ΑΡΧΙΚΗ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΒΙΝΤΕΟ
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

  

Free WebSites Counters
Μοναδικοί επισκέπτες
Visit Counter  

 

«ΣΑΒ(Ι)ΡΓΚ(Ι)Ν ΣΤΟΥ ΣΟΥΦΛΙ»

 

(κλιμακωτά: χιουνόνιρου, χιουνούδ' (=αρί χιόν(ι)), τφάν(ι) (=πυκνό χιόν), σαβ(ι)ργκ(ί)ν (=χιονοθύελλα), κριμουσάλ(ι) (=μούτσ(ι)κα μπουζμπουλούδια από μπούζ(ι) ) Το κείμενο είναι γραμμένο κατά το πλείστον στη Σουφλιώτικη ντοπιολαλιά. Η σημερινή χιονόπτωση, που άρχισε να δίνει στις περιοχές που πέφτει (φυσικά και στο Σουφλί) ένα όμορφο χειμωνιάτικο χρώμα, μου ξαναζωντάνεψε τις μνήμες των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, όταν παρόμοιες και πολύ χειρότερες κακοκαιρίες ήταν κάτι το συνηθισμένο στο Σουφλί. Προτού χαλάσ(ει) κιρός, τα γκατζιόλια βαρνούσαν γιρά τα πουδάρια τ'ς στου χώμα κι πατλακούσαν κι τίγκια σαν αζγκινημένα. Τα μουσκάρια φσούσαν, κότις κακάρζαν κι τα σπρίτια πιτούσαν χαμπλά. Επειδή παπέοι απείκαζαν ότι έρθ(ι)τι τφάν ή σαβ(ι)ργκ(ί)ν, γκβαλούσαν κούτσουρα, πιλέκια κι κλουνάρια απ' όξου μέσα στα κιλάρια, για να μπουμπανούν τ'ς σόμπις κι τ'ς μασίνις. Τ'ν άλλ' μέρα μαύριζι ουρανός, κατακαπλάτζαν τα ουρταλίκια κι αρχινούσι να χιουνίζ(ει). Στ'ν αρχή έπιφταν μικρές τλουπούδις κι πυκνές, ύστρα έπιφταν κάτ(ι) μπαμπάτσ(ι)κις τλούπις σαν άσπρις πατσιαβούρις. Άμα χιόνζι κάνα δυό μέρις κι βουρατζούδς ήταν δυνατός, του χιόν σι μιριές-μιριές έφτανι ως κι δυό μέτρα. Μάλιστα στ'ς κουϊτίδις πάϊνι πιο ψλά. Μια χρουνιά έφτασι ως τα σιατσιάκια απ' τ'ς σκιπές κι μπαρμπάδις έφκιασαν μια γαλαρία για να αραδίζουν. Όταν χιόνζι, μείς τα πιδούδια χαίρουμασταν, αλλά μάνις μας σ(ι)γκλιντίζουνταν. Και πώς να μην σ(ι)γκλιντίζουντι, αφού οι συνθήκες ζωής ήταν τριτοκοσμικές. Π.χ. στην Τσιούκα δίκτυο ύδρευσης πόλης μας έβαλαν το 1974 κι ως τότι ούλ(οι) έπιρναμι νιρό απου μια βρύσ(η) μι κουπάνις κι στέρνα, που απείχε απ' του σπίτ(ι) μας κουντά στα 100 μέτρα και μάλιστα ανηφορικά. Απ' έκ(ει), γκβαλούσαμι νιρό μι τ'ς κφάδις κι τ'ς τινικέδις κι γιόμζαμι τα μπουντούτσια κι τ'ς κανάτις. Αυτήν τ' στέρνα μια φ'ρα την καθάρσαμι κ' ήταν γιουμάτ(η) ντουλμάδις, ζιαπκούδια, σκλήκια κι νιρόφδα. Κι μεις φουκαράδις ήπναμι νιρό απ' έκ(ει)! Παραπάν' κόσμους, ούτε θερμοσίφωνες είχι, ούτε μπανέρις. Έφκιαναν μπάνιου στην κουπάνα κι λούζουνταν ρίχνουντας νιρό μι του κρατσούν(ι) απ' την κουλοκύθα. Αντί για σύγχρονες τουαλέτες υπήρχαν τα αναγκαία, πούχαν δυό ξύλα για να πατάς, μια μικρή τρύπα για να πέφτουν γκουγαρέοι, που τ'ς μάζευι μ' ένα φκιάρ ο αφοδεύων κι τ'ς έριχνι στα χουράφια, στα ρμάνια κι στ'ς αστριχιές. Παππέοι κι μπάμπις, για πιο εύκολα, κουκούνιαζαν για να τα «φτιάξουν», στ'ς αστριχιές, απ' τις οποίες δεν μπορούσες να πιράσ'ς απ' τα κουπτσέλια. Λες κι ήταν ναρκοπέδιο. Αυτές οι σκληρές συνθήκες ζωής, γίνονταν σκληρότερες, όταν έπιφτι σαβ(ι)ργκ(ί)ν ή τφάν(ι). Αν του χιόν(ι) έπιφτι Νοέμβριο ή Δεκέμβριο, τότε κρατούσι πουλύ, «καρφώνουνταν» στ' γή κι όπως έλιγαν μπάμπις, «βρυκουλάκιαζι». Κρατούσι πουλύ κι δεν έλιωνε, γιατί εκτός από του πουλύ κρύου, οι μέρες το Δεκέμβριο είνι μικρές κι νύχτες μεγάλες. Άμα τσάκουνι νότους, του χιόν(ι) μαλάκουνι κι γένουνταν νιρουπάπαλις. Του βράδ' όμως που έπεφτε θερμοκρασία, νιρουπάπαλις γένουνταν γυαλουπάϊ. Άμα τσάκουνι βουράς, του χιόν(ι) κι νιρουπάπαλις γένουνταν μπούζια. Μπαρμπέοι κι θείις πουλιουμούσαν να ανοίξουν μι τα φκιάρια μια πατικούδα στ' μέσ(η) του δρόμου, ρίχνουντας κι θιλόσταχτ(η) για να λιώσουν τα μπούζια. Τα πιδούδια κι τα κουρτσούδια για να πάν σκουλειό, έβαναν λαστιχένιες γαλότσις κι ψλά στ' αυτές έβαναν κι τσιαράπια, για να μην καϊντούν στην κατηφόρα. Επειδή όμως κατηφόρις κι ανηφόρις ήταν ντίκ ντικινέ, πουλλοί μεγάλ(οι), αλλά κι γκζάνια πατλακούσαν κάτ', σαν μπουμπλιάτσκις. Κι όταν ψλά στα μπούζια έπιφτι του κριμουσάλ(ι) ή κρισμαστρίτσ(ι) (=ένα είδος μικρού χαλαζιού σαν κουσκούσ(ι)), τότε κόσμους καϊντόύσι παραπάν'. Ήταν βέβαια φυσικό επόμενο, να σταματούν οι μετακινήσεις των γκατζιουλιών, των μουλαριών, των γκατζιουλάμαξων και των βουϊδάμαξων, μέσα σε τέτοιες ιδιαζόντως δυσχερείς συνθήκες. Όταν όξω έριχνι τφάν(ι) ή σαβ(ι)ργκ(ί)ν, καλοί νοικουκύρδις, πούταν δουλευτάρδις και προνοητικοί τον υπόλοιπο χρόνο, είχαν μέσα στ'ς κάμαρις ζιστούδα, γιατί σόμπις κι μασίνις μπουμπνούσαν γιρά, μι μισιές, τσιαμούδια κι γάβρα. Είχαν επίσης και πληθώρα τροφίμων και εφοδίων στα κιλάρια. Τα τσ(ι)φαλούδια είχαν φασούλια, ζάχαρ(η) κι ρύζ(ι), μύδαλα, καρύδις κι αλεύρι. Στου καλάθ' είχι αυγά, στου κασόν(ι) αλατσμένο παστό, στ'ς τινικέδις τυρί, ιλιές κι τουρσιού. Στ'ς ντραμιτζιάνις κρασί, τσίπρου κι λάδ(ι), κι στου τσιγγέλ(ι) κριμασμένα κουμμάτια απού γκτζιούν(ι), γκτζιουνίσια λουκάνκα κι χαβούζαλίδις. Κάτ(ι) μπουκάλια απού γκαζόζις είχαν μέσα φυσική σάλτσα απού μικρές ντουματούδις. Κάποιοι μερακλήδες είχαν κρασί κι ριτσίνα σι βαριλούδια κι τσίπρο στ'ς στάμνις. Του ζυμουτό ψουμί έβγινι ζιστό απ' τη μασίνα, ενώ στου μασιά έψιναν παστό κι σιουτζιουκούδια. Τα φασούλια, τα ρεβύθια, φακή κι φάβα, του λάχανου μι γκτζιουνίσιου κρέας, πατάτις στου φούρνου, κάπου - κάπου κανένας πέτνους, τα ρουσνίτσια, τραχανάς, του πρασόρυζου κι πρασουτσιουρβάς, ήταν τα συνηθισμένα φαγητά του χειμώνα. Σαλάτις έφκιαναν μι φρέσκου λάχανου, αλλά κι μι τουρσιά από λάχανου, πράσινις ντουματούδις, σέληνου κι πατλατζιανούδια, μπαμπακώνουντας ψλά κι κόκκινου πιπέρ'. Για φρούτα έτρουγαν κανένα μαραγκιασμένου κυδών(ι), μαραγκιασμένα σταφύλια, που ήταν κριμασμένα στα ντρέκια στου κιλάρ, σταφίδις κι ξηρά σύκα. Σπανιότερα έτρουγαν φρέσκα μήλα, πουρτουκάλια κι μανταρίνια μι κουκούτσια, γιατί οι κλημεντίνες δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί. Σε γενικές γραμμές, όσοι ήταν εργατικοί και προνοητικοί, στις δύσκολες καιρικές συνθήκες περνούσαν καλά και αυτοί και οι οικογένειές τους, σε αντίθεση με τους καλπαζάνδις και μη προνοητικούς που πεινούσαν και υπέφεραν. Στους δύσκολους χιονιάδες, λύκοι ορμούσαν σε μαντριά και άρπαζαν κανένα αρνί κι έτρουγαν κι κανένα παραμελημένου γκατζιόλ(ι), ενώ αλπές κι τα κνάβια τρυπούσαν κανένα κουτέτσ(ι) κι ρήμαζαν τ'ς πλακίδις κι τ'ς κότις. Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή στο Σουφλί των παιδικών μας χρόνων, όταν είχι σαβ(ι)ργκ(ί)νια κι τφάνια, χωρίς τον σημερινό πανικό που προκαλούν στον κόσμο τα ΜΜΕ περί ακραίων καιρικών φαινομένων. Οι άνθρωποι τότε αντιμετώπιζαν με ψυχραιμία και νηφαλιότητα τις επιπτώσεις τέτοιων φαινομένων, παρά τις σοβαρές ελλείψεις που είχαν οι ίδιοι, αλλά και οι γενικότερες υποδομές. Τότε οι άνθρωποι σέβονταν τον καιρό και τα φαινόμενα της φύσης, γιατί τα συνέδεαν με το Θεό και γιατί είχαν συνειδητοποιήσει, ότι μέσα από την εναλλαγή και την διαφορετικότητα των εποχών, ομόρφαινε περισσότερο η ζωή τους. Με εκτίμηση ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ

 

 

 

 

 

«ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΟΥΦΛΙΩΤΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΣΩ «ΑΣΕΠ» ΣΟΥΦΛΙΩΤΩΝ»

 

Για την εμπέδωση και την εμβάθυνση της Σουφλιώτικης ντοπιολαλιάς,αφού είχαν προηγηθεί μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας,έγινε στην Τσιούκα Σουφλίου μεγάλος διαγωνισμός,για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά,για την κάλυψη τριών θέσεων Σουφλιωτολόγων, στα πλαίσια του ΑΣΕΠ. Οι διαγωνιζόμενοι ήταν από πιλιβάνδις κι κουρτσούδια,μέχρι μπαμπούδις κι παπλιαγκαρέοι,συνολικά 145 νουματέοι(=άτομα)( πέρυσι διαγωνίστηκαν 136). Τα θέματα ήταν σε μορφή παραδοσιακών ερωτήσεων γνώσης, ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής, Σωστού-Λάθους,αλλά και κριτικής σκέψης. Η γνωστή, και από άλλα κείμενά μου,επιτροπή «σοφών» Σουφλιωτών,επέλεξε ποικιλία θεμάτων,για να αξιολογήσει τις γνώσεις,αλλά και την κριτική ικανότητα των διαγωνιζομένων. Ο φετινός διαγωνισμός διανθίστηκε από παλιά και νέα θέματα.Επειδή η κτιριακή υποδομή της Τσιούκας ήταν ανεπαρκής,χρησιμοποιήθηκαν και υπαίθριοι χώροι,όπως κάτ' απ'τ'ς βρουμουκαρές κι τ'φλαμουριά,στου γκριμσταριό(= γκριμσμένου σπίτ') τ'ς μπάμπους Λάμπους,στου καμαρούδ τ' πάππου τ' Γιώρ κι στου γιούρτ τ' Πουστόλ Τσ.Λόγω της χρησιμοποίησης υπαίθριων αιθουσών,ο διαγωνισμός έγινε καλουκαίρ κι χρησιμοποιήθηκαν τσιατάλις(=σφεντόνες) για να ξινουμίσουν οι υπεύθυνοι της τήρησης τάξης, τα τζιτζίκια, που τζαν-τζαν, ενοχλούσαν τους εξεταζομένους.Σαν επιτηρητές χρησιμοποιήθηκαν παλιοί δασκάλ κι καθηγητές. Τη γενική ευθύνη και εποπτεία της απρόσκοπτης διεξαγωγής των εξετάσεων την είχε ο πρόεδρος της επιτροπής Γιάννς Μαλ.Για την τήρηση της τάξης χρησιμοποιήθηκαν τρεις μπιχτσίδις.Σε όλα τα θέματα οι διαγωνιζόμενοι εκλήθησαν να επιλέξουν τη σωστή απάντηση.

    Τα θέματα ήταν τα εξής:

 

ΘΕΜΑ 1ο

Ποιο ερπετό ονομάζεται γκουστέρα;

Α)  Ουχιά

Β)   Αντρουκαλιά

Γ)   Σαύρα

Δ)   Όφιους

 

ΘΕΜΑ 2ο

Ποια περίοδος στην εκτροφή μεταξοσκωλήκων(=κουκουλιών) ονομάζεται πατιρντί;

Α) Όταν τα κουκούλια είνι μικρά.

