Δ ή μ η τ ρ α: Έλα κουντά, Τριάδου! Πάνι, κουντά στην Παναΐα, κάμι του σταυρό σ', τρεις φουρές, κι βάνει του δαχλίδ. Είνι απ τουν γιακλή σ', τουν Πασκάλ'(η). Βάλι κι τ' ραμάθα μι τς πέντι ντούμπλις! Ταχυά απ' είνι Κυριακή, θα πας .στ'ν 'Ικκλισιά να σί διούν, να σκάσουν ντουσμανέοι. 'Απού τώρα κι μπρος δε θά του βγάλς χίτσ'(ι) καμμιά φρα. Για ν' απκάζουν κόσμους απ' είσι κιρασμέν'(η), Τα παγούνια θα τ' αχτιν στου σιντούκ'(ι) σας, ως τα στιφανώματα ! Γ ι ώ ρ γ η ς: Άμα! κάκου Χρύσου! μπόλ(ι)κα φαϊά μας Ίίχτιν πόψι. Θα την πατώσουμι στα γιρά. Αμ κι για τέτοιου κισμέτ'(ι) αξίζ'(ει). Τουν αρατίκη μ' τουν Πασκάλ'(η), δεν έπριπι να τουν κατσιουρντίστι! Γ ι ά ν ν η ς: Κι γω άμα, μια μπούλιου εχου. Βάλτι την πίτα στ (η) μέσ'(η)! Άϊ, να του τσούξουμι κι καμπόσου. Άντι! να μας ζήσουν. Έ! μασιαλά! Πουθι πιρνάει, δρόμου ν ανοίγ'(ει). (Όλοι επαναλαμβάνουν: «να μας ζήσουν», ενώ ο ένας, αφού πιή όσο θέλει, παραδίδει τη «μσούρα» στον επόμενο).
γιακλής=αρραβωνιαστικός γιακλή=αρραβωνιαστικιά ν τ ο ύ μ π λ ι ς = τουρκικό νόμισμα χρυσό αξίας δύο χρυσών λιρών ντουσμανέοι=εχθροί απκάζου=καταλαβαίνω Ο α ρ ρ α β ώ ν ας στο Σουφλί λέγονταν «κέρασμα» π α γ ο ύ ν'(ι) = επίχρυσο, ασημένιο ή τενεκεδένιο στρογγυλό έλασμα. Τα παγούνια φυλάσσονταν επιμελώς, και ήταν σύμβολο αγνότητας κάκου= ηλικιωμένη γυναίκα αρατίκς=φίλος μπούλιου: η μεγαλύτερη αδελφή μασιαλά=μπράβο κατσιουρντώ= μου πέφτει από τα χέρια, χάνω
«Ο αρραβώνας» λαογραφικό σκέτς Χρήστου Μπαμπαλίτη |