ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ


online επισκέπτες

γιουβάνς απολίτιστος, κοντός
γιουγκάς καρούμπαλο
γιουρούκ(ι) άτομο χαμηλής νοημοσύνης
γιούσκα καρούμπαλο
γίσκιουμα εφιαλτικός ύπνος
Γκαγκαβούηζς Τουρκόγλωσσοι Μικρασιάτες πρόσφυγες
γκαζγκαλιάρς ταραχοποιός, φασαριόζος
γκάσγκα χάσμα, τρύπα
γκαλέτσ(ι) τσόκαρο
γκανταλώ γαργαλώ
γκιουμ(ι) μεταλλικό δοχείο με χειρολαβές για τη μεταφορά του γάλακτος
γκιρντίζουμι τεντώνομαι
γκλότζιανου ριζοβολβός
γκόρτσα αγριοαχλάδια
γκουζγκουνάρα κουκουνάρι
γκουλιαφίζου λερώνω
γκουμπούζα πήλινη κρασόκουπα
γκουστιρίτσα σαύρα
γκρίμπα ραχιτικός,κουλουριασμένος
γκρλίτσα ασθένεια των γουρουνιών που αλλοιώνει τη φωνή τους
γκρούντα αδιαμόρφωτο κομμάτι συνήθως τυριού
γκτζιουν(ι) γουρούνι
δίσαλου σκούρο, μαύρο
δουλιψή εργασία, ο κόπος
ζαβγιά ζαβολιά
ζάκατου αντικείμενο
ζαμπούνς καχεκτικός
ζαπ υποταγή, χαλιναγώγηση
ζάπαρους ζέστη με άπνοια
ζατσανώ μαχαιρώνω, μπήγω
ζεύλα η σιδερένια βέργα που κρατούσε τα ζώα στο ζυγό
ζιούμπλιακας μικροκαμωμένος
ζλίγου συμπιέζω, ζουπώ
ζντραν(ι) εξάρτημα, εργαλείο
ζουρλαντίζου ζορίζω, πιέζω
θ΄μαίν(ει) πρήζεται, ζωηρεύει
ισιάν(ι) ίσιωμα, ευθεία
καβαδάτους πασχαλινό αυγό βαμμένο με διάφορα χρώματα
καβάκ(ι) λεύκα, κυβίστηση, ονομασία πλατείας στο Σουφλί
καβαλίκα δωρεάν μεταφορά με ζώο ή κάρο
καγκρντίζου στραγγαλίζω
καϊνάκ(ι) πατημένο σκληρό έδαφος
καλπαζάνα κρασόκουπα
καλπς τεμπέλης
καπίστ'ρ ιπποσκευή, χάμουρο
καραμανλδκα ακαταλαβίστικα
καραμπάτσ(ι) κρανίο
καργκν(ι) εκχείλισμα ποταμού στον παραπόταμο
καρλαμαντάν απερίσκεπτα στα τυφλά
καρλαντίζου εκτιμώ, λογαριάζω
καρκατσιλιά το επάνω Σουφλί
καρσί απέναντι
κασκαβάλ(ι) κασέρι
   
    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...