Β) Όταν έχουν μεγαλώσ' κι έχουν γίν κάτα καλά σκλήκια.

Γ)  Λίγου πριν του κλαδεμα,όταν έχουν γίν μπαμπάτσκα σκλήκια.

Δ)  Κατά τη διάρκεια του κλαδέματος.

 

ΘΕΜΑ 3ο

Ποιοι έχουν πιο χοντρή προφορά(=χουρατεύουν πιο χουντρουκουμένα);

Α) Καμπιώτ

Β) Καρκατσέλδις ή Καρκατσιλιώτ

Γ) Οι διαμένοντες στου Καντάρ

Δ) Οι διαμένοντες στους Μπουγάδις

 

ΘΕΜΑ 4ο

Ποια κόπρανα ζώων βρουμούν περισσότερο;

Α) Τα μπόσκατα

Β) Βουϊνές

Γ) Κατσκίσις ιλιές

Δ) Μπουκλούκια

 

ΘΕΜΑ 5ο

Τα μοσχάτα σταφύλια ονομάζονται χαβούζαλιδις;  ΣΩΣΤΟ    ΛΑΘΟΣ

 

ΘΕΜΑ 6ο

1)Ο Πολυχρόνης ονομάζεται Πουλιώνς;    ΣΩΣΤΟ    ΛΑΘΟΣ

2) Του Ποτ βγάνει από την Παναγιώτα;     Σ                Λ

3) Λήτσιους βγαίν απ' το Τριαντάφυλλος;  Σ                Λ

 

ΘΕΜΑ 7ο  

Τι είνι του ταράσ;

 

ΘΕΜΑ 8ο

Ποιον χαρακτήρα αποκαλούν οι Σουφλιώτες αχράν κι ποιον λουπάν;

 

ΘΕΜΑ 9ο

Το σπεσιαλιτέ γλυκό του ζαχαροπλάστη Γιανν  Τσομπάνογλου (Μπόκογλου) και της συζύγου του κας Αλεξάνδρας,ήταν:

Α)Πουτίγκα

Β) Μπαμπάς

Γ)Σοκολατίνα

Δ) Κορνέ

 

ΘΕΜΑ 10ο

Το σπεσιαλιτέ γλυκό του Ζαχαροπλαστείου Καλπάκα που μεταβιβάστηκε μεταγενέστερα στους αδελφούς  Κουτσούλα, ήταν:

Α) Σοκολατίνα

Β) Τουλούμπες

Γ)  Ραβανί

Δ) Γαλακτομπούρεκο

 

ΘΕΜΑ 11ο

Ποιανού παγωτά θεωρούνταν τα καλύτερα;

 

ΘΕΜΑ 12ο

Πως ονομάζεται ένα απάνεμο μέρος;

 

ΘΕΜΑ 13ο

Σε ποιο παγκύρ πάϊναν συχνότερα                                                                                                   Σουφλιώτδις;

Α) Κουφ(=Λυκόφη)

Β) Τυχερό

Γ) Λαγυνά

Δ) Κουρνουφουλιά

 

ΘΕΜΑ 14ο

Η γκουρτσιά είναι αυτοφυές άγριο δέντρο με φρούτα(τα γνωστά γκόρτσα) ή είναι καραμανιά(=αχλαδιά,απιδιά) που με τον καιρό και την εγκατάλειψη υποβαθμίστηκε;

 

ΘΕΜΑ 15ο

Οι Σιαλαρές είναι συνοικία του Σουφλίου ή αγροτική του περιοχή;

 

ΘΕΜΑ 16ο

Το μπουρσούκ είναι κάποιο ζώο με μεγάλ μπουρσούκα ή ο ασβός;

 

ΘΕΜΑ 17ο

Αναφέρετε μονολεκτικά πέντε συνοικίες του Σουφλίου.

 

ΘΕΜΑ 18ο

Πως ονομάζονταν κεντρικό Καφε-Γαλακτοπωλείο στο Σουφλί, που προσέφερε εκτός από αναψυκτικά και καφέ, φρέσκο γάλα,γιαούρτι,κρέμα αραβοσίτου Γιώτης,ρυζόγαλο,μπουγάτσα,λουκουμάδες και πατσά;

Α) ΑΥΣΤΡΙΑ

Β) ΕΛΒΕΤΙΑ

Γ) ΣΛΟΒΕΝΙΑ

Δ) ΟΥΓΓΑΡΙΑ

 

ΘΕΜΑ 19ο (ΕΠΙΘΥΜΗΤΗ Η ΓΟΝΙΚΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ)

Ποιος,σύμφωνα με επιβεβαιωμένα συγκλίνουσες  πληροφορίες,είχε το μεγαλύτερο ανδρικό μόριο,μήκους περίπου μιας κεραμίδας;

 

ΘΕΜΑ 20ο

Τι σημαίνουν τα ρήματα πουρτσαλώ κι κουλουκθαρίζουμι;

 

ΘΕΜΑ 21ο

Για ποιο λόγο καλούνταν πρακτικός κτηνίατρος Θανάις Νταλ.,από τους κατόχους σιρκών(=αρσενικών) γκτζιουνιών(=γουρουνιών),για να τα μπουρντίσ';

Α)Για να παχαίνουν πολύ.

Β) Για να μην μυρίζ το κρέας τους, πουρτσίλα.

Γ) Για να μην γκλιώντι πουλύ στ'ς λάσπις.

 

ΘΕΜΑ 22ο

Α)Ποιανού τα γκατζιουλούδια είχαν δεκαπέντε πόντους νύχια,μια που δεν τα πάϊνι στουν πεταλωτή(για πετικιούρ);

Β) Ποιος είχι του ζευγάρ μι τα μεγαλύτερα για ζέψιμο βόδια;

 

ΘΕΜΑ 23ο

1)Είχι Θανάϊσς Νταλ. το πιο καρδαμουμένου γκατζιουλουμούλαρου;  Σ   Λ

2) Ονομάζονταν ο αγροφύλακας, μπιχτσής;  Σ   Λ

 

ΘΕΜΑ 24ο

Ένιωθαν οι Σουφλιώτες ανώτεροι απ τους άλλους Εβρίτες; Αν ναι δικαιολογήστε την απάντησή σας.       

 

ΘΕΜΑ 25ο

Τα άγρια μανιτάρια πλευρώτους ονομάζονταν

Α) Φτίτσια

Β)  Σουρλάδις

Γ)  Γαλατσίδις

 

ΘΕΜΑ 26ο

Για τον κατευνασμό ή το σταμάτημα του τσιρλιστού(=διάρροιας), χρησιμοποιούνταν:

Α) Τα τσάπουρνα

Β)  Τα βατσνόμλα

Γ)   Τα γκόρτσα

Δ)  Τα γκουλόκνα

 

ΘΕΜΑ 27ο

Για την άμβλυνση ή επίλυση του προβλήματος της δυσκοιλιότητας χρησιμοποιούνταν:

Α) Μούρα

Β) Βάτσνα

Γ)  Κυδώνια

 

ΘΕΜΑ 28ο

Γιατί οι Σουφλιώτες του χμώνα έβαναν ψλά στ'ς μπότις,μαλλίσις κάλτσις;

 

ΘΕΜΑ 29ο

1)Τι είνι μπλούντα;

2) Ποιο κόκκαλο ονομάζεται ντιουντιούκ;

 

ΘΕΜΑ 30ο

Τι είνι μπουζάς;

Α) Λευκό υγρό σκεύασμα,παρασκευασμένο από κεχρί και άλλα φυτά και βότανα,γνωστά μόνο στον παρασκευαστή του.

