστρα αρχινούσαν να κόβουν βόλτες.Πάϊναν,έρθουνταν λάπαρ-κιούπαρ κι κάποιες γναίκις σήκουναν του γκαγκά τσ' κι κνούσαν τα κουλιά τσ'κι σαλαντίζουνταν ντάσταρα-μπούσταρα.Παραπάν απ' τ' αυτές ήταν ντουστζμένις κι στουλσμένις σαν λατέρνις,όμως κι κάποιοι σιρκοί δεν πάϊναν παρακάτ'. Ήταν κι αυτοί περιποιημέν, έβαναν στου μαλλί μπριγιαντίν για να γυαλίζ κι μπαμπάκουναν κι κολώνια ΜΥΡΤΩ ή χύμα κολώνια,για να μουσκουμυρίζουν. Νέμα ,όσ' ήταν άπλυτοι κι του σώβρακου τσ' έπιανι κόρα απ' τ' λέρα,όση κολώνια κι να έβαναν, άμα πιρνούσαν από κουντά σ' βρουμούσαν σα μπουρσούκια. Κάποιες κοπελιές βέβαια ήταν πουλύ όμορφις κι ντουστζμένις κι μουσχουμυριστές. Αυτές έφκιαναν τσ'συρκούς να τρέχουν τα σάλια τ'ς κι να γκουρλώνουν τα μάτια τ'ς. Κι απ' τη μια κι απ' την άλλ' πλευρά του δρόμου ήταν παρκαρισμέν' ψιλικατζήδις,παιχνιδάδις,παγωτατζήδις,μικρά συνεργεία που παρασκεύαζαν κι πλούσαν «μαλλί της γριάς»,πατλάκις κι λουκουμάδις κι σουβλατζήδις που έψηναν σουβλάκια και υπέροχα Σουφλιώτικα λουκανκούδια! Αλήθεια πόσο νόστιμα ήταν ή μας φαίνονταν κείνα τα λουκανκούδια που ψένουνταν στα κάρβουνα! Ακόμα και τώρα που τα γράφω αυτά, ύστερα από τόσα χρόνια,τρέχουν τα σάλια μ',απ' εκείνη τη νοστιμιά και από κείνη τη μαγική τσίκνα! Ίσως έπαιζε ρόλο που νηστεύαμε μέρες πριν,ίσως το ότι τρώγαμε λουκανκούδια σπάνια,ίσως το ότι η ποιότητα των οικολογικών εκείνων κρεάτων ήταν ασυγκρίτως ανώτερη απ' αυτή των σημερινών κρεάτων.Για όλους αυτούς τους λόγους,τα πανγκυρτζίδκα τα λουκανκούδια ήταν υπέροχα! Όλοι αυτοί οι πλανόδιοι πωλητές προσπαθούσαν να έλξουν τον κόσμο που βόλταρε με τις φωνές τους,με χειρονομίες,με έντονο φωτισμό από λάμπες ασετυλίνης και με διάφορα άλλα εφέ που σκαρφίζονταν. Ήταν εκεί παγωτατζήδις που πλούσαν χωνάκια παγωτό. Κάπου εκεί είχε παρκαρισμένο το αυτοκινούμενο καροτσάκι του ο μπαρμπα Χρήστος Τζ.,ένας γλυκός και μειλίχιος βιοπαλαιστής.Πλούσι μπαλόνια,ντιουντιουκούδις,πλαστικά σφυριά,τινικιδένια ζιαπκούδια,πλαστικά αυγά που είχαν μέσα λαχεία,γκαζόζια κι πουρτουκαλάδις που τσ' είχι μέσα σι μια αυτοσχέδια παγωνιέρα. Πλούσι ακόμα στρακαστρούκις, παστέλια,τσίχλες,σοκολάτες,γλιφιντζούρια,γλυκά «αραπάκια» και σπόρια. Ήταν ακόμα εκεί κ'άλλοι παζαρτζήδες,μια θεία Παγούνου,θεία Βαγγιλιώ που πλούσι πλό(=πηλό),θείους Τάκης που πλούσι μαλλίσις φανέλλις,σκελέες,κάλτσες κι σώβρακα. Παραδίπλα,επιβλητικό πάγκο με «φο μπιζού»,κοσμήματα,μπιχλιμπίδια,πιχνιδούδια για κζάνια κι πιδούδια και άλλα τέτοια πραματούδια φανταχτερά,είχαν θείους Μουτιός μι του Λάκη.Τα φανταχτερά αυτά μπιχλιμπίδια και στολίδια,όχι ιδιαίτερα ακριβά, δημιουργούσαν έλξη και επιθυμία απόκτησης στον κόσμο που τα περιεργάζονταν. Μάλιστα κατ' πιλιβάνδις, που γάμπριζαν,αλλά δεν είχαν στ' τσέπη τ'ς,ούτε δραχμή τσακιστή,πάϊναν στου θείου Μουτιό,κι δήθεν ρωτούσαν,πόσο φκιάν του ένα,πόσο φκιάν του άλλου,ώσπου γκρέμζαν «κατά λάθος» το κουτί με τα δαχτυλίδια κι καβραντώντας μερικά, τα έχωναν στις τσέπες τους και μετά το έβαζαν στα πόδια.