ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΣΤΑ ΣΟΥΦΛΙΩΤΚΑ
Αλβανός Δημήτρης



 

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

 

Free WebSites Counters
Μοναδικοί επισκέπτες
Visit Counter  


3 ΣΟΥΦΛΙΩΤΕΣ ΓΙΑ ΣΑΦΑΡΙ ΣΤΗΝ ΚΕΝΥΑ

Ο Νιάτσιας, ο Πατιάκς, κι ο Λιγόνς, ξικίντσαν του προϊ με τα πουδάρια για σαφάρ. Όπους πάιναν, πάν στην πατέκα ίταν ένα λιοντάρ ξαπλομένου ανάσκλα, κι δεν σκόνουνταν. Ο Νιάτσιας καβραντάϊ απ κατ μια πέτρα, μπουμπνάϊ μια το λιοντάρ, έκαμι αυτό σνάκρα κι πέρασαν. Μιτά απ λίγο όπους πάιναν, στην πατέκα ίδιαν διό λιοντάρια, καπτάϊ διό πέτρες ο Πατιάκς, σαβουρνταϊ την μιά, σαβουρταϊ κι τνάλη, τα μπασιαρτάϊ κι τα διό, κι κείνα παραμέρσαν. Το κεντί που γίρζαν για να παν να κμιθούν, στην πατέκα ίταν πουλά λιοντάρια , ίσια μι ίκους, κι πάιναν ίσια ψλατς. Ου Νιάτσιας κι Πατιακς φουβίθκαν, ίταν λίγου κουρκάκδις, ανέφκαν σένα τσιάμ να γλιτόσουν. Ίδαν τουν Λιγόν χαμλά κι αρχίντσαν να σκούζουν. Ρε Λιγόν ανέβα στου τσιάμ δε φοβάσι. Κι Λιγόνς αποκρίνιτι. Τι να φουφθό ρε θάματις γο σαβουρτούσα τσπέτρες.!!!!!!!!

 

 

ΟΙ ΔΕΚΑΟΧΤΟΥΡΕΣ

 Σένα σπιτ στην καρκατσιλιά κάθουνταν ο πάππους Πασκάλς κι η μπάμπου Ντιάντιου. Δεν ήταν κι πουλύ παππαίοι, γύρου στα εξήντα, άντι μι του ζορ να τσ'έφκιαxνις κοντά στα εξήντα πέντι. Ένα προυί που σκόθκι απ' τουν ύπνου ο πάππους Πασκάλς, έκατσι στου σουφρά, έχαψι τουν τσιουρβά'τ, κι πήγι στου παραθύρ. Ικεί ρουγκάλσι κάνα δυό φορές κι αρχίντσι να γκιρτίζ(ι)τι. Τουν ίδγι η μπάμπου Ντιάντιου, κι τ'λέει. Ρε Πασκάλ(ι) τι μπέτκα κι ανασκεμένα φκιάνς? Δεν αντρέπιση! Θα σι δγί απού καρσί ο Μουτιός κι θα σι γηλάι. Κιν τ'νώρα απ'έξω παν στου τελ του ΟΤΕ ήταν διό δικοχτούρες. Η μια κάθι λίγο άφνι του τελ κι ανέβνη ψλά στ'νάλλη κι του τελ κνιόνταν. Τότι ο πάππους Πασκάλς φώναξη τ' Μπάμπου Ντιάντιου. Ντιάντιου, Ντιάντιου, έλα να δγις τσ'δικουχτούρες. Πήγι η μπάμπου Ντιάντιου να δγί κι τ'λέει. Ντιάντιου : Έ καλά διό πλιά είνι. Πασκάλς : Μ'φέντι συ δε βλεπς καλά. Οι δικουχτούρες του φκιάνουν ψλά στου τελ. Συ κι γω γναίκα, ούτι χαμλά στο κρεβάτ μπουρούμι. Υστερόγραφο : μούτσκους μήνας, μούτσκου κι του μασάλ Να είστε όλοι καλά, καλό μήνα, καλή βδομάδα.

 

Ο ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ

Στ' Μαντρούδα μηριά, κάθουνταν Πουλιόνς μι τ' γναίκατ τ' Μούτιου. Είχαν γκζάνια πουλλά. Μαζιόνουνταν σπιτ πουλλοί. Ουλ μαζί ήταν ιφτά. Ψουμί λίγου, γκζάνια πουλλά, δλειά χιτς. Μι του ζορ τά φερναν βόλτα. Ούλου λέγαν να μη φκιάξουν άλλου γκζαν, αλλά δεν μπορούσαν. Κατσουρμάδες έρχουνταν ένας πις απ τουν άλλουν.

Είδγι κι απου είδγι ο Πουλιόνς, πήγι στο γιατρό. Τούπι, τι ζορ τραβάει, πόσα γκζάνια έχ, κι'ότι άλλου γκζαν δε θέλ να κάμ.

Τουν άκσει καλά γιατρός, τουν ρώτηξι άμα μπουρεί να κρατθεί. Πουλιόνς ουρμήνευσει, ότι δεν μπουρεί. Σκέφκει σκέφκει γιατρός, αλλ' λύς(ι) δεν υπάρχ(ει). Θα πας στου περίπτερου να παρς προφυλακτικά. Τουν είπι ότι είνι σαν τσ' φούσκες, σαν μπαλόνια, τουν είπι που θα τα βαζ, πότι πρεπ να τα βαζ, πως θα τα βάζ κι να κτάζ να μη σκας κανένα.

Έφκει απ' του γιατρό Πουλιόνς πήγι στου περίπτερου, αγόρασι τα προφυλακτικά κι πήγι σπιτ. Μιτά απου τρεις μήνις τσ' Μούτιους κλιά, νταβράντσι, αρχίντσι να φουσκόν ! Γκαστρώθκει ! του γκζαν τσακόσκι ! Τζιάμπα στου γιατρό πήγα είπι, γιατρός είνι αυτός, θα πάου να τουν κάμου ένα παρά δυό, θα τουν ξιχέσου !

Πήγι στουν γιατρό γανιασμένους, ήταν κι λίγου ουρτσιουμένους, αλλά μόλις είδγι τουν γιατρό καλμάρσι. Γιατρέ τσ' Μούτιους κλιά φούσκουσε, αυτό του λάστιχου που μ' έδουσες δεν κάμην δλειά. Απόρσει γιατρός. Πουλιόν του έβαζεις, όταν έκαμνεις τ' δλειά? Του έβαζα είπι, ο Πουλιόνς. Του έβαζεις όπους σ' είπα? ρώρηξει πάλι γιατρός. Του έβαζα γιατρέ όπους μ' είπες, αλλά ξερς ..…γιατρέ….. πιρίσιβι ένα κοματούδ κι τόκοβα μι του ψαλίδ!!!!!!!!!

 


ΣΤΗΝ ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΑ

Να πούμει κι κανένα ανέκδοτο για τσ' Κουρνουφουλιώτ(δ)ις. Κάπουτι τα πηδιά απ' την Κουρνουφουλιά, έρχουνταν στου Σουφλί, στου γυμνάσιου, μι τα πουδάρια, ή του πουδήλατου, ή του λιουφουρείου κι καμιά φουρά μι του ταξί. Παράδις δεν είχαν, δύσκουλα έβγηναν, κι μπαμπάδις τα γκζάνιατς, τά διναν ίσια-ίσια τσ' παραράδις για τα εισιτήρια. Κι αυτό όταν ήταν κηρός χαλασμένους, αλλιώς έρχουνταν μι τα πουδάρια ή μι του πουδήλατου, όσ(οι) είχαν. Ένα προυί στην Κουρνουφουλιά έβριχει κι ου μπαμπάς, έδουσει στουν Πουστόλ τέσσιρις δραχμές, για πάισμου κι έρσ(ι)μου μι του λιουφουρείου. Του μισμέρ, δεν έβριχει κι Πουστόλς γύρσει στου σπίτ λαχανιασμένους κι γιδρομένους. Τουν ίδγει μπαμπάστ κι τουν ρώτηξει. Γιατί ρε Πουτιόλ ήρθεις ετς λαχανιασμένους κι γιδρομένους. Μπαμπά γύρσα μι τα πουδάρια κι κόσιαζα πίσου απ του λιουφουρείου, μπορεί να λαχάνιασα, να βγήκει γλώσαμ μια πθαμή, αλλά, κέρδισα δύο δραχμές. Άντι ρε αβανάκ, σι θουρούσα για ποιό έξυπνου, άμα έπιρνεις κατόπ του ταξί, θα κέρδιζες πέντε δραχμές !!!!!!

 

 

Η ΑΡΚΟΥΔΑ

Μιάφρας στου Στόιου τουν καφινέ σ'ένα τραπέζ, ήπναν καφέ Γιανς, Μάτιους κι Κώτιας. Μουλουγούσαν πουλλά μασάλια. Είπαν για τσ'δλειέθτς, τι φκιάνουν τα γκζάνιατς, κι τι ζόρια έχουν. Κείνου τουν κηρό στου μπαήρ λου(γι)ουρνούσε μια μπαμπάτσκ(ι) αρκούδα. Πες του ένα, πές του άλλου, τούφιρι του μασάλ να χωρατέβουν για τ'ν' αρκούδα. Είπαν για τ' ζημιές που έκαμνει, ποιος τ'ν' ήδιγι, που τ'ν' ήδγιαν. Γιατάκ μόνιμου δεν είχει. Άλλ φουρά τ'ν'έβλεπαν στα Γιαμάτσια, στου Γυρλίσιου κι άλλ φουρά στου Γιάνηρη. Καμιάφρα έφτανι κι κουντά σ(ζ) Ντημήριαν. Ουλ λίγου πουλή τ'φουβούνταν, αλλά δεν του μουλουγούσαν. Είχαν και δλειές σι κείνα τα μέρια, άλλος είχι χουράφια για δλειά, άλλος έπριπει να φέρ μουρόφλα για τα κουκούλια , άσει που κόντιβει και το κλάδουμα κι έπριπι να πάν στου μπαήρ για του πουρνάρ.

Κάποια στιγμή λέει Μάτιους.

- Γω άμα δγιω τ'ν' αρκούδα μπρουστάμ θ' ανέβου σι μια μησιά κι θα καρτιρώ μέχρι να σκωθεί να φυ(β)γ.

- Έ ρε Μάτιου κι αρκούδα ανιβέν τσ' μησές, δε θα γλιτώεις. Συ ρε Κώτια τι θα φκιάεις άμα τ΄δγείς.

- Κώτιας : Γω ρε θα κουσιάξου, δεν μπουρεί να μι φτας, κουσιάζου πουλή. Δεν μπουρεί να μι τσακώσ(ι).

- Κώτια! αρκούδα κουσιάζ ποιο πουλή απ' τι σένα. Θα συ φτάς, θα συ τσακός κι θα συ μπαρλατντίς μι τα νύχιατς.

- Σύ ρε Γιαν τι θα φκιάεις. (Ο Γιανς ήταν λίγου χουντρούτσκους)

Σκέφκει, σκέφκει. Γω……γω άμα δγιώ τ'ν' αρκούδα θα κάμου έτσ(ι), (έκαμει του χερ'τ για κάτ), θα πάρου μια χούφτα σκατά, θα τ'μπουμνίσου μια στου κεφάλ. Άμα παν στα μάτιατς, δε θα βλεπ κι γω θα φίβγου, άμα παν τσ'μίτιτς, θα βρουμούν τόσου που θα σκουθεί να φυ(β)γ.

- Καλά ρε Γιαν κι που θα βρεις τα σκατά ? Γιανς : Δγίτι σεις τ'ν'αρκούδα κι μιτά να μι πείτει, που θα βρώ γω τα σκατά !!!!!!!

 

 

ΤΟ ΕΛΕΦΑΝΤΑΚΙ

Δυο φίλ Σουφλιώτδις, Βασίλς κι Πουτιόλς, ανταμόθκαν σ'ένα ζωολογικό κήπο. Βασίλς, δούλευε ικεί. Πουτιόλς πήγει μουσαφίρς να δγεί τα ζώα. Αφού καλουσουρίσκαν κι' αγκαλιάσκαν, αρχίντσαν να βλέπουν τα ζώα. Πέρασαν κι απ' τσ' ελέφαντες.

- Βασίλς : Πουτιόλ βλεπς κείνουν τουν μούτσκου ελέφαντα, πού έχ' απλωμένη την προυβουσκίδατ.

- Πουτιόλς : Ναι ρε, τουν βλέπου, ταού καρά σ(ι) έχω.

- Βασίλς : Είναι άρωστος, ούτε τρώει ούτε σκώντι. Μαργουμένους είναι! Κι γιατροί τουν ίδγιαν κι φάρμακα τουν έδουσαν, πάλι αυτός τα ίδγια. Ούλου κ(ι)μάτει!

- Πουτιόλς : Γω ρε θα τουν φκιάσω καλά. Πιρδίκ θα γίν.

- Βασίλς : Σιγά !!

- Ποτιόλς : Στου Σουφλί είχαμει ένα γκάτζιου, οτ' ήθελα τουν έφκιαχνα.

- Βασιλς : άντι ρε φκιάξτου καλά.

Χώθκει μεσα Πουτιόλς. Κάτ(ι) έκαμει, κάτ(ι) είπει στου ελεφαντούδ κι κείνου σκώθκει, κι αρχίντσει να κουσιάζει, να γιλάει κι να τρώει.

Έφκει Πουτιόλς, αλλά του ελεφαντούδ παρλαντίσκει να κουσιάζ(ει), μια σιαδώ μια σιακεί κι να χαχανιώτει.

Πέρασει μια μέρα. πέρασαν δυό μέρις, τίπουτα του ελεφαντουδ. Του ίδγιου βγιουλί. Κόσιαζει κι χαχανίωταν.

Αρχίντσει Βασίλς να φουβάτει να μην πάθ τίπουτα !!

Ειδουποίησει τουν Πουτιόλ να' ρθ. Ήρθει Πουτιόλς μπήκει μέσα σένα κλειστό υπόστεγου - αχούρ. Φώναξει του ελεφαντούδ. Ήρθει κείνου. Κατ(ι) έκαμει, κατ(ι) είπει στο ελεφαντούδ. Κείνου σταμάτσει να κουσιάζ, να χαχανιώτει κι ξάπλουσει χαμπλά.

Βγένουντας όξου τουν ρώτσει Bασίλς.

- Βασίλς : Καλά ρέ Πουτιόλ, τι του έκαμεις του χαϊβάν, την πρώτ(η) φουρά κι κόσιαζει κι γηλούσει σαν παλαβό?

- Πουτίολς : Ότι έκαμνα κι στου γκάτζιουμ που είχαμει Σουφλί.

- Βασίλς : Ας(ι) του γκάτζιου! Πες τι έκαμεις του ελεφαντούδ?

- Πουτιόλς : Τού'πα ότ(ι) προυβουσκίδατ, είναι ποιο μουτσκ(ι) απ' τ'θκιάμ !!!

- Βασίλς : Σώπα ρε, γι'αυτό γηλούσει? Τώρα πως σταμάτσει? Τι έκαμεις?

- Πουτιόλς : Έ ……… τι έκαμα. Τίπουτα δεν έμαμα !! Έβγαλα του πανταλόν κι τσ'μιτρήσαμει !!!!!!!

 
 

Ο ΓΚΑΤΖΙΟΣ

Τέτοιον κιρό του 1974 γίνκει επιστράτιφς(η). Στην επιστράτιφς κάλησαν στου στρατό κι τουν Νιάτσια, που μόλις είχει παντρευτεί. Τουν έστειλαν στου Μπάσκλης. Σι μια βδομάδα ο διοικητής του τάγματος στου Μπάσκλης πήρει ένα τηλεγράφημα, από την διοίκηση του αστ. Τμημ. Σουφλίου που έγραφε. «Σας παρακαλούμε δώσατε ολιγοήμερον άδεια στον Αθανάσιον Μ …….είναι νιόπαντρος και έχει σοβαρούς οικογενειακούς λόγους. Τον θέλει η νεόνυμφη γυναίκα του».

Φώναξει τουν Νιάτσια ο διοικητής κι τουν έδουσει τρείς μέρες άδεια.

Νιάτσιας μες τ(ι)' χαράτ.

Συγκινωνίες δεν υπήρχαν. Βγήκει έξω απ΄του στρατόπεδου κι άρχίντσει ν'άρχιτει μι τα πουδάρια, για του Σουφλί. Είχει δεν είχει μσι ώρα που πιρπατούσει κι ίδγει ένα γκάτζιου δημένου σ' ένα παλούκ να βουσκάι. Σκέφκει λίγου : αβανάκς είμαι να πάω μι τα πουδάρια, δεν παίρνου του γκάτζιου. Τουν έλσει απ' του παλούκ, τουν ανέφκει κι αρχίντσει ν'άρχιτει για του Σουφλί.

Κάποια στιγμή κουντά στου Γυρλίσιου γκάτζιους αρχίντσει να γκαρίζ(ει). Λίγου ξέμακρα απ' τουν δρόμου λόϊασει γκάτζιους μια γκατζιόλα !! Σταμάτσει γκάτζιους, κουτσουρόθκει. Τουν βαρνάει Νιάτσιας μη τσ'φτέρνες στην κλιά, τίπουτα, δεν παέν(ει) άλλο, μουλάρουσε. Τουν τσ(ι)τάει μι του ματά στουν λάκρου, πάλι τα ίδγια. Αναγκάσκει Νιάτσιας να κατέβει απ του γκάτζιου. Άφσει κι του σκνί μι του καπίστρι. Όρμησε γκάτζιος στ'γκατζιόλα κι ξιχαρμάνιασει για τα καλά. Άμα τηλείουσι γκάτζιους τ'δλειάτ τουν ανηβαίν πάλι κι ξικίντσει για του Σουφλί.

Κουντά στ' Μπαντιάν την καλύβα, λίγου ξέμακρα απ' του δρόμου, πάλι μια γκατζιόλα. Σταμάτσει πάλι γκάτζιους. Κατέφκει Νιάτσιας απ του γκάτζιου. Τουν τραβάει τουν τραβάει. Τίπουτα γκάτζιους. Δεν κνιόταν χιτς. Να τα βάλ μι του χαϊβάν ? Θα χας !! Αφού δεν μπορούσε να τουν καν(ι) ζαπ, τουν απόλκει. Ξάπλουσει Νιάτσιας κατ απού μια καρά. Του μυαλό ήταν συνέχεια στ' γναίκατ. Είχει μέρις να τ'δγεί …..

Όρμησε γκάτζιους στ' γκατζιόλα, την ζαμάκουσι κάνα δυό φουρές. Κατέφκαν τα φτιάτ. Τουν πήρε Νιάτσιας κι ξικίντσει για του Σουφλί.

Κόντιβει να φτας Σουφλί. Άτυχους Νιάτσιας. Άρχίντσει γκάτζιους πάλι να γκαρίζ(ει). Δίπλα στου δρόμου μια γκατζιόλα.

Νηυρίασει Νιάτσιας κι αρχίντσει να φουνάζ(ει).

Ρε παλιουκηρατά θα φτάσουμι καμιάφρα Σουφλί ! Να σι φάει λύκους να σι φάει !!!

Για μένα ήταν του τηλεγράφημα ή για σένα !!!!!!!!

 

 

 


Στην Σαμοθράκη


Αυτό που θα σας περιγράψω είναι αληθινό. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έγινε και μπορεί να χαρακτηρισθεί το γεγονός, σαν ανέκδοτο.
Δεκαετία 1960. Στην Σαμοθράκη κατασκευάζεται το μεγαλύτερο έργο. Διάνοιξη, διαπλάτυνση και ασφαλτόστρωση του δρόμου Καμαριώτισσα – Θέρμων.
Εργολάβος Χόχολης. Οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων, δυο Σουφλιώτες.
Τα μεσημέρια έτρωγαν στην ταβερνούλα «Ασπροβάλτα», της Κυρίας Ουρανίας, που βρίσκεται στους Κάτω Καρυώτες. Μην φαντασθείτε κάτι ιδιαίτερο. Δύσκολα χρόνια, ένα φαγητό για την οικογένειά της και δυο-τρία πιάτα επιπλέον, για τους μονίμους μεσημεριανούς επισκέπτες.
Οι Σουφλιώτες κάθονταν στο τραπέζι και πάντα ρωτούσαν το μενού της ημέρας. Κάποια μέρα η κυρία Ουρανία είχε το συνηθισμένο και τακτικό φαγητό, την φασολάδα. Αλλά μαζί με την φασολάδα, τους είπε ότι μπορεί να προσφέρει και παστό. Ενθουσιάστηκαν οι πατριώτες μας. Είχαν καιρό να δοκιμάσουν το καλύτερο και δυναμωτικό έδεσμα, για την εποχή εκείνη. Πρότειναν μάλιστα στην κυρία Ουρανία να το τηγανίσει με αυγά. Η κυρία Ουρανία τους κοίταξε λίγο παράξενα. Τους είπε ότι δεν τρώγεται, ούτε τηγανιτό ούτε με αυγά.
Οι Σουφλώτες επέμεναν, και επειδή πάντα υπερισχύει το «δίκαιο του πελάτη», η κυρία Ουρανία τους έφερε το κατά παραγγελία έδεσμα.
Τι ήταν ? Τηγανιτά αρμυρόψαρα (παστό ψάρι) με αυγά !!!
Αυτά μπορούν να συμβούν, όταν η έννοια μιας λέξης διαφέρει από περιοχή σε περιοχή !

 

 

 

Ο παππούς, ο εγγονός και η γιαγιά.

Ένας εγγονός παέν(ει) στου σπίτ τ' παππούτ. Όξου σ(τ)ν'αυλή κάθιτι παππούστ, γκόλιαβος απ' τ'μές κι χαμπλά.

- Παππού τι φκιάνς ιδώ όξου ? ρώτσει εγγονός.

Παππούς δεν κνίθκει, δεν άκσει και δεν μίλσει.

- Έ παππού θα πουντιάχς δεν καταλαβένς ? ρώτσει πάλι εγγονός.

Παππούς τουν κοίταξει λίγου απορμένους κι τ'λέει αργά.

Ρε πιδάκιμ, την προϋηγούμην βδομάδα κάθομαν ιδώ όξου χωρίς φανέλα και πκάμψου. Κάπτσα ένα κρύουμα ! Σβέρκουσμ δεν λιγάει, έγινε σαν πέτρα. Αυτό σήμερα που βλέπς, είναι ιδέα τζ' γιαγιάς.

 
 

 

Ο μαθητής

Δεκαετία 1930, ο Βασίλς παέν(ει) στου κούτσουρου του σκουλιό να ρωτήσ(ει) πως πάει μι τα γράμματα ο Λάμπης, ο γιόστ.

- Χάλια πουλύ, πουλύ χάλια, λέει δάσκαλος, ένα κι ένα δεν ξέρ πόσο φκιάνουν, κι από γεωγραφία σκράπα, ούτε την προυτεύουσα τσ' Ελλάδας ξέρ.

Φαρμακώθκει κι στηναχωρέθκι Βασίλς, πήγει σπιτ(i) κι καϊτερούσε του γιότ

- Έλα δω πιδούδιμ, για να συ ρουτήσου!

- Πόσου φκιάν ένα κι ένα ?

- Τρία, λέι Λάμπης.

- Κι πια είναι προυτεύουσα τσ' Ελλάδας ?

- Η Θεσσαλονίκ μπαμπά!

- Κι αφού τα ξέρς ρε μπουνάκ γιατί δεν τα λες σκουλιό !


 

Σουφλιώτης επιδιώκει γνωριμία - κάνει καμάκι .

Πως σιλέν ;
Λία !!
Λία ;;
Λία λεν κι τουν μπαμπάμ …