Β) Ξυνόγαλα

Γ) Γκατζιουλίσιου κατούρμα.

 

ΘΕΜΑ 31ο

Δώστε από ένα συνώνυμο των επιθέτων κιρπέδκου κι μπαμπάτσκου.

 

ΘΕΜΑ 32ο

Μπάμπου Λάμπου τι τάϊζι τουν πούρτσιου τ'ς, για να είνι αζγκίνς;

Α) Γαλατσίδις

Β) Άγριο γκιουντζέ(=τριφύλλι)

Γ) Πουρτουκαλόπτσις

Δ) Καρπζόκουρις

 

ΘΕΜΑ 33ο

Να μεταφραστούν οι ομοιοκατάληκτες λέξεις:

Γιαστραμμένους

Σισιρτζμένους

Λιμαγμένους

Τουρλουμένους

 

ΘΕΜΑ 34ο

Η πρακτική φυσιοθεραπεύτρια μπάμπου Λουγουθ. χρησιμοποιούσε αντί για γύψο

Α) Μαλλάδις μι λαδάκ

Β) Γιακ(ί)(=σκεύασμα από ρινίσματα σαπουνιού,ασπράδι ωμού αυγού και άλλες φυτικές ουσίες)

Γ) Ζμ(ι)αρούδια

Δ) Πιτσάκια(=δέρματα λεπτά)

ΘΕΜΑ 35ο

Όταν λέλιακας στηρίζεται στου ένα πουδάρ κοιμάται ή είναι ξύπνιος;

 

ΘΕΜΑ 36ο

Είναι οι Σουφλιώτες:

Α) Σπαγγουραμέν'

Β)  Οικονόμοι

Γ)  Κουβαρντάδες

Δ)  Σπάταλοι

Αφού απαντήστε, δικαιολογήστε την άποψή σας.

 

ΘΕΜΑ 37ο

Τι είναι το τυφλίτσ' και τι του μουλλίτσ';

 

ΘΕΜΑ 38ο

Τι σημαίνει στην μεταφορική της σημασία η σύνθετη λέξη «γατουξέρασμα»;

 

ΘΕΜΑ 39ο

1)Πως ονομάζεται στο Σουφλί «το άλμα εις μήκος άνευ φοράς»;

2) Πως ονομάζεται χαρταετός;

 

ΘΕΜΑ 40ο

Πως ονομάζεται στο Σουφλί το μικρό ασχημάτιστο  βατραχάκι(=γυρίνος);

Α) Γιαμούκ(κ)ου ζιαπκούδ

Β) Μπακακούδ

Γ) Νιρουκιφαλάς

Δ) Κιφάλας

 

ΘΕΜΑ 41ο

Οι παρακάτω λέξεις είναι μετοχές ή επίθετα;

Μαυρουχαρχαλιασμένους

Κατσιαρουμένους

Σισιρτζμένους

Μπουτζουμένους

Νασ(ι)καμένους

 

ΘΕΜΑ 42ο

Τι σημαίνει η έκφραση: «Αυτό του καραμάν είνι ζιούπα!»

 

 

ΘΕΜΑ 43ο

Αποδώστε στα Σουφλιώτικα τις λέξεις:

Αστράγαλος

Μηριαίον οστούν

Μεγάλο δάκτυλο ποδιού.

 

ΘΕΜΑ 44ο

Ποια ζώα ή πτηνά είναι το μπουρσούκ,γέσ(ι)κους κι τα τζιαραβάκια;

 

ΘΕΜΑ 45οΚλουτσοσκούφ είναι α) Το κλώτσημα ενός σκούφου.

                                                        β) χειμωνιάτικο σκουφί.

                                                        γ) Ποδόσφαιρο

 

ΘΕΜΑ 46ο (ΕΠΙΘΥΜΗΤΗ Η ΓΟΝΙΚΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ)

Τι σημαίνει η έκφραση « Γκιβρέτσι κάτα καλά ράχ τ' στ' μασίνα, αρχίνσι να γκιρντίζιτι κι ντικιλντίσκι να κουτουπώσ την κάκου τ' στουν παλιότσιουλου»

 

ΘΕΜΑ 47ο

Τι σημαίνουν οι λέξεις: Γιαμάτσια,κουϊτής,γκραβαλίζουμι,κουλουκθαρίζουμι,αγκλαντίζου.

 

ΘΕΜΑ 48ο

«Μούρσις, στ' Γκουτζιού του πλάϊ, Καντάρ, Καβάκ, Σιαλαρές,Λαγόγυρους,Τσιούκα».

Ποιες από τις παραπάνω περιοχές, ανήκουν στον πολεοδομικό ιστό του Σουφλίου και ποιες στην γύρω ύπαιθρο;

 

ΘΕΜΑ 49ο

Να μεταφραστεί η φράση: « Ματάς τ'  πάππου τ' Γιώρ ήταν στριμπουμένους κι πάππους πουλιουμούσι πουλύ ώρα να κλαδέψ τα ντάλια.»

 

ΘΕΜΑ 50ο

Τι σημαίνουν οι λέξεις:

Μπουρσούκ, πάϊαγκας, σάγκαργκας, κότσ(ι), γκτζιούν, γκάτζιους.

 

       Μετά το πέρας της εκφώνησης των θεμάτων,οι διαγωνιζόμενοι εκλήθησαν να απαντήσουν σε όλα.Η διάρκειά της εξέτασης ορίστηκε στις τρεις ώρες. Το άριστα ήταν 100 μονάδες. Σε περίπτωση που οι απαντώντες σωστά σε όλα, είναι πάνω από τρείς(γιατί τρεις θέσεις Σουφλιωτολόγων προκηρύχθησαν) θα ληφθούν υπόψη και κοινωνικοοικονομικά κριτήρια. Έτσι, μεταξύ ισοβαθμισάντων  θα έχουν προτεραιότητα πολύτεκνοι,ΑΜΕΑ, διαγωνισθέντες με χαμηλά εισοδήματα κ.λ.π. Κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, δεν έλλειψαν και κάποια παρατράγουδα. Έτσι ακυρώθκαν τρεις διαγωνιζόμενοι,γιατί συνελήφθησαν να αντιγράφουν χρησιμοποιώντας «σκονάκια» απού μουρόφλα και ένας άλλος ο οποίος αρτσιώθκι άσχημα στους επιτηρητές,όταν τον είπαν να μη γυρνάει πίσω κι να μην σαλαντίζιτι πουλύ.Όσοι είχαν συχνοουρία και αυτούς που τους έπιασε ριπιτί(=τσιρλιστός), λόγω κατανάλωσης μούρων,συνοδεύονταν από τους αναπληρωματικούς επιτηρητές,σε φράχτες κι αστριχιές,για να ξιαλαφρώσουν.Επίσης υπήρξαν μικροεπεισόδια από ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων και φροντιστηρίων που διαμαρτυρήθηκαν για την επιβολή ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς και από περσινούς επιτυχόντες, που δεν προσελήφθησαν, ούτε καν ως αναπληρωτές.

        Αυτά, αγαπητοί μου πατριώτες και φίλοι, διεμείφθησαν στον μεγάλο διαγωνισμό Σουφλιωτολογίας. Το αδιάβλητό του και την αμεροληψία του,εξασφάλισαν η «ομπρέλα» του ήθους και του κύρους της επιτροπής σοφών προσωπικοτήτων του Σουφλίου.

        Η αναφορά σε κάποια ονόματα ήταν απαραίτητη για την πληρέστερη κατανόηση των ερωτήσεων. Είναι αυτονόητος, ο σεβασμός μου και η συμπάθειά μου στα πρόσωπα αυτά, που αποτέλεσαν σημαντικά κομμάτια στο παζλ των παιδικών και εφηβικών μου αναμνήσεων από το αγαπημένο μας Σουφλί. Οποιαδήποτε άλλη ομοιότης με ονόματα, παρατσούκλια και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

       

 

                                                    Με εκτίμηση

                                          ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ

 

 

 

 

                                      «ΤΑ ΝΕΑ ΜΕΤΡΑ»

 

 Μετά την ψήφιση της πρώτης δέσμης προαπαιτουμένων της νέας συμφωνίας, συνεκλήθη εκ νέου η επιτροπή εμπειρογνωμόνων και ύστερα από ένα δεκαπενθήμερο συνεχών συσκέψεων με τους δανειστές, κατέληξαν στα εξής μέτρα:

Αποφάσισαν να ανακεφαλαιοποιήσουν του μπουσκανά(=μεγάλο ψυγείο), μι δικαπέντι τινικέδις τυρί κι έντικα τινικούδια κισίκ(=μυζήθρα).

Να μετατρέψουν είκοσι στρέμματα τσαπουρνόφυτη περιοχή,σε γκουλοκνόφυτη περιοχή.                                                                                                                                        Να προτείνουν   δασκάλ,μπιχτσίδις,μπουζατζήδις,τινικιτζήδις,αγανατζήδις,πεταλουτές,

μπακάλδις, καφιτζήδις,χειριστές γκατζιουλιών κι μουλαριών, καθώς κι πλακατζήδις,να βγαίνουν απ τα 65 στα 67 στη σύνταξη. Το μέτρο γλύτωσαν μπετατζήδις,κιραμαρτζήδις,ξυλοκόποι,χαμάλδις και εκδορείς σφαγέντων ζώων, (ως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα).

Πρότειναν ακόμα διαρθρωτικές αλλαγές στη γεωργία, όπως η παπάρα να έχει μεγαλύτερο υνί, γκιουντζές να κόβιτι μι κόσα κι όχ μι διρπάν,για να φτουράϊ παραπάν, να  περιοριστεί του ταράσ, να τιαφίζουν οι αμπελουργοί μι μεγαλύτιρ τιαφστήρα κ.λ.π.

Πρότειναν ακόμα την δενδροφύτεψη μι μουρές, άγονων κι ακαλλιέργητων χουραφιών για την ενίσχυση της μεταξουργίας.

Τέλος συνέστησαν σιλουέτα σε άντρες κι γναίκις, γιατί αυτό ωφελεί και την υγεία και την οικονομία.

Για ενίσχυση των Σουφλιωτών στα τρία χρόνια των διαρθρωτικών αλλαγών, οι δανειστές πρότειναν να μεταφερθούν στο Σουφλί: Εκατό κάρα μισιές κι γάβρα απού τ'ς Μούρσις, τ' Γκουτζιού του πλάϊ κι τ'ς Σιαλαρές. Καρπούζια απ' τ' Αμόριο, μούζμουλα απ' την Κουρνουφουλιά, γκατζιουλούδια απ' τ'ν Αγριάν, μουσκάρια απ' του Δέρειου, πιπόνια απ' του Τυχιρό κι εκατό γκατζιουλουφόρτια μουρόφλα, απ' τις περιοχές Τσίρλις κι Κατσ(ι)φέλις.

Και μετά όμως από την ψήφιση της δεύτερης δέσμης προαπαιτουμένων οι θεσμοί δεν ησύχασαν, αλλά παρλαντίσ(ι)καν να χαλεύουν και άλλα μέτρα. Δύο μέλη της επιτροπής αρτσιώθκαν, αλλά Θανασάκους Ντ. τους συνέτισε λέγοντας το εξής:

-«Πρέπ' να τ'ς ακούσουμι, γιατί αλλιώς θα φάμι γιρά στ ράχ μι την παλούκα!»

-«Τώρα σάμπως δεν τρώμι στ' ράχ;» Τουν ρώτσαν γιάλλ.

-« Τώρα τρώμι μι τ' μουρόβιργα στα κουλιά! Πάλι τζούζ, άμα δεν σι σακατεύ σαν την παλούκα!» Και έτσ τους έπεισε να ψηφίσουν υπέρ του νέου ασφαλιστικού, αγροτικού και φορολογικού. Μι τ' αυτά θίγουνταν ούλ κι για τ' αυτό ξισ(ι)κώθκαν! Έτσ' υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και έγιναν και κάποια έκτροπα. Κάποια Καρκατσιλιουτούδια σαβούρτσαν μόλια κι κουκουνίτσις, όταν το κουαρτέτο πήγε στην Καρκατσιλιά να ελέγξει την κατάσταση, ενώ κάποιοι ξυλοκόποι έριξαν κούτσουρα κι τρανά τιζέκια, όταν το κουαρτέτο,πιρνώντας απ' την Τσιούκα,πήγε στα Πηγαδούλια.Τσιουμπάνδις κατέβασαν τα κουπάδια τ'ς στ'ν αγουρά κι έχσαν στην κεντρική πλατεία γκιούμια μι γάλα. Επίσης στήθηκαν μπλόκα σε νευραλγικά σημεία του Σουφλίου μι βουϊδάμαξα, μι κάρα συρόμενα από γιλάδις, μι αλουγάμαξα και μουλαράμαξα. Σε συμπαράσταση των μπλόκων προσήλθαν πλανόδιοι πωλητές, τυροπιτάδις,μπαχτσιαβάνδις, αγανατζήδις κι κιραμαρτζήδις. Τα μπλόκα παρακώλυαν την απρόσκοπτη διέλευση ανθρώπων και ζώων. Έτσι οι κάτοικοι αράδζαν από παράπλευρους δρόμους κι πατέκις. Π.χ μεις απ' την Τσιούκα για να βγούμι στ Μαντρούδα, έκουβαμι απ' τα Μνήματα και μέσω μιας πατέκας έβγιναμι στ' Γκουβέντα τ' βρύσ.

 Οι θεσμοί όμως ντικιλντίσ(ι)καν για σκληρά μέτρα και δεν έδιναν σημασία στις αντιδράσεις. Γιατί φιλοσοφία τους ήταν, παραπάν δλειά κι λιγότιρ παράδις.

Βέβαια οι Σουφλιώτις καθώς είνι καλοί νοικοκυραίοι, δλεύουν πουλύ κι παραπάν απ' τ' αυτηνούς, έχουν και οικονομίες. Γι' αυτό και τέτοια μέτρα, μπορεί να τους ζορίζουν πολύ,αλλά κόμα δεν τους γουνάτσαν τελείως. Γιατί οι Σουφλιώτ είνι δουλιυτάρδις, μαθημέν στα ζόρια και προπαντός είναι νομοταγείς και τίμιοι άνθρωποι. Κι άμα βρουν ευκαιρία του ρίχνουν κι λίγου όξου! Ψένουν σιουτζιούκια κι σουρλάδις, τραβούν κρασί κι τσίπρου κι αρχινούν του χουρό! «Δώστου να παν στου μαχαλά» κι «΄Ηταν πέντι έξ νταήδις»!

 

Φίλες και φίλοι, Σουφλιουτούδις,Σουφλιώτσις κι Σουφλιώτ, νάστε καλά.

 

                                 ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ

 

 

 

ΣΑΤΙΡΙΚΟ - ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ – ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΜΟΥΣΙΚΑ

 

«ΟΙ ΑΣΤΡΙΧΙΕΣ»

 

γραμμένο κατά το πλείστον στη Σουφλιώτικη ντοπιολαλιά. Αστριχιές είναι τα μικρά διάκενα διαστήματα ανάμεσα στα πίσω ή πλάγια ντβάρια των σπιτιών ή το μικρό διάκενο διάστημα, πλάτους περίπου ενάμιση - ενός μέτρου, πίσω απ' το πλάγιο ή πίσω ντβάρ των σπιτιών, ακριβώς κάτω απ' τα σιατσιάκια (=προεκτάσεις των στεγών με κεραμίδια). Οι αστριχιές ήταν ουσιαστικά, μικρά στενά δρομάκια, στο πλάτος περίπου μιας πατέκας (=μονοπατιού). Η χρησιμότητα των αστριχιών ήταν εκείνα τα χρόνια στο Σουφλί πολύ μεγάλη. Πρώτα - πρώτα ήταν ένα σύστημα - δίκτυο επιφανειακής αποχέτευσης - διοχέτευσης υδάτων, λυμμάτων. Εκεί χύνονταν απ' τα σιατσιάκια κι τα λούκια τα νερά της βροχής, καθώς και τα απόνερα - βρωμόνερα απ' τους νιπτήρες. Εκεί επίσης οι νοικοκυρές έριχναν τ'ς κουπάνις μι νιρό, ύστρα απ'του λούσ(ι)μου - μπανιάρισμα των μελών της οικογένειας. Όλα αυτά τα νερά, βροχόνερα και βρωμόνερα, διοχετεύονταν στα χουράφια ή στους δρόμους, συμπαρασύροντας μπόσκατα, γκόγκαρα, ψόφια ζώα, τινικούδια κ.λ.π. Όταν χιόνιζε, τα λιωμένα χιόνια πέφτοντας απ' τα σιατσιάκια στ'ς αστριχιές, πάγουναν του βράδ' απού του κρύου κι μετατρέπουνταν σι κριμασμένις μπαμπάτσ(ι)κις παγολαμπάδις, σαν σταλακτίτες και σταλαγμίτες απού μπούζ(ι). Μια άλλη σημαντική χρησιμότητα των αστριχιών, ήταν πως χρησιμοποιούνταν και σαν αφοδευτήρια. Ιδίως παππέοι κι μπάμπις κουκούνιαζαν ικεί κι τ' απουλνούσαν. Έτσ(ι) αστριχιές ήταν κατάσπαρτες μι γκουγκαρέοι, τσίρλις κι «θυμουνούδις», που συνήθως αποτελούσαν νόστιμο μεζέ για κότις, χιλώνις, φίδια, σκατουμπέρμπιλους, κάργκις κ.λ.π. Οι πιο οικολόγοι κουκούνιαζαν για το χοντρό στα τριγύρω χουράφια, δίπλα σι τσαπουρνιές, βατσ(ι)νές κι μικρά ρμάνια. Μάλιστα τ' Χρηστάκου Μ. του ματσαγκούρ, που ήταν φόβιου, μιά φ'ρα ικεί που κουκουνιασμένους ξαλάφρουνι στου χουράφ, ένας λέλιακας πουλιόμσι να του τσιουμπίσ(ει), γιατί του θάρριψι για όφιου. Όταν ήμασταν γκζάνια, έπιζαμι στ'ς αστριχιές κυνηγητό, κρυφτό κι δεν ήταν λίγις φουρές που πατούσαμι τα γκόγκαρα, που ήταν διάσπαρτα σα νάρκις. Όταν πάϊναμι σπίτ(ι), έτρουγαμι ξύλου (=τ'ς «μάζευαμι») απ'τ'ς μάνις μας, γιατί πάτσαμι σκατά. Οι αστριχιές λοιπόν χρησίμευαν και για το ανέμελο παιδικό παιχνίδι. Εκεί επίσης τα μεγαλύτερα πιδούδια ξιμουνάχιαζαν κανένα καρδαμουμένου κουρτσούδ κι του χούφτουναν, εκφράζοντας έτσι τα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα. Αλλά και μεγάλοι (κάποιες θερμές γυναίκες, που μπάμπις τ'ς ονόμαζαν κρυφόπτανις και κάποιοι άντρες αζγκίνδις κι ζαμπαράδις), απολάμβαναν εκεί τον κρυφό ή παράνομό τους έρωτα, σκοτεινές νύχτες χωρίς φεγγάρι. Οι αστριχιές λοιπόν γίνονταν εκείνα τα χρόνια το καταφύγιο για κρυφούς και παράνομους έρωτες, μια που τα ήθη τότε ήταν πολύ αυστηρά. Έτσι πολλές φορές, όταν είμασταν πιδούδια, έβλιπαμι χρησιμοποιημένα προφυλακτικά (=καπότες) και τα θαρρούσαμι για τρύπια μπαλόνια σε κείνα τα χρόνια της παιδικής μας αθωότητας. Επί πλέον οι αστριχιές, όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι, ήταν στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, κρυφό δίκτυο διεισδύσεων και αποχωρήσεων ανταρτών επιτιθεμένων ή καταδιωκομένων. Κάποιοι επίσης μεγαλύτεροι, υποστήριζαν, πως στις αστριχιές, γίνονταν κατά καιρούς παράνομες δοσοληψίες, αλλά και ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ μπατακιών (=παράνομων και ρεπόντων στην εγκληματικότητα ατόμων). Στις αστριχιές επίσης, είχαν το στέκι τους, κάποιοι ηδονοβλεψίες ή ματάκηδες ή μπανιστηρτζήδις, που προσπαθούσαν να διούν από τα μικρά παράθυρα των πίσω τοίχων (=ντβαριών), κανένα γυναικείο μπούτ(ι) ή μαστάρ. Τέλος στα σιατσιάκια, ψλά απ' τ'ς αστριχιές, έβρισκαν καταφύγιο τα πουλιά, κτίζοντας εκεί τις φωλιές τους. Κυρίως τα σπρίτια (=σπουργίτια) που ξεχειμώνιαζαν, αλλά και τα χελιδόνια, όταν έφερναν στο αγαπημένο μας Σουφλί, το πρώτο άγγελμα της άνοιξης. Αντίθετα λιλιακέοι, όταν έρθουνταν, έφκιαναν φουλιές ψλά στ'ς στυλ(οι) κι όταν στηρίζονταν στα δυό πουδάρια ήταν ξύπνιοι, ενώ όταν στηρίζουνταν στου ένα πουδάρ, κμούνταν. Στις μέρες μας υπάρχουν πάλι πίσω από τις μονοκατοικίες αστριχιές, συνήθως φωτισμένες και εξωραϊσμένες, κάτω από μοντέρνα σιατσιάκια. Η μόνη τους όμως χρησιμότητα είναι να βοηθούν την ελεύθερη ροή των όμβριων υδάτων (=νερών της βροχής), τα οποία καταλήγουν σε σύγχρονα υπόγεια δίκτυα αποχέτευσης και όχι στο κέντρο ή τις άκρες των δρόμων, που διοχετεύονταν κάποτε. Και οι αστριχιές, φίλες και φίλοι, ήταν ένα κομμάτι από το παζλ των παιδικών μας χρόνων, που μας ξυπνούν τόσες αναμνήσεις.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ

 
 

ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ - ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΜΟΥΣΙΚΑ, γραμμένο κατά το πλείστον στο Σουφλιώτικο ιδίωμα.

 

«Η οικολογική οργάνωση «GKATZIOUS PEACE"»

 

Η οικολογική οργάνωση του Σουφλίου «GΚATZIOUS PEACE", που ιδρυτής της υπήρξε κάποτε ο αείμνηστος και συμπαθέστατος Θανάϊσ'ς Ντ., δέχτηκε πρόσφατα καταγγελίες, ότι η ατμόσφαιρα του Σουφλίου επιβαρύνθηκε από ένα επικίνδυνο νέφος αιθαλομίχλης, αφ' ενός λόγω της μεγάλης καύσης καυσόξυλων, και αφετέρου λόγω του ότι κάποιοι χρησιμοποιούν για προσανάμματα ξηρές μαγκούτις, μαλαθρέοι, παλιά τρύπια τσιαράπια, ως κι παλιές γαλότσις. Η οικολογική οργάνωση, που πάσχιζε και πασχίζει για ένα καθαρό Σουφλί, εξουσιοδότησε ακτιβιστές όπως τους «Πράσινους Καρκατσέλδις», αλλά και μπιχτσήδις, (λόγω των έκτακτων συνθηκών), να παρακολουθούν ποιουνού τα μπουριά βγάνουν μαύρου κι πυκνό καπνό. Έτσ(ι) θα εντόπιζαν τους παραβάτες και αφού τους επέπλητταν, θα τους έδιναν μικρό επίδομα, για να χρησιμοποιούν οικολογικότερα προσανάμματα, όπως τα κλουνάρια απού αμπιλόβιργις κι μουρόβιργις. Σύμφωνα με την οργάνωση «GΚATZIOYS PEACE", αυτές οι δράσεις θα βελτίωναν την κατάσταση, γιατί πουλύς κόσμους φχούσι, γκουρλώνουνταν κι ξιρουχαλιώνταν. Και εκείνα τα χρόνια όμως, η οργάνωση «GATZIOYS PEACE", δέχονταν καταγγελίες για ρύπανση και ανέπτυσσε οικολογικές δράσεις. Έτσι τον Ιούνιο του 1976 στην οργάνωση έγιναν καταγγελίες, ότι πολλαπλές «βόμβες από απόβλητα κουκουλιών» (=κουκουλόσκατα, μπουκλούκια), ρίχτηκαν στον σκουπιδότοπο του Σουφλίου, στην περιοχή «Τρανό Ρέμα». Η ατμόσφαιρα επιβαρύνθηκε ιδιαίτερα από τα βοθρολύμματα, που απουλνούσι, κατά τακτά διαστήματα σι κείνου του μέρος, ένα βοθροβυτιοφόρο (=σκατουρούφας), καθώς και απ' τα ψοφοτοξικά αέρια που «δηλητήριαζαν» την ατμόσφαιρα της περιοχής και αναδύονταν από ένα ψόφιου γκατζιόλ(ι), από πουλλά μπαρσάκια (=εντόσθια ζώων που εσφάγησαν), από ψόφια σκ(υ)λιά κι γάτις. Κάποιοι είπαν, ότι τα μπουκλούκια τάριξι ικεί ένας Μαντρώτ'ς, ενώ κάποιοι άλλοι είπαν ότι τα πήγαν ικεί δυο νταβραντζμέν' νταΐδις, μι τσ(ι)φάλια που τα γκβάλσαν στ'ς ράχις (=τσιούσ(ι)). Ο πρόεδρος της οικολογικής οργάνωσης «GΚATZIOYS PEACE", δήλωσε τότε ότι υπάρχει στην περιοχή «Τρανό Ρέμα» έντονη ψοφιμοακτινοβολία με ταυτόχρονη μπόχα, ένας συνδυασμός ιδιαίτερα αποπνικτικός κι επικίνδυνος (=βρουμουκουπούσι τόπους κι σ' έρθουνταν λιπουθυμιά). Έτσι πρότεινε στην ορνιθολογική εταιρεία «FREE KARTAL", να απελευθερώσει εκατό κάργκες στην περιοχή, για να την καθαρίσουν. Στην πρότασή του, αντιτάχτηκαν οι κτηματίες της περιοχής, επειδή φουβήθκαν ότι κάργκις εκτός απ' τα ψοφίμια που θα έτρωγαν, θα ρήμαζαν κι τα καλαμπουκουμπάσιακα, τα στιάρια κι τ' αμπέλια. Επίσης και η οικολογική ομάδα «ΑΜΠΟΥΡΝΤΖΝΤΑ ΓΚΤΖΙΟΥΝΙΑ» (που ήταν αντίθετη στη συνήθεια να μπουρντίζουν τα γκτζιούνια για να μη βρωμούν πουρτσίλα, όταν τα σφάξουν), αντιτάχτηκε στην απελευθέρωση εκατό καργκών, θεωρώντας ότι τέτοιες ενέργειες διαταράσσουν την ισορροπία του οικοσυστήματος. Τότε κάποιοι ψυχραιμότεροι, για να κοπάσουν οι εντάσεις, είπαν ότι μόνο μια δυνατή βροχή θα μας «έσωζε», γιατί θα παραμάζουνι τα μπουκλούκια κι τα ψουφίμια κι θα τα πάϊνι ως τη Μάρτσα ή ακόμα και ως τις παραλίες της Αλεξανδρούπολης, μετριάζοντας έτσι την ψοφιμοτοξικότητα του «Τρανού ρέματος» και μεταφέροντας το πρόβλημα στα νερά του Εβρου και τις ακτές της Αλεξ/πολης. Γιατί όπως λέει κι κουσμάκς: «Καθένας κτάζ(ει) τ' γκάβια τ' (=το συμφέρον του)». Έτσι η βροχή που έπεσε δυό μέρες μετά, παράμασι τα ψοφιμομαζέματα κι τα μπουκλούκια, επιλύοντας έτσι έστω και προσωρινά, το πρόβλημα της ρύπανσης του εδάφους και του αέρος. Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, ονόματα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ

 
 

«ΓΙΑΝΓΚ(Ι)Ν(Ι) ΣΤΟΥ ΜΠΑΙΡ» (=ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ)

Ήταν μπάσ(ι) καλουκαίρ'. Στ'ς Μούρσις στου Σουφλί (=δασώδης περιοχή ΒΔ του Σουφλίου με θαμνώδη κυρίως κάλυψη), νήλιους έκιγι πουλύ κι είχι ένα ζάπαρου να σι πιάν(ει) λυγουθυμιά. Άμπριζι τόπους απ' του κάμα κι τα τζιτζίκια τζαν-τζαν ξιπατώθκαν να τζαντζανίζουν. Ένας ντιβανές που πέρασι μι του γκατζιόλ(ι) τ' πέταξι του πατσιούδ απ' του τσιγάρου, μισουαναμμένου. Κείνου ήταν! Σι κάνα δυό λεφτά καβράτσαν τα ξηρά χουρτάρια φουτιά κι λαμπάδιασαν σε λίγο τα τσιαρπάλια, τα τσιαλιά, τα πουρνάρια, τ' αμπιλούδια, αλλά κι μισιές, καστανιές, τα γάβρα, μυδαλιές κι καρές. Τα πλιά, τα αγρίμια κι τα ζλάπια αρχίνσαν να κουσιάζουν θαν παταγουμένα κι κάποια απ' τ(ι)' αυτά παράτσαν στ'ς φουλιές ως κι τα γκζάνια τ'ς που μπαγ(ί)ρτζαν αβοήθητα. Μάναχα ένας τρυπουφράχτ'ς=( μικρό πουλί που φκιάν(ει) τα' φουλιά τ' μέσα στ'ς φράχτις), όχ(ι) μάναχα δεν έφκι, αλλά πήρι μια σταγόνα νιρό απού ένα ριματούδ', κι τόριξι ψλά στ' φουτιά. Μια αλπ(ι)ού που φεύγοντας είδιει τη σκηνή, είπι στουν τρυπουφράχτ(η):

- Τριλλάθκις ρε; Φεύγα, γιατί θα καείς! Καϊτιράς να σβήϊσ'ς τόσου μπαμπάτσ(ι)κη φουτιά μι μια σταγόνα;

- Γω φκιάνου αλ(ι)πού αυτό που μπορώ! Ιδώ ζώ,μέσα στ' φράχτ(η), ιδώ έχου τ' φουλιά μ', ιδώ είνι τα πιδιά μ'! Θα πουλιουμήσου όσου μπουρώ, αλλά δεν θα φυύγου αφήνουντας τα πιδιά μ' να καούν μαναχά τ'ς! Ας καώ κι γω μαζί μι τ' αυτά! Αλλά άμα ούλα τα πλιά, τ' αγρίμια κι τα ζλάπια έριχνιτι του νιρό που μπουρούσιτι απ' τα'ν αρχή, κι δεν την κουπανούσατι, φουτιά μπουρεί να έσβηνι!

Τότι ένας μπάρμπας που πιρνούσι μι του γκάτζιου τ' συγκινήθκι απ' τον ηρωϊσμό τ' τρυπουφράχτ(η), σταμάτσι κι αρχίνσαν να ρίχνουν μι του γκάτζιου, μι δυό κφάδις νιρό απ' του ριματούδ', ενώ ταυτόχρονα καλούσαν ανθρώπους κι ζώα για να βοηθήσουν! Σε λίγο πουλλά πλιά, αγρίμια κι ζλάπια συμμετείχαν στην προσπάθεια κατάσβεσης της φουτιάς. Μαζί τους ήρθαν παππέοι κι μπαρμπέοι απ' τα γύρου χουραφούδια, καθώς κι δύο μπιχτσήδις.

Η φωτιά αφού έκαψε κάποια στρέμματα, στο τέλος τιθασσεύτηκε απ' τη συνολική προσπάθεια ανθρώπων και ζώων, βοηθούντος και του γεγονότος ότι δεν φυσούσε δυνατός αέρας. Το σβήσιμό της οφειλόταν όμως κυρίως στην αυταπάρνηση ενός μικρού πουλιού, που κόντρα στη βούληση των περισσοτέρων και κόντρα στις πολύ δύσκολες συνθήκες, άλλαξε τη ροή της κατάστασης! Εκανε ό,τι του αναλογούσε και ό,τι μπορούσε και έπεισε και τους υπόλοιπους να κάνουν κάτι παρόμοιο, φυσικά ανάλογα με τις δυνατότητές τους! Ετσι ζώα και άνθρωποι απέδειξαν ό,τι η ισχύς βρίσκεται εν τη ενώσει, στη συνεργασία και στη διάθεση προσφοράς για το οικοσύστημα, το γενικό καλό, την κοινωνία και την Πατρίδα.

Φίλες και φίλοι η ιστοριούλα αυτή δείχνει, πως ακόμα και ένας, μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο, μία πολύ δυσάρεστη κατάσταση, αν μπορέσει φυσικά να πείσει με το παράδειγμά του και τους υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο. Η κοινωνία και η Πατρίδα, μάς χρειάζεται όλους, κυρίως τις δύσκολες στιγμές! Τότε με πράξεις φαίνεται ο πατριωτισμός του καθένα, τότε φαίνεται ο χαρακτήρας του και η ποιότητά του. Πέρα από τις θεμιτές μικροαντιθέσεις που έχουμε μεταξύ μας, ζούμε στο ίδιο κοινό οικοσύστημα, στην ίδια κοινή χώρα! Ας τα προστατέψουμε και για μας τους ίδιους και για τις επόμενες γενιές!

Με εκτίμηση

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ

 

 

ΣΑΤΙΡΙΚΟ –ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ, γραμμένο στη Σουφλιώτικη ντοπιολαλιά. Η υπόθεση είναι φανταστική, θα μπορούσε όμως να είναι και πραγματική.

 

«Αγκαστρουμέν(η) γκατζιόλα κι αζγκίνκου γκατζιουλούδ'»

 

Μια γκατζιόλα αγκαστρουμέν(η),

πούταν τ' πάππου τ' Δημοσθέν(η),

έβουσκι μέσα στου τσ(ι)μέν(ι),

κι αγκάρζι θα χαμέν(η).

 

Τότι χάπα - χάπα μπαίν(ει),

μεσ' του γιούρτ(ι), που είχι τσ(ι)μέν(ι),

μια μπαμπούδα γιαστραμμέν(η),

κι τ'ν απόλκι την καημέν(η) (ενν. τ' γκατζιόλα).

 

Έτσ(ι) γκατζιόλα αγκαστρουμέν(η),

λουγιουρνούσι θα χαμέν(η),

ώσπου Γιώρ'ς μι μια τριχιά,

τ' γιακαλάτσι απ' τουν πατσιά.

 

Στουν απέναντι μπαχτσιά,

Θανάϊσ'ς τσιόλζι τ' μυδαλιά

κι' ίλιγι πουλλά μασάλια

κι βούϊζι ούλ(η) η γειτονιά.

 

Κι ένα αζγκίνκου γκατζιουλούδ'

ρίχνουνταν μέσ' στου γιουρτούδ',

κ' έφκιασι πουλύ ζιουμιά,

γιατί πάτσι του ζαβζά.

 

Του αζγκίνκου γκατζιουλούδ'

χάλασι κι μια φουλιά

κ' απ' αντύκρα του Σαββούδ'

φάναζι την Πουστουλιά.

 

Τότι ήρθι θείους Μουτιός,

που 'ταν ντικς κι λουφαχκός,

κι τσιακμάκσι στα κουλιά,

του γκατζιόλ(ι) τ' πάππου τ' Πατιά.

 

Κείν' τα χρόνια στο Σουφλί,

κάθε σπίτ(ι) είχι γκατζιόλια,

και η κάθε γειτονιά

ήτανε γιουμάτ(η) πιδιά.

 

Τώρα τζιάν(ι) τζιούν(ι) κανένας,

άδειασαν οι γειτονιές,

μείναν μόνο αναμνήσεις,

από κείνις τ'ς εποχές.

 

Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, ονόματα και περιστατικά, είναι συμπτωματική.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΑΣ