ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΩΡΙΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ ΕΒΡΟΥ
Τιάμαρου Άννης διδασκαλίσσης



ΑΡΧΙΚΗ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΒΙΝΤΕΟ
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

Free WebSites Counters
Visit Counter 

users online  

Free WebSites Counters
Μοναδικοί επισκέπτες
Visit Counter  


Ιστορία του χωριού

Η πρώτη ονομασία του χωριού ήτο Κούφι (κούφιο μέρος) κι όπου άνοιγε κανείς λάκκο (γκούφα) έβγαινε νερό. Ο κάθε νοικοκύρης είχε και πηγάδι στην αυλή του. Σήμερα το χωριό ονομάζεται Λυκόφως διότι τα σπίτια όλα σχεδόν έχουν πρόσοψη προς την Ανατολή και μόλις ξυπνήσουν όλοι οι χωρικοί αντικρίζουν το λυκόφως (την όμορφη ανατολή του ηλίου).
Βρίσκεται κοντά εις τον ποταμό Έβρο. Προς Ν.Α. αυτού εκτείνεται η μεγάλη πεδιάδα του Έβρου. Γύρω έχει πολλούς λόφους οι ονομασίες των οποίων είναι: Ανώνυμο Ύψωμα, Μπιούκτεπε (Μεγάλο ύψωμα), Ίνκαγια (το ύψωμα έχει πετρώματα καγιά), Χειρουμπλέοι (ο λόφος έχει πέτρες για χειρόμυλους), Χασάν Τεπέ ή Χασάν ρέμα.
Οι κάτοικοι του χωριού είναι όλοι πρόσφυγες. Εγκαταστάθηκαν εδώ εις το χωριό το 1925. Κατάγονται από το Κιπλί της Ανατολικής Θράκης. Όταν ήλθαν εις το χωρίον εκατοίκησαν στα λίγα καλύβια που υπήρχαν φτιαγμένα από τους Τούρκους και κατόπιν έκαναν και πολλά άλλα όμοια.
Οι περισσότεροι κάτοικοι παλαιότερα όπως και σήμερα ασχολούνταν με τη γεωργία, λίγοι ήσαν και είναι τσοπάνηδες και πολύ λίγοι ασχολούνται με άλλο επάγγελμα.
Όταν πρωτοήλθαν αριθμούσαν περί τις 70 οικογένειες τώρα ανέρχονται εις 260 (964 κατοίκους). Τακτικά οι κάτοικοι του χωριού ερχόταν σε επαφή με τους κατοίκους του Σουφλίου με τους οποίους αντήλασσαν τα προϊόντα τους, γι' αυτό και επήραν πολλά έθιμα και πολλές συνήθειες διασκεδάσεως από αυτούς.

Κατοικία
Η πρώτη κατοικία των Κουφιωτών ήτο η καλύβα (μακρόστενη ή στρογγυλή).
Τρόπος κατασκευής της καλύβας
Τα ντουβάρια τα έκτιζαν ξεροντούβαρα (βάζανε πέτρες στη σειρά για να κάνουν τοίχους χωρίς λάσπη). Κατόπιν σοβαντίζανε τους τοίχους μέσα κι' έξω με λάσπη. Η σκεπή της καλύβας ήτο επικλινής καλυμμένη με άχυρα ή σάζι. Τη σκεπή την εστήριζαν στύλοι ξύλινοι ένας ή δύο. Αυτοί ετοποθετούντο εις το μέσον της σκεπής ή στα δύο άκρα. Η θύρα ήτο ξύλινη και το βράδυ την αμπαρώνανε μ' ένα νταϊάκι (ξύλο) διότι δεν υπήρχε κλειδαριά. Όλη την ημέρα η θύρα έμενε ανοικτή.
Παράθυρα η καλύβα δεν είχε. Μία τρύπα στον τοίχο ήτο το μοναδικό παράθυρο προς την πρόσοψη. Για καπνοδόχο η καλύβα είχε άλλη μία τρύπα στη σκεπή απ' όπου έβγαινε ο καπνός γιατί στην αρχή δεν υπήρχε και τζάκι. Φωτιά ανάβανε στη μέση της καλύβας. Ύστερα κάνανε μεγάλα τζάκια στην άκρη στον τοίχο με πλατειές καπνοδόχους.
Εσωτερικοί χώροι – βοηθητικοί χώροι
Η καλύβα είχε ένα μόνο δωμάτιο, ήτο μονόσπιτο. Βοηθητικούς χώρους είχε τον αχυρώνα και το φούρνο. Ο αχυρώνας ήτο χώρος παρόμοιος με την καλύβα με τη διαφορά ότι οι τοίχοι του γινόταν με ξύλινο πλουκό. (Σε πασσάλους που τους εμπήγανε στερεά στη γή πλέκανε με χλωρές βέργες και πράσινα ξύλα δικτυωτό φράγμα) και μετά τον σοβαντίζανε απ' έξω μόνον με λάσπη. Πολλές φορές οι τοίχοι του αχυρώνα γινόταν και όλο από ξύλα. Τα ξύλα τα καρφώνανε με ξύλινα καρφιά τα οποία έφτιαναν μόνοι τους. Η σκεπή του αχυρώνα ήτο επικλινής και καλυμμένη με άχυρα ή σάζι.
Ο φούρνος. Ο φούρνος κτιζότανε ως εξής: Έκαναν ένα στρογγυλό πλουκό με βέργες χλωρές σε σχέδιο (μισή επιφάνεια κύκλου). Από μέσα κι' έξω βάζανε σουβά και το δάπεδο το ψηλώνανε με λάσπη και χώμα. Αφήνανε μία τρύπα αρκετά μεγάλη από εμπρός και ο φούρνος ήτο έτοιμος.
Τα εργαλεία του φούρνου ήσαν: 1) φτυάρι, 2) πάνα,(*1) 3) γριβέλι,(*2) 4) συμπόδαυλο.(*3)
Έπιπλα και σκεύη της καλύβας
Δια καθίσματα μεταχειριζότανε τα ψκέφαλα (μαξιλαροθήκες γεμισμένες με ξηρό χόρτο ή κουρέλια). Διά τραπέζι υπήρχε ο σουφράς (ξύλο επίπεδο κομμένο σε σχήμα κύκλου με μικρά κοντά ποδαράκια = χαμηλό τραπεζάκι). Χαλιά ήσαν οι ψάθες. Μεγάλες ψάθες απλωνόταν κάτω στο δάπεδο και το σκέπαζαν ολόκληρο. Μικρά ψαθάκια. Μικρές ψάθες ετοποθετούντο γύρω γύρω στους τοίχους, αυτά ήτανε τα ταπάκια τους.
Δια τον ύπνο μεταχειριζότανε τα στρώματα ή χράμια (γερά χοντρά υφαντά πανιά μάλλινα ή βαμβακερά γεμάτα με άχυρο ή χόρτο ξηρό ή κουρέλια). Σκεπάσματα είχαν από επάνω τα μουντά γιοργάνια (υφαντά χοντρά υφάσματα με σκούρο χρώμα, μουντό).
Όλοι ανεξαιρέτως οι κάτοικοι τρώγανε σε κούπες ξύλινες και με χλιάρια (κουτάλια) ξύλινα.
Ένδυμα, υπόδεση, κόμμωση, καλλωπισμός
Ένδυμα ανδρών. Καλοκαιρινό: 1) βρακί (παντελόνι φαρδύ), 2) υποκάμισο, 3) σικμά (γελέκο), 4) αντιρή (σακκάκι). Στη μέση φορούσανε: 5) ζουνάρι, στο κεφάλι 6) σαρίκι(*1) ή φέσι και 7) τουλούμπες (παπούτσια). Χειμωνιάτικο: 1) σιαλβάρ (σεακένιο μάλλινο φαρδύ παντελόνι), 2) πουκάμισο, 3) τζαμαντάν (σταυρωτό χοντρό γελέκο), 4) αμπάς (παλτό σεακένιο), 5) κουντούρια (παπούτσια).
Ένδυμα γυναικών. 1) πουκάμισο (εσώρουχο), 2) μισοφόρι (εσώρουχο πάνω από το πουκάμισο), 3) καφτάνι (φόρεμα), 4) ζούνα, 5) κουντουγούνι (ζακέτα), 6) σκαρπίνια (παπούτσια).
Κόμμωση γυναικών. Τα μαλλιά όλες οι γυναίκες τ' αφήνανε μακρυά. Τα πλέκανε πρώτα λεπτές κοτσίδες και τις λεπτές αυτές κοτσίδες τις κάνανε μια πλατειά κοτσίδα. Στα παλαιότερα χρόνια αυτήν την κοτσίδα την κάνανε δέμα με την μαγλίκα.(*2) Τη μαγλίκα τη δένανε πάνω στο κεφάλι. Αργότερα αφήνανε τις πλεξούδες ελεύθερες αλλά βάζανε στο κεφάλι (μπουφουρτά τσιμπέρια).(*3) Τα τσιμπέρια αυτά ήταν χρωματιστά κόκκινα πράσινα κίτρινα και είχαν φουρφούρια(*4) γύρω γύρω.
Καλλωπισμός. Όλες οι γυναίκες και όλα τα κορίτσια εκτός από τις γριές φορούσανε: 1) καρφίτσες στα μαλλιά και στα πουκάμισα μπροστά στη λιμαρά (τραχλιά). Οι καρφίτσες είχανε πολλές πέτρες χρωματιστές. 2) Ραμάθες από ντούμπλες, φλουριά, πεντόλιρα κοσάρια, κωνσταντινάτα, 3) γραβάτες με φλουσένια στριφτά μεταξωτά υφάσματα ή νήματα, 4) σκουλαρίκια μεγάλα με πέτρες πολύ μεγάλες ή ασημένια με σχήμα καλαθάκι.
Τροφή
Για πρωϊνό όλοι σχεδόν τρώγανε το κατσιαμάκ με ριμποσίτκου αλεύρι (αλεύρι καλαμποκιού).
Τρόπος εψήσεως. Σέ βραστό νερό (αναλογία, 3 νερό, 1 αλεύρι) ρίχνανε αλεύρι καλαμποκιού και το ανακατεύανε καλά να μην σβωλιάση. Το βράζανε αρκετή ώρα και ύστερα το κατεβάζανε από τη φωτιά. Κατόπιν το ζεματούσανε σε σίβραση, λάδι ή λίπος χοιρινό καφτό (ζεματιστό), ρίχνανε και λίγο πιπέρι κόκκινο. Το χωρίζανε τελευταίως κουταλιές, τις βάζανε σ' ένα μεγάλο ταψί και τρώγανε όλοι από κει. Εάν δεν βάζανε πιπέρι βουτούσανε την κάθε κουταλιά μέσα σε πετιμέζι.
Ριντιστέ ή ρουσνίτσια. Σε ζεματιστό νερό ρίχνανε τριμμένο ζυμάρι σιταρένιο. Μετά από τη βράση τα ζεματούσανε με λίπος ως άνω.
Οι Λυκοφιώτες πολύ τρώγανε τις κοκόνες (φασόλια). Η φασουλάδα έπρεπε να είναι έτοιμη σχεδόν κάθε μεσημέρι. Τις κοκόνες τις βράζανε μέσα σε τσουκάλια.(*1) Επίσης τρώγανε πολύ και τα ριμπόσια (βραστά καλαμπόκια).
Ψαροζούμ ή Ψαρόσμους. Ζεματούσανε στην κατσαρόλα ένα κρεμύδι με λίγο λάδι, βάζανε μέσα στη βράση και λίγο κόκκινο πιπέρι. Κατόπιν χύνανε άφθονο νερό και πολύ λίγο αλεύρι. Γινότανε έτσι μια ορεκτική σούπα, γιατί όσοι θέλανε ρίχνανε στο τέλος και ξύδι.
Τα Χριστούγεννα πρώτη ημέρα τρώγανε τη μπάμπο. Τα σηκότια από το χοιρινό κρέας ή και άλλο, τα κόβανε μικρά, πολύ μικρά κομματάκια προσθέτανε και λίγο πράσσο ή κρεμμύδι κι' άλλα μυρωδικά ως και λίγο μπλιούρι. Με το μείγμα αυτό γεμίζανε έντερα πλατιά του γουρουνιού. Αυτά τα βράζανε αρκετή ώρα με νερό μέσα σε μια κατσαρόλα αφού προηγουμένως τα τρυπούσανε με μια καρφίτσα δια να πάρουν νερό μέσα και να βράσουν χωρίς να σπάση κανένα έντερο και χαλάσει η μπόμπα. Μετά τη βράση η μπάμπο ήτο έτοιμη.

Παλαιά έθιμα εορτών
1. Έθιμα Αποκριάς
Πάντοτε οι Λυκοφιώτες εορτάζανε δύο Αποκριές την Κρεατοπόκρα και Τυροπόκρα. Την Τσικνοπέμπτη της Κρεατοπόκρας σφάζανε πολλές κότες και τις είχανε έτοιμες δια το φαγοπότι. Το φαγοπότι άρχιζε από την Τσικνοπέμπτη. Όλοι οι χωρικοί τρεις μέρες τρώγανε άφθονα κρέατα βραστά ή ψητά στη σχάρα ή στο φούρνο. Έπιναν και πολύ πιοτό (κρασί). Την Τυροπόκρα τρώγανε τυρόπιττες. Τις κάνανε με φύλλα όπως και σήμερα και τις γεμίζανε με τυρί κισίκι (μιζήθρα), αυγά, γάλα και λίπος. Τις ψήνανε στο φούρνο ή με το πανάρι και τη γάστρα στο τζάκι (πανάρι, σίδηρο επικλινές στρογγυλό με χερούλι από πάνω καιγόταν καλά στη φωτιά και σκέπαζε την πίττα από πάνω. Γάστρα στρογγυλή με λεία επιφάνεια πλακουδερή ετοποθετείτο επάνω στην πυροστιά δια να καθίση επάνω το ταψί με την πίττα. Κάτω από τη γάστρα υπήρχαν πολλά κάρβουνα). Η πίττα με το πανάρι και τη γάστρα ψηνότανε μια χαρά και από επάνω και από κάτω. Όταν η πίττα ψηνότανε η νοικοκυρά ετραγουδούσε: «Την πίττα δε, την πίττα δε, την πίττα δεν την έψησα, την κότα δε, την κότα δε, την κότα δε, την κότα δε την έφαγα». Αφού τρώγανε την πίττα το βράδυ της Τυροπόκρας, όλοι οι σπιτιανοί τρώγανε στο τέλος από ένα αυγό βραστό και εκάτερος έλεγε: «Με αυγό κλείνει το στόμα μας, με αυγό κόκκινο θ' ανοίξει την Πασχαλιά». Έτσι επακολουθούσε αυστηρή νηστεία 40 ημέρες μετά από την Τυροπόκρα. Κανείς δεν ετολμούσε να χαλάσει τη νηστεία.
Την ημέρα της Τυροπόκρας οι χωρικοί έπαιζαν ατά σπίτια τους και το χάσκαρη. Ένα κομμάτι χαλβά με μια κλωστή από το ταβάνι. Ένας παίκτης (οι παίκτες ήσαν πολλοί και καθισμένοι γύρω γύρω σχηματίζανε κύκλο) τον γύριζε με μεγάλη δύναμη τραβώντας το σκοινί δια να κάνη κύκλο. Οι παίκτες με ανοικτό στόμα και τα χέρια πίσω, προσπαθούσανε να δαγκάσουν το κομμάτι. Όποιος κατάφερνε να το πιάση το κομμάτι με τα δόντια του ήτο νικητής. Το κομμάτι ο χαλβάς ήτο δικό του.
Το απόγευμα της Τυροπόκρας γινότανε εις την πλατεία του χωριού λαϊκός χορός. Πριν ν' αρχίση ο χορός όλες οι Αρραβωνιασμένες (νέες νύφες δηλαδή) αραδιαζότανε σε μια άκρη της πλατείας. Το ίδιο έκαναν και οι πενθερές και αυτές μπαίναν στή σειρά. Οι νύφες φιλούσαν το χέρι της πενθεράς και οι πενθερές κερνούσαν τις νύφες. Τις έδιναν ζαχλάρια (καραμέλες), σιμήτια (αφράτα ψωμάκια), φρούτα (αρσιάτια), υφάσματα, χρήματα, φλουράκια. Μετά δωρίζανε τις νύφες και οι άλλοι συγγενείς. Οι νύφες στο τέλος μαντηλώνανε τις πενθερές (τις δωρίζανε από ένα μαντήλι = τσεμπέρι). Μετά από αυτό το έθιμο άρχιζε ο λαϊκός χορός. Παιζότανε με μερικά παιχνίδια.

Τραγούδια χορευτικά της Αποκριάς
1. Τώρα το βράδυ του βραδύ
πηρ αέρας κι' βροχή
τώρα γυναίκις δέρνουντι νταΐδις μακιλεύουντι
Τη Μάρω δέρνει η μάννα της μ' ένα κλωνί βασιλικό (δις)
με ένα δεμάτι βάλσαμο
Στην πρώτη αρραβώνα μου την πίττα δεν την έπλασα
την κόττα δεν τ' μαΐρεψα γιρόντι γιροντάδες μου (δις)
γιρόντι γιροντάδες μας πώς κάθοντι καρσί καρσί
κι' πίνουν το γλυκό κρασί.

Κίνησα βάϊ κουκόνα
2. Κίνησα βάϊ κουκόνα(*1) κίνησα να πάω πέρα
μι' τουν κρύου τουν αέρα, μι' τουν κρύου τουν αέρα,
μι' τουν κρύου τουν αέρα δέρνου πάνου βάϊ δέρνου κάτω
που να βρω κλειδί ν' ανοίξω
Μ' έρριξε ο θεός και τούβρα κι' άνοιξα κι' μπήκα μέσα
βρήκα πίττα στο πλαστήρι και την κόττα στου μπακίρι
Το κρασί μες την κρουντήρα(*2) κάθουμι τρώγου κι' πίνου
Κάτ' ακούω στάμπουρ στούμπουρ, ο λαγός λαλάει τη λύρα,
κι' αλεπού το στομπιλέκι(*3) κι ο σκαντζόχοιρος ο γιούδας(*4)
π' αγαπάει την αχελώνα κι' την κάνει μι' του μάτι
έλα βράδυ στου κρεβάτι να σου δώσω μαύρο μάτι.

Ο Τσουρτσουλιάνος (μικρό πουλί με λοφίο στο κεφάλι)
3. Κι' τσουρτσουλιάνος στη κουπρά, βγήκι για να λαλήση
τον είδ' αλπού κι' γέλασει κι' κόττα χαχανιώτι. (γελά δυνατά με φωνή)
Τί μ' γελάεις αλεπού κόττα χαχανιώσι (εγώ είμ' νοικοκύρης)
Έχω γιλάδα κουλουβή κι' σκύλα γκαστρουμένη
έχω κι' έναν παλιάλογο κι' κείνος ψουφιασμένος
στα δυόν μπουδάρια κούτσινει κι' στ' άλλο δεν πατούσι
τ' ένα τον μάτ' ήταν τυφλό κι' τ' άλλο σαν σταφίδα.

Κάτω στο γιαλό
4. Κάτω στου γιαλό, κάτω στουν γιαλό κυρά
κάτου στου γιαλό κάτου στουν ποταμό
πλένουν τούρκισσες κυρά μου πλένουν τούρκισσες
μικρές χανούμισες
Κι μια τούρκισσα, κι' μια τούρκισσα
μικρή χανούμισα ανεβαίνει ψηλά βαράει τουν ταμπουρά (νταϊρές).
Βρίσκει μια φουλία πούχει σαράντα αυγά.
να τα πάρουμι κυρά μου, να τα πάρουμι κυρά μου
να τα πάρουμι κι' να τα δώσουμι
να τα πάρουμι κι' να τα δώσουμι
τους ανύπαντρους, τους ανύπαντρους παλλήκαρους
5. Τα ψαρούδια έχουν χάρι τα μυρμήγκια πανηγύρι
κάλησαν μάρ, κάλησαν κάλησαν κι' εμένα νούνα
κάλησαν κι' εμένα νούνα για να πάω να στεφανώσω
δυό κορμάκια ν' ανταμώσω.
Κάκιωσα(*5) κι' εγώ δεν πήγα όταν βγαίνω κι' αγναντεύω
ο λαγός βαρνάει τη λύρα κι' αλεπού το ντυμπελέκι
κι' ο σκαντζόχοιρος ο γιούδας π' αγαπάει την αχελώνα
κι' την κάνει μι του μάτι ελ' απόψι στου κριβάτι
να σου δώσω μαύρο μάτι, μαύρο φρείδι
κι' του κόκκινου τ' αχείλι.

Ώρα καλή σας
6. Βλάχικο
Ώρα καλή σας λάγια(*1) πρόβατα καλά να ξεχειμάστε
Σαρμανιώτανε, Σιρνώτανε
Έλα βάγιω κάτσι στον γόνα μου να μι κιρνάς να πίνω
Σαρμανιώτανε, Σιρνιώτανε
Να φάμε γάλα κι' τυρί κι' μαρκάτια(*2) κι' κισίκ
Σαρμανιώτανε, Σιρνιώτανε.

Κάτω στα δάσινα πλατάνια
7. Κάτω στ' δάσινα πλατάνια στην κρυόβρυση
κάθονταν δύο παλληκάρια κι' μια λυγιρή,
κάθονταν δυό παλληκάρια κι' μια λυγιρή
κάθονταν βάλαν κι' πίναν Διαμαντούλα μου,
κάθονταν βάλαν κι' πίναν κι' την ξέταζαν
Διαμαντούλα τίνι σοι τέτοια κίτρινη;
Μην ίσκιος κι' σι πατάει μην είν' φάντασμα;
Δεν ίσκιος δεν είν' φάντασμα είν' του παλληκάρι,
που μι' πατάει τα μισάνυχτα.

Κλέφτικο
Αυτό το τραγούδι το τραγουδούσανε όσοι τρώγανε και πίνανε έξω στην πλατεία ή το μεσημέρι στο τραπέζι μετά το φαγητό.
8. Ναούμης πάει στη Φλώρινα Μπουμπουφλώρινα
Πάει να φέρη τουν καϊμακάμη(*3)
Γειά σου!... Ναούμη καπιτάνη
Ήτανι μέρα Κυριακή κάνουν τα σκυλιά μπαριάμι
Γειά σου!... Ναούμη καπιτάνη
Πάρτη κι' φτιάσει ένα καϊφέ μπουμπουνουκαφέ
δώσε τουν στουν καϊμακάμη πάρτι τουν κι' του κιφάλι
Γειά σου... Ναούμη καπιτάνη.

9. Ένα πουλάκι μες το χιόνι ζητάει το κάπου
κάτι τι το πουλάκι μου
τέτοια πουλιά σαν απαντήσω πούχουν μεγάλη τους
χαρά το πουλάκι μου
Το δύστυχο πεινά κρυώνει για να πιτάξη δυνατά
το πουλάκι μου.

10. Αχ τεπέ(*1) μου που τραγουδείς της λευτεριάς τραγούδια
που τα κορίτσια αγαπούν του κάμπου τα λουλούδια
Εκεί να βάλω να μου πουν του Δήμου το τραγούδι
ν' ανοίξη η καρδούλα μου σαν μυρσινιάς λουλούδι.

Αυτό το τραγούδι το τραγουδούσανε και το χορεύανε τα παιδιά του σχολείου και φτειάνανε χωριστό χορό. Το χορεύανε και σ' άλλες γιορτές.

11. Δεν λαλείς, δεν λαλείς γλυκό μ' αηδόνι
το πρωΐ με τη δροσιά λάλα αηδόνι μου γλυκό.
Να ξυπνήσης τον υγιόν μου που είναι στα ψηλά βουνά
και τον γέρο Όλυμπο.
Να του πης γλυκό μ' αηδόνι δεν τον έχω πιά υγυιόν
Αν δεν διώξη τους εχθρούς
απ' την ωραία γη την ωραία Θράκη μας.

Το απόγευμα της Κυριακής της Τυροπόκρας γινότανε τα πιο πολλά καρναβάλια. Τελευταίο έβγαινε το καρναβάλι η αρκούδα. Αυτήν υποδύονταν δύο νεαροί οι οποίοι ντυνότανε με δέρματα ζώων έτσι ώστε οι δυό τους να είναι τετράποδο ζώο όμοιο με αρκούδα. Η αρκούδα έβγαινε στο χορό με την ευχή «να ζήσουν να γεράσουν όλοι οι Κουφιώτες». Πολλοί χωρικοί τότε πέφτανε κάτω να τους πατίση η αρκούδα δια να είναι γεροί όλη την σαρακοστή. Κόβανε τρίχες επάνω από την αρκούδα άναβαν φωτιές και βάζοντας τις τρίχες στη φωτιά καπνιζότανε λέγοντας «σιδερένιοι, σιδερένιοι». Ύστερα πηδούσαν τις φωτιές και παίζανε το παρακάτω παιγνίδι: «Λέγκω, Λέγκω» (όνομα).

Περιγραφή του παιχνιδιού
12-15 παίκτες αγόρια χωριζότανε σε 2 ομάδες. Η 1η ομάδα είχε 6 παίκτες, η 2α ομάδα 8 και 1ας φύλακας. Η πρώτη ομάδα σχημάτιζε κύκλο. Παίκτες πιανότανε γερά χιαστί από τους ώμους με το βλέμμα γυρισμένο προς το κέντρο της περιφερείας του κύκλου και το κεφάλι καλά φυλαγμένο, σκυμμένο προς τα κάτω δια να μην κτυπηθούν από τους άλλους παίκτες. Ο φύλακας καλά δεμένος με ένα σκοινί από τη μέση ή από το χέρι, τριγύριζε γύρω από τον κύκλο δια να μην αφήσει τους παίκτες της άλλης ομάδας να μπούνε κι' ανεβούνε πάνω στη ράχη των παικτών της 1ης ομάδας. Το σκοινί του φύλακα το κρατούσανε καλά οι παίκτες της 1ης ομάδας. Όταν ο φύλακας δεν κατώρθωνε να πιάση κανένα παίκτη, όλοι οι παίκτες ανεβαίνανε στη ράχη των παικτών της 1ης ομάδας σχηματιζότανε μία πυραμίδα με σκαλοπάτια, η Λέγκω.
Η πυραμίδα έπρεπε να κρατηθή γερή όσπου να τελειώση το τραγούδι.

Εκκλησιές και μοναστήρια
Λέγκω, Λέγκω, κατέβα κάτω
ν' ανέβω απάνω «Λέγκω, Λέγκω»
«Τσιά κατ' μαχαλιώτ απάν μαχαλιώτ(*1)
φέρτι τα κορίτσια μας να τα καλυβώσουμι(*2)».

Χαλούσε μετά η πυραμίδα κι' άρχιζε από την αρχή το παιχνίδι. Εάν ο φύλακας κατά την ώρα του παιχνιδιού έπιανε κανένα παίκτη της 2ας ομάδας γινότανε τότε αλλαγή των ομάδων.
Όταν πια νύχτωνε αφήνανε τις φωτιές να σβήσουν κλείνανε το γλέντι τους με ένα τελευταίο χορό και ένα τραγούδι, το παρακάτω:

12. Βρε νύχτωσε κι' σήμερις πάει κι' τούτη μέρα
Παν τα πουλάκια στη βοσκή κι' λυγερές στη βρύση
Παίρνω κι' εγώ το Γρίβο(*3) μου (άλογο) πάω να τον ποτίσω
Στράτα όπου πήγαινα κι' εκεί που περπατούσα
παρακαλούσα κι' έλεγα παρακαλώ κι λέγω
Θεέμ να πάω και να βρώ τη λυγερή στη βρύση
Καθώς κι' αν παρακάλεσα έτσι πήγα κι' ηύρα
Βρίσκω την κόρη απ' έπλυνι στην μαρμαρένια βρύση
Την καλημιρνώ δεν καλημιρνά την κρένω δεν μ' κρένει
Τί έχουν κόρη τα μάτια σου κι' στέκουν λυπημένα
Καλόν έχω στην ξενητειά και λείπει δώδεκα χρόνια
Ούδ γράμμα διαβόλου γυιέ μι έστειλε ούτε γραφή μι' στέλνει
Ούχ αμάν σένα του λέγω ούτε γραφή μου στέλνει
Κι' τώρα που μού έστειλε σι' τρεις μιριές γραμμένου (δις)
Η μια λέει να χαρώ η αλλ' μού λέει να κλαίω
η τρίτη η φαρμακερή μού λέει να καλογρέψου.

Το γλέντι της Αποκριάς τέλειωνε. Ξημέρωνε η Καθαρά Δευτέρα, επακολουθούσε αυστηρή νηστεία. Οι χωρικές δια να δείχνουν πιο ταπεινές φορούσανε σκούρα ρούχα και τα φορούσανε όλη τη σαρακοστή από την ανάποδη. Όλο το χρονικό διάστημα της σαρακοστής κανείς δεν χόρευε. Οι νέοι και οι νέες στην πλατεία παίζανε διάφορα παιχνίδια. Ένα από αυτά είναι:
Το αργυρό Ζουνάρι, κι' αργυρουκαλαθάτου
Περιγραφή
(20 - 30 παίκτες, κορίτσια). Οι παίκτες χωριζότανε σε 2 ομάδες η κάθε ομάδα είχε ίσο αριθμό παικτών. Η μία ομάδα από την άλλη απείχε 10 μ.
Οι παίκτες πιανότανε από τα χέρια και σχηματίζανε δύο παράλληλες γραμμές. Το παιχνίδι άρχιζε με τραγούδι. Έλεγε ένα στίχο η μία ομάδα κι' απαντούσε η άλλη με άλλο στίχο κάνοντας βήματα εμπρός και πίσω.
Το τραγούδι είναι:
— Άργυροζουναράτο κι' αργυροκαλαθάτου
— Τι ορίζεις μαγιμμένη κι' κυρά μου ξιχασμένη
— Κατ' ορίζω κι' σου λέγω κατ' πουλί παράδις(*1) έχου
— Αν έχεις κι αν δεν έχεις μες τ' αλώνι δεν σί βάζω
— Θά στείλω του τυλώνη μου να κόψω μια νυφίτσα
— Για στείλτουν για στείλτουν να δης κλουτσιές που θα φάη

Τρέχει τότε μια παίκτρια από την πρώτη ομάδα και κόβει με δύναμη τα χέρια ανάμεσα από δύο παίκτριες της 2ας ομάδας. Παίρνει μία από τις κοπέλες από το μέρος που έκοψε, την φέρνει στην άλλη ομάδα και το τραγούδι συνεχίζεται. Εάν δεν κόψη τα χέρια μένει αιχμάλωτη εις αυτήν την ομάδα.

— Σας πήραμε σας πήραμε μια όμορφη κοπέλλα
— Μας πήρατε, μας πήρατε μια σκύλα που του ρέμα

Το παιχνίδι συνεχίζεται εναλλάξ ώσπου η μία ομάδα να βγη νικήτρια να συγκεντρώση δηλαδή τα περισσότερα κορίτσια.
Έτσι χωρίς πολλές διασκεδάσεις περνούσε η σαρακοστή. Έφτανε το Πάσχα. Το Πάσχα ήτο η μεγαλύτερη εορτή τους. Άμα τρώγανε το κόκκινο αυγό άνοιγε πάλι το στόμα τους δια το φαγοπότι και το τραγούδι.
Τα πασχαλιάτικα τραγούδια τους ήτανε:

Πασχαλιά 1.
1. Μια Πασχαλιά κι' μια λαμπρή κι' μια μιγάλη μέρα
Μάννα νι' γυιό εστόλιζε να πάη να μεταλάβη
μπροστά πηγαίνει η μάννα του κατόπι αδελφή του
μέσα στη μέση Αλέξανδρος σαν μήλο μαραμένος
Σαν μήλο σαν τριαντάφυλλο σαν κόκκινο κεράσι.
Κι' αν παν σιμά κι' αν παν κοντά στης εκκλησιάς την πόρτα
και σαν τους είδε η εκκλησιά πέφτουν τα κεραμίδια
και τα μικρά κονίσματα πέφτουν κι' απιστουμιώνταν (πέφτουν ανάποδα)

Κι' τ' Άγιο πνεύμα συντυχεί(*1) μέσα απ' τ' Άγιο Βήμα
— Πού πας σκύλα πού πας Ουβρά πού πας κριματισμένη
— Ο γυιός κοιτάει τη μάννα του κι' μάννα τον η γυιό της
— Τί σφάλμα έχεις κακόπαιδο πούσε κριματισμένο
— Εννιά παπάδες έσφαξα και με το νούνο δέκα.

2. Λεν ήρθ Μαής αμάν γκέλ αμάν, (ήρθι Μαής κι' άνοιξη) (δις)
ήρθ ήρθι του καλοκαίρι.
Νερ Μαής μαραίνει τα παιδιά κι' θέρους τα κορίτσια
όλις οι νιές μαζεύτηκαν να παν να του θυρίσουν
Νερ όλη μερίς αμάν γκέλ αμάν όλη μερίτσα θέριζαν
με γέλια και τραγούδια, με γέλια με τραγούδια
κι' αυτό το βράδυ του βραδύ βασίλεμμα του ήλιου.

3. Γαρύφαλλα μουρή κι' μια απού τη Χιό, ποιός σι του λέει δεν σ' αγαπώ (δις)
Ποιός σι' του λέει δεν σ' αγαπώ πες μου να τον καταριστώ (δις)
Πες να τουν καταριστώ κι' άλλη κατάρα να του πω
Χήρα να δω τη μάννα του την αδερφή του καλογριά
κι' αυτόν τον νυιό στα σίδερα, στα σίδερα στα μπουκαγιά (φυλακή)
4. Ν' αυτή η έρμη η πανούκλα(*2) να που πήρι μαρ λουλούδια
Να που πήρι την Καλούδα κι' άφση τα ρουχάκιατς ούλα
διπλωμένα στρακωμένα ατό συντούκι βαλημμένα (δις)
Μάννα τσου χαρουκαμένη παίρνει αράδα τα κορίτσια
ποιό θα μοιάση την Καλούδα στου κουρμί κι' στα καλούδια
Στου κουρμί κι' στα καλούδια κι' στ' κόκκινατς μαγλούδια.
5. Στου Σιριώτικου τουν κάμπου κει στ' Ύψαλα στα γκιόλια
πιρπατεί μια πιριστέρα πιρπατεί κι' κουρνιαχτίζει
κι' γιαρέντης (αγαπητικός) του κατόπι, αγάλια να πιρπάτα κόρη
αγάλια να πιρπάτα κόρη να μην λιρώσης τα λινά του (παπούτσια)
Τα λινάσ τα μιταξένια. Νάσαν χήρα να σι' πάρω
κι' κουρή να σ' αγαπήσω νάσαι το δικό μου ταίρι
να σι' τάιζα πιπέρι κι' χειμώνα καλοκαίρι.

6. Τα δύο αδέρφια τα καλά τ' δύο τα μουνιασμένα
«βάρσανε» τα δύο τα μουνιασμένα. Νιρ τα βάζουνε κι' αμάν αμάν,
τα βάζουν να παλέψουνε «βάρσανε» σι' μαρμαρένιο αλώνι.
Λέει όποιος βαΐσει στου πλιυρό κείνους ψυχή θα δώσει «βάρσανε»
Ψυχή θα παραδώση. Νιρ Δήμος βαΐζ αμάρ, «βάρσανε» νιρ Δήμος
βαΐζει στον πλιυρό ψυχή θα παραδώση.

Πληροφορίαι
Από τα περιγραφόμενα έθιμα των εορτών εξακολουθούν και σήμερα ισχύοντα τα έξης:

1. Λαϊκός χορός εξακολουθεί να γίνεται κατά την ημέρα της Αποκριάς (της Τυροπόκρας). Δεν γίνεται όμως μ' εκείνη την επισημότητα διότι πολλοί νεαροί και νεαρές δεν λαμβάνουν μέρος. Χορεύουνε οι ηλικιωμένοι και ηλικιωμένες. Πριν από το χορό οι πενθερές κερνούν τις νύφες σύμφωνα με τα περιγραφόμενα. Κατά τον χορό τραγουδιένται όλα σχεδόν τα τραγούδια διότι υπάρχουν πολλές γριές οι οποίες τα θυμούνται. Αυτά τα τραγούδια τα τραγουδούν τώρα και σ' άλλες γιορτές κι' ιδίως κατά τα χειμερινά νυχτέρια ή στις βραδυνές φιλικές συγκεντρώσεις των.

2. Το παιχνίδι χάσκαρης παίζεται ανήμερα της Αποκριάς σε πολλά σπίτια.
3. Το παιχνίδι το Αργυροζουναράτο κι' Αργυροκαλαθάτο παίζεται από τα μικρά παιδιά άλλες ημέρες (χωρίς τραγούδι).
4. Τα φαγητά που μαγειρεύανε και τρώγανε τότε τα μαγειρεύουν και τώρα όχι όμως τακτικά όπως τα χρόνια εκείνα. Την μπάμπα την κάνουν πάλι το βράδυ των Χριστουγέννων κάθε χρόνο.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(*1). Ξύλο χονδρό μ' ένα πανί δεμένο στην άκρη, βρεγμένο στο νερό καθαρίζανε μ' αυτό τη στάχτη.
(*2). Ξύλο χονδρό μ' ένα άλλο πολύ μικρό καρφωμένο στη μία άκρη αντιθέτως δια να μαζεύουν εμπρός τα κάρβουνα.
(*3). Ένα ξύλο δια να ανακατεύουν τη φωτιά.
(*1). Σαρίκι = ζουνάρι, το τυλίγανε γύρω - γύρω στο κεφάλι.
(*2). Μαγλίκα: Πολύχρωμο βαμβακερό μανδήλι τυλιγμένο πολλές φορές το βάζανε γύρω γύρω στο κεφάλι επάνω στην κοτσίδα.
(*3). Μπουφουρτά τσιμπέρια: Μεταξωτά ή ατλαζωτά μανδήλια κεφαλής.
(*4). Φουρφούρια: Κρόσσια μεταξωτά, φλοσένια κρόσσια (με φλός).
(*1). Πήλινα δοχεία σε σχήμα κανάτας.
(*1). Νοικοκυρά που δεν ασχολείται με αγροτικές δουλειές.
(*2). Κρουντήρα: κούπα πήλινη.
(*3). Ντυμπιλέκι: τύμπανο.
(*4). Γιούδας: πονηρός, κακός και προδότης σαν τον Ιούδα.
(*5). Κάϊκιωσα: θύμωσα.
(*1). Λάγια πρόβατα: μαύρα πρόβατα.
(*2). Μαρκάτια: μυζήθρα, νώρ.
(*3). Καϊμακάμης: πλούσιος Τούρκος, τσιφλικούχος, διοικητής.
(*1). Τεπέ: ύψωμα.
(*1). Μαχαλιώτ': γειτόνοι, συνοικία.
(*2). Καλυβώσουμ': να τ' αρραβωνιάσουμε.
(*3). Γρίβο άλογο: άτι, γρήγορο άλογο, βαρβάτο άλογο, πολεμικό άλογο.
(*1). Παράδες: χρήματα.
(*1). Συντυχεί: ομιλεί, τυχαίνει να βρεθή εκεί.
(*2). Πανούκλα: αρρώστεια.