Τότι θείους Μουτιός μαζί μι του Λάκη,τον βοηθό τ' κυνηγούσαν τα πιδούδια αυτά κι άμα τσάκουναν κανένα του πατσάρζαν γιρά. Μάλιστα θείους Μουτιός είχι μια τρανή τζιουμάκα,κυρίως για αμυντικούς λόγους. Αλίμονο σε όποιον έπεφτε αυτή η τρανή τζιουμάκα! Στα παγκύρια στου Κουφ κι στην Κορνοφωλιά συμμετείχαν,παλεύοντας για το μεροκάματο, γύρω στα 1977 και μετά μπάρμπα Λάμπης μι την καντίνα τ',κάνα δυό άλλα Σουφλιουτούδια που πλούσαν ρόξ κι σταφιδόψουμα και μπουζατζής, που με την στάμνα κι του τσιαρδί,ζωσμένοος με μια μεταλλική θήκη,που περιείχε τρία γυάλινα ποτήρια,πλούσι τον περίφημο μπουζά. Στα παγκύρια συμμετείχαν όλες οι ηλικίες. Σημαντικότερη όμως συμμετοχή είχε η νεολαία.Έτσι στις ατέλειωτες βόλτες,δίνονταν οι ευκαιρίες για πειράγματα και για την έκφραση κάποιων ερωτικών συναισθημάτων σκιρτημάτων.Φυσικό ήταν να ξεκινούν και φλερτ,που οδηγούσαν σε σοβαρές σχέσεις και πολλές φορές σε γάμους, ανάμεσα σε Σουφλιώτες και σε Κουφιώτσις,Δαδιώτσις,Πουρτουκκλησιώτσις κι Κορνοφουλιώτσις. Την παραμονή της γιορτής, τα παγκύρια κρατούσν όλη νύχτα. Γύρω στις μία μετά τα μεσάνυχτα,η βόλτα αραίωνε πολύ και γιατί άλλοι έφευγαν για τα σπίτια τσ', ( Αλήθεια τι ζόρ ήταν να γυρίσ'ς μι τα πουδάρια απ' του Κουφ ή κόμα κ' απ' την Κορνοφωλιά στο Σουφλί!), ενώ οι πιο τυχεροί πήγαιναν και κάθονταν σε τραπέζια, στα καφενεία των χωριών, που είχαν μετασχηματιστεί σε χορευτικά κέντρα,για δύο ή τρείς βραδιές.Στα καφενεία αυτά, έπαιζαν ζωντανή μουσική λαϊκές ορχήστρες και οι τυχεροί θαμώνες, που κάθονταν στα τραπέζια έπιναν,έτρωγαν μπριζόλες,σουβλάκια,σιουτζιούκια και κΙφτέδες και χόρευαν ξεφαντώνοντας ως τις πρωϊνές ώρες.Το κέφι ήταν μεγάλο και οι συμμετέχοντες θαμώνες έφευγαν κατενθουσιασμένοι.Στην Κορνοφωλιά,τα κέντρα «ΒΙΕΝΝΗ», και « ΝΙΚΟΛΗΣ»,ήταν οι αιχμές του δόρατος της διασκέδασης, ενώ στου Προυτουκκλήσ' κι στου Κουφ, ο κόσμος ξεφάντωνε σε «καφενεία-μουσικοχορευτικά κέντρα» που βρίσκονταν στις πλατείες. Το βράδυ της γιορτής,όλη αυτή η διαδικασία της παραμονής,δηλ. η τελετουργία,η βόλτα,τα ψώνια,το φαγοπότι και η διασκέδαση, επαναλαμβάνονταν, σε μικρότερη όμως ένταση. Έτσι γύρω στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα, οι τελευταίοι ντόπιοι,αλλά και οι Σουφλιώτες έφευγαν, αφήνοντας πίσω τους το λαμπερό και πολύβουο ντεκόρ των πανηγυριών και παίρνοντας μαζί τους όλες αυτές τις θαυμάσιες εντυπώσεις,από δυό βραδιές υπέροχες. Αυτές οι όμορφες αναμνήσεις θα τους συντρόφευαν τις κρύες νύχτες του χειμώνα,ως τα επόμενα πανηγύρια του επόμενου καλοκαιριού. Σήμερα γίνονται και πάλι πανηγύρια στα περισσότερα χωριά,την παραμονή,αλλά και ανήμερα της γιορτής του προστάτη τους Αγίου ή της Προστάτιδός τους Αγίας. Μερικά μάλιστα έχουν πλούτο προϊόντων,μέσων και εφέ,ικανών να εντυπωσιάσουν πρόσκαιρα.Σε μερικά η συμμετοχή του κόσμου εξακολουθεί να είναι μεγάλη.Πηγαίνει πολύς κόσμος στις Εκκλησιές για να προσκυνήσει,άλλοι πηγαίνουν για βόλτα,άλλοι για να διασκεδάσουν. Μα είναι φανερό πως κάποια πράγματα λείπουν! Λείπει ίσως η διάθεση,ο ενθουσιασμός,εκείνο το πρωτόγνωρο πάθος,εκείνη η μοναδική λάμψη στις φευγαλέες ματιές, που αντάλασσαν τότε οι συμμετέχοντες. Λείπει ακόμα εκείνη η τελετουργία της προσμονής των πανηγυριών, στις εφηβικές μας τότε ψυχές. Θέλαμε τόσο πολύ να πάμε,να αγοράσουμε με το πενιχρό μας βαλάντιο ένα δαχτυλίδι απ' τους παζαρτζήδες, για να το χαρίσουμε στο κορίτσι που αγαπούσαμε. Λείπουν όμως και άλλα ουσιώδη πράγματα, όπως είναι η αμεσότητα,ο αυθορμητισμός,τα αληθινά γελαστά πρόσωπα,που αντανακλούσαν έναν εσωτερικό κόσμο ανθρώπων που πραγματικά γιόρταζαν! Χάθηκαν δυστυχώς η διάθεση,η αμεσότητα και η γνησιότητα των συναισθημάτων,γιατί τα περισσότερα τυποποήθηκαν,αλλοτριώθηκαν και ισοπεδώθηκαν στην σύγχρονη εποχή των αντιφάσεων και της φρενήρους εξέλιξης της τεχνολογίας. Η αναφορά επαγγελματικών ιδιοτήτων και προσώπων με το μικρό τους όνομα ή ανώνυμα,γίνεται για να φωτιστεί καλύτερα ο κόσμος των πανηγυριών εκείνης της εποχής. Επαναλαμβάνω ακόμα μια φορά,ότι σέβομαι απόλυτα την προσωπικότητα των προσώπων,που αναφέρονται στα κείμενά μου. Με εκτίμηση προς τις εκλεκτές αναγνώστριεςκαι στους εκλεκτούς αναγνώστες, Σουφλιώτες ή μη Σουφλιώτες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ
|
ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ Η ενισχυτική διδασκαλία,ένας θεσμός που είχε καθιερωθεί για χρόνια στο δημόσιο σχολείο,φέτος λόγω της οικονομικής κρίσης,δεν ξεκίνησε.Με δικές μου όμως παρεμβάσεις και με την ομόφωνη απόφαση επτά σοφών Σουφλιωτολόγων,μεταξύ των οποίων Θανάϊσς Νταλ.,Πουστόλς Τσ.,Γιαννάκς Μαν. κι Θόδουρης Σαλ.,συστήθηκε επιτροπή της Σουφλιώτικης γλώσσας, με σκοπό να την ξαναθυμηθούν οι παλιοί και να την μάθουν οι νεώτεροι. Οι συμμετέχοντες στην ενισχυτική διδασκαλία Σουφλιώτες εκπαιδευτικοί,πήραν εντολή από την επταμελή επιτροπή σοφών,να διδάξουν στους μαθητές τους λέξεις,φράσεις,προτάσεις,περιόδους και ενότητες και ταυτοχρόνως να τις μεταφράζουν στη νέα Ελληνική, εάν είναι δυνατόν κατά λέξη.Τα διδασκόμενα θέματα,δίνονται αριθμημένα και το προηγούμενο δεν έχει νοηματική σχέση με το επόμενο.Τα θέματα αναφέρονται σε πρόσωπα,πράγματα και καταστάσεις της Σουφλιώτικης πραγματικότητας.Στόχος όμως της επιτροπής είναι πρωτίστως η εμπέδωση και εμβάθυνση της Σουφλιώτικης γλώσσας και δευτερευόντως η απόκτηση γνώσεων. Tο μάθημα λοιπόν αρχίζει: Α)Ζουρλαντίσκ(ι)α,ζουρίσκ(ι)α = Δυσκολεύτηκα,ζορίστηκα. Κουϊτής=απάνεμο μέρος, Κρατσούνας=κεφάλας Μόλεμα=(κυριολεκτικά)μολυσμένο σκουπίδι (μεταφορικά)παλιοχαρακτήρας μπουμπνώ=χτυπώ δυνατά ξιτσούφα=υπόκωφος πορδή κοτσ'=αρσενικό πρόβατο μπλούντα=:άγριος μεταξοσκώληκας,που κατατρώει φυλλώματα πεύκων και γενικά πράσινων δέντρων. Β) «Παλιόκζανου κάτσι κάτ' να μη σι λακρίσου»,φάναξι δάσκαλους.Μετάφραση: «Παλιόπαιδο κάθησε κάτω να μη σε χτυπήσω στο σβέρκο»,φώναξε ο δάσκαλος. Γ) «Τουν μπούρτζι κλιά τ' κι ύστρα αρχίνσι να κλάν. Λίγου αργότιρα τουν τσάκουσι ριπιτί κι αρχίνσι κι να ξιρνάει.Μετάφραση: Τον πονούσε έντονα η κοιλιά και έτσι άρχισε να κλάνει.Λίγο μετά τον έπιασε ισχυρή διάρροια,ενώ ταυτόχρονα έκανε και εμετό.(=είχε συμπτώματα οξείας γαστρεντερίτιδας). Δ) Μπάμπου Δήμητρα Λουγ. μπαμπάκουνι γιακ(ί) στσ' αγ(ι)ρτζμένις βραχιόνις κι στ αγ(ι)ρτζμένα τα κότσια. Μετάφρ.: Η γηραιά κυρία Δήμητρα Λογ. έβαζε ένα ειδικό, δικό της σκεύασμα από αυγά,μαστίχα και τριμμένο σαπούνι, στους βραχίονες των χεριών και στα σφυρά των ποδιών,που είχαν υποστεί διαστρέμματα. Ε) Πούρτσιους τσ' μπάμπους τσ'Βαγγιλούδας ξιπατώθκι ν'αγκαστρών κατσίκις.Κι για να είνι παραπάν αζγκίνς, μπάμπου τουν τάϊζι πουρτουκαλόπιτσις.Μετάφρ. Ο τράγος της γριάς Ευαγγελίας καθιστούσε κατά συρροή, πολλές κατσίκες εγκύους.Για να έχει ορμές και αντοχές, η γριά τον τάϊζε φλούδες πορτοκαλιού. ΣΤ) Πουστόλς Τσ. τ'σ πιρνούσι ούλνους στου ταράσ σι μυδαλιές κι καρές.Μετάφρ. Ο Απόστολος Τσ.τους ξεπερνούσε όλους στη συγκομιδή αμυγδάλων και καρυδιών,από ξένες αμυγδαλιές και καρυδιές. Ζ) Του πιδούδ καβραντούσι γκόρτσα απού μια ξέν γκουρτσιά.Όταν τουν πήρι χαμπάρ μπιχτσής,αρχίνσι να τουν κουσιάζ.Του πιδούδ κίνσει να κουσιάζ κι όταν πιρδικλώθκει σι μια βατσνιά,απ' του φόβου τ' κατούρσει πκάτου τ.Μετάφραση:Το μικρό παιδί έκλεβε γκόρτσα(=μικρά άγρια φρούτα,συγγενικό είδος με τα αχλάδια,πιο υποβαθμισμένα).Το παιδάκι άρχισε να τρέχει,αλλά σκόνταψε σε μια βατσινιά(όπως βατομουριά) και από το φόβο του ούρησε πάνω του. Η) Όταν βήκαν στου τελιάν,τσ' παραλάτσει αέρας.Μεταφρ.Οταν βγήκαν στο ανοιχτό μέρος τους χτυπούσε από παντού ο δυνατός αέρας. Θ) Απού βραδύς έριξι ψιχάλα κι βήκαν σιαλαρέοι κι ζιαπκέοι,που παρλαντίσκαν να τραϊδούν.Μετάφρ:Χθές το βραδάκι έπεσαν ψιχάλες και βγήκαν τα σαλιγκάρια και τα βατράχια που τραγουδούσαν δυνατά και ακατάπαυστα. Ι) Θανάϊσς Ντ.σιργιάνζει για χρόνια ένα γκατζιουλουμούλαρου κι ένα άλουγου ασαμάρουτα,φορώντας χμώνα-καλουκαίρ αρβύλες κι χλέν.Κόσμους τουν έπιρνε για να τσιουλίσ τσ' μυδαλιές κι τσ'καρές,αλλά κι για να μπουρντίσ' γκτζιούνια.Μεταφρ:Ο Θανάσης Νταλ.βόλταρε για χρόνια στους δρόμους του Σουφλίου,σέρνοντας έναν ημίονο και ένα άλογο,ασαμάρωτα.Φορούσε σχεδόν πάντα αρβύλες και μία χλένη(=βαρύ και μακρύ στρατιωτικό πανωφόρι της εποχής του 1940).Οι Σουφλιώτες τον προτιμούσαν για το τίναγμα αμυγδαλεών και καρυδιών,καθώς και για τον ευνουχισμό γουρουνιών. ΙΑ)Μπαρμπαντώνς προξένευε στου Δημητάκ μια χήρα απ'του Κούφ. Ίλιγι πως χήρα είνι μπαμπατζιάνου,αχλάνσα,γήμιρ κι φαρδουκόκαλ.Μετάφρ.:Ο κυρ Αντώνης έκανε προξενιό στο Δημήτρη μια χήρα απ'τη Λυκόφη.Η χήρα ήταν ιδιαίτερα εύσωμη και ψηλή,κάπως ασουλούπωτη,με ήρεμα χαρακτηριστικά και με ιδιαίτερα αναπτυγμένο σκελετό. ΙΒ)Αφανίσκι να παέν κι να έρθιτι.Μετάφρ:Πήγαινε και ερχόταν σαν σεληνιασμένος. ΙΓ)Τσιάτσκα=φλυτζάνα Μαστραπάς=κύπελλο Ματάς=κλαδευτήρι Μουρτζούλας=αυτός που έχει βρώμικο πρόσωπο. Σερσέμς=χαζός Καραμάν=αχλάδι και μεταφορικά όρχις. ΙΔ)Μούτιου έφαϊ πουλλά γκόρτσα κι μούρα κι την τσάκουσι τσιρλιστός.Μουτιός έφαϊ πουλλά τσάπουρνα κι γκουλόκνα κι ζουρίζουνταν πουλύ να χέσ'. Μεταφρ:Η Δήμητρα έφαγε πολλά άγρια αχλάδια και φρούτα μουριάς και την έπιασε διάρροια.Ο Δημήτρης έφαγε πολλούς καρπούς τσαπουρνιάς και γκουλουκνιάς(=άγρια φρούτα) που παράγουν αυτοφυείς ακανθωτοί θάμνοι,και τον έπιασε δυσκοίλια(Τα γκουλόκνα ιδίως σφίγγουν το σκατό). ΙΕ) Του σκλί παρλαντίσκει ν'αλυχτάει.Πουλιόνς φούντουσι κι καβραντώντας την κλιμιά,μπουμπούνσι στην κιφάλα του σκλί.Αυτό έφκι ουρλιάζοντας κι παένουντας σαντέκ-μαντέκ.Μεταφρ:Το σκυλί γαύγιζε δαιμονιωδώς.Ο Χρόνης άρπαξε ένα μεγάλο ξύλο και χτύπησε στο κεφάλι το σκυλί.Το κακόμοιρο έφυγε γαυγίζοντας και πηγαίνοντας μια εδώ και μια εκεί(-ζαλισμένο). Σουφλιώτσις κι Σουφλιώτ κι γιάλλ'ούλ που διαβάζτι τα κείμενά μου,βάρισι του κουδούν κι του μάθημα μπίτσι(=τελείωσε).Θα έχουμι κόμα ένα μάθημα σι καμμιά δικαπινταριά μέρις.Ετσ'αποφάσισε ομάδα σοφών,για να μην κουραστείτε κι πουλύ.Σκοπός μας είναι να γελάτε και να χαίρεστε.Τόσα ζόρια έχουμε ούλ. Για ταυτό πατριώτσις και πατριώτες,φίλες και φίλοι,όταν μπορείτε να χαίρεστε και να γελάτε,γιατί η ζωή είναι μικρή. Οποαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ |
«ΤΟ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ REALITY "SURVIVOR" ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ»
Το τηλεοπτικό κανάλι «ΜΕGA TSIOUKA» του Σουφλίου και ο ραδιοφωνικός σταθμός "ΠΑLIOSTRATA" ανηφορικά στα FM, στα πλαίσια του ραδιοτηλεοπτικού ανταγωνισμού, διοργάνωσαν το Reality παιχνίδι "SURVIVOR" στη δασώδη περιοχή του Σουφλίου Μούρσες. Στο παιχνίδι έλαβαν μέρος δύο μεικτές ομάδες αποτελούμενες η πρώτη από τους Μουτιό, Μούτιου, Λιγών(η), Βαγγιλίτσα, Πουλιών(η), Σουλτανίτσα, Μουντή, Νίτσα, Λήτσιου, Αηδόνου, Πουστόλ(η) κι Ντιάντιου και η δεύτερη από τους Ντιόντιουλη, Μαρούδα, Γιώρ(η), Πουστουλιά, Νιάσ(η), Λάμπου, Βασιλάκου, Ματούλα, Μόσκου, Πότ(ι) (=Παναγιώτα) , Μπούη(=Μπάμπης) κι Παγουνίτσα. Το έπαθλο θα ήταν 20 κιλά σιουτζιούκια πέταλα, ένα κουστούμ(ι) μεταξουτό για άντρα ή μεταξουτό φόρεμα για γναίκα, 20 κιλά μπρούσ(ι)κου κρασί, μια ντραμιτζιάνα τσίπρου κι δύο κάρα καυσόξυλα μισιές κι γάβρα. Οι παίκτες κατέλυσαν σε ένα μεγάλο σαϊά και κάποια διαστήματα της ημέρας και της νύκτας, όταν δεν κμούνταν, γκλιώνταν σι μια βελέντζα, έκουβαν μασαλούκλις κι τζάφτις κι άλλ(η) φουρά χαρχαλιάζουνταν σαν τα σκ(υ)λιά κι μαλλιουτραβιώνταν, άλλ(η) φουρά χουφτώνουνταν κι άλλ(η) φουρά χαχανιώνταν θα χαμέν(οι). Κατά τακτά όμως χρονικα διαστήματα, έπαιζαν παιχνίδια όπως τσιλίκ(ι) τζιουμάκ(ι), μακρά γκατζιόλα, κυνηγητό, κουτσό, κρυφτό κι μπαλαρόνια. Επίσης διαγωνίζονταν σε αθλήματα όπως άλμα εις μήκος στα συμπουτά (=άνευ φοράς), τράβηγμα σκοινιού από δύο ομάδες σε αντίθετη κατεύθυνση, ρίψη κουκουνίτσας, προσπέρασμα χαντακιών κ.λ.π. Για την επιβίωσή τους επιτρέπονταν να κυνηγούν κοτσύφια, τσίχλες, κουλουκθαρέοι κ.λ.π. μι καραούλια κι τσιατάλις, ενώ σε δύσκολες περιπτώσεις μπορούσαν να φάν' ζιαπκούδια, νιρουκιφαλάδις κι σιαλαρέοι. Έτρουγαν επίσης μύδαλα, καρύδια, βάτσνα, μούρα, γκόρτσα κι τσάπουρνα. Τον χώρο επόπτευαν εκτός από τις κάμερες κι δύο μπιχτσήδις. Άντα ήθελαν παίχτες να ξιπλυθούν ή να πιουν νιρό, κατέβιναν ως του πουταμούδ(ι) Κιόϊντιρε. Δύο παίκτες αποβλήθηκαν από το παιχνίδι, γιατί συνελήφθησαν απ' τους μπιχτσήδις, να τρών' παμίτια απ' τ' πάππου Παναγιώτ(η) τ' αμπιλούδ(ι). Μετά από εβδομάδες κακουχιών κι ταλαιπωρίας, αφού ένας – ένας διαγωνιζόμενος αποχωρούσε λόγω αντιξοοτήτων, αλλά και αγώνων που έδιναν μεταξύ τους, απόμναν στον τελικό δυο άτομα. Για να νικήσ(ει) κάποιος κι να πάρ(ει) το έπαθλο, έπρεπε να μπδήξ(ει) ένα μεγάλο χαντάκ(ι) γιουμάτου βουϊνές. Τελικά νίκησε του Πότ(ι), που ήταν τζιανγκαλόζ(ι)κου(=ευκίνητο) κουρίτσ(ι) κι είχι τρανά τζιαμάλια. Εκτός απ' τα σιουτζιούκια, του κρασί του ρακί, του φουστάν(ι) κι τα ξύλα που πήρε σαν πρώτο βραβείο, τιμήθηκε και με στεφάνι βρουμουκαράς. Όσο για τον αντίπαλό της, του Λήτσιου, όχ(ι) μάναχα έχασε το βραβείο, αλλά μην μπορώντας να μπδήξ(ει) του χαντάκ(ι), γκριμίσκι κι μέσα στ'ς βουϊνές. Αυτό φίλες και φίλοι ήταν το Survivor αλλά Σουφλιώτικα, που έσπασε κάθε ρεκόρ τηλεθέασης.
Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, ονόματα, καταστάσεις, κανάλια, τηλεοπτικά παιχνίδια κ.λ.π είναι εντελώς συμπτωματική.
|
ΣΑΤΙΡΙΚΟ - ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ του φιλόλογου ΘΟΔΩΡΗ ΜΟΥΣΙΚΑ, στη Σουφλιώτικη ντοπιολαλιά. «ΓΚΑΤΖΙΟΥΛΟΪΣΤΟΡΙΑ» ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Μια ζαμανίσια γκατζιόλα ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα σ' ένα μπαχτσιούδ(ι), έναν ζαμανίσιου γκάτζιου… Ένας γκάτζιους κι μια γκατζιόλα, βόσκουντας σ' ένα παλιουχώραφου κουντά στα Πηγαδούλια, χουράτευαν αναμεταξύ τ'ς. _Ά ρε γκάτζιου, λέει γκατζιόλα, τι τράβηξα στα νιάτα μ'! Γκβάλσα κι γκβάλσα τρανές κουσιόρις γιουμάτις, μεγάλις διμάτις μουρόφλα, ως κι κιραμίδις κι τούβλα απ' τα κιραμαριά. Κι κείνους ταμαχκιάρ'ς πάππους Γιώρς μι του παραμικρό μι τσιακμακούσι στα κουλιά μι μια τρανή βίτσα, κι νησκιά μ' άφνι, άμα νευρίαζι πουλύ. _Θάματις γώ, λέει γκάτζιους, καλύτιρα πέρασα; Κ' όταν ήμαν στ'ς κατσ(ι)φέλ', τυράννια κι πείνα, κ' όταν μι πήρι πάππους Τιτίδης πάλι βάσανα κι ξύλου! Κι μ'έζιψαν, κι ώργουσα πουλύ, κι βαριά γκατζιουλουφόρτια ανέβαζα στ'ς ανηφόρις. Τι τυχιρά κείνα τα γκατζιόλια τ' Θανάσ Ντ! Πως κι πώς τά 'χ(ει). Ούτι τα ζέφ(ει), ούτι τα δέριν(ει), ούτι τα βάν(ει) να γκβαλούν γιουμάτις κουσιόρις κι γιρά γκατζιουλουφόρτια! Μάναχα τα σιργιανάει απ' τουν Κάμπου ως τα Μνήματα κι τα ταΐζ(ει) του καλό - καλύτιρο! _Έχ'ς δίκιου μουρή γκατζιόλα, άμα απού τότι που πέθαναν παππέοι, μπάμπις μας απόλ(υ)καν ελεύθερα! Αλλά, πάλι δεν ησύχασαμι! Τώρα μας τρώει κάψα του καλουκαίρ, σουουκλαντούμι απ' του κρύου του χμώνα κι κόβουντι τα πουδάρια μας απ' την πείνα. Άσι που μας κυνηγούν κι μπιχτσήδις άμα μπούμι σι κανένα σπαρμένου χουράφ(ι). Αλλά καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη βοσκή, παρά σαράντα χρόνια ζέψιμο κι ταΐ! _Αχ, βρε γκάτζιου μ', τι καλά που τα λές! Πόσου σ' αρέζου! Κι τι όμουρφους που είσι! Τι σαρμπέζ(ι)κα μάτια έχ'ς! Κόμα κι τα φτιά σ' κι τα δόντια σ' είνι θαρρώ όμουρφα! Έλα βρε κουντά μ'! Έλα θέλου να σι πω κάτ'! -Τι θέλς να μι πεις μουρή κι γίδρουσις; -Έλα να μου τουν ζαμακώσ'ς! _Άαααά, τι ανέντρουπ(η) που γίνκεις μουρή! Τι βρουμόστουμα είνι αυτό! Χίτσ(ι) ρομαντισμός δεν σ' απόμνι! _Μη μι στεναχουράς γκάτζιου μ', γώ σ'αγαπώ κι σι θέλου! Αφού σένα θέλου, θα χουρατεύουμι για τ' αστέρια; Γώ απ' τη σένα θέλου να διώ αστέρια!!! _ Κάντίπουτα δε θα διείς, γιατί δεν μπουρώ γκατζιόλα μ', δεν μπουρώ! Άτιμους πάππους Τιτίδης μι μπούρτσι! Είμι χρόνια τέκ τασιάκ'ς! Τώρα γέρασα κιόλας. Παλιότιρα κάτ' έφκιανα γιατί του μαντζαφλάρ σάλιυι λίγου! Τώρα το μόνο που μας απουμέν(ει) είνι να χαρούμε την λευτεριά μας, χάφτουντας αγράδις, γκατζιουλάγκαθα, τσ(ι)μένια κι κόβουντας τζάφτις, γιατί ποιος ξέρ(ει) σε λίγο τι μας περιμέν(ει)! _Καλά τα λές γκάτζιου μ', αλλά γιατί σι μπούρτσαν; Γω ξέρου ότι μπουρντίζουν μάναχα τα γκτζιούνια για να παχύνουν κι όχ(ι) τα γκατζιόλια! _Μι μπούρτσι άτιμους πάππους, γιατί συγχύσκι πουλύ, όταν γκρέμ(ι)σα μια φ'ρα τ'ς κουσιόρις μι τα καρπούζια, γιατί είδια μια όμουρφ(η) γκατζιόλα κι φούντουσα. Κ' άλλις φουρές, άμα ίβλιπα γκατζιόλις, αγκάρζα κι ατσιλντούσα! Τ' γλύτουνα όμους μάναχα μι ξύλου! Όταν όμως γκρέμσα τ'ς κουσιόρις κ' αρχίνσα να πατλακώ τίγκια, πάππους μι μπούρτσι! Για τ' αυτό δεν μπουρώ, γκατζιόλα μ'! Γιατί είμι μπουρτζμένους, χουρίς τασιάκια! _Κρίμα γκάτζιου μ' π' δεν μπουρείς! Αλλά άς είνι κ' έτσ(ι). Είσι καλός γκάτζιους κι μι φτάν(ει) κι απλή παρέα σ'! Στ'ν ανιμουβρουχιά, καλό είνι κι του χαλάζ(ι)! Ακούγοντας τους τρυφερούς και ερωτικούς διαλόγους, ένας τζίτζικας συγκινημένος ψλά στ' μυδαλιά, έπαιζε με την κιθάρα τ' , το τραγούδι των Olympians: "Ήταν ένα κορίτσι, ήταν ένα αγόρι», ενώ ένας σκατουμπέρμπιλους ή σκατουμπούμπουλας έσμπρωχνε λαχανιασμένος το βαρύ και πολύτιμο για αυτόν φορτίο! Τα δυό γκατζιόλια, τις επόμενες μέρες, χαίρονταν την χωρίς δεσμεύσεις τους ζωή, κάνοντας συντροφιά το ένα στο άλλο. Μια όμως νύχτα, ύστερα από λίγο καιρό, τ' γκατζιόλα τ'ν έφαϊ λύκους, ενώ γκάτζιους που γλύτουσι απ' του λύκου, ψόφσι δυό μήνες αργότερα απ' τη στενοχώρια, το κρύο και την πείνα. Η ιστοριούλα μου αυτή είναι κυριολεκτική, αλλά και αλληγορική και εκπέμπει κάποια μηνύματα. Έξυπνοι και έμπειροι άνθρωποι είστε όλοι! Τα συμπεράσματα δικά σας! Τις σκηνές και τους διαλόγους κατέγραψε το τηλεοπτικό κανάλι PIGADOULIA STAR. Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, επώνυμα και παρατσούκλια, είναι εντελώς συμπτωματική. |
«ΛΥΚΟΣΚ(Υ)ΛΟΥ ΚΙ ΑΛΟΥΓΟΜΥΓΑ»
Μια μύγα πιτούσι ψλά απ' του κιφάλ(ι) ενός λυκόσκ(υ)λου κι του ανακάτουνι, του τσιουμπούσι κι του γκαζγκαλούσι. Του λυκόσκ(υ)λου, νευριασμένου, πουλιουμούσι να προυγκίσ(ει) τ'ν αλουγόμυγα, άμα κείν(η), ντικιλντίσκι να του ενοχλεί. - Φεύγα μουρή νασ(ι)καμέν(η), μι παραλάτσις να μι γκανταλάς! - Δεν θα φυύγου, γιατί είμι πειραχτήρου, κι συ είσι πουλύ όμορφου κι μπαμπάτσ(ι)κου σκ(υ)λί! - Άαά, καλά τώρα μας υποχρέωσες! - Πως σι λέν βρε τζιαναμπέτ(ι)κου σκ(υ)λί; - Μι λέν λυκόσκ(υ)λου. - Γιατί σι λέν έτσ(ι); - Γιατί μπαμπά ζουμ ήταν λύκους κι μάνα μ' σκύλα! - Άααααααά! - Σένα πως σι λέν άτιμου ζλάπ(ι); - Μένα μι λέν αλουγόμυγα! - Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχά! Κόμα έχουμι ν' ακούσουμι! - Γιατί γιλάς παλιόσκ(υ)λου; - Γιατί εκτός απού ενοχλητικό ζούζουλου, είσι κι παλουψευταρίνου! - Δεν σι λέου ψέμματα χαμένου σκ(υ)λί! Αλουγόμυγα μι φανάζουν ούλ(οι)! - Τράβα σιακιά μουρή σερσέμου, να μη σι πιριλάβου στου λάκρου! Τόσου ψευταρίνου! Είνι λογικό να λέγιτι ένα ζώο, λυκόσκ(υ)λου, γκατζιουλουμούλαρου, λαγουκούνιλους, δικουχτουρουπερίστερους, αλλά αλουγόμυγα, δηλ. άλογου μι μύγα ή μύγους μι αλουγίνα!!!! Τι άκσα σήμιρα χουριανοί!
ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ |
«ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ»
Επειδή τελευταία χρόνια δεν νοείται τηλεοπτικό κανάλι χωρίς εκπομπή γαστριμαργικών προτάσεων από καταξιωμένους σεφ=μαγείρους, γ' αυτό και το κανάλι ΤSIOYKA TV, στα πλαίσια του τηλεοπτικού ανταγωνισμού πρότεινε στ' μπάμπου τ' Λάμπου, την εκπομπή «ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ». Αλλά επειδή μπάμπου Λάμπου ζουρίζουνταν ν' ανεβεί στην Τσιούκα, όπου ήταν το στούντιο, για τ΄ αυτό ο διευθύνων σύμβουλος του καναλιού Πουστόλς Τσ, πρότεινε προσωρινά σε μένα την εκπομπή. Έτσι ξαφνικά προέκυψα και σεφ. Στην πρώτη λοιπόν εκπομπή πρότεινα σε γενικές γραμμές κάποιες γαστριμαργικές απολαύσεις των Σουφλιωτών αναντάν - μπαμπαντάν (=ανέκαθεν), γιατί είμαι οπαδός της παραδοσιακής κουζίνας. Για του προυΐ προτείνω: Φρέσ(ι)κου γάλα κατευθείαν απ' τ'ς γιλάδις μεταφερμένου απ' τ' γειτόνσα στου μπακ(ι)ρτσούδ(ι) κι βρασμένου σ' ένα μεγάλου τζιτζβέ. Για τ' αυτηνούς που νηστεύουν προτείνω τσιάϊ ή χαμουμήλ(ι) (=αρμινούδια) ή φλαμούρ'. Μπορείτε να βάντι μέσα στα ροφήματα κι μπούκις ψουμί, να του φκιάστι δηλ. παπάρα, για να σας πιάσ(ει) παραπάν' ή ν' αγοράστι τυρόπιτις Αντρέα μι ένα δίφραγκου. Για τσιμπλίτζμα – πρόγευμα, προτείνω ψουμί μι μπιμπιρίτσα ή ψουμί μι σάλτσα χύμα ή ψουμί μ' ένα κουμματούδ(ι) σαλάμ(ι) σκουρδάτου κ' ένα πιπιρούδ(ι) καυτιρό κίτρινο. Για κυρίως γεύμα, σε κάτι γρήγορο, προτείνω αυγά τηγανιτά μάτια ή αυγά γκαϊγκανά τηγανσμένα μι ντουματόζμου, μι πατάτις κι μι κισίκ(ι) (=μυζήθρα). Επίσης προτείνω σιουτζιουκούδια η και σουρλάδις (=άγρια μανιτάρια τύπου πλευρώτους) στου μασιά. Άλλη επιλογή γρήγορη είνι τηγανητοί κιφτέδις σκέτ(οι) ή μι σάλτσα δηλαδή κιφτέδις όδι έτσ(ι) ή μι ζμί. Επί πλέον για του καλουκαίρ' συνιστώ τηγανιτά πατλατζιάνια, πιπέρια, κουλουκυθάκια ή κι τηγανιτές πατάτις. Μία ακόμα γρήγορη επιλογή είναι τηγανιτές φιτούδις από γκλιανό κι σαζάν(ι) ή τηγανιτές σαρδέλις ή σαφρίδια, σκουμπριά κι παλαμίδις στη σχάρα. Για κανονικό κυρίως γεύμα προτείνω μαγειριμένα φαϊά, όπως π.χ βρασμένα σι κατσαρόλα φασούλια, ριβύθια, φακές ή φάβα τσιγαρζμέν(η). Μακαρόνια μι κιϊμά ή παστίτσιου ή μουσακά. Μουσκάρ(ι) μι μανέστρα στην κατσαρόλα ή στου φούρνου, μουσκάρ(ι) μι πατάτις στ' μασίνα, μουσκάρ(ι) μι ρύζ(ι) στην κατσαρόλα, αρνάκ(ι) μι ρύζ(ι) ανοιξιάτκου (=μι μαϊντανό, μάλαθρου, πράσινου κρεμμυδάκ(ι) κι γυόσμου) στου φούρνου. Προτείνω ακόμα πέτνου μι πατάτις στου φούρνου, κουνέλ(ι) στιφάδο κι γκτζιούν(ι) μι λαχανιά στην κατσαρόλα. Προτείνω ακόμα γεμιστά πιπέρια ορφανά ή μι κιϊμά. Τέλος προτείνω φρικασέ μι αρνάκ(ι) ή μουσκάρ(ι) στην κατσαρόλα κι κότα μι μπουλγκούρ. Από λαδερά κατσαρόλας προτείνω πατλατζιάνια ή φασολάκια ή μπάμνις ή ντουματόρυζου ή σπανακόρυζου ή πρασσόρυζου ή σκέτου πράσσου μαγειρευτό. Τα λαδερά μπορούν να συνοδεύονται ενίοτε από ελιές πατητές ή από πουσιουρτί ή από κουμματούδια παστό παραχουμένα στουν παλιουκέλαρου. Για σούπες προτείνω σκιουμπιά μι πουδαρούδια ή γιουβαρλάκια ή κρεατόσουπα ή κοτόσουπα ή ψαρόσουπα μι τουν καφά απ' του γκλιανό. Τέλος προτείνω σπανακοτσιουρβά μι κουτσιανούδια κι χορτόσουπα μι σουρλάδις. Για σαλάτα προτείνω ντουμάτα μι κρουμμύδ(ι), πιπιριά κι μαϊντανό ή μαρούλ(ι) μι πράσινου κρεμμυδάκ(ι) ή λάχανου μι καρότου κι σέλινου ή βρασμένου κουνουπίδ(ι) ή βρασμένα αγριουχόρταρα, όπως ραδίκια, παπαρούνις κι ζόχια ή λάχανου τουρσιού μι πιπιρούδια κι πατλατζιανούδια. Στις σαλάτες προσθέτετε λάδ(ι), ξύδ(ι) ή λιμόν(ι). Στη σαλάτα τουρσιού μπαμπάκουστι κι κόκκινου πιππέρ'. Του τυρί πα(αί)ν(ει) μι ούλα, εκτός απ' τα τηγανσμένα ψάρια (άμα είσι ευαίσθητος, θα ξιπατουθείς να ξιρνάς). Ιδίως αρμυράψαρα μι τυρί, δεν τιριάζουν χίτσ(ι). Εννοείται ότι κάθε γεύμα οι μερακλήδες μπορούν να το συνοδεύουν ή μι κρασούδ(ι) Σουφλιώτ(ι)κου ή μι τσίπρου Σουφλιώτ(ι)κου ή με ντόπια βαριλίσια ριτσίνα. Για δείπνο προτείνω, όσα φαϊά περίσσεψαν απ' του μισ(η)μέρ' ή κανένα γιαουρτάκ(ι) ή κανένα βραστό αυγό μελάτο ή καμμιά γκρουντούδα τυρί ή σπιτικό τραχανά ή κουσκούσ(ι) ή ρουσνίτσια. Για καλουκαίρ' μπορείτε επίσης να χάψτι καρπούζ(ι) μι τυρί για ένα αλαφρύ δείπνο. Για τα Χριστούγεννα προτείνω μπάμπου κι για του Πάσχα μαγειρίτσα μι πουλλά αντιρούδια κι μι κιφαλάκ(ι) αρνίσιου. Προτείνω μπάμπου νάναι ελαφριά, γιατί ούλ(οι), οι κάποιας ηλικίας, έχουμι κουσούρια. Να βάνουμι μέσα στα άντιρα ψαχνό γκτζιουνίσιου κρέας, μουσκαρίσιου κιϊμά, μουσκαρίσιου σκότ(ι), ρύζ(ι) κι πράσου, να μην είνι πουλύ αλμυρή, κι να τ' βράσουμι. Κ' όσ(οι) νήστιψαν πουλλές μέρις, να μη φάν θα σκασμέν(οι) γιατί θα τ΄ς τσακώσ(ει) τσιρλιστός(=κόψ(ι)μου). Βασική συμβουλή: Όταν είστι πουλλά άτουμα στου τραπέζ(ι) δεν θα κουλουκθαρίζιστι κι ούτι θα χουρατεύντι πουλύ, όταν θα τρώτι, γιατί γιάλλ(οι) θα τα καβραντήσουν ούλα κι θ' απουμείντι «μπουκάλα» δηλ. νησκιοί. Σας ενημερώνω ότι την Κυριακή θα έχουμε διαγωνισμό νέων σεφ. Κριτική επιτροπή θα είνι μπάμπου Ντιάντιου, μπάμπου Μαρούδα κι θεία Πουστουλιά. Όποιους βγει νικητής Θα πάρ' μια ραμάθα σιουτζιούκια, μια μεταξουτή γραβάτα, μια ντραμιτζιάνα κρασί και θα ξεναγηθεί μι γκάτζιου στη περιοχή Τσιούκα – Πηγαδούλια – Λαγόγυρου – Μούρσις, για να απολαύσει την ομορφιά της Σουφλιώτικης υπαίθρου. Φίλες και φίλοι, Σουφλιώτσις κι Σουφλιώτ', νάστε γεροί και να έχετε όρεξη για να τιμάτε τις γαστριμαργικές μου προτάσεις, αλλά και τις δικές σας συνταγές, γιατί και η μαγειρική είναι μεράκι και αγάπη.
Με εκτίμηση ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ |