1. Έθιμα της παραμονής των Χριστουγέννων.
Την ημέρα της παραμονής των Χριστουγέννων όλες οι νοικοκυρές ετοιμάζουν τα Χριστουγεννιάτικα φαγητά. Ένα απ’ όλα αυτά είναι και το φαγητό, το έθιμο του Σουφλίου που λέγεται «Μπάμπου».Αυτό γίνεται από τα εξής υλικά: Ένα χοιρινό έντερο και όσο μπορούμε πιο χονδρό. Κρέας χοιρινό αχνό ½ του κιλού, κρέας μοσχαρινό ½ του κιλού, λίγο συκώτι και λίγο πνευμόνι από οποιοδήποτε ζώο, λίπος χοιρινό όσο χρειάζεται, λίγο πράσο ψιλοκομμένο, λίγο ρύζι, αλάτι, ρίγανη και μαύρο πιπέρι. Έπαιρναν το κρέας και το έκαναν πολύ μικρά κομματάκια επάνω σε χονδρό ξύλο «κούτσουρο» ή επάνω στους «σοφάδες», που τους χρησιμοποιούσαν για να τρώνε. Αυτά τα κομματάκια τα έβαζαν μέσα σε ένα βαθύ πιάτο. Σ’ αυτό έβαζαν το πράσο, το ρύζι που ήταν άβραστο, το αλάτι, λίγο νερό και το ανακάτευαν. Κατόπιν έπαιρναν τα έντερα τα οποία τα έπλεναν καλά τα έκοβαν σε κομμάτια 30-40 εκατοστών και τα γέμιζαν από το μείγμα που είχε το πιάτο, όχι όμως με μηχανή, αλλά με ένα χουνί και με το χέρι. Αφού γέμιζαν τα έντερα τα έδεναν από τις άκρες και τα έβαζαν σε μια πύλινη κατσαρόλα «τέντζερη» δια να βράσουν. Στον πάτο της κατσαρόλας αναποδογύριζαν πρώτα ένα μικρό πιάτο και μετά έβαζαν τα έντερα να βράσουν. Την κατσαρόλα αυτή την έβαζαν στο τζάκι, στο κούτσουρο που καιγόταν δίπλα στη φωτιά. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων συνήθιζαν να τρώνε σε κάθε σπίτι εννέα φαγητά. Δηλαδή η κάθε νοικοκυρά μετρούσε στο σπίτι της και στο τραπέζι της εννέα νηστίσιμα φαγητά λ.χ. ελιές, κρεμμύδια, χαλβά, σάλτσα (ντοματοπολτός) κλπ. Το φαγητό το ιδιαίτερο που έτρωγαν αμέσως μόλις τελείωνε η λειτουργία της γέννησης του Χριστού δηλ. την «μπάμπου» σύμφωνα με το έθιμο το έκανε ο νοικοκύρης. Την ώρα αυτή έρριχναν στο τζάκι ένα μεγάλο ξύλο, κούτσουρο ώστε να καίη όλη τη νύχτα της γέννησης του Χριστού. Στην φωτιά αυτή και δίπλα στο κούτσουρο έβαζαν το πήλινο αγγείο και έβραζε η μπάμπου. Οι πιο μεγάλοι στην ηλικία συνήθιζαν να μη κοιμούνται όλη την νύχτα και το μόνο που έκαναν ήταν να ξαπλώνουν γύρω-γύρω από το τζάκι επάνω στα μαξιλάρια. Στα μικρά παιδιά τους έλεγαν ότι ανοίγει ο ουρανός αυτή τη νύχτα. Σ’ αυτά όταν πήγαιναν να κοιμηθούν έλεγαν: κοιμηθήτε και η κρούνα (ένα έντομο που το λένε σκαρκάλι) και έρχεται από το τζάκι θα σας ξυπνήση. Αυτό το σκαρκάλι κάνει ένα ήχο και κρι… κρι… Με τη φωνή αυτή της κρούνας ξυπνούν τα μικρά και πηγαίνουν στην εκκλησία για τη γέννηση του Χριστού. Μαζί με τα άλλα φαγητά οι νοικοκυρές ψήνανε και ψωμί χωρίς μαγιά (προζύμι) και μέσα βάζανε ένα νόμισμα. Αυτό το ψωμί το έψηναν μαζί με το βράσιμο της μπάμπου την ίδια ώρα, όχι στο φούρνο αλλά στο τζάκι που έκαιγε όλη τη νύχτα. Όταν κτυπούσαν οι καμπάνες για την γέννηση του Χριστού τότε όλοι, μικροί και μεγάλοι πήγαιναν στην εκκλησία να προσευχηθούν. Μόλις γύριζαν στο σπίτι αμέσως έστρωναν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Προτού να αρχίσουν ο γεροντότερος έκοβε σε μικρά κομματάκια έλεγε: Αυτό είναι για το Χριστό, αυτό για την Παναγία, αυτό για το σπίτι, για τα κουκούλια, για τα χωράφια και στο τέλος για τα άτομα της οικογενείας. Κάποιος στο κομμάτι του ψωμιού που έπαιρνε θα έβρισκε το νόμισμα. Αυτό το έβαζαν για δεύτερη φορά στη βασιλόπιττα την Πρωτοχρονιά. Τότε σ’ εκείνον που θα τύχαινε το πήγαινε στην εκκλησία και το άφηνε στην εικόνα της Παναγίας.
2. Της Αποκριάς.
Τη δεύτερη εβδομάδα της αποκριάς την έλεγαν «αλλατζιάτικη», δηλ. την εβδομάδα αυτή μια μέρα έτρωγαν νηστίσιμο φαγητό, την άλλη όχι νηστίσιμο. Τη Δευτέρα της εβδομάδας αυτής έκαναν το εξής: Οι άνδρες που βρίσκονται στα καφενεία συνεννοούνταν να κάνουν κάτι παράξενο. Έπαιρναν από ένα ξύλο χονδρό, που το άκρο του να ήταν διχαλωτό (τσιατάλα) και με αυτό κυνηγούσαν τα σκυλιά και με το δίχαλο τα πατούσαν στο λαιμό ώστε να σταματήσουν και τότε ένας άνδρας έδενε στην ουρά του σκύλου, με σύρμα ένα τενεκέ και κατόπιν το άφηναν να τρέχη ελεύθερο έχοντας από πίσω και τον τενεκέ. Αυτό το έκαναν σε όλα τα σκυλιά, όσα μπορούσαν να πιάσουν. Ύστερα όλοι μαζί έκαναν μια γραμμή ο ένας πίσω από τον άλλον και συνδέονταν μεταξύ τους με ένα σχοινί. Μπροστά πήγαινε ο πιο ψηλός. Όλοι τους κάτι κουβαλούσαν, ένας δισάκι, άλλος σκόρδα, κρεμμύδια και κουδούνια στο λαιμό τους. Ο πρώτος είχε στο χέρι του ένα στούμπο (δηλ. κοντόχερο, μεγάλο και ξύλινο από γούδι). Οι άνδρες αυτοί όπως ήταν στη σειρά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, και έλεγαν στους κατοίκους του κάθε σπιτιού να προσκυνήσουν το χονδρόχερο. Εκείνοι που ήταν από πίσω πηδούσαν στον τόπο τους γα να κάνουν θόρυβο και έλεγαν: Εδώ είναι το τυρί, εδώ είναι τα αυγά, εδώ το κρασί κλπ., και όλα τα καλά του σπιτιού. Τότε έβγαινε η νοικοκυρά και τους έδινε ό.τι είχε: τυρί, αυγά, κρασί και αυτά δεν τα έτρωγαν αλλά τα έβαζαν στους σάκκους τους (τροβάδες). Όλα αυτά που μάζευαν τα πήγαιναν στο καφενείο και εκεί έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν. Επίσης με το σχοινί που είχαν έφραζαν το δρόμο, σταματούσαν στο δρόμο τους πλούσιους, τους ζητούσαν χρήματα και μετά γλεντούσαν πάλι όλοι μαζί. Την Κυριακή της τυρινής εβδομάδος όλη την ημέρα χόρευαν μικροί και μεγάλοι στις πλατείες του χωριού και έπαιζαν διάφορα παιγνίδια. Και ένα από αυτά είναι η πυραμίδα (ουρουστιά). Πιασμένοι δηλ. 5-6 άνδρες από τους ώμους όρθιοι έκαναν κύκλο. Άλλοι 4-5 πατούσαν στις πλάτες τους όρθιοι πάνω στους πρώτους πιασμένοι όπως οι πρώτοι. Τέλος πάνω σ’ αυτούς ανέβαιναν και πατούσαν στις πλάτες τους όρθιοι άλλοι 3 και τελευταία ένας, ο πιο ελαφρής ανέβαινε και στεκόταν όρθιος στις πλάτες των τελευταίων και ελεγε το τραγούδι:
«Κούκου λέμπου μοναστήρια, λέμπου-λέμπου
κατέβα κάτου κόρακα ν’ ανέβου γω κει πάνου λέμπου-λέμπου»
Τότε κατέβαινε εκείνος που στεκόταν όρθιος επάνω και ανέβαινε άλλος. Το παιχνίδι αυτό το έλεγαν «λέμπο». Δηλ. οι άνδρες σχημάτιζαν μια πυραμίδα και στην κορυφή της στεκόταν ένας όρθριος. Γύρω-γύρω δε από την πυραμίδα αυτή γινόταν την ίδια στιγμή χορός από άνδρες και γυναίκες.
Χάσκαρς: Τα βράδυ της τελευταίας Κυριακής της αποκριάς ήταν συνήθεια όλοι οι μικρότεροι στην ηλικία να πηγαίνουν από νωρίς να ζητούν συγχώρεση από τους μεγαλύτερους τους, συγγενείς και γείτονες. Το βράδυ στο δείπνο μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς για να κάνουν την αποκριά σε ένα σπίτι. Αφού έτρωγαν, έπαιζαν ένα παιχνίδι που το έλεγαν «χάσκαρ». Στο δωμάτιο που ήταν όλοι μαζεμένοι, από το κέντρο του ταβανιού έδεναν ένα σπάγγο τόσο μακρύ που να φθάνη ως τα κεφάλια των ανθρώπων που ήταν καθισμένοι στο πάτωμα. Στην άκρη του σπάγγου έδεναν ένα κομμάτι χαλβά (καρυδοχαλβά) όλοι κάθονταν στο πάτωμα σε σχήμα κύκλου με τα χέρια πίσω. Ένας πιάνει το σχοινί από όπου κρέμεται ο χαλβάς και το γυρίζει μπροστά από τα ανοιχτά στόματα και ύστερα το αφήνει ελεύθερο – σκοπός του παιχνιδιού είναι να πιάσουν τον δεμένο χαλβά με το στόμα χωρίς να πιάσουν το σχοινί καθόλου με τα χέρια. Τελευταία αντί για χαλβά έδεναν ένα αυγό βραστό. Το αυγό είχε τη σημασία του. Με το αυγό αυτό να κλείση το στόμα μας, όπως έλεγαν οι γέροι και με αυτό να ανοίξη – δηλ. να αρχίσωμε την νηστεία τρώγοντας τελευταία ένα αυγό και να αρχίσουμε πάλι το Πάσχα με αυγό.
3. Των Αγίων Σαράντα (9 Μαρτίου):
Την ημέρα των Αγίων Σαράντα η κάθε νοικοκυρά συνήθιζε να βράζη στο σπίτι της ξερό καλαμπόκι ή σιτάρι ή να κάνη λουκουμάδες σε μεγάλα σχήματα «μικίκια» ή τις λαλαγγίτες. Κυρίως οι περισσότερες νοικοκυρές συνήθιζαν να κάνουν λαλαγγίτες και με τον εξής τρόπο: Έπαιρναν αλεύρι και το ανακάτευαν με νερό. Μέσα στο μείγμα έβαζαν μαγιά από ψωμιά (προζύμι). Το μείγμα αυτό γινόταν σαν πολτός (κουρκούτι) όχι πολύ σφιχτό. Το έβαζαν μέσα σε κατσαρόλα και το άφηναν κοντά στην σομπά να βρίσκεται δηλ. σε ζεστό μέρος ώστε να ανεβή η ζύμη. Όταν γινόταν ο πολτός η νοικοκυρά ετοίμαζε στο τζάκι τη φωτιά όπου τοποθετούσε ένα σιδερένιο τρίποδο και πάνω σ’ αυτόν μια πέτρινη πλάκα στρογγυλή και λεία που την έλεγαν «σάτσι». Το σάτσι είχε διάμετρο 40 εκατοστά περίπου και 2-3 εκ. πάχος. Αφού ζεσταινόταν καλά το σπίτι έπαιρναν ένα κρεμμύδι το έκοβαν στη μέση οριζόντια, το βουτούσαν στο λάδι ή σε λυωμένο λίπος και μ’ αυτό άλειφαν το σάτσι. Μετά με μια βαθιά κουτάλα έπαιρνε από το ζυμάρι το έριχνε πάνω στην πέτρα. Αμέσως με μια λεπτή βέργα άπλωνε ομοιόμορφο το ζυμάρι σε όλη την πλάκα. Επειδή η πέτρα ήταν καλά πυρωμένη και αλειμένη με λάδι ή λίπος, δεν άφηνε τη ζύμη να πέση και να κολλήση αλλά σχηματιζόταν μια στρογγυλή πιτούλα. Επειδή η ζύμη ήταν καλά ζυμωμένη η πιτούλα γινόταν τρύπες-τρύπες όπως το σφουγγάρι. Αυτές τις λαλαγγίτες κάθε νοικοκυρά μοίραζε στην γειτονιά μαζί με ζάχαρι ή πετμέζι και έλεγε: «Σαράντα φας, σαράντα πιής, σαράντα δόσε για ψυχή. Όσα δένδρα έσπειρες κανένα να μη ραγίση».
4. Του Λαζάρου:
Την ημέρα της γιορτής του Λαζάρου είχαν την συνήθεια τα μικρά παιδιά να γυρνούν παρέες από το πρωϊ από σπίτι σε σπίτι. Τα παιδιά αυτά ντυνόταν με τα γιορτινά τους ρούχα και στολιζόταν με όσο περισσότερα φλουριά είχαν. Στο κεφάλι τους έβαζαν λουλούδια κι έτσι γυρνούσαν όλα τα συγγενικά τους και γειτονικά τους σπίτια. Στα χέρια τους κρατούσαν καλαθάκια για τα φιλοδωρήματα. Μόλις έφθαναν έξω από κάθε σπίτι τραγουδούσαν το τραγούδι:
Σήμερον έρχεται ο Χριστός ο Επουράνιος Θεός
και στην πόλι Βηθανία κλαίει Μάρθα και Μαρία
Λάζαρον τον αδερφόν της τον γλυκήτερον υιόν της
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον μοιρολογούσαν
Την ημέρα την Τετάρτη κίνησε ο Χριστός για ν’έρθη
και βγήκε η Μάρθα και η Μαρία και
στους πόδες γυνυκλίστε και τους πόδες του φιλήστε
αν εδώ ήσουν Χριστέ μου δεν θ’ απένθησκε ο αδερφός μου
Μα και εγώ τώρα πιστεύω και καλά θα τον ανεύρω
ότι δύναται αν θελήσης και νεκρούς ν’ αναστήσης
και μεγάλους ασθενείς
Σε όσα σπίτια όμως ήταν κορίτσια ή αγόρια για αρραβώνα ή γάμο έλεγαν το τραγούδι:
Είδαν τα σπίτια τα ψηλά τα μάρμαρα κτισμένα
Είδαν, έχουν τον καλόν υιόν την ώραν (ωραίαν) θυγατέραν
Την θυγατέραν προξηνούν τουν γιόν ν’ αρραβωνιάσουν
Θαμάζουστι, λουγίζουντι που ν’άβρουν τέτοια κόρη
Τέτοια ψηλή τέτοια λιγνή τέτοια μαυροματούσα
Πούχει του μάτι σαν ελιά του φρύδι σα γαϊτάνι.
|