1ον – ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ.
Σε απόσταση 70 χιλ. σιδηροδρομικώς από την Αλεξανδρούπολη, στη βορεινή κατεύθυνση, και δυτικά της κοιλάδος του Έβρου, ξεχωρίζουν δυό λόφοι (οι Αηλιάδες, με υψόμετρο 105 μ. ο πρώτος και 103 ο δεύτερος). Στην ανατολική πλευρά του πρώτου και στην τοποθεσία αλτ(;) Καβάκ (έξη λεύκες), που παρουσιάζει χαμήλωμα, σε σύγκριση με τις γύρω τοποθεσίες, πριν από 300 περίπου χρόνια, κτίσθηκε το Σουφλί, από φυγάδες και καταδιωγμένους απ’ την Τουρκική θηριωδία. Αυτού αργότερα βρήκαν άσυλο κι άλλοι Έλληνες, μεταξύ των οποίων Θεσσαλοί και Ηπειρώτες (πράγμα που υποστηρίζουν όσοι κατέγιναν με την Ιστορία του Σουφλίου). Όλοι αυτοί ασχολήθηκαν με την γεωργία και κυρίως τη σηροτροφία και αμπελουργία. Ήταν δε τόσο αποδοτική η πρώτη, που γρήγορα, η μεν κοιλάδα του Έβρου πλημμύρισε από μουριές, το δε Σουφλί απλώθηκε στις ανατολικές πλαγιές και των δύο λόφων, ως την κοιλάδα. Ο αμιγής Ελληνικός πληθυσμός, με τη φανατισμένη εθνικοθρησκευτική συνείδηση και τη φιλοπονία του, κατέστησε το Σουφλί κέντρο εθνικής, πνευματικής και οικονομικής αναπτύξεως. Στην πιο μεγάλη του ακμή έφθασε, μετά την ίδρυση ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. Συνδέθηκε με τη σιδηροδρομική γραμμή Αλεξανδρουπόλεως, που κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη. Η γραμμή περνούσε απ’ την ανατολική πλευρά της πόλεως. Πέρα απ’ αυτήν εκτείνονταν η μωρεοφυτευμένη κοιλάδα του Έβρου, σε βάθος 1.000 μ. και πλέον, απ’ όπου περνούσε ο ποταμός Έβρος, και πέρα απ’ αυτόν τα πλούσια χωριά της Ανατολικής Θράκης, τα οποία, κέντρο είχαν, για κάθε εμπορική συναλλαγή, το Σουφλί, που ο πληθυσμός του τότε ξεπέρασε τις 14 χιλιάδες. Παράλληλα και σε απόσταση λίγων μέτρων από την σιδηροδρομική γραμμή, υπήρχε η σημερινή Εθνική οδός, που διέσχιζε την αγορά με τα πολλά βιοτεχνικά και εμπορικά καταστήματα, που είχαν ζωηρότατη κίνηση. Είχαν γίνει πια γνωστά και ξακουστά τα κρασιά, απ’ τ’ αμπέλια της ορεινής περιοχής του Σουφλίου, τα οποία πουλιούνταν σ’ όλη την περιοχή του Έβρου, και τα κουκούλια που πουλιούνταν σ’ εμπόρους, που έρχονταν απ’ την Λυών και το Μιλάνο. Οι πλουσιώτεροι, αφού τελείωναν το δημοτικό σχολείο, πήγαιναν στο Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως και εν συνεχεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Οι ασήμαντοι λοιπόν αυτοί λόφοι, που πριν από χιλιάδες χρόνια σκεπάζονταν από τη θάλασσα (όπως μαρτυρούν τ’ απολιθωμένα κογχύλια που υπάρχουν σ’ αυτούς), απόχτησαν το Σουφλί «το τρανό και ξακουσμένο», όπως λέγανε σ’ ένα τραγούδι τους οι κάτοικοι του βορειότερου χωριού του Έβρου, των Πετρωτών. Αξιοπερίεργο είναι ότι το κλίμα του ήταν βέβαια και τότε, λόγω της γεωγραφικής του θέσεως, ηπειρωτικό, αλλά με ασυγκρίτως περισσότερα χιόνια και παγωνιές, που επέτρεπαν το πέρασμα φορτωμένων αμαξιών, πάνω απ’ τον παγωμένο Έβρο.
2ον. – ΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΑΥΛΗ.
Τα μεγάλα, διώροφα, λιθόκτιστα και κεραμοσκεπασμένα σπίτια, που εντυπωσίαζαν από μακρυά, σαν έμπαινες μέσα στο ισόγειο, έβλεπες ότι αποτελούνταν από ένα και μόνο χώρο, σε ορθογώνιο σχήμα, χωρίς πάτωμα. Αυτό ήταν το κιλάρ(ι) (κελάρι). Στο δεύτερο πάτωμα ήταν η σάλα. Και οι δύο αυτοί χώροι χρησιμοποιούνταν για την εκτροφή των κουκουλιών. Τον χειμώνα χρησιμοποιούνταν και ως αποθήκες. Για την κυρίως κατοικία τους δεν έδιναν και μεγάλη σημασία. Τους αρκούσε πολλές φορές κι ένα δωμάτιο, που κτιζόταν δίπλα. Σπάνια υπήρχε και δεύτερο, το μουσαφίρ οντάς (δωμάτιο υποδοχής). Τα κελάρια από τις πίσω πλευρές δεν είχαν παράθυρα. Τα παράθυρα και οι πόρτες των βρίσκονταν στο πλευρό της αυλής, που ήταν περιφραγμένη με λιθόκτιστο χονδρό και ψηλό τοίχο, στην οποίαν έμπαινες από μεγάλες βαριές πόρτες. Απ’ αυτές έμπαιναν και τ’ αμάξια. Οι αυλές είχαν και τα παραπόρτια (μικρές γερές – κρυφές πόρτες), απ’ τα οποία μπορούσε ένας καταδιωκόμενος να ξεφύγη από αυλή σε αυλή κι από αστριχιά σε αστριχιά (αστρέχα) και ν’ απομακρυνθή. Όταν τα κελάρια και οι σάλες είχαν μεγάλο πλάτος, χρησιμοποιούσαν για στηρίγματα στο μέσον, αντί τις σημερινές τσιμεντοκολώνες, τα ντρέκια (χονδροί δρύϊνοι στύλοι). Το πάτωμα της σάλας ήταν από χονδρά πλατιά σανίδια. Ταβάν(ι) (οροφή) δεν είχαν ούτε τα κελάρια, ούτε οι σάλες. Είχαν όμως οι σάλες πολλά μικρά παράθυρα σ’ όλες τις πλευρές. Πολλές φορές, χώριζαν μια γωνιά από τη σάλα με μπαϊντατί (τοίχος λεπτός με λεπτές σανιδένιες πήχες, που τις σκέπαζαν με λάσπη, «τσατουμάς»). Αυτόν τον χώρο τον χρησιμοποιούσαν για κατοικία. Άπλωναν στο πάτωμα τα στρώματα και κοιμούνταν όλοι στη σειρά. Όταν είχαν την ευχέρεια, έκαναν ξεχωριστούς χώρους για όλες τις ανάγκες τους. Οι χώροι αυτοί γίνονταν συνήθως αντίκρυ. Ανάμεσα ήταν η αυλή. Αποτελούνταν από ένα μονώροφο κτίσμα. Σ’ αυτό υπήρχαν πρώτα-πρώτα, ένα ή δύο δωμάτια, που χρησιμοποιούνταν ως υπνοδομάτια και χώροι υποδοχής. Μπροστά απ’ αυτά ήταν το χωματοστρωμένο και αλειμένο με καμπόχωμα χαγιάτ(ι) (η σημερινή βεράντα). Στα δωμάτια αυτά απαραίτητο ήταν το τζιάκ(ι), στο οποίο έκαιγαν το χειμώνα αδιάκοπα, τα κούτσουρα. Απ’ το τζάκι κρεμόταν ο άλσους (αλυσσίδα), στον οποίον έδεναν την μπακ(ι)ρα (μεγάλο χάλκινο δοχείο), για να ζεσταίνουν νερό. Στο τζάκι έβαζαν και το τσουκάλι να βράση το φαγητό. Το μεσημέρι στρώνανε στη μέση του δωματίου το σουφρά (στρογγυλό χαμηλό τραπέζι χωρίς πόδια) και κάθονταν όλοι γύρω σταυροπόδι κι έτρωγαν με τα εγχώρια ξύλινα κουτάλια, όλοι απ’ τη μσούρα (πήλινη βαθειά πιατέλα). Στον τοίχο, χαμηλά και δίπλα και στις δυό πλευρές του τζακιού, είχαν τις μπουλίτσις (τρύπες στον τοίχο σε σχήμα κύβου και με διαστάσεις 30 εκατοστών περίπου). Αυτά είχαν και τις μουσάντρις (εντοιχισμένες ντουλάπες) και τα ντουλάπια (μικρά εντοιχισμένα ντουλάπια, για τα διάφορα φαγώσιμα). Τα παράθυρα αυτών των δωματίων, που βρίσκονταν προς τον δρόμο, ήταν μικρά και πολύ ψηλά, κοντά στην οροφή, για να μη φθάνουν να βλέπουν οι περαστικοί, όσο ψηλοί σαν ήσαν. Αν τύχαινε τα δωμάτια να βρίσκωνται στο δεύτερο πάτωμα και δίπλα στο δρόμο, τότε αυτά εξείχαν από το ισόγειο με γκραμπατζάνια ή παϊαντάδες (ξύλινα γυριστά τοξοειδή στηρίγματα). Τα δωμάτια αυτά είχαν αρκετά παράθυρα. Ήταν σωστά παρατηρητήρια. Πιο πέρα από τα δωμάτια ήταν τ’ αχούρ(ι) (σταύλος). Σε μια γωνιά της αυλής απαραίτητος ήταν κι ο φούρνος. Σ’ αυτόν έψηναν το ψωμί με το σιταρένιο αλεύρι, που άλεθαν στους νερόμυλους του Έβρου. Έξω από την αυλή, αν είχαν χώρο, τον χρησιμοποιούσαν για κήπο, που τον είχαν φραγμένο με παλούκια (πασσάλους) και τσαλιά (αγκάθια). Σ’ αυτόν είχαν λίγες μουριές για τις πρώτες μέρες της εκτροφής των κουκουλιών και φύτευαν σκόρδα, κρεμύδια, σπανάκια και κουκιά. Έτσι περίπου ήταν οι κατοικίες του Σουφλίου. Και σήμερα ακόμη, αν ανηφορίσης στους λιθόστρωτους και ελικοειδείς δρόμους του, θ’ αντικρύσης στα σοκάκια του, παμπάλαια μισογκρεμισμένα σπίτια, να διατηρούν τα ίχνη του προπερασμένου αιώνα